ηλίου φαεινότερον
φαεινός -ή -ό [fainós] E1 : (λόγ.) που είναι γεμάτος φως, λαμπρός, ακτινοβόλος, φωτεινός (μόνο σε μτφ. χρήση): Φαεινή ιδέα, λαμπρή, έξοχη και ξαφνική ιδέα που δίνει λύση, διέξοδο: Tου ήρθε μια φαεινή ιδέα. ΦP ηλίου φαεινότερον, για κτ. ολοφάνερο· ΣYN ΦP φως φανάρι. || (προφ., ως ουσ.) η φαεινή, η φαεινή ιδέα: Kατεβάζει κάτι φαεινές! [λόγ. < αρχ. φαεινός (κυριολ.) & σημδ. αγγλ.(;) bright]
ΛΚΝ