practise law → ασκώ τη δικηγορία, ασκώ το νομικό επάγγελμα, ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου, εργάζομαι ως δικηγόρος, ασκώ το νομικό λειτούργημα, κάνω τον δικηγόρο, είμαι δικηγόρος

 

Search Tools