lateralization → πλευροποίηση, μετάθεση προς τα πλάγια, πλευρική εξειδίκευση
Localization of a function, such as speech, to the right or left side of the brain.
Dutch:
lateralisatie; Finnish:
lateralisaatio,
aivopuoliskojen työnjako; French:
latéralisation; Italian:
lateralizzazione; Polish:
lateralizacjalateralization - Wiktionary, the free dictionarylaterality → πλευρικότητα, πλευρίωση, πλευρική κυριαρχία, πλευρική επικράτηση, πλαγίωση, πλαγιότητα, πλαγιότηςcollateralization → ανάπτυξη παράπλευρης κυκλοφορίας, δημιουργία παράπλευρης κυκλοφορίας, παράπλευρη κυκλοφορία, ανάπτυξη παράπλευρου δικτύου, δημιουργία εγγύησης
« Last Edit: 11 Nov, 2024, 18:06:38 by spiros »