Καλημέρα σε όλους τους πνευματικούς συνδαιτημόνες,
Θα μου επιτρέψετε, επειδή δεν είμαι ιδιαίτερα οπαδός των περιφράσεων, να προτείνω με βάση αυτών που προτείνεις τα εξής:
γενικός γνώστης = γενικογνώστης, ευρυγνώστης και εξ αυτών γενικογνωσία, ευρυγνωσία κλπ
ειδικός γνώστης = ειδικογνώστης, βαθυγνώστης και εξ αυτών, ειδικογνωσία, βαθυγνωσία, κλπ
Πηγαίνοντας και παραπέρα και νεολογίζοντας, προσπαθώντας για κάτι βραχύτερο και κομψότερο, ξεκινώντας από το γενονός ότι το generalist παράγεται από το αντίστοιχο επίθετο general :
γενικευτήρας , ή γενικευτής, από το γενικός - γενικεύω, κατά το θηρεύω - θηρευτής - θηρευτήρας ή λατρεύω - λατρευτής
και
ειδικευτήρας ή από το ειδικός - ειδικεύω κατά το θηρεύω - θηρευτής - θηρευτήρας ή λατρεύω - λατρευτής.
Άλλωστε οι αντίστοιχοι υπό συζήτηση όροι γίνονται κατανοητοί μόνο μέσα στο συγκείμενό τους και μετά από ορισμό. Έτσι και οι προτεινόμενοι γενικευτήρας - γενικευτής και ειδικευτήρας-ειδικευτής, θα γίνονται κατανοητοί μόνο μέσω του ορισμού και του συγκειμένου τους.
Καλημέρα, παιδιά :-)
Εδώ πρόκειται για:
Generalist
A person with a broad general knowledge, especially one with more than superficial knowledge in several areas and the ability to combine ideas from diverse fields; A general practitioner (https://en.wiktionary.org/wiki/generalist)
generalist → γενικός γνώστης, ευρύς γνώστης
specialist → ειδικός γνώστης, βαθύς γνώστης, ειδικός
Θα έλεγα:
HR generalist → γενικός/ευρύς γνώστης (θεμάτων) ΑΔ
HR specialist → ειδικός γνώστης (θεμάτων) ΑΔ, ειδικός (επί θεμάτων) ΑΔ