Κουμπάρος, κουμπάρα, κουμπαριά

banned8 · 3 · 19211

banned8

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 131
    • Gender:Male
Λέξεις της επικαιρότητας. Ο κουμπάρος, συνήθως μέσα σε εισαγωγικά, εμφανίζεται στις λεζάντες των ειδήσεων στα κανάλια και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Κύριος τίτλος στο Κυριακάτικο Βήμα: Άλλοι τρεις «κουμπάροι»! Με υπέρτιτλο: Ατελείωτος μοιάζει ο αριθμός των «Σικελών».

Ο Διόδωρος γράφει στο ίδιο Βήμα (τα «μαύρα», δικά μου):

Παίζοντας τους κουμπάρους

Τι καλά που περνάμε, τι ωραία που είναι η Ελλαδίτσα μας, ημερολόγιό μου - περνάμε τόσο καλά και όμορφα ώστε οι κομματάρχες και οι υπουργοί και λοιποί σημαντικοί νεοδημοκράτες παίζουν τους κουμπάρους.
Είναι πολυπλοκότερο παιχνίδι από τις κουμπάρες που παίζουν τα κορίτσια, διότι οι κουμπάροι είναι άντρες - δεν ασχολούνται με τα οικιακά, με κούκλες και κουκλόσπιτα, με επισκέψεις για τσάι: οι άντρες από τα χρόνια τα παλιά βγαίνουν στην αγορά, στους καφενέδες και στα καπηλειά, όπου εκτός από κρασί για την αντροπαρέα υπάρχουν αντίπαλοι, εχθροί που παραμονεύουν να επιτεθούν και πρέπει να είσαι έτοιμος να τους αντιμετωπίσεις· ή πρέπει να είσαι έτοιμος εσύ να επιτεθείς, αν υπάρχει λεία.
Για τούτο χρειάζονταν τους κουμπάρους οι άντρες, για να αμύνονται και να επιτίθενται - ο κουμπάρος ήταν ο συγκριτικός βαθμός του επιθέτου φίλος, με υπερθετικό ο αδερφοποιτός· οι αδερφοποιτοί εξέλιπαν, απαγόρευσε το έθιμο η Εκκλησία γιατί ήταν ανταγωνιστικό προς το δικό της, την κουμπαριά - έτσι κι αλλιώς, στην εποχή του AIDS θα ήταν αδύνατον να επιβιώσει έθιμο που απαιτεί να χαρακώνεις το μπράτσο σου για να ανακατεύεις το αίμα σου με το αίμα του φίλου σου για να γίνετε αδερφοποιτοί. Μας έμειναν οι κουμπάροι.
Αλλά εκσυγχρονίστηκαν οι παραδοσιακές κοινωνίες, οι άνθρωποι επιτίθενται λιγότερο, υπάρχει νόμος και αστυνόμος, οι κουμπάροι έγιναν διακοσμητικοί, φίλοι χρήσιμοι για να χαρίζουν στα παιδιά λαμπάδες το Πάσχα και μποναμάδες την Πρωτοχρονιά: οι κουμπαριές υπάρχουν πια, με την παλιά τους έννοια, μόνο εκεί που γίνονται συγκρούσεις – στην πολιτική πρωτίστως.
Και καθαγιάζονται οι πολιτικοί δεσμοί με κουμπαριές, και είναι έτοιμοι οι κουμπάροι να αμυνθούν και να επιτεθούν – για να αποκτήσουν χρήμα και εξουσία. Και έτσι ο κουμπάρος του υπουργού Σάββα Τσιτουρίδη με τον κουμπάρο του κουμπάρου από τις Βρυξέλλες βρήκαν ευκαιρία να αρπάξουν χρήματα από κάποιους άλλους κουμπάρους – που στην εκσυγχρονισμένη γλώσσα των επιχειρηματιών ονομάζονται καρτέλ.
Κουμπάροι μεταμφιεσμένοι σε Επιτροπή Ανταγωνισμού εναντίον κουμπάρων που έχουν ντυθεί καρτέλ - αρχέγονο παιχνίδι, που παίζεται με σύγχρονους όρους μεταξύ Βρυξελλών, Αθηνών, Θεσσαλονίκης. Τι ωραία χώρα που είμαστε: η Επανίδρυση του Κράτους και η Νέα Διακυβέρνηση, με τη «μηδενική ανοχή στη διαφθορά», άφησαν ευτυχώς αλώβητες τις παραδοσιακές αξίες.



Το ερώτημά μου:
Τι κάνουμε ως μεταφραστές μ’ αυτούς τους κουμπάρους και τις κουμπαριές;

Πάω στα ελληνικά λεξικά πρώτα:
Στο ΛΚΝ:
κουμπάρος (θηλ. κουμπάρα): 1. αυτός που κατά την τελετή του γάμου αλλάζει τα στέφανα στο νέο ζευγάρι· παράνυμφος. || αυτός που κατά την τελετή του πολιτικού γάμου παρίσταται στο δημαρχείο ως μάρτυρας. ΠAP ΦP (παντρεύομαι) με παπά και με κουμπάρο. 2. αυτός που βαφτίζει το παιδί κάποιου, σε σχέση με τους γονείς του παιδιού· ανάδοχος, νονός. 3. (λαϊκότρ.) φιλική προσφώνηση συνήθ. σε άγνωστο: Tι ώρα είναι, κουμπάρε; (έκφρ.) παίζουμε τις κουμπάρες, για κοριτσάκια που, παίζοντας, παριστάνουν τις νοικοκυρές, και ως ΦP για επιπόλαιη και ανώριμη αντιμετώπιση ενός σοβαρού θέματος: Τις κουμπάρες θα παίζουμε τώρα;, κοροϊδευόμαστε;
κουμπαριά: είδος συγγενικής σχέσης που δημιουργείται μεταξύ του κουμπάρου και της οικογένειας εκείνου που παντρεύτηκε ή βαφτίστηκε από αυτόν.


Κοιτάζω τα ελληνοαγγλικά λεξικά, αρχίζοντας από τα πιο πρόσφατα:
Ένα ξέχασε να βάλει τον κουμπάρο, έχει μόνο την κουμπάρα (1. “groomswoman”. 2. godmother. 3. best man’s wife; godfather’s wife) και την κουμπαριά (relationship with one’s best man or godparent).
Άλλο περιορίζεται στα best man και godfather και για την κουμπάρα δίνει: 1. (σε γάμο) chief bridesmaid (Βρετ.), maid of honour (Αμερ.). 2. (σε βαφτίσια) godmother. Και ξεχνάει την κουμπαριά, αλλά δίνει τον ιδιωματισμό: παίζουμε τις κουμπάρες, (μτφ.) to fool around.
Ένα από τα παλιά και πιο γνωστά κάνει πολύ εύστοχα τη διάκριση στη δεύτερη σημασία του κουμπάρου: godfather of one’s child (την ίδια διάκριση κάνουν και κάποια μικρότερα λεξικά). Αλλά δεν έχει κουμπάρα και κουμπαριές.
Ένα άλλο παλιό διαφοροποιείται για την κουμπάρα σε γάμο και δίνει sponsor (!).
Ένα του 1960 δίνει στον «κουμπάρο»: 1. best man, groomsman (θηλ. bridesmaid). 2. (ανάδοχος) sponsor, godfather. Και στην κουμπαριά: sponsorship, relationship between the godfather (godmother) and the child’s parents.

Κανένα δεν αναφέρεται στη φιλική προσφώνηση (εκατοντάδες «ρε κουμπάρε» στο Γκουγκλ), τα γνωστά mate, pal, buddy, chum κ.τ.ό.

Και πολύ πιο δύσκολο γίνεται να μεταφράσουμε τον «κουμπάρο» ως το άτομο που ζήτησες να σε παντρέψει ή να βαφτίσει το παιδί σου στο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων που αποβλέπουν εντέλει στην εύνοια και τη διαπλοκή και ενίοτε καταλήγουν σε παράνομες κοινές δραστηριότητες (partnership in crime). Δεν γίνεται καν σαφές από την ελληνική χρήση της λέξης αν πρόκειται για κουμπαριά από γάμο ή από βάφτιση.

Η απόδοση godfather είναι φανερό ότι δεν εξυπηρετεί καθότι παραπέμπει σε άλλο είδος «Σικελών».

Η λέξη «κουμπάρος» βγήκε από το βενετσιάνικο compare («συμπατήρ»). Ιδού στο ιταλοαγγλικό λεξικό:
compare: 1. RELIG. (padrino) godfather, sponsor. 2. (compagno) comrade. 3. (complice) accomplice, stall. compare d’anello, best man.

Ίδια περίπου στο γαλλικό compère:
1. Vx ou région. Le parrain d'un enfant par rapport à la marraine (=> commère) et aux parents. 2. Fam. et vieilli. Terme d'amitié entre personnes qui ont des relations de camaraderie. Un bon compère : un bon compagnon. 3. Mod. Celui qui, sans qu'on le sache, est de connivence avec qqn pour abuser le public ou faire une supercherie. Le prestidigitateur avait deux compères dans la salle.
Στο γαλλοαγγλικό: 2. crony, comrade, fellow. 3. accomplice.

Αφήνω το ερώτημα να κρέμεται και, αφού το λύσουμε αυτό, συζητούμε και την κουμπάρα.

« Last Edit: 18 Sep, 2006, 16:06:17 by nickel »


banned8

  • Jr. Member
  • **
    • Posts: 131
    • Gender:Male
Θα ήθελα να προσθέσω ότι θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τη λέξη crony σ' αυτό το «συγκείμενο»:

Encarta: a close friend, sometimes one to whom special treatment and preference is given (disapproving)

Σύμφωνα πάλι με το ίδιο λεξικό:
Mid-17th century. From Greek χρόνιος, ‘long-lasting’, from χρόνος, ‘time’ (source of English chronic). The word was originally Cambridge University slang.

@wings:
Αργότερα θα έρθουμε και στις φράσεις: παίζω τις κουμπάρες, θα σε πάρω με παπά και με κουμπάρο, ο κουμπάρος την κουμπάρα...
« Last Edit: 18 Sep, 2006, 16:51:18 by nickel »



Αλ.

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 2232
  • This b0dy is y0ung but my sp1r1t's 0|d...
Στην τριπλέτα αυτή πρέπει να προστεθεί και ο κουμπαράς για να είμαστε ακόμα πιο επικαίροι...
"I like to remember things my own way. Not necessarily the way they happened"
Member of elites only...just like Mus1ca||


 

Search Tools