despiser -> εμπαθής, κακόβουλος, κακιασμένος, κακόγλωσσος, κακολόγος, φαρμακόγλωσσος, φαρμακομύτης, κακή γλώσσα, πολέμιος, μισών, μισούσα, κατακριτής, εχθρός, εχθρευόμενος, μισητής, μισάνθρωπος, που περιφρονεί, που καταφρονεί, που απεχθάνεται, που τρέφει μίσος, που τρέφει έχθρα
spiros ·
1 · 87