adept → άξιος, άσος, αυθεντία, γνώστης, δάσκαλος, δεξιοτεχνικός, ικανός, ατσίδας, ειδήμονας, ειδήμων, ειδικός, έμπειρος, εντριβής, εξπέρ, επιδέξιος, επιτήδειος, ιεροφάντης, ικανός, μάνα, μανούλα, μάστερ, μύστης, πεπειραμένος
auditor ·
35 · 5223