Τυχαίνει να έχω μεταφράσει το συγκεκριμένο ποίημα.
Η δική μου απόδοση είναι η παρακάτω:
Βροχή· μεσονύκτια βροχή, τίποτ’ ἄλλο! –μόνο ἄγρια βροχή
κι ἔρημιά...
Κι ἐγώ, σ’ αὐτή τὴν ἄδεια κι ἀνεμοδαρμένη σκηνή,
γνωρίζω καλά, πὼς θὰ πεθάνω, θὰ χάσω τὸ φῶς μου
καὶ δὲν θ’ ἀκούω ἄλλο πιὰ τὴ βροχή,
οὔτε «σ’ εὐχαριστῶ» θὰ μπορῶ νὰ τῆς λέω,
ποὺ μ’ ἀλάφρυνε, μὲ ξέπλυνε ἀπ’ τὴν ἄθλια βρομιά
αὐτοῦ τοῦ ἔρημου κόσμου.
-Μακάριοι εἶν’ οἱ νεκροί ποὺ τοὺς βρέχει ἡ βροχή-
Ὅμως αὐτὴ ἡ προσευχή, εἶναι γιὰ ὅλους αὐτούς
ποὺ κατὰ καιρούς, ἔχω ἀγαπήσει...
-εἴθε κανεῖς τους νὰ μὴν πεθαίνει ἀπόψε,
κανεῖς τους νὰ μὴν ξαπλώνει πιὰ νεκροζώντανος
καὶ ν’ ἀκούει τὴ βροχή,
οὔτε κανεῖς νὰ πονᾶ –καὶ λόγω αὐτοῦ νὰ συμπάσχει
ἄπελπις, μόνος
μεταξὺ φθορᾶς κι ἀφθαρσίας,
καθὼς τὸ κρύο παγωμένο νερό, ἀνάμεσα σὲ σπασμένους κορμούς...
-μυριᾶδες οἱ σπασμένοι κορμοί, ἀκίνητοι κι ἄψυχοι σὰν κι ἑμένα,
αδειανοὶ απὸ αγάπες,
ἀφοῦ τὶς διέλυσε ὅλες ἡ μανιασμένη βροχή...
-ὅλες πλὴν μίας: τῆς ἀγάπης γιὰ θάνατο...
Κι ἄν ἡ ἀγάπη αὐτὸ προσπαθεῖ: τὸ Τέλειο νὰ φτάσει καὶ
δὲν μπορεῖ, ἡ καταιγίδα να μοῦ λέει, ματαιότης.