yap → γαβγισματάκι, γάβγισμα, γαβ, τσιριχτός ήχος γαβγίσματος μικρού σκυλιού, νευρικό γαύγισμα, θορυβώδης φλυαρία, φλυαρία, βλακώδης πολυλογία, πολυλογία, στόμα, πάρλα, μπίρι μπίρι, παλιόπαιδο, κακομαθημένο, γαυγίζω νευρικά, γαβγίζω, γαβγίζω τσυριχτά, τσιρίζω, υλακτώ, φλυαρώ τσιριχτά, φλυαρώ, δεν το βουλώνω, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, φωνάζω, σουφρώνω, αρπάζω, τσιμπάω, κλέβω





 

Search Tools