Translation - Μετάφραση

Translation Assistance => Other language pairs => Italian→Greek Translation Forum => Topic started by: iogo on 04 Jul, 2010, 21:02:51

Title: mettere zizzania → σπέρνω ζιζάνια, βάζω ζιζάνια, διασπείρω ζιζάνια, ενσπείρω ζιζάνια, εγκατασπείρω ζιζάνια, σπέρνω διχόνοια, διασπείρω διχόνοια
Post by: iogo on 04 Jul, 2010, 21:02:51
mettere zizzania (http://www.google.it/search?hl=it&lr=&as_qdr=all&q=mettere+zizzania&btnG=Cerca&aq=f&aqi=&aql=&oq=&gs_rfai=) → βάζω ζιζάνια

Mettere, seminare zizzania → βάζω, σπέρνω ζιζάνια.

Εκπληκτική ομοιότητα και στις λέξεις και στο νόημα.
Title: mettere zizzania → σπέρνω ζιζάνια, βάζω ζιζάνια, διασπείρω ζιζάνια, ενσπείρω ζιζάνια, εγκατασπείρω ζιζάνια, σπέρνω διχόνοια, διασπείρω διχόνοια
Post by: spiros on 04 Jul, 2010, 21:26:29
Καλό, δεν το ήξερα!
Title: mettere zizzania → σπέρνω ζιζάνια, βάζω ζιζάνια, διασπείρω ζιζάνια, ενσπείρω ζιζάνια, εγκατασπείρω ζιζάνια, σπέρνω διχόνοια, διασπείρω διχόνοια
Post by: wings on 04 Jul, 2010, 23:22:50
Και σπέρνω ζιζάνια.

ΛΚΝ

ζιζάνιο
το [zizánio] O40 : 1. γενική ονομασία για αυτοφυή και άχρηστα χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα σε άλλα καλλιεργούμενα φυτά (ιδ. σιτηρά) και εμποδίζουν την ανάπτυξή τους: Kαθαρίζω το χωράφι από τα ζιζάνια. ΦP σπέρνω / βάζω ζιζάνια (σε κάποιους),  δημιουργώ αφορμή για αντιζηλία, φιλονικία, διχόνια κτλ.: Δε θέλω να σπείρω ζιζάνια ανάμεσά σας, νομίζω όμως ότι δεν είναι ειλικρινής μαζί σου. 2. ως χαρακτηρισμός μικρού παιδιού, που μας παρενοχλεί με την άτακτη και ζωηρή συμπεριφορά του· διαβολόπαιδο, σκανδαλιάρικο παιδί.  [λόγ. < ελνστ. ζιζάνιον]