Χρυσούλα Βακιρτζή, Η δική μου όχθη
Σεπτέμβρης... Οι μέρες του καλοκαιριού, που φεύγει, κυλάνε βιαστικές. Φευγαλέες. Ζεστές ακόμα οι πιο πολλές, ηλιόλουστα τ’ απομεσήμερα.
Παρενθέσεις, ωστόσο, αναπόφευκτες. Η συννεφιά κάνει περισσότερο αισθητό τον χειμώνα που πλησιάζει...
Βιαστικές, φευγαλέες παρενθέσεις και όλοι εσείς. Έρχεστε κοντά μου. Για λίγο. Η παρουσία σας μια ζεστή, φωτεινή διάθλαση. Άλλοτε μία γκρίζα, κρύα παρεμβολή. Οι συναντήσεις μας παρενθέσεις που γρήγορα κλείνουν. Έτσι τις νιώθω. Στρέφομαι στη μοναξιά. Όλο και πιο πολύ. Την προτιμώ. Αυτήν την πολύτιμη, για μένα, μοναχικότητα. Όχι για να κρυφτώ, να βρω κάποιο καταφύγιο, από φόβο ή δειλία.
Συνειδητά την αναζητώ πλέον τούτη τη μοναξιά. Διακρίνεται στις αντιδράσεις, στην όλη μου ύπαρξη. Βέβαια, είναι και στιγμές που, φορτισμένη αρνητικά, νιώθω πως οι δυνάμεις μου με αφήνουν. Τον εαυτό μου να με εγκαταλείπει...
Και αφόρητη η αίσθηση της απομόνωσης νεκρώνει κάθε αντίσταση, αμφισβητεί όλες μου τις ισορροπίες. Η «πολύτιμη μοναξιά» γίνεται εχθρός. Με τρομάζει. Τότε ψάχνω τρόπους διαφυγής. Σπασμωδικά. Η παρουσία σας μου είναι απαραίτητη. Ξεχνώ, είτε έχω ανάγκη να ξεχάσω, ότι είστε στην απέναντι όχθη όλοι σας...
Στον δικό σας κόσμο. Απορροφημένοι σε προσωπικές χαρές, λύπες, μοναξιά. Βιαστικά και φευγαλέα θα έρχεστε πάντα κοντά μου. Παρενθέσεις έτοιμες να κλείσουν οι συναντήσεις μας. Σαν τις μέρες κάποιου καλοκαιριού που τελειώνει.
Κι εγώ εδώ. Στη μοναχική μου όχθη. Να προσμετρώ, να παρατηρώ τις όποιες διαθλάσεις τους. Πάνω στην υδάτινη οπτική του ποταμού που υπάρχει ανάμεσά μας.
Από το ποιητικό βιβλίο Με αφετηρία τη ζωή (1998)