μπάστακας → stymie, kibitzer, intruder, obstructor, gooseberry, hindrance, interloper, object-ball
μπάστακας ο [bástakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : α. κάθε αντικείμενο, ιδίως πέτρα, που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι με τις αμάδες. β. (μτφ.) για κπ. που στέκεται όρθιος και ακίνητος με αποτέλεσμα να γίνεται ενοχλητικός: Tι στέκεσαι (σαν) μπάστακας πάνω από το κεφάλι μου;
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη