breathe down someone's neck → γίνομαι στενός κορσές, παρακολουθώ στενά, έχω σε στενή παρακολούθηση, έχω από πίσω, έχω από κοντά, είμαι το άγρυπνο μάτι, δεν αφήνω σε χλωρό κλαρί, έχω από δίπλα, γίνομαι η σκιά, παρακολουθώ από κοντά, επιτηρώ στενά, έχω υπό στενή επιτήρηση, έχω υπό στενή παρακολούθηση, έχω σε στενό μαρκάρισμα, πιέζω, ασκώ πίεση, γίνομαι πιεστικός, είμαι οριακά, δεν έχω και πολλά χρονικά περιθώρια, απειλούμαι με επίθεση, απειλούμαι με δίωξη, είμαι πάνω από το κεφάλι κάποιου, στέκομαι ενοχλητικά πάνω από το κεφάλι κάποιου, στέκομαι σαν μπάστακας, παίρνω από κοντά, στριμώχνω
dimace ·
9 · 1400