λιμός και λοιμόςΟ
λιμός είναι η μεγάλη πείνα που οφείλεται σε έλλειψη τροφίμων. Είναι αρχαία ελληνική λέξη, με παράγωγα το
λιμοκτονώ (= πεθαίνω από ασιτία) και τη
λιμοκτονία.
Ο
λοιμός είναι μολυσματική ασθένεια, που μπορεί να πάρει διαστάσεις επιδημίας και να είναι θανατηφόρα, όπως ο λοιμός που έπληξε την αρχαία Αθήνα στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι και αυτή αρχαία ελληνική λέξη, με παράγωγα το ουσιαστικό
λοίμωξη (= εισβολή παθογόνων μικροβίων στον οργανισμό, π.χ. συμπτώματα πνευμονικής λοίμωξης) και το επίθετο
λοιμώδης, που χρησιμοποιείται σε φράσεις όπως λοιμώδης μονοπυρήνωση και λοιμώδη νοσήματα.
Και οι δύο λέξεις εμφανίζονται παρέα στη γνωστή έκφραση της Καινής Διαθήκης
Λιμοί και λοιμοί και σεισμοί και καταποντισμοί= πείνα, επιδημίες, σεισμοί και καταβυθίσεις, δηλαδή μεγάλες συμφορές και καταστροφές που προαναγγέλλουν τη Δευτέρα Παρουσία.
Από τη σημερινή «
Άσπρη λέξη»
Λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια είναι τα ρήματα λιμοκτονώ (πεθαίνω από πείνα ή ασιτία, πένομαι, βρίσκομαι σε έσχατη ένδεια, είμαι πάμφτωχος) και λιμάζω (υποφέρω ή πεθαίνω από την πείνα), η μετοχή λιμασμένος (πεινασμένος), τα ουσιαστικά λιμοκτονία (θάνατος από πείνα), λίμα (έντονη πείνα, λαιμαργία) και λιμοκοντόρος (πεινασμένος ή φτωχός νέος που ντύνεται και καλλωπίζεται επιδεικτικά, για να κάνει εντύπωση), καθώς και το επίθετο λιμώδης (πειναλέος, θεονήστικος).
Το ουσιαστικό λοιμός δηλώνει κάθε ευρέως εξαπλούμενη επιδημική νόσο βαριάς μορφής (συνώνυμα, η λοιμική και το λοιμικό), προπάντων δε την πανώλη (στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ο/η πανώλης, το πανώλες, σιγμόληκτο δικατάληκτο επίθετο, που σήμαινε αυτόν που καταστρέφει τα πάντα) ή πανούκλα, βαρύτατη λοιμώδη νόσο, αιτία θανατηφόρων επιδημιών κατά την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα.
Στις λέξεις της ίδιας οικογένειας συγκαταλέγονται τα ουσιαστικά λοίμωξη (η διείσδυση παθογόνων μικροβίων σε ένα ζωντανό οργανισμό και τα επακόλουθα παθολογικά φαινόμενα) και λοιμοκαθαρτήριο (χώρος υγειονομικής κάθαρσης και απομόνωσης), τα επίθετα λοιμώδης (αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να συνοδεύσει ή να προκύψει από μια λοίμωξη, π.χ., λοιμώδης νόσος, λοιμώδες νόσημα, λοιμώδης μονοπυρήνωση), λοιμογόνος (αυτός που προκαλεί λοίμωξη, π.χ., λοιμογόνος παράγοντας) και λοιμικός (ο αναφερόμενος στο λοιμό, ο σχετιζόμενος με το λοιμό).
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στα ομόηχα ουσιαστικά λιμός και λοιμός, παραθέτουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα από ευχή που λέγεται στις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας:
«Έτι δεόμεθα υπέρ τού διαφυλαχθήναι την αγίαν εκκλησίαν και την πόλιν ταύτην, και πάσαν πόλιν και χώραν από λοιμού, λιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας…»Λιμός και λοιμός | in.gr