Εγώ, Κώστα μου, προφέρω πάντοτε [ág'elos], χωρίς το παραμικρό ίχνος έρρινου, διότι τα ιδιώματα των γονέων μου είναι νότια (πελοποννησιακό και κεφαλληνιακό) και αγνοούν παντελώς την προερρίνωση. Στις περιοχές μας η προερρίνωση ηχεί ως επιτήδευση και, όταν την ακούσει κανείς, θα πρόκειται με μαθηματική ακρίβεια για ανθρώπους με ιδιαίτερη γλωσσική μόρφωση που προσαρμόζουν την προφορά τους στη θεωρούμενη ως "ιδανική" ή "καλλιεργημένη" λόγια προφορά της Νεοελληνικής. Αντίθετα, στα βόρεια ιδιώματα της Νεοελληνικής η προερρίνωση αποτελεί κανονικό φαινόμενο.
Τονίζω πάντως ότι, ιστορικώς, η εκφορά με προερρίνωση είναι αναμφίβολα πιο κοντινή σε εκείνη της αρχαίας Ελληνικής, αφού η τελευταία πρόφερε πάντοτε με προερρίνωση τα μπ, ντ, γκ, μβ, νδ, γγ. Τονίζω, όμως, ακόμη ότι η αρχαία Ελληνική έκανε διάκριση μεταξύ ηχηρών και άηχων συμφώνων μετά από έρρινο, δηλαδή πρόφερε αντίστοιχα [mp, nt, ŋk, mb, nd, ŋg] και δεν τα πρόφερε όλα ως ηχηρά μετά από έρρινο, δηλαδή [mb, nd, ŋg], όπως συμβαίνει με τη βόρεια και "καλλιεργημένη" Νεοελληνική. Ωστόσο, η ύπαρξη ή όχι προερρίνωσης εξαρτάται κατά πρώτο λόγο από τον τόπο καταγωγής και κατά δεύτερο λόγο από τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει κάποιος να δείξει στο συνομιλητή του ότι είναι γλωσσικά μορφωμένος. Νομίζω ότι, πέραν της ιστορικής αξίας της προερρίνωσης, δεν υπάρχει κανένας πραγματικός λόγος αυτή να θεωρείται ως δείγμα πιο "καλλιεργημένου" λόγου.
Επίσης, την παλαιότητα της απερρίνωσης (δηλαδή της ανυπαρξίας προερρίνωσης) αποδεικνύει η έκπτωση του αρχικού φωνήεντος σε λέξεις όπως "ντροπή" (< εντροπή), "μπαίνω" (< εμβαίνω) κ.ά. Αν τα "ντ" και "μπ" προφέρονταν ως [nd] και [mb], αντίστοιχα, δεν θα μπορούσε να εκπέσει το αρχικό [e].