insider → δικτυωμένος, γνώστης, γνώστρια, μυημένος, εσωτερικός, μέλος, εκ των έσω, κάτοχος εμπιστευτικής πληροφορίας, οργανωμένος, μέσ' τα κόλπα, άτομο που κατέχει εμπιστευτική θέση, άτομο που γνωρίζει εμπιστευτικές πληροφορίες, άτομο που έχει εσωτερική πληροφόρηση, διαπλεκόμενος, στο κόλπο
Vasilis ·
9 · 2057