qualities → αρετές, χαρίσματα, προσόντα, ιδιότητες, χαρακτηριστικά, θετικά χαρακτηριστικά, ποιότητες
Αυτό το "qualities" πια... βαρέθηκα να το διαβάζω ως "ποιότητες".
Συμφωνώ απολύτως. Είναι μία από τις πάγιες αγκυλώσεις των μεταφράσεων κειμένων αυτού του είδους. Εγώ συνήθως λέω «αρετές».
Η μετάφραση του τίτλου τού βιβλίου: Healing with qualities → Τα χαρίσματα θεραπεύουν
Manuel Schoch [Μάνουελ Σοχ] (1946 - 2008)ουσ. ποιότητα: superior quality ανώτερη ποιότητα § quality and quantity ποιότητα και ποσότητα # ιδιότητα, ποιόν, "φύση": heating quality of a fuel θερμαντική ιδιότητα καύσιμου # προσόν, αρετή, χάρισμα: he possesses the quality of remaining calm έχει το προσόν της αταραξίας § moral qualities ηθικές αρετές # μτφ. άριστη ποιότητα, ανωτερότητα, υπεροχή: furniture of quality έπιπλα ποιότητας # επίθ. εξαιρετικής ποιότητας: he specializes in quality furniture ειδικεύεται σε έπιπλα ποιότητας # (στη γλωσσολογία:) ποιότητα φθόγγου # ΦΡ. quality of life ποιότητα ζωής § endearing qualities (ψυχικά) χαρίσματα § fighting qualities πολεμικές αρετές § first quality (πρώτη(ς) ποιότητα(ς) § indifferent quality μέτρια ποιότητα § inferior quality κατώτερη ή σκάρτη ποιότητα § of the finest quality άριστης ή πρώτης ποιότητας § person of quality (ελεύθερη απόδοση:) αξιόλογος άνθρωπος § poor quality κακή ποιότητα
http://www.in.gr/dictionary/lookup.asp?Word=quality&TranslateButton2=Go
quality
ουσ. ποιότητα || (καλή) ιδιότητα, προτέρημα, προσόν, αρετή || ιδιότητα, χαρακτηριστικό || προσωπική αξία || χροιά ήχου || υψηλή κοινωνική στάθμη, περιωπή || (απαρχ. ή αστ.) αριστοκρατία, καλός κόσμος || (λογ.) ποιόν, θετικός ή αρνητικός χαρακτήρας κρίσης || επ. (κν.) υψηλής ποιότητας, πρώτης τάξης, εξαίρετος
Penguin-Hellenews