υψιπέτης ή υψιπετής; → υψιπέτης (εκτός αν έπεσε από τον ουρανό)
υψιπέτης από το πετώ ενώ υψιπετής από το πίπτω.
υψιπέτης ο [ipsipétis] O10 θηλ. υψιπέτιδα [ipsipétiδa] O28 : (λόγ.) αυτός που κινείται σε κόσμους πνευματικούς ή μεταφυσικούς. [λόγ. < αρχ. ὑψιπέτης· λόγ. υψιπέτ(ης) -ις > -ιδα]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
υψιπέτης αυτός που εμπνέεται από μεγάλες ιδέες ή/και εκφράζει μεγάλες ιδέες
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
υψιπέτης (ο) ουσ. (θηλ. Κ υψιπέτις, -ιδος) που πετά ψηλά | (μτφ.) που εκφράζει υψηλές έννοιες
[<αρχ. "õψιπέτης < ?õψι (= ψηλά) + πέτομαι (= πετώ)]
Μείζον ελληνικό λεξικό - Τεγόπουλος-Φυτράκης
ὑψῐπέτης, ου, Dor. ὑψῐπέτας, α, ὁ: (πέτομαι):—
A high-flying, soaring, αἰετός Il.12.201,219, Od.20.243; ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.P.3.105; γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας S.Fr.476 = Ar. Av.1337 (lyr.): Comp. -έστερος Herm. ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote ὑψιπετῆς (contr. from ὑψιπετήεις), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. ὑψιπετῆ ὄρνιθα in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next.
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ)
υψιπετής -ής -ές [ipsipetís] E10 : (λόγ.) για μεγαλόπνοες ιδέες, απόψεις κτλ. ή για υψηλή καλλιτεχνική έμπνευση. [λόγ. < αρχ. ὑψιπετής `που βρίσκεται ψηλά΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
υψιπετής αυτός που έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος
— Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
υψιπετής -ής, -ές επίθ. που έπεσε από ψηλά ή από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος
[<αρχ. "õψιπετής < ?õψι (= ψηλά) + πίπτω]
Μείζον ελληνικό λεξικό - Τεγόπουλος-Φυτράκης
ὑψῐπετής, ές, (πίπτω)
A fallen from heaven, Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid.
2 lofty, ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.Hec.1101 (lyr.).
3 v. foreg. fin.
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ)