expatriate → ομογενής, εκπατρισμένος, απόδημος, άτομο που ζει μακριά από την πατρίδα του;

spiros · 2 · 3112

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854562
    • Gender:Male
  • point d’amour
X delivers world class international health insurance for expatriates and their families
leading expatriate health insurer with Χ members in Χ countries
« Last Edit: 25 Nov, 2009, 15:04:27 by spiros »


wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
Εξαρτάται από το υπόλοιπο κείμενο, Σπύρο.

Μπορεί να είναι «εκπατριζόμενος εργαζόμενος», «εκπατρισμένος εργαζόμενος» αν πρόκειται για κάποιον που παίρνει μετάθεση ή απόσπαση σε ξένη χώρα για να εργαστεί, αλλά και «απόδημος», αν ξέρουμε ότι γεννήθηκε ή ζει μόνιμα εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό.
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)



 

Search Tools