Τεχνική, ταλέντο, αγάπηΤης Μικέλας Χαρτουλάρη
Μεταφραστές αδικημένοι ή όχι πια; Για πρώτη φορά θα απονεμηθούν την Τρίτη από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ) και τα επίσημα Ινστιτούτα Ξένων Γλωσσών πέντε βραβεία, με έπαθλο 3.000 ευρώ το καθένα, σε μεταφραστές από τα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά- πρωτοβουλία παράλληλη (και καθόλου κατώτερης σημασίας) με την απονομή Κρατικού Βραβείου Μετάφρασης. Πρωτοβουλία σημαντική, η οποία υπογραμμίζει μια αλλαγή νοοτροπίας ως προς τον ρόλο του μεταφραστή, ο οποίος αναγνωρίζεται όλο και ευρύτερα. Αλλά και πάλι, όχι αρκετά. Η δουλειά του είναι δημιουργική αλλά παραμένει αφανής- σπάνια το όνομά του αναφέρεται στο εξώφυλλο των βιβλίων- και η αμοιβή του είναι δυσανάλογη με τον μόχθο του και τον χρόνο που δεσμεύει για να την ολοκληρώσει αξιοπρεπώς. Αν είναι δόκιμος, θα πάρει 150-250 ευρώ για το 16σέλιδο του ξενόγλωσσου (και όχι του εκτενέστερου ελληνικού) κειμένου... Όσο πιο φημισμένος είναι, όσο πιο δύσκολο είναι το πρωτότυπο, όσο λιγότερη επιμέλεια θα χρειαστεί η μετάφραση, τόσο καλύτερη θα είναι η αμοιβή του. Όμως σπάνια θα περάσει το πλαφόν, αφού σε σχέση με το κόστος παραγωγής των βιβλίων στην Ελλάδα, το ποσοστό του είναι δυσβάστακτο για τους εκδότες, καθώς δεν μπορούν να το μετακυλίσουν στην τιμή των (ήδη ακριβών) βιβλίων. Από την άλλη, η μεταφραστική πίτα μεγαλώνει, όμως πολλοί απαιτητικοί μεταφραστές μένουν έξω από το παιχνίδι εξαιτίας της φύσης και των ρυθμών της αγοράς. Σύμφωνα με την έρευνα του Κέντρου Βιβλίου για την βιβλιοπαραγωγή του 2006, οι μεταφράσεις λογοτεχνίας έφθασαν στο 47,9% των νέων τίτλων (έναντι 43% το 2001) και οι μεταφράσεις θεωρητικών επιστημονικών έργων στο 32,2% (έναντι 28% το 2001), ωστόσο αυτό δεν ισοδυναμεί παρά με 753 + 737 βιβλία. Πώς να ζήσουν τόσοι άνθρωποι μόνο απ΄ αυτά; «Τυχερός μεταφραστής είναι εκείνος που καταφέρνει να ταυτιστεί με κάποιους συγγραφείς και να μεταφράζει βιβλία που του αρέσουν» μού έλεγε ο (βραβευμένος) Ανταίος Χρυσοστομίδης που ειδικεύθηκε στον Καλβίνο και στον Ταμπούκι και καταξιώθηκε. Πόσοι είναι σαν κι αυτόν (στη λογοτεχνία); Οι (επίσης βραβευμένοι) Αχ. Κυριακίδης (Μπόρχες) και Θ. Σκάσσης (Σιμόν), οι Π. Πούλος (Προυστ), Γ.Η. Χάρης (Κούντερα), Στέλλα Βρεττού (Παμούκ), Μάγκυ Κοέν (Γεοσούα, Κέρετ), Έφη Γιαννοπούλου (Φουέντες, Μπουρντιέ), Α. Λαγουδάκου (Κέρτες), Π. Ευαγγελίδης (ιαπωνική λογοτεχνία), Δ. Κούρτοβικ (σκανδιναβική), Ίσαρης, Δεπάστας (γερμανική), Βάρσος, Παιονίδης (δοκίμια) και κάποιοι ακόμα. Οι υπόλοιποι αντιμετωπίζουν καθημερινά τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.
