English | Greek |
AASHO standard sieve series | αμερικάνικη σειρά προτύπων κόσκινων κατά AASHO |
abattoir waste | απόβλητα σφαγείου |
ability to retain water / moisture | υδατοϊκανότητα (εδάφους) |
above average sea level (AASL) | υψόμετρο άνωθεν μέσης στάθμης θαλάσσης |
abrasion resistant material | υλικό ανθεκτικό στη λείανση / τριβή |
abrasion | εκδορά, τριβή |
absolute title | οριστικός τίτλος (κτηματολόγιο) |
absorb | απορροφώ, προσροφώ |
abstraction | αφαίρεση |
abutment gallery | χώρος επιθεώρησης στα ακρόβαθρα |
abutment settlement | υποχώρηση, καθίζηση ακρόβαθρου |
abutment | ακρόβαθρο |
accelerated tests | δοκιμασίες επιταχυνόμενης επιρροής |
acceleration lane | λωρίδα επιτάχυνσης |
acceleration of earth gravity at sea level | επιτάχυνση της βαρύτητας στη στάθμη της θάλασσας |
acceleration of gravity | επιτάχυνση βαρύτητας |
acceleration severity index | δείκτης δριμύτητας σε επιταχυνόμενη δοκιμή |
acceleration | επιτάχυνση |
accelerogram | επιταχυνσιογράφημα / μετρο |
accelerometer | επιταχυνσιογράφος |
accept | αποδέχομαι (προσφορές) |
access door (hole) | θύρα (οπή) επίσκεψης |
access gallery / inspection gallery | επίσκεψης κρυμμένων δομικών στοιχείων (γέφυρας / φράγματος κλπ.) |
access tube | πιεζομετρικός σωλήνας |
accessibility | επισκεψιμότητα |
accessible pier | προσιτό βάθρο, επισκέψιμο βάθρο |
accident prevention measures | μέτρα πρόληψης ατυχημάτων |
accidental loads | τυχηματικά φορτία |
accidental pollution | τυχαία ρύπανση |
accidental spill | τυχαία έκχυση |
accidents log book | βιβλίο ατυχημάτων |
accidents reporting procedures | διαδικασίες αναφοράς ατυχημάτων |
accommodate | διευθετώ |
accompanying documents | συνοδευτικά έγγραφα |
accountant | λογιστής |
accounting department | λογιστήριο |
accuracy | ορθότητα, ακρίβεια |
acid lava | όξινη λάβα |
acid rain | όξινη βροχή |
acidification | μεταβολή προς το όξινο |
acoustic impact | ακουστική παρενόχληση |
acoustics | ακουστική |
acrylic resin | ακρυλική ρητίνη |
action pressure | δράση υπολογισμού |
activated sludge | ενεργός ιλύς |
active ingredient (of a pesticide) | δραστική ουσία (φαρμάκου) |
active landscape | ενεργό τοπίο |
active pressures | ενεργητικές ωθήσεις |
active temperature difference | ενεργός θερμοκρασιακή διαφορά |
actual work area | ζώνη έργων |
actuator | ενεργοποιητής |
add-in program | πρόσθετο στοιχείο |
additive | προσμίκτης, πρόσθετο |
address a petition for interim measures | αίτηση ασφαλιστικών μέτρων |
adequacy | επάρκεια |
adhering material | υλικά που προσκολλούνται / συγκολλούνται |
adhesion agent | βελτιωτικό προσφύσεως |
adhesion qualities | ιδιότητες πρόσφυσης |
adhesives | κολλητικές ουσίες |
adit | μικρή σήραγγα |
adjacent section | προσκείμενο τμήμα |
adjoint | συζυγής, προσαρτημένος |
administration buildings | κτίρια διοίκησης |
administrative structure / science | διοικητική οργάνωση / επιστήμη |
administrator | διαχειριστής |
advance beams | δοκοί προπορείας (κατασκευή γεφυρών) |
advance direction sign | προειδοποιητική πινακίδα κατεύθυνσης |
advance length | βήμα προχώρησης / προόδου (εργασιών) |
advance methodology | μεθοδολογία προχώρησης (κατασκευή γεφυρών) |
advance payment | προκαταβολή |
advance sign | προειδοποιητική σήμανση |
advance warning area | ζώνη προειδοποίησης |
advanced excavation (tunnel) | προήγηση οροφής (διάνοιξη σήραγγας) |
advancing (shoring) | προωθούμενο ικρίωμα |
adverse camper | αρνητική επίκλιση |
adverse possession | χρησικτησία |
advisory committee for objections | συμβουλευτική επιτροπή ενστάσεων |
aerator | αερακτική ουσία |
aerial photographs of site | αεροφωτογραφίες στην περιοχή έργου |
aerodynamics | αεροδυναμική |
after care | μετέπειτα φροντίδα (σκυροδέματος) |
agent (for concrete) | πρόσθετο (σκυροδέματος) |
agglomerate | λατυποπαγή |
aggregate abrasion value (AAV) | αντίσταση αδρανών στην απότριψη |
aggregates | αδρανή υλικά |
aggressiveness to concrete | προσβολή στο σκυρόδεμα |
aging | γήρανση (υποβάθμιση ιδιοτήτων λόγω?) |
agitator | αναδευτήρας |
agricultural disaster | καταστροφή καλλιέργειας |
agricultural terracing | αγροτικός αναβαθμός |
agricultural waste | αγροτικά απόβλητα |
agriculture | αγροκαλλιέργεια |
agronomist | γεωπόνος |
air bridge | πεζογέφυρα επιβατών |
air cabotage | αερομεταφορές |
air compressor | αεροσυμπιεστής |
air corridor (airway) | αεροδιάδρομος |
air entrained concrete | αερακτικά πρόσμικτα σκυροδέματος |
air entraining agent | αερακτική ουσία |
air exhaust | απαγωγή αέρα |
air flow direction | φορά αέρος |
air flush | διάτρηση με αέρα |
air freight rate | ναύλα αερομεταφορών |
air hammer | αερόσφυρα |
air intake | εισαγωγή αέρα |
air navigation | αεροναυσιπλοΐα |
air pollutant | αέριος ρύπος |
air pollution | ατμοσφαιρική ρύπανση |
air quality | ποιότητα ατμοσφαιρικού αέρα |
air release | εκτόνωση αέρα (εξαερισμός) |
air resistance | αντίσταση του αέρα (στην κίνηση) |
air transport | αερομεταφορές |
airport design | σχεδιασμός αεροδρομίων |
airport infrastructure / tax | υποδομή / φόροι αεροδρομίου |
airport | αεροδρόμιο |
algorithm | αλγόριθμος |
aligning | ευθυγράμμιση |
alignment (of tendons) | διέλευση (καλωδίων) |
alignment area / corridor | περιοχή διέλευσης της χάραξης |
alignment | χάραξη |
alkaline | αλκαλικός |
alligator crackings | ρωγμές ασφαλτοτάπητα μορφής αλιγάτορα (αλληλοεμπλεκόμενες) |
allowable bearing pressure | επιτρεπόμενη τάση έδρασης |
all-red period | περίοδος καθολικού κόκκινου (σε φωτεινό σηματοδότη) |
alluvial biotope / reserve | προσχωματικός βιότοπος |
alteration | (εξ)αλλοίωση |
altered schist | εξαλλοιωμένος σχιστόλιθος |
altered surfaces | εξαλλοιωμένες επιφάνειες |
alternate head of construction | αναπληρωτής διευθυντής κατασκευών |
alternate head of discipline | αναπληρωτής προϊστάμενος τμήματος |
alternate manager | αναπληρωτής διευθυντής |
alternations | εναλλαγές |
alternative alignment | παραλλαγή χάραξης |
alternative routing | εναλλακτική διαδρομή |
altimetric survey | υψομετρική αποτύπωση |
ambiguity | αμφισημία, αβεβαιότητα |
amenity facilities | εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης |
american unified soil classification system | αμερικανικό ενιαίο σύστημα ταξινόμησης εδαφών |
amplitude | εύρος |
analogue | αναλογικό |
analysis (e.g. seismic analysis for bridges) | υπολογισμός (πχ αντισεισμικός υπολογισμός γεφυρών) |
analytical chemistry | αναλυτική χημεία |
analytical methods | αναλυτικές μέθοδοι |
anchor block | τεχνικό αγκύρωσης |
anchor systems | συστήματα αγκυρίων |
anchorage [fixed] | πάκτωση |
anchore plate | πλάκα/κώνος αγκύρωσης |
anchored length | μήκος πακτώσεως |
anchoring grid | κλωβός αγκύρωσης |
anchoring layer | στρώση αγκύρωσης |
anchoring load measurement cells | κυψέλες μέτρησης φορτίων ακγυρώσεων |
anchors | αγκύρια, αγκυρώσεις |
ancillaries | τανυστές |
ancillary installations | βοηθητικές εγκαταστάσεις |
ancillary roads | βοηθητικές οδοί |
anemometer | ανεμόμετρο |
angle of friction | γωνία τριβής |
angle of repose | γωνία απόθεσης |
angle of shear resistance | γωνία τριβής (αντίσταση) ασυνεχειών |
angle parking | στάθμευση υπό γωνία |
angular motion | γωνιακή κίνηση |
anhydrite | ανυδρίτης |
animated vectors | κινούμενα διανύσματα |
animation | κινούμενα σχέδια |
anisotropic | ανισότροπο |
announcement | προαναγγελία |
annual average daily traffic (AADT) | ετήσια μέση ημερήσια κυκλοφορία (ΕΜΗΚ) |
annular space | δακτυλιοειδής χώρος |
antibacterial agent | βακτηριοκτόνο |
antifall device | διατάξεις ή συστήματα προστασίας έναντι πτώσης |
antifouling coating | αντιρρυπαντική επάλειψη |
antifrost layer | στρώση αντιπαγετικής προστασίας (οδόστρωμα) |
antifrost | αντιπαγετικό (σύστημα) |
antiglare devices / screen | αντιθαμβωτική περσίδα / πέτασμα |
antiglare screens for roads | αντιθαμβωτικά συστήματα σε δρόμους |
antiglare | αντιθαμβωτικό |
antipolution | αντιρρυπαντικός |
antiskid surface | αντιολισθηρά στρώση |
antycline | αντίκλινο |
apparent weight | φαινόμενο βάρος |
appeal | προσφυγή |
appealing part | προσφεύγων |
appearance | εμφάνιση |
applicant | προσφεύγων |
application length | μήκος εφαρμογής |
application | εφαρμογή |
applications specialist | ειδικός εφαρμογών |
applied load | επιβαλλόμενο (εφαρμοσμένο) φορτίο |
applied mechanics / mathematics | εφαρμοσμένη μηχανική / μαθηματικά |
applied research | εφαρμοσμένη έρευνα |
applied science | εφαρμοσμένες επιστήμες |
applied statics | στατική |
appraisal (report) | εκτίμηση (έκθεση) |
approach bridge | γέφυρα προσαγωγής / πρόσβασης (ράμπα) |
approach slab | πλάκα πρόσβασης |
approval of tariffs | έγκριση τιμολογίων |
approved method | εγκεκριμένη (δόκιμη) μέθοδος |
approximation | προσέγγιση |
apron (SLAB) | (πλάκα) κοιτόστρωσης |
aquaduct | υδαταγωγός |
aquaplaning | υδρολίσθηση |
aquatic environment | θαλάσσιο περιβάλλον |
aqueous concrete | υδαρό σκυρόδεμα |
aquifer, ground water table | υδροφόρος ορίζοντας |
arch / void grouting | τσιμεντενέσεις επαφής (για πλήρωση κενών) |
arch bridge | τοξωτή γέφυρα |
arch buttress dam | φράγμα αντηριδωτό καμπύλο |
arch lever folder | κλασέρ |
arch shaped | αψιδωτής διατομής |
arch supported beam | γέφυρα με σύστημα άντωσης (ελαφρό τόξο) |
arch | θόλος |
archaeological site | αρχαιολογικοί χώροι |
arched crown | θολωτό άνω τμήμα |
arched-culvert section pipe | θολωτός αγωγός |
architect engineer | αρχιτέκτων μηχανικός |
architectural planning | αρχιτεκτονικός σχεδιασμός |
architecture | αρχιτεκτονική |
area management | διαχείριση χώρου / περιοχής |
area of concern | περιοχή (λωρίδα) ελέγχου |
area planting | kαθορισμός περιοχής φύτευσης |
area traffic control | ρύθμιση κυκλοφορίας ευρύτερης περιοχής |
area | εμβαδόν |
area-wide traffic control system | σύστημα ρύθμισης κυκλοφορίας που καλύπτει όλη την πόλη |
area-wide | σε επίπεδο περιοχής, ευρύ |
argument | ¶ποψη, όρισμα (μαθηματικά) |
arid zone | αποξηραμένη / ξηρή περιοχή |
arrester bed | κλίνη αναχαίτισης |
arrow | βέλος |
arterial | αρτηρία |
articulation arrangement | αρθρωτή διάταξη |
articulation | δέσμευση |
artificial aggregates | τεχνητά αδρανή |
artificial lighting | τεχνητός φωτισμός |
artificial precipitation | τεχνητή βροχή |
as reference frame | ως σύστημα αναφοράς |
as-built data | επιμετρητικά στοιχεία |
as-built record table | συνοπτικός επιμετρητικός πίνακας |
ascending embankment | ανηφορικό ανάχωμα |
ascending gradient | ανηφορική κλίση |
ascending | ανιών (μαθηματικά), ανηφορικός |
ash peat | τέφρα |
aspect ratio | λόγος πλαισίου (πλευρών) |
asphalt bleeding | ¶σφαλτου εξίδρωση |
asphalt concrete, dense | ασφαλτικό σκυρόδεμα, κλειστού τύπου |
asphalt plug joint | αρμός ασφαλτικού τύπου |
asphalt, conventional | ¶σφαλτος κοινή |
asphalt, modified | ¶σφαλτος τροποποιημένη |
asphaltic concrete | ασφαλτικό σκυρόδεμα |
asphaltic mixture | ασφαλτόμιγμα |
assembly error | σφάλμα συναρμολόγησης |
assessment | εκτίμηση, αξιολόγηση |
assessor | αξιολογητής |
asset survey | καταγραφή στοιχείων |
asset | πάγιο (περιουσιακό στοιχείο) |
assign values | βαθμονομώ |
assignment | ανάθεση, μεταβίβαση / εκχώρηση |
assistant accountant | βοηθός λογιστή |
assistant cashier | βοηθός ταμία |
assistant to the project director | βοηθός τεχνικού διευθυντή |
assistant to the project manager | βοηθός διευθυντή έργων |
assumption | παραδοχή, υπόθεση |
asymptotic | ασυμπτωτικός |
at laps | στις παραθέσεις |
at-grade intersections | ισόπεδοι κόμβοι |
atmospheric pollution | ρύπανση της ατμόσφαιρας |
attaching | προσάρτηση |
attenuation pond | λίμνη συλλογής υδάτων αποστράγγισης |
atterberg limit (tests) | (δοκιμές) ορίων atterberg |
attestation of conformity | επικύρωση συμμόρφωσης |
attested copy | επικυρωμένο αντίγραφο |
attorney | αντίκλητος |
atypical element | μη τυπικό στοιχείο |
audible warning signal | ηχητικό προειδοποιητικό σήμα |
authorization code | κωδικός, κώδικας εξουσιοδότησης |
automated mapping | αυτόματη χαρτογράφηση |
automatic calculation | αυτόματος υπολογισμός |
automatic level | χωροβάτης |
automatic shutoff valve | βαλβίδα αυτόματου κλεισίματος |
automatic vehicle id lane | λωρίδα τηλεδιοδίων |
auxiliary lane | βοηθητική (πρόσθετη) λωρίδα |
average daily traffic (ADT) | μηκ (μέση ημερήσια κυκλοφορία) |
average running speed | μέση ταχύτητα κίνησης (οχημάτων) |
average | μέσος όρος |
aviation | αεροπλοΐα |
avifauna | πτηνοπανίδα, