Μίκης Θεοδωράκης & Αλέκος Παναγούλης, Οι πρώτοι νεκροί
(τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη & Μίκης Θεοδωράκης)
Νίκος Γρηγοριάδης, Μνήμες (απόσπασμα)
Κι οι μνήμες τυλίγονται σε σύννεφα.
Σαν τις ξερές αφάνες τις φυσάει ο άνεμος.
Δεν τις κυνηγώ,
με κυνηγούν.
Ή μάλλον
δεν είμαι βέβαιος αν στάθηκα ποτέ μου να σκεφτώ
πού κελαηδούν τ’ αηδόνια,
από πού χύνονται τρίλιες μέσα στο μυαλό,
τόσο κλειστό και στρογγυλό
σαν το φεγγάρι.
Κινούν πάντοτε απρόσκλητες.
Μένουν ως το πρωί ξάγρυπνες πλάι μου
κι αποχωρούν με την αυγή
αφήνοντας αυτά τα ίχνη,
τις πληγές
που παν να συντεθούν
σε ποίημα.
Κι έρχονται ξάφνου,
ώρες απρόσμενης σιωπής,
κάτι παιδιά της γειτονιάς
που παίζαμε μαζί
το θάνατο
πάνω σ’ αγκυλωτούς σταυρούς,
θωρακισμένους στρατιώτες,
μαύρες κουκούλες
και πλατύγυρα καπέλα
σ’ ατέλειωτα μερόνυχτα αγωνίας.
Κυκλωμένος από παντού
– αυγή με πανύψηλα βουνά, χαμηλό φωτισμό
και φόβο από τομάρι λύκου,
και δύση πυρκαγιά απ’ τη μεριά της θάλασσας –
κι ένας αϊτός,
που να ’χα, συλλογιόμουν,
τα φτερά του,
να ’χα τα χίλια νύχια του
και τα μυριάδες μάτια.
Α, και δυσοίωνη πληγή,
ποτέ δε σε φοβήθηκα,
γιατί το αίμα φύσαγε μες στην καρδιά τραγούδια
κι ένας θεός πολύ μικρότερος
έπαιζε πλάι καταμεσήμερο σε νέες πηγές,
δοκιμάζοντας ένα κομμάτι λάσπη
και τα νερά
συλλάβιζαν παλιούς, λησμονημένους στίχους:
Ακόμη τούτη την άνοιξη...
Πληθαίνουν οι κραυγές χαράς,
όπως όταν τη νύχτα
ζουζουνίζουν γύρω σου σμήνη τ’ αστέρια,
κι ο κόσμος πλάθεται εξαρχής
ως κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας
μ’ ένα κορμί εδώ,
ένα τουφέκι
εξίσου γόνιμα κι ώσαμε πάνω όνειρα γεμάτα.
Έρχονται ξάφνου, ώρες απρόσμενης σιωπής,
κάτι παιδιά της γειτονιάς
με τα παιχνίδια τους στα χέρια,
ένα αγόρι που το έλεγαν Δικαίο
κι ένα κορίτσι λυγερό,
η Ελευθερία.
Γι’ αυτήν αντάμωνα τον παππού στο δάσος,
μέρες της μαύρης κατοχής,
για να του παραδώσω το σημείωμα
– το δίκοχο χωμένα στ’ άσπρα του μαλλιά,
το στήθος του δασύ,
με στίγματα φωτοσκιάσεων
της καταπόρφυρης Αντίστασης –
χάθηκε
μες στους καπνούς και των μαχών το σάλαγο.
Στο ίδιο μέρος τώρα τον προσμένω.
Κι ενώ δεν τρέφω ψευδαισθήσεις,
ούτε καμιά ελπίδα να τον ανταμώσω,
κοιτάζω γύρω μου τα γνώριμα τα μέρη,
βάζω αυτί και αφουγκράζομαι το χώμα,
τα ίχνη ψάχνω.
Ξάφνου απρόσμενα αντικρίζω τη μορφή του,
καθώς τρυπάει το βουνό απ’ τη μεριά του,
και μπρος μου εμφανίζεται ξανά,
όπως και τότε,
αναλλοίωτος στο χρόνο.
Ρωτώ κι όλο ρωτώ κι αυτός σωπαίνει
τι να ’γινε ο κρυφός εκείνος δρόμος
που έφερνε το βήμα μου ξοπίσω του.
Τι έγιναν τα όπλα και τα φυσεκλίκια
τα βλέμματα που άναβαν φωτιές στο δείλι.
Και μην παίρνοντας απάντηση,
παππούλη,
κράζω και κουνώ τα χέρια,
παππού,
σου φέρνω το σημείωμα.
Εκείνος όμως κοιτάζει πέρα και σιωπά.
Ένα τρυγόνι μονολογεί πάνω στο δέντρο.
Κι ήτανε σαν να μου ’λεγε εκείνος.
Ξέρεις.
Και την ώρα που αποσύρθηκε ο χρόνος
κι όλα τριγύρω λάμπαν χωρίς μνήμη,
πρόβαλε εκείνος μέσ’ από το χειμωνιάτικο δάσος
με δυο φτερούγες ασταθείς,
θαρρείς και τώρα τις δοκίμαζε
και δεν μπορούσε ακόμη να τις συνηθίσει.
Κι όπως ζυγιάστηκε δυο τρεις φορές
κι ανέβηκε ψηλά στις κορυφές των δέντρων,
χλόασαν ξάφνου τα κλαδιά
κι ένα βουητό πρόωρης ανθοφορίας
χύθηκε λάμποντας στις φυλλωσιές.
Κι όσο κι αν είμαι πια συνηθισμένος στ’ απρόσμενα,
ή σ’ ό,τι τέλος πάντων ονομάζουν θαύμα,
ξαφνιάστηκα απ’ το ίδιο ξάφνιασμά μου,
πώς γίνεται δηλαδή και καθαρίζει
από τόσες και τέτοιες επιστρώσεις χρόνου
η σκουριασμένη λησμονιά.
Κι ήσουν εσύ; Ήμουν εγώ; Ήταν ο σύντροφός σου;
Ήταν τα δυο τ’ αδέλφια σου κι η Παναγιά στη μέση;
Ποιος να το πει.
Όποιος κι αν ήταν πάντως
είχαμε κείνο το ξάφνιασμα της ευωδιάς κρυμμένου αγριολούλουδου
που, πριν καλά καλά προβάλει η Άνοιξη,
σε λούζει, πέρ’ από θρήνους ανεξήγητους,
κι έτσι βαδίζεις την υπόλοιπη ζωή σου
μυρωμένος.
[...]
Από τη συλλογή Ανάβαση (2002)