άγονη γραμμή (i) ΝΑΥΤ ακτοπλοϊκή γραμμή με μειωμένη επιβατική κίνηση, που επιχορηγείται για συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση δυσπρόσιτων νησιών (ii) (συνεκδ.) το σύνολο των απομακρυσμένων, δυσπρόσιτων νησιών: ταξίδεψα στην άγονη γραμμή (iii) (συνεκδ.) η γεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει τα παραπάνω νησιά: η Κάσος βρίσκεται στην άγονη γραμμή.
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
άγονος -η -ο [áγonos] Ε5 : 1.που δεν παράγει, που δεν είναι γόνιμος. ANT εύφορος: άγονος τόπος. Άγονη γη. || Άγονη γραμμή, ακτοπλοϊκή γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση, που δεν αποφέρει κέρδος και επιχορηγείται από το κράτος: Tα νησιά της άγονης γραμμής. || άγονος αριθμός, χαρακτηρισμός του αριθμού επτά. 2. (μτφ.) που δε φέρνει, δεν παράγει αποτέλεσμα: Άγονες προσπάθειες. Άγονη φαντασία, μη παραγωγική. Άγονη ψηφοφορία. άγονα ΕΠIΡΡ.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄγονος· 2: σημδ. γαλλ. stérile]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
άγονος, -η, -ο [áγonos] ① infertile, barren, unproductive (syn άκαρπος, στείρος, ant γόνιμος, καρπερός, εύφορος, παραγωγικός): ~ τόπος οr άγονη γη unproductive land | άγονο έδαφος or χώμα infertile soil | άγονα όντα infertile beings | άγονος άνθρωπος (syn στείρος) | άγονος έρωτας | άγονα νησιά | άγονος (D άγονη) θαλασσία συγκοινωνιακή γραμμή, άγονη γραμμή unproductive and subsidized sea line among the islands ② fig w. no results, fruitless, (done) in vain (syn μάταιος): άγονη προσπάθεια fruitless effort, attempt barren of results | άγονος κόπος | άγονος σε ιδέες barren of ideas | άγονη φαντασία infertile imagination | άγονοι πειραματισμοί unproductive experiments | άγονη εργασία unfruitful labor | άγονη και αρνητική στάση, άγονη άρνηση, άγονη αντίδραση | άγονος σκεπτικισμός, συντηρητισμός | άγονη μίμηση, σοφία, αρχαιολατρεία, γνώση | άγονος βερμπαλισμός | άγονες συζητήσεις, αντεγκλήσεις | νεκρές κι άγονες αξίες | άγονο πάθος | άγονος νους poor mind, poverty of mind | ζωή άγονη σε καλά έργα life barren of good works | εποχή ξερή και άγονη | άγονη θεατρική περίοδος | βρίσκει καταφύγιο έναν αόριστο, άγονο, βουβό ρεμβασμό (Palam) | χωρίς επιστήμη η τεχνική θα καταντούσε ένας άγονος εμπειρισμός (Sotirakis) | πρέπει σ' όλα τα επίπεδα της ζωής μας να χωρίσωμε τα γόνιμα από τα άγονα στοιχεία (Theodorakop) | (ο άνθρωπος μέσα στον αμοιβαίο έρωτα) υπερνικά τον άγονο μηδενισμό που φυτρώνει από μόνος του... στην έρημη ψυχή (Theotokas) | (ο Γρηγόριος) άγονη και ατελεσφόρητη την ονομάζει (sc την έξωθεν παίδευσιν) (Tatakis) | η σανσκριτική του πολυμάθεια (sc του Γαλανού) δεν έμεινε άγονη και ακαρποφόρητη (Panagiotop) | αυτό, που για μένα είναι στείρο και άγονο, για σένα είναι δημιουργικό (Sfakianakis) | poem μήτε σε κάποιο έν' άγνωστο θεό | άγονες προσευχές να ψιθυρίστε (GChristop) [fr K, AG ἄγονος]
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Γεωργακά
άγονη γραμμή ['aγoni γram'i] ουσ θηλ
ΝΑΥΤ • ακτοπλοϊκή γραμμή που εξυπηρετεί δυσπρόσιτα νησιά. = unprofitable shipping line
Ελληνοαγγλικό Λεξικό «Κοραής» του Πανεπιστημίου της Πάτρας