Ταλαντούχοι ή όχι αρκετά; «Καλός μεταφραστής είναι αυτός που έχει ανασφάλειες και συνειδητοποιεί ότι μια μετάφραση δεν τελειώνει ποτέ. Κακός είναι εκείνος που διορθώνει τον συγγραφέα, και ενώ διαβάζει “πούτσος” γράφει “πέος”» τονίζει ο Χρυσοστομίδης. Είναι λοιπόν δεδομένο ότι δεν φτάνει η γνώση της γλώσσας και της τεχνικής, αλλά χρειάζεται και ταλέντο για μια αξιοπρεπή μετάφραση. Τέτοιες όμως, και καλύτερες, έχουμε όλο και συχνότερα πλέον... αρκεί ο μεταφραστής να καταφέρει να διασώσει το ύφος του συγγραφέα από τις φιλολογικές παρωπίδες τού συχνά άμουσου επιμελητή. Το πρόβλημα εξακολουθεί ωστόσο να υπάρχει στα δοκίμια, όπου λείπει η παγιωμένη, έγκυρη, αποδεκτή ορολογία, αλλά η επιστημονική όσο και η γλωσσική κοινότητα δείχνουν απροθυμία στην κατασκευή των απαραίτητων νεολογισμών. «Αρκετές φορές αναγκάζομαι να βάζω και τον ξένο φιλοσοφικό ή κοινωνιολογικό όρο σε παρένθεση, προκειμένου να γίνω σαφής», μου έλεγε η δόκιμη Γιαννοπούλου, επισημαίνοντας και την έλλειψη ειδικευμένων λεξικών ορολογίας. Από την πλευρά της, η όχι γνωστή Άρτεμις Λόη που έγινε λεξιπλάστης για να αποδώσει τους νεολογισμούς του Ντέιβιντ Μίτσελ στο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα Ο Άτλας του Ουρανού, διαμαρτύρεται με επιστολή της διότι «οι γλωσσικές ακροβασίες επικροτούνται δυστυχώς μόνο σε αναγνωρισμένους συγγραφείς. Σε άσημους μεταφραστές θεωρούνται ασυγχώρητες».
Προδίδεται ή όχι το πρωτότυπο κείμενο, και πόσο; Αυτό είναι που μετράει τελικά. Ο Κοσμάς Πολίτης μεταφράζοντας τον Γατόπαρδο δεν «μιλούσε» σαν Λαμπεντούζα, αλλά σαν Πολίτης. Και οι αυθαιρεσίες ή η αλαζονεία των μεταφραστών που είναι ταυτόχρονα συγγραφείς δεν έχουν εκλείψει από τα ελληνικά πράγματα- ο Αύγουστος Κορτώ μάλιστα προσπαθεί να τις δικαιώσει με επιστολή του. Όπως δεν έχει εκλείψει, δυστυχώς, η εκδοτική πρακτική σύμφωνα με την οποία ένα βιβλίο κόβεται φέτες και δίνεται σε ομάδα μεταφραστών των οποίων η δουλειά χτενίζεται ύστερα και ενοποιείται από κάποιον δόκιμο. Ούτε και οι λογοκριτικές- «διορθωτικές» παρεμβάσεις έχουν εκλείψειας θυμηθούμε τα «ανθελληνικά» αποσπάσματα του Μαντολίνου του λοχαγού Κορέλι που απαλείφθηκαν από την ελληνική εκδοχή του μυθιστορήματος του Ντε Μποτόν... Αυτό που έχει θεαματικά μειωθεί είναι οι μεταφράσεις των μεταφράσεων (από τρίτες γλώσσες δηλαδή). Απ΄ όλα τούτα προκύπτει κατά τη γνώμη μου το εξής: πέρα από το όποιο ταλέντο του μεταφραστή, πέρα από το αν πρέπει (και πρέπει) να πολλαπλασιαστούν τα μεταφραστικά τμήματα στα πανεπιστήμια, η τελική ευθύνη βαρύνει τους εκδότες που πρέπει να αγαπούν τόσο πολύ τα βιβλία που βγάζουν, ώστε να τα προστατεύουν από κάθε μεταφραστικό ολίσθημα.