black-out → συσκότιση, γενική διακοπή ρεύματος, διακοπή ρεύματος, πλήρης διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος, κενό μνήμης, διάλειψη, προσωρινή αμνησία, σκοτοδίνη, λιποθυμία, παροδική απώλεια συνειδήσεως, παροδική απώλεια συνείδησης, λογοκρισία, μπλακάουτ, μπλακ άουτ, λογοκρισία, συγκάλυψη
spiros ·
1 · 104