The Old Fools Philip Larkin
What do they think has happened, the old fools, To make them like this? Do they somehow suppose It's more grown-up when your mouth hangs open and drools, And you keep on pissing yourself, and can't remember Who called this morning? Or that, if they only chose, They could alter things back to when they danced all night, Or went to their wedding, or sloped arms some September? Or do they fancy there's really been no change, And they've always behaved as if they were crippled or tight, Or sat through days of thin continuous dreaming Watching the light move? If they don't (and they can't), it's strange; Why aren't they screaming?
At death you break up: the bits that were you Start speeding away from each other for ever With no one to see. It's only oblivion, true: We had it before, but then it was going to end, And was all the time merging with a unique endeavour To bring to bloom the million-petalled flower Of being here. Next time you can't pretend There'll be anything else. And these are the first signs: Not knowing how, not hearing who, the power Of choosing gone. Their looks show that they're for it: Ash hair, toad hands, prune face dried into lines - How can they ignore it? Perhaps being old is having lighted rooms Inside you head, and people in them, acting People you know, yet can't quite name; each looms Like a deep loss restored, from known doors turning, Setting down a lamp, smiling from a stair, extracting A known book from the shelves; or sometimes only The rooms themselves, chairs and a fire burning, The blown bush at the window, or the sun's Faint friendliness on the wall some lonely Rain-ceased midsummer evening. That is where they live: Not here and now, but where all happened once. This is why they give
An air of baffled absence, trying to be there Yet being here. For the rooms grow farther, leaving Incompetent cold, the constant wear and tear Of taken breath, and them crouching below Extinction's alp, the old fools, never perceiving How near it is. This must be what keeps them quiet: The peak that stays in view wherever we go For them is rising ground. Can they never tell What is dragging them back, and how it will end? Not at night? Not when the strangers come? Never, throughout The whole hideous inverted childhood? Well, We shall find out.
| Οι γερο-ανόητοι Φίλιπ Λάρκιν, απόδοση: Νίκος Φωκάς
Τι να νομίζουν πως συνέβηκε οι γερο-ανόητοι Και κατάντησαν έτσι; Μήπως τα ’χα θαρρούν Πώς δείχνει μεγαλύτερη ωριμότητα να σου κρεμά ή μασέλα, να σου στάζει; Να κατουριέσαι συνεχώς, να μη θυμάσαι Ποιος ήρθε το πρωί; ή πώς αρκεί να το ’θελαν Και θα γίνονταν όλα καθώς πριν, όπως όταν χόρευαν οληνύχτα Ή πήγαιναν ατό γάμο τους ή κάνανε το επ’ ώμου ένα Σεπτέμβρη; Ή μήπως και φαντάζονται ότι αλήθεια Δεν έχει διαφορά και πάντα τους φέρονταν σα σακάτες ή πιωμένοι Ή ότι περνούσαν μέρες καθιστοί σε μια απερίσπαστη και ρηχή ρέμβη. Κοιτάζοντας το φως ν’ αλλάζει θέση; Αν όχι (κι έτσι σίγουρα είναι), τι παράξενο! Πώς δεν ουρλιάζουν;
Στο θάνατο σκορπάς· τα μόρια πού σε αποτελούσαν Εξαπολύονται και μακραίνουν το να απ’ τ’ άλλο επ’ άπειρο Χωρίς κανένα μάρτυρα. Όλα είναι λήθη, πράγματι: Την είχαμε και πριν μα επρόκειτο να λήξει Και χώνευε ολοένα μέσα σ’ ένα απαράμιλλον αγώνα Για να εξανθήσει το εκατομμυριόφυλλο λουλούδι του Να ’σαι εδώ κάτω· την επόμενη φορά μη φανταστείς Πώς θα ‘ναι αλλιώτικα. Να τα πρώτα σημάδια: Να μην ξέρεις το πώς, να μην ακούς το ποιος, να ’χεις χαμένη Την ικανότητα εκλογής· η όψη τους το λέει για πού τραβούν: Σταχτιά μαλλιά, παλάμες σαύρας, μούτρο όλο ζάρα σαν ξερό δαμάσκηνο Μα δεν τα βλέπουν όλα αυτά!
Γέρος ίσως θα πει να ’χεις δωμάτια φωτισμένα Μέσ’ το μυαλό και μέσα εκεί κάποιους πού παριστάνουν Γνωστούς πού ωστόσο αναρωτιέσαι ποιοι ’ναι· καθένας τους διαγράφεται Σαν κάτι οδυνηρά χαμένο πού ανακτήθηκε, μπαίνοντας από πόρτες γνώριμες. Ακουμπώντας μια λάμπα, μειδιώντας από ένα σκαλοπάτι, παίρνοντας Ένα γνωστό βιβλίο από το ράφι· κι άλλοτε Μονάχα τα δωμάτια με καρέκλες και φωτιά στο τζάκι Τον ανθισμένο θάμνο στο παράθυρο ή του ήλιου Την αμυδρή στον τοίχο φιλικότητα κάποια μοναχική Αποβροχάρικη βραδιά μεσοκαλόκαιρου. Εκεί ζουν, Όχι στο τώρα και στο εδώ, μα εκεί πού γίνηκαν τα πάντα, κάποτε. Και να γιατί έχουν
Ύφος αμήχανο απουσίας, καθώς πασχίζουν να ’ναι εκεί Ενώ είναι εδώ. Γιατί μακραίνουν τα δωμάτια πιο πολύ, αφήνοντας Αναρμόδιο κρύο, την εύλογη φθορά κάθε φορά Της εισπνοής κι εκπνοής· κι αυτούς τους ίδιους μαζεμένους κάτω από Το Έβερεστ τού αφανισμού, τους γερο-ανόητους. που δεν αντιλαμβάνονται Τι κοντά που ’ναι. Να τι τους κάνει σίγουρα να μη διαμαρτύρονται: Η κορυφή ολοφάνερη, απ’ όπου κι αν βρεθούμε Γι’ αυτούς σημαίνει υψωματάκι. Μα δε βλέπουν ποτέ Τι τους τραβά προς τα πίσω και πως θα λήξουν όλα; Ούτε τη νύχτα. Ούτε όταν οι άγνωστοι έρχονται; Ποτέ όσο διαρκούν Τ’ αποτροπιαστικά τους ξεμωράματα; Έ, Μια μέρα θα το μάθουμε.
|