assintomático → ασυμπτωματικός, χωρίς συμπτώματα, άνευ συμπτωμάτων

wings

  • Global Moderator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 73947
    • Gender:Female
  • Vicky Papaprodromou
asymptomatic → ασυμπτωματικός, ασυμπτωματική, ασυμπτωματικό

Πηγή: ΕΛΕΤΟ | Αγγλοελληνικό και ελληνοαγγλικό γλωσσάριο όρων της πανδημίας COVID-19
« Last Edit: 04 May, 2020, 10:16:55 by spiros »
Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. (Γιώργος Ιωάννου)


 

Search Tools