αύλακας ο [ávlakas] Ο5 & αύλακα η [ávlaka] Ο28 : 1.(λόγ.) το αυλάκι: Aρδευτικός ~. 2. (επιστ.) α. (ανατ.) για όργανο ή για μέρος οργάνου που έχει σχήμα αυλού. || Aύλακες του εγκεφάλου, οι σχισμές στην επιφάνεια του εγκεφάλου οι οποίες τον χωρίζουν σε λοβούς. β. (γεωλ.) ωκεάνια αύλακα, βύθισμα του θαλάσσιου πυθμένα με επίμηκες σχήμα.
[λόγ.: 1: αρχ. αsλαξ ὁ, αιτ. -ακα (πρβ. μσν. αύλακας μεγεθ. του αυλάκι)· 2α: σημδ. γαλλ. sillon· 2β: σημδ. αγγλ. trough· λόγ. < ελνστ. αsλαξ ἡ, αιτ. -ακα] Λεξικό της κοινής νεοελληνικής γλώσσας: αύλακας & αύλακα
« Last Edit: 08 Apr, 2018, 16:03:57 by spiros »