I cannot, for my soul, remember how, when, or even precisely where, I first became acquainted with the lady Ligeia. Long years have since elapsed, and my memory is feeble through much suffering. Or, perhaps, I cannot now bring these points to mind, because, in truth, the character of my beloved, her rare learning, her singular yet placid caste of beauty, and the thrilling and enthralling eloquence of her low musical language, made their way into my heart by paces so steadily and stealthily progressive, that they have been unnoticed and unknown. Yet I believe that I met her first and most frequently in some large, old, decaying city near the Rhine. Of her family—I have surely heard her speak. That it is of a remotely ancient date cannot be doubted. Ligeia! Ligeia! Buried in studies of a nature more than all else adapted to deaden impressions of the outward world, it is by that sweet word alone—by Ligeia—that I bring before mine eyes in fancy the image of her who is no more. And now, while I write, a recollection flashes upon me that I have never known the paternal name of her who was my friend and my betrothed, and who became the partner of my studies, and finally the wife of my bosom. Was it a playful charge on the part of my Ligeia? or was it a test of my strength of affection, that I should institute no inquiries upon this point? or was it rather a caprice of my own—a wildly romantic offering on the shrine of the most passionate devotion? I but indistinctly recall the fact itself—what wonder that I have utterly forgotten the circumstances which originated or attended it? And, indeed, if ever that spirit which is entitled Romance—if ever she, the wan and the misty-winged Ashtophet of idolatrous Egypt, presided, as they tell, over marriages ill-omened, then most surely she presided over mine.
| Μα την ψυχή μου, δεν θυμούμαι πως και πότε πρωτογνώρισα την Λαίδη Λίγεια, μήτε που ακριβώς. Χρόνοι πολλοί έχουν κυλήσει πια, και η μνήμη εξασθένησε από βάσανα πλήθος. Όμως, μπορεί και να 'ναι αδύνατον να ξαναφέρω τα καθέκαστα στον νου μου τώρα, γιατί, αλήθεια, τα χαρίσματα της ακριβής μου, η σπάνια παιδεία, η απαράμιλλη κι όμως γαλήνια καλλονή της, η σαγηνευτική και συναρπαστική ευφράδεια της σιγανής, μελωδικής μιλιάς της, πέρασαν λίγο-λίγο στην καρδιά μου, με βήμα τόσο αθόρυβο και μυστικό, που δεν τα πρόσεξα, μήτε και πρόλαβα να τα γνωρίσω. Πιστεύω πάντως ότι την συνάντησα πρώτη φορά, κι αμέσως έπειτα πολλές, σε κάποια μεγάλη, παλαιή, ξεπεσμένη πόλη κοντά στον Ρήνο. Για την οικογένειά της - το δίχως άλλο θα την άκουσα να μου μιλεί. Και για τις ρίζες της που, δεν χωρεί αμφιβολία, χάνονταν στα βάθη μιας πανάρχαιας εποχής. Ω, Λίγεια, Λίγεια! Θαμμένος καθώς είμαι στις σπουδές αυτές, που η φύση τους τις έχει τάξει να νεκρώνουν, προπαντός, τις εντυπώσεις του έξω κόσμου, μόνο με την γλυκειά ετούτη λέξη -Λίγεια- ξαναβλέπω με τα μάτια της φαντασίας την εικόνα εκείνης που δεν υπάρχει πια. Και τώρα που το γράφω, εντός μου, σαν αστραπή ανάβει η σκέψη, ότι "ποτέ δεν έμαθα" το πατρικό όνομα εκείνης που υπήρξε φίλη και μνηστή μου, εκείνης που έγινε σύντροφος των σπουδών μου, και τέλος της καρδιάς μου η σύζυγος. Να ήταν άραγε ένα χρέος που μου είχε επιβάλει, παίζοντας, η Λίγειά μου; ή μήπως μια δοκιμασία, τίποτε να μη ρωτώ, για ν' αποδείξω πόσο δυνατά την αγαπούσα; να ήταν πάλι ιδιοτροπία δική μου - μια θυσία παράφορη, ρομαντική, στον βωμό της παθολογικής μου αφοσίωσης; Το γεγονός καθεαυτό μόλις και μετά βίας το θυμούμαι - είναι λοιπόν επόμενο να έχω λησμονήσει εντελώς τις συνθήκες που το γέννησαν ή το έθαλψαν
|