toothless → άδοντος, φαφούτικος, χωρίς δόντια, φαφούτης, ξεδοντιάρης, που δεν έχει δόντια, στερούμενος δοντιών, φαφούτης, αδύναμος, κότα, αναιμικός, χλιαρός, ανίσχυρος, αδύναμος, αναποτελεσματικός, χωρίς κότσια

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854547
    • Gender:Male
  • point d’amour

 

Search Tools