Χρήστος Ντάλιας, Εκμηδένιση
I
Προχώρησε δειλά στις όχθες
σέρνοντας,
κι η φωνή του ταξιδεύοντας,
κόκκος άμμου,
μια σταγόνα ξεδιαλύνονταν
χτυπημένη απ’ του ανέμου την ορμή.
Φωνές άλλες, σαν καινούριες πυρκαγιές
ξεχύθηκαν
κατατρώγοντας τις σάρκες και τα σπλάχνα του,
κι αφουγκράζονταν μονάχος το μαρτύριο,
της αυγής το πρώιμο αντιφέγγισμα
στον φλοίσβο του νερού.
II
Οι βάρκες.
Ποιος περίμενε τέτοιαν ώρα
τις «ακύμαντες» της απαντοχής τις βάρκες;
Έτρεξε γεμάτος σφρίγος για τ’ αντίπερα.
Απ’ τις άλλες όχθες οι φωνές πληθαίναν
των πουλιών,
φεύγανε.
Κι οι στιγμές μετριόνταν με τα σύννεφα
που αστραπόφωτα χαϊδεύανε
την κατάλευκη του ονείρου τη σιγή.
Στον νου οι βάρκες.
Όχι σύμβολα — οι αντίπερα όχθες,
τα βαριά βλέφαρα,
οι κατάκλειστες, ανυποψίαστες θύρες,
στον «ελεφάντινο» πύργο της Σιωπής.
Από τη συλλογή Στην εφαπτομένη (1976)