urovirulence → ουρομολυσματικότητα, ουρολοιμοτοξικότητα

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 854561
    • Gender:Male
  • point d’amour
antivirulence → αντιμολυσματικότητα, αντιλοιμοτοξικότητα
avirulence → αμολυσματικότητα, αλοιμοτοξικότητα
cardiovirulence → καρδιομολυσματικότητα, καρδιολοιμοτοξικότητα
hypervirulence → υπερμολυσματικότητα, υπερλοιμοτοξικότητα
hypovirulence → υπομολυσματικότητα, υπολοιμοτοξικότητα
neurovirulence → νευρομολυσματικότητα, νευρολοιμοτοξικότητα
nonvirulence → μη μολυσματικότητα, μη λοιμοτοξικότητα
urovirulence → ουρομολυσματικότητα, ουρολοιμοτοξικότητα

virulence (VI, Vi) → λοιμοτοξικότητα, λοιμογόνος δράση, μολυσματικότητα, ιογόνος δύναμη, λοιμογόνος δύναμη, μιασματικότητα, τοξικότητα, κακοήθεια, λοιμικότητα, οξύτητα, βιαιότητα, δριμύτητα, δηκτικότητα, φαρμάκι


 

Search Tools