ΟΝΕΙΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Ι
Ο Μυγιάγγιχτος Ερρίκος κρύφτηκε τη μέρα,
ακατεύναστος ο Ερρίκος ήταν όλο μούτρα.
Τον κατανοώ, - πάσκζε να δεί πώς θα καθαρίσει.
Η σκέψη ότι σκέπτονταν πώς θα μπορούσαν
και να του την κάνουν έκαμε τον Ερρίκο κακό κι απόντα.
Μα θα¨πρεπε να βγει και να τα πει ένα χέρι.
Όλος ο κόσμος σαν μια μάλλινη αγαπητικιά
φαινόταν άλλοτε στο πλάι του Ερρίκου.
Έγινε τότε κάποια αναχώρηση.
Έκτοτε τίποτα δεν πήγε όπως έπρεπε ή θα΄πρεπε.
Δεν ξέρω καν πώς ο Ερρίκος, άμα τον άνοιξαν με το σουβλί
για να τον δει όλος ο κόσμος, συνέχισε να επιζεί.
Τα όσα τώρα θα ειπεί είναι μακρύ
ένα θαύμα για να γονεύσει και να΄ναι ο κόσμος.
Σ΄έναν αγριοπλάτανο σκαρφαλωμένος στην κορφή
ήμουν ολόχαρος μιά φορά και τραγουδούσα.
Σκληρά σκάβει τη γή η θάλασσα βαρβάτη
και μένει αδειανό κάθε κρεβάτι.
29
Έκατσε μια φορά επάνω στην καρδιά του Ερρίκου
κάτι τι τόσο βαρύ, σαν και να΄ταν εκατό χρονών
και βάλε, και θρηνώντας, άϋπνος, όλους δαύτους τους καιρούς
ο Ερρίκος δεν κατάφερνε να ορθοποδίσει.
Ξαναρχίζει ολοένα μες στ΄αυτιά του Ερρίκου
το βηξιματάκι κάπου, μιά οσμή, μιά καμπανοκρουσία.
Και είναι κάτι ακόμα που στοιχειώνει το μυαλό του,
μιά σεμνή Σιενέζικη μορφή που χίλια χρόνια δεν θ΄αρκούσαν
να θολώσουν τη μομφή της ασάλευτης κατατομής της. Και φρικτός,
με ανοικτά τα μάτια, παρακολουθεί, τυφλός.
Όλες οι καμπάνες λένε: πολύ αργά. Τα δάκρυα δεν πάνε΄ συλλογιέται.
Μα ποτέ του ο Ερρίκος, δεν ξέκανε, όπως νομίζει,
κάποιαν, να τεμαχίσει το κορμί της
και να κρύψει τα κομμάτια, όπου μπορεί και να βρεθούνε.
Ξέρει: έφερε μιά μιά στο νού του, και καμιά δεν λείπει.
Τα χαρ΄ματα, κάθεται συχνά και τις μετράει.
Καμιά ποτέ δεν λείπει.
Μετάφραση: Αντώνη Ζέρβα
Αφιέρωμα στον
Τζων Μπέρρυμαν
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Ιούνιος 2004