κατσαπλιαδισμός → guerilla mentality
κατσαπλιάδικος → guerilla like, thief-like
(μειωτικό) αντάρτης του Εμφύλιου Πολέμου 1946–1949
Την άλλη μέρα, μου είπε ο αστυνόμος πως δήθεν έπιασαν μιαν αποθήκη με πυρομαχικά των «κατσαπλιάδων». (Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, γ΄ τόμος, Αθήνα 2003)
(παρωχημένο) κλέφτης
κατσαπλιάς - Βικιλεξικό