Δημήτρης Καλοκύρης, Το κάδρο
[Ενότητα Το πουλί (ηχομυθιστόρημα)]
2. Το κάδρο
Κατεβαίνανε την πλαγιά με τις εγκαταστάσεις. Έκανε ζέστη. Ο θάνατός σου κατεβαίνει το ποτάμι, σέρνοντας πάνω στο τοιχάκι με τα χρώματα τις αναμμένες λάμπες, τα αργυρά στολίσματα, τα χημικά, ανάκατα με μέταλλα πολύφωτα, ατμοί, σιγοσφυρίζοντας παλιούς σκοπούς στα βορινά φυλάκια, μάτια που την περιγελούν∙ παγώνει. Τούτη την ώρα, εδώ, πονάς∙ δεν σε χωράει ο τόπος. Κατρακυλώντας στα λουριά, τα χάμουρα –πολύ αργά, να στιγματίζει η πράξη τον αέρα– μπρος στον καθρέφτη που γυαλίζουνε τα ξεφτισμένα μπλάβα νύχια στα λαμπιόνια, ξαναμαζεύει απ’ το σκοτάδι μυστικά τους αριθμούς, και τούτες τις πατημασιές, για να προλάβει να γεμίσει το χώρο.
Αυτά εδώ τα σήματα, τα σχήματα του βήχα στο περβάζι, μ’ ένα πουλί που ρυθμικά ισορροπεί στην άκρια των δαχτύλων, να περάσει. Αριστερά από την πόρτα, η αυτοκρατόρισσα, με γυριστά πλουμίδια και κορδέλες, αντιπαλεύοντας στα ονείρατα με το αγριεμένο φύλο, σ’ ένα ουρανό που ξεκινά να γίνει πέτρα κάθε βράδυ, ξύπνησε, κοίταζε λοξά στο πλάι μου το κορίτσι, με τη μασχάλη ανοιχτή και την ανάσα σε μια περασμένη της φωνή δοσμένη, σπάζει κομμάτια, κόβεται απαλά, μ’ ένα σφυρί να θρυψαλλίζει νοερά το παγωμένο σώμα της Εκάτης κι άξαφνα όλο το αλώνι ξεχειλάει, φρεσκοπλυμένα ασπρόρουχα –προικιά– και τρεις σωρούς γυαλιστερά φλουριά, σκούδα ή τσεκίνια.
Κοιτάζω ένα κάψιμο από αχνό
μια ένταση που διαλύεται σε ηχητικά πελώρια στίγματα
και μια φωνή που εξασθενεί στο νόημά της
μέσα σ’ αισθήσεις αμβλωμένες μες στο άσπρο
που όσο πάνε λιγοστεύουν
και γυρίζουνε.
Τρέχει, ανεμίζει το σεντόνι της, πότε γοργόνα πότε μάγισσα, πότε βακχίδα σ’ ένα περασμένο αγκίστρι, τα μέλη σου που σε κρατούν στη μέση του δωματίου, του ταβανιού το φως, σπάζουν τα δάχτυλα –τροφή στην υγρασία, πέφτει το κουρντιστό πουλί που τώρα καίγεται κατρακυλώντας απ’ τη σκάλα, μαζεύω τα γρανάζια μου, τα περιβόλια...
Κοιμάται μεσημέρι στον ύπνο της, και κάθεται ανεμίζοντας μέσα σε έρημη αίθουσα, όπως παλιού μοναστηριού, με πάγκους και τραπέζια από μαύρο ξύλο, σκόρπια, εδώ κι εκεί∙ μια απότομη δροσιά μπαίνει από τους γύρω διαδρόμους κι ένα βουητό, σαν ψαλμωδία από μακριά που όλο σκοντάφτει στην κύρια πλάκα του πατώματος και στον ασβέστη, αγγίζει παραπόρτια και εξόδους θολωτές, βαραίνει και το πρόσωπο και το κορμί και η φωνή της βραχνιασμένη, από μεγάφωνο σκισμένο και πνιχτό έχει κουρνιάσει και ακούγεται το κενό, κάθε σταγόνα που γλιστράει απ’ το φεγγίτη, πέφτει, ξασπρίζοντας τα πάντα και γερνάει
γυρνάει
σελίδα
Βλέπει τον εαυτό της σ’ αναγνώσματα παλαιικά να ξεπηδάει απ’ το βυθό και ξάφνου να γελάει, τα μέλη της κομμένα, μουλιασμένα στη δροσιά και στον ύπνο που έρχεται κυλώντας κατά πάνω της, την παίρνει ο φόβος –πρώτα λίγος– ξαφνικός, αρπάζεται σ’ ένα δοκάρι ν’ αμυνθεί ενάντια στον ίσκιο της και στην απέραντη εξουσία που την πλακώνει ασθμαίνοντας μέσα στον ίδιο, παγωμένο τώρα, ύπνο.
Πέρασε η βραδιά
ξεγλίστρησε η ζωή μου από τα θαύματα
δάγκωσε τα τριφύλλια και τις ρόγες του πελάγου.
Κοιτάει αλλού: Το σώμα του θεού στο αλκοόλ, να σπαρταράει τινάζοντας τα χέρια και τα πόδια του, να διασχίζει λιτανείες, τελετές και να ξεφεύγει μια στιγμή απ’ τις στοές, τα καντηλέρια που αναβοσβήνουν και τα θυμιατήρια, και να ξεσκίζει την κουρτίνα του κενού με μια στριγκλιά και τ’ αλμυρό σπινθήρισμα του ιδρώτα στα ηλεκτρικά της χείλια. Η τρυφερή Περσέπολη με τη σαΐτα στο μυαλό, και —
ΠΑΥΣΗ
Τ’ άλογο περπατά επάνω στη φωτογραφία: Μετά τον ήλιο που τροχίζεται και που σκορπάει φέτες, χούφτες φως, και λάσπη γύρω τριγύρω στον αέρα, στέκεται μια στιγμή σαν πίσω από πρίσμα, με το χέρι του κόβοντας την αλληλουχία του χρόνου στα οχτώ και κατόπιν στα δώδεκα και απλώνει το πρόσωπο μες σε οξέα και τρεχούμενα νερά —
Τέχνασμα τούτο μαγικό. Κατασκευή και πλάσμα όπως υποτροπή από ασθένεια παλιά, που ’γινε φαγωμένο κορδελάκι σε ακρογιαλιά (όλη τη νύχτα δουλεμένο στο αλάτι) και ανεβαίνει απότομα με τη βροχή –όπου να ’ναι θα ’ρθουν οι βροχές– το τρομερό μελάνωμα στο φοβισμένο μάτι, μαζί με τα πουλιά που ξεσηκώνονται αργά αργά, όλα μαζί, σε κάποια λασπουριά του Δούναβη και μες στο πρωινό το φως, που ξεχειλίζει τα παντζούρια και τις χαραμάδες, αρπάζουνε τον πυρετό και τον σκορπάνε.
Βρήκα τραπέζι. Έπιανε τόπο μας της χρειαζόταν για τη μεθεπόμενη σκηνή. Εκεί που τρέχει αναμαλλιασμένη ανεμίζοντας στις άκριες των δαχτύλων το σεντόνι.
Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)
Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)