Translation - Μετάφραση

Translation Assistance => Greek monolingual forum => Γλωσσικά Σημειώματα => Topic started by: wings on 24 Sep, 2008, 01:05:59

Title: βρόγχος ή βρόχος;
Post by: wings on 24 Sep, 2008, 01:05:59
Βρόγχος – βρόχος

Βρόγχοι
είναι οι αεραγωγοί σωλήνες του αναπνευστικού συστήματος, οι διακλαδώσεις της τραχείας, που εκτείνονται μέσα στους πνεύμονες (ιατρικός όρος). Βρογχίτιδα είναι η ασθένεια των βρόγχων.

Βρόχος είναι η θηλιά (της κρεμάλας) και, μεταφορικά, οτιδήποτε προκαλεί ασφυκτική πίεση.

Πηγή: http://www.asprilexi.com/lexeis_sub.asp?id=27&range=1

Από τη μια πλευρά, ο βρόγχος, λέξη που απαντά και στην αρχαία ελληνική γλώσσα με την έννοια του λάρυγγα ή της τραχείας αρτηρίας, είναι καθεμιά από τις πολυάριθμες διακλαδώσεις της τραχείας στο εσωτερικό των πνευμόνων, που συγκροτούν το λεγόμενο βρογχικό δέντρο και συμβάλλουν στη λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος.

Για τη λέξη βρόγχος δεν υπάρχει μια απόλυτα πειστική ετυμολογική προσέγγιση, αλλά είναι πιθανή η παραγωγή της από δύο άλλες λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, το ουσιαστικό βρόχθος (λαιμός, φάρυγγας) και το ρήμα βρόχω (τύπος υποθετικός, που σημαίνει καταπίνω ή ρουφώ).

Γνωστοί ιατρικοί όροι όπως βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, βρογχικό άσθμα, βρογχοσκόπιο και βρογχοσκόπηση, βρογχοτομία και βρογχογραφία σχετίζονται με τους βρόγχους και το βρογχικό δέντρο.

Από την άλλη πλευρά, ο βρόχος δηλώνει, όπως ακριβώς και στην αρχαία ελληνική γλώσσα, τη θηλιά, το σχοινί που δένεται με συγκεκριμένο τρόπο, χρησιμοποιείται στον απαγχονισμό ή το στραγγαλισμό και οδηγεί τον άνθρωπο στο θάνατο σφίγγοντας ολοένα και περισσότερο το λαιμό του:

«Η σκηνή του απαγχονισμού, με το δήμιο να περνά το βρόχο στο λαιμό του ήρωα, προκάλεσε έντονη συγκινησιακή φόρτιση στους θεατές», «Ο κρατούμενος έφτιαξε βρόχο με το σεντόνι του και έδωσε βίαιο τέλος στη ζωή του».

Εξάλλου, η λέξη βρόχος σημαίνει, τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα ελληνική γλώσσα, την παγίδα (βρόχι) που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη πτηνών ή μικρών θηραμάτων.

Ευρέως διαδεδομένη είναι η μεταφορική χρήση της λέξης βρόχος, με την έννοια της ασφυκτικής πίεσης που ασκείται σε κάποιον και δεν του επιτρέπει να σκεφτεί, να ενεργήσει ή να εκφραστεί ελεύθερα:

«Θα ήθελα να καταλήξω σε μια απόφαση ψύχραιμα και νηφάλια, χωρίς να νιώθω ότι έχω ένα βρόχο στο λαιμό μου», «Τα περιθώρια κινήσεων και ελιγμών της ελληνικής κυβέρνησης στενεύουν διαρκώς λόγω του δανειακού βρόχου των τελευταίων ετών», «Βρόχος για τις ελληνικές τράπεζες την τελευταία πενταετία τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επιχειρήσεων και νοικοκυριών».

Βαγγέλης Στεργιόπουλος
https://www.in.gr/2018/02/12/culture/glossakailogotexnia/brogxos-kai-broxos/
Title: Re: βρόγχος – βρόχος
Post by: spiros on 24 Sep, 2008, 12:55:47
Και βροχήτιδα αυτό που παθαίνει ο ουρανός όταν δεν μπορεί να σταματήσει να βρέχει.
Title: Re: βρόγχος – βρόχος
Post by: wings on 24 Sep, 2008, 13:05:14
Εδώ έχει ήλιο. Βρόχος σάς έχει γίνει η βροχή εκεί στο νότο, ε;
Title: Re: βρόγχος – βρόχος
Post by: spiros on 24 Sep, 2008, 13:09:45
Όχι, βρογχίτιδα (ευτυχώς όχι χρόνια).
Title: Re: βρόγχος – βρόχος
Post by: wings on 24 Sep, 2008, 13:20:57
Να μη μένετε πολλές ώρες εκτεθειμένοι στη βροχή γιατί μπορεί να χρονίσει η κατάστασή σας. :-)
Title: Re: βρόγχος – βρόχος
Post by: spiros on 09 Jan, 2009, 00:44:03
Βλέπε και  loop → βρόχος | λούπα (στη μουσική) (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=5889.0)