πουλέν → young talent, newb, newbie, newcomer, noob, novice, whizz-kid
πουλέν το [pulén] Ο (άκλ.) : χαρακτηρισμός για νεαρό άτομο που βρίσκεται στην αρχή της καριέρας του και που προωθείται, υποστηρίζεται από κάποιο πρόσωπο με πείρα και επιρροή: Ο προπονητής οργάνωσε έναν αγώνα πυγμαχίας για το πουλέν του
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη πουλέν - SLANG.gr