Σταύρος Ζαφειρίου, Η σπορά
Τότε πάλι, χρόνους μετά τον ξεριζωμό
Έσβηνε κι άναβε απ’ τη θράκα το τσιγάρο
Κι ανεμοκύκλωνε τους χάρτες και τα ονόματα
Ο θειος Παναγιωτάκης
Κι όλο αναστέναζε κι όλο αναθυμιόταν
Την ακριβή τη μάνα την πατρίδα του
Την εκκλησιά της Παναγιάς της Χογουσιώτισσας
Με τις κολόνες από χυτό μολύβι
Και τις μουριές που ’καμνε σαρμανίτσα
Θυμόταν και την Αρετή, του μυλωνά την κόρη
Που ήταν δεκαεφτά χρονώ σαν έμεινε στο ρέμα
Κι έκανε όνειρα ν’ αφουγκραστεί τον ποταμό
Σβόλους υγρούς στα δάχτυλα να νιώσει
Το χώμα του και τον παλιό μπαχτσέ του
Κι ύστερα χάθηκε ο θειος Παναγιωτάκης
Κι άλλοι έλεγαν στο αντάρτικο πως βγήκε
Κι άλλοι πως είδε στα όνειρά του φως
Και βρήκε τον θεό
Μα εκείνος όλο και πλησίαζε
Πότε με τρένα εμπορικά και πότε με ζαρκάδια
Ξένος πλανιέται στο χωριό και βρίσκει ξένους μέσα
Αποζητά το σπίτι του, το βρίσκει ρημαγμένο
Ψάχνει και για την εκκλησιά, βρίσκει μονάχα πέτρες
Ροβόλησε στον ποταμό κι ακούει μοιρολόι
Τα ψάρια του καλόγερου που ’φυγαν απ’ τη στέρνα
Κι ύστερα κύκλον έφερε στ’ αμπελοχώραφά των
Γυρεύει τον παλιό μπαχτσέ, βρίσκει παλιά χορτάρια
Μωρέ Μουχτάρ, γερο-Μουχτάρ, εδώ ήταν το χωριό μας
Εδώ ήταν η μάνα μου η κυρα-Ευταλίτσα
Που κίναε με την αυγή κι επέστρεφε το δείλι
Κορμί σπαθάτο την αυγή, κορμί γερτό το δείλι
Φέρε μου ρούχα της δουλειάς στον κάμπο να κατέβω
Φέρε μου και μικρό τσαπί να τον ξεβοτανίσω
Τρεις μέρες τον καθάριζε, τέσσερις του μιλούσε
Την πέμπτη το ξημέρωμα μύρισε φρέσκο χώμα
Πιάνει γυνί και ζεύει το σε ρούσα φοραδίτσα
Οργώνει μια προς τον βοριά, ξεθάφτει τον Ακρίτη
Οργώνει προς τον ποταμό, τη Μαξιμώ απαντάει
Ανάθεμα γεράματα, ανάθεμά σε σώμα
Που ’μεινες έρμο και ξερό, χωρίς σπορά στα σκέλια
Και το παλιό χωράφι μου με τι να το φυτέψω
Το μπράτσο του φλεβοτομεί, με το αίμα του το σπέρνει
Ύστερα πέρασε καιρός κι ο θειος Παναγιωτάκης
Δε φαινόταν
Κι άλλοι έλεγαν πως βγήκε στους ανέμους
Να σβήνουν πίσω του οι πατημασιές
Κι άλλοι πως ντύθηκε το ράσο σε μακρινό νησί
Και κάθε βράδυ που ανάβει το καντήλι
Αφήνει μπρος στην Παναγιά
Τρία σπυριά σιτάρι
Σημείωση του ποιητή:
στ. 42. Πρβλ. με το δημοτικό τραγούδι «Φυλακισμένος και πουλί»:
Τον Κωνσταντή έχουν φυλακή, πουλάκι κανακίζει
δεν είχεν ο βαριόμοιρος φαΐ ναν το ταΐζει.
Το μπράτσο του φλεβοτομά και το αίμα του του δίνει
(Γιώργου Ιωάννου Τα δημοτικά μας τραγούδια, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα, 1987)
Από τη συλλογή Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά (1993)