packing → στεγανωτικό παρέμβυσμα, τσιμούχα

mariapar

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 1898
    • Gender:Female
packing, (εσφ.) paking → στεγανωτικό παρέμβυσμα, τσιμούχα

Η λέξη εμφανίζεται μόνη της σε μια εικόνα από ένα κείμενο στο οποίο κάνω διόρθωση, και δεν υπάρχει σε κανένα άλλο σημείο του κειμένου.

Ο μεταφραστής έχει βάλει «προεξοχές», αλλά ψυχανεμίζομαι ότι χρησιμοποίησε τη λέξη γιατί δεν ήξερε τι άλλο να βάλει. Τη λέξη paking/s δεν την ξέρω, ούτε μπορώ να τη βρω πουθενά (λεξικά/διαδίκτυο), αντίθετα στο google και τα online λεξικά πέφτω σε λανθασμένη γραφή (ή επισήμανση λανθασμένης γραφής) της λέξης packing.

To packing νομίζω ότι θα ταίριαζε, με την έννοια όχι της συσκευασίας, αλλά του packing seal, πάντα με βάση την εικόνα.



Τον πελάτη μπορώ να τον ρωτήσω, αλλά αύριο. Στο μεταξύ, μήπως ξέρετε να μου πείτε αν το pakings είναι υπαρκτή λέξη;
« Last Edit: 06 Feb, 2010, 22:19:42 by spiros »
One finger cannot lift a pebble (Native American proverb)




mariapar

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 1898
    • Gender:Female
Αυτό βρήκα κι εγώ πρώτο-πρώτο... ευχαριστώ Σπύρο!
One finger cannot lift a pebble (Native American proverb)




mariapar

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 1898
    • Gender:Female
Σπύρο, μίλησα με τον πελάτη και έπρεπε να είναι όντως packings, το οποίο στη συγκεκριμένη μνήμη είχε ήδη αποδοθεί ως «στεγανωτικά παρεμβύσματα». Διόρθωσα τη μετάφραση ανάλογα για να υπάρχει ομοιογένεια, αν και τη λέξη «παρέμβυσμα» συνήθως προσπαθώ να την αποφύγω και να την αντικαταστήσω με κάτι άλλο πιο απλό...
One finger cannot lift a pebble (Native American proverb)



mariapar

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 1898
    • Gender:Female
A, μπράβο...
One finger cannot lift a pebble (Native American proverb)


Ion

  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 2364
    • Gender:Male
  • 1. Διατήρηση ψυχραιμίας 2. Αξιολόγηση βλάβης
ΛΚΝ
φλάντζα η [flándza] Ο25 : 1. μεταλλικός δίσκος προσαρμοσμένος στο άκρο σωλήνων ή άλλων εξαρτημάτων που πρόκειται να συνδεθούν μεταξύ τους ή να στερεωθούν σε σταθερό σημείο. 2. λεπτό φύλλο μετάλλου, ελαστικού ή άλλου υλικού που παρεμβάλλεται για στεγανοποίηση ανάμεσα σε δύο μέρη που συναρμόζονται.  φλαντζούλα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. flangia < αγγλ. flange· φλάντζ(α) -ούλα]

τσιμούχα η [tsimúxa] Ο25 : ταινία από χνουδωτό ύφασμα, κατάλληλη για να στεγανοποιούν σωλήνες ή άλλες μεταλλικές κατασκευές.

[τουρκ. çamuha `σφουγγάρι κατώτερης ποιότητας΄ (< ιταλ;)]


There is no prosthetic for an amputated spirit
Lt Col Frank Slade (Al Pacino, Scent of a woman)


 

Search Tools