Νέαο απόρρητος του απόρρητου του απορρήτου (λόγ.)τον απόρρητο τον απόρρητον (λόγ.)απόρρητε οι απόρρητοι των απόρρητων των απορρήτων (λόγ.)τους απόρρητους τους απορρήτους (λόγ.)απόρρητοιΑρχαίαὁ ἀπόρρητος τοῦ ἀπορρήτου τῷ ἀπορρήτῳ τόν ἀπόρρητον (ὦ) ἀπόρρητε οἱ ἀπόρρητοι τῶν ἀπορρήτων τοῖς ἀπορρήτοις τούς ἀπορρήτους (ὦ) ἀπόρρητοιhttps://www.lexigram.gr/lex/newg/%CE%B1%CF%80%E1%BD%B9%CF%81%CF%81%CE%B7%CF%84%CE%BF#Hist1
Υπάρχει κάποια γραμματική εξήγηση σε σχέση με τον τονισμό; Ευχαριστώ!