Σταύρος Ζαφειρίου, Βλέποντας μια γυναίκα να πηγαίνει στη δουλειά της το πρωί
Όμως αυτή η παρόμοια γυναίκα
που τώρα ετοιμάζεται αργά,
στοιχειώνοντας ιερογλυφικά καθώς διπλώνει
τη φούστα νέφος της δουλειάς στην αυριανή καρέκλα,
τούτη η γυναίκα σαν πέσει στο κρεβάτι
και σβήσει έξω της όλο το φως,
καλεί τις γύφτισσες να 'ρθούν στην κάμαρά της,
μάντισσες με τρελά χαρτιά που ξεγελούν το μέλλον.
(Σε ποιους πολύβοους τόπους να πατά,
σε ποιους βυθούς τη στέλνουνε οι δίνες,
με ποιους παράφορους ανέμους ερωτεύεται
καίγοντας όλα των σωμάτων της τα σχήματα.)
Η πραγματικότητα σπάνια φέρνει την εκπλήρωση των ονείρων μας. Για την εργαζόμενη γυναίκα η καθημερινή ρουτίνα στη δουλειά μοιάζει με νέφος που πλανιέται ολημερίς γύρω της και μόνο το βράδυ το απιθώνει στην καρέκλα, όπου κάθε πρωί που ξυπνάει θα το βρει μπροστά της μαζί με τα ρούχα που αύριο θα φορέσει ξεκινώντας για τη δουλειά.
Το φως διασπά και διαχέει τα όνειρα και σαν το σβήσει και το απομονώσει έξω απ' αυτά έχει το περιθώριο, ή έτσι πιστεύει, να δει στον ύπνο της όλα όσα λαχταρά. Λένε πως της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος, αλλά και το σώμα της το ίδιο - το σώμα της παίρνει σχήματα και γίνεται σώματα πολλά ανάλογα με τις δίνες και τους παράφορους ανέμους που ονειρεύεται.
Μα να το ίδιο αυτό κατάπληκτο κορίτσι,
που μοιάζει τώρα τούτη η γυναίκα,
παίζει ματιές με τον χειμώνα απ' το παράθυρο
(ένα φύλλο πέφτει στην πέτρα,
η πέτρα γυαλίζει στη βροχή),
γύρω στα πόδια της μαζεύει τον καιρό,
κομμάτια ενέχυρα πραγμάτων γερασμένων.
Από μικρό κορίτσι τα ίδια πράγματα ονειρευόταν, κάτι καλύτερο, μια πέτρα που γυαλίζει στη βροχή, αλλά έλα που τα όνειρα ξεφτίζουν και τα πράγματα που λαχτάρησε γερνάνε κι ας έβαλε κομμάτια του εαυτού της ενέχυρο για να τα αποκτήσει. Πίστεψε ότι τ' απόχτησε αλλά ο χειμώνας καιροφυλακτεί έξω απ' το παράθυρο και η ίδια, όσο μικρή κι αν είναι, νιώθει την ψυχή της να φλερτάρει επικίνδυνα με τα γηρατειά και ποτέ δεν παύουν οι εξελίξεις της ζωής της να την εκπλήσσουν αρνητικά γιατί είναι μακριά απ' όσα ονειρεύτηκε.
Αλλά ο καιρός είναι έξω∙
μέσα γυρίζει το ποτάμι χωρίς κύματα,
γάμους διασχίζοντας, τελετουργίες παιδιών,
ρούχα εκβάλλοντας που αστράφτουν
στης σιδερώστρας τον λαιμό.
Χύτρες αγρίμια ρουθουνίζουν στην κουζίνα.
Εδώ είναι το δείγμα της Μαίρης Παναγιωταρά που ανέφερες, Νάντια. Ο καιρός έξω μαίνεται - έξω, όμως, γιατί τελικά τα όνειρά της μείνανε έξω απ' το παράθυρο. Μέσα είναι όλα ήρεμα, με κείνη τη σατανική ηρεμία της ανίας, της ρουτίνας, της καθημερινότητας μέσα από μια ζωή που αλλιώς ξεκίνησε και αλλού την πάει, ίσως στην αποτελμάτωση. Τα μόνα αγρίμια και οι μόνοι χείμαρροι στο σπίτι της είναι πια οι χύτρες που ρουθουνίζουν και τ' αστραφτερά φρεσκοπλυμένα και φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Κοντολογίς, ζωή ακύμαντη σαν τα νερά μιας λίμνης ενώ η ίδια της η φύση ήθελε τη γυναίκα ποτάμι ορμητικό που ξεχύνεται σε μεγάλες θάλασσες αψηφώντας τον καιρό. Θα προτιμούσε τις θύελλες για να 'χει να παλεύει με κάτι ενδιαφέρον, αλλά ο καιρός είναι έξω απ' το παράθυρο της βολεμένης ζωής της και της θαλπωρής του ήσυχου σπιτιού της.
Τούτη η γυναίκα, που απλά είναι μια γυναίκα,
κοιμάται τώρα. Στο τέλος της εικόνας της κοιμάται.
Ναυάγια ήσυχα οξειδώνουν την κοιλιά της,
γλυκό του ονείρου το κρασί στον ουρανίσκο της.
Καθώς ανοίγεται σε μέρες που ονομάζονταν
κι ο χρόνος μπαίνει αληθινός,
μονάχα στον πόθο του ύπνου της
θυμάται ποια είναι.
Και μόνο στον ύπνο της αρμενίζει στα ανοιχτά πέλαγα, άλλοτε σε μπουνάτσες κι άλλοτε σε μποφόρια, γεύεται τους μεγάλους και παράφορους έρωτες και τα απομεινάρια τους (ναυάγια που οξειδώνουν την κοιλιά της), το γλυκό κρασί τους στον ουρανίσκο της και θυμάται τις μέρες που κάποτε είχαν η καθεμιά το δικό της όνομα και τη δικιά της σημασία. Τότε ο χρόνος μοιάζει αληθινός, τότε τα όνειρα της ζωής της που αλλού την πάει γίνονται πραγματικότητα και τότε θυμάται ποια πραγματικά είναι, ποια ήθελε να είναι, ποια πάλεψε να είναι, αλλά ίσως δεν τα κατάφερε (ακόμα; - δεν ξέρουμε τελικά πού θα φτάσει).
Καταλήγω: η γυναίκα ως πιο πολυσύνθετο συναισθηματικά άτομο ψάχνει απεγνωσμένα (γιατί έτσι της μάθανε, γιατί έτσι της τα 'φερε η ζωή, γιατί κάποια στιγμή την πήρε από κάτω η ζωή όπως όλους μας) ένα αραξοβόλι για να διαπιστώσει, άλλοτε νωρίς κι άλλοτε πολύ αργότερα, ότι τελικά η ατάραχη κι ακύμαντη ζωή δεν της λέει πολλά πράγματα (όπως δεν λέει σε κανένα μας, άντρα ή γυναίκα αδιακρίτως) και ότι ίσως ξεπούλησε κι έχασε την ψυχή της για τούτη τη διαβόητη ηρεμία που τελικά δεν ήταν αυτό που ήθελε.
Αυτά καταλαβαίνω εγώ κι ελπίζω να σε φώτισα λιγάκι παραπάνω. Εξάλλου εμένα δεν μου πάνε οι λογοτεχνικές αναλύσεις και μεγάλη η χάρη σου, ξαδελφούλα. :-)
Παραδίδω τη σκυτάλη στον Τόλη για να με διορθώσει στα σημεία που δεν κατάλαβα σωστά και να μας δώσει τα δικά του φώτα για όλα τα περαιτέρω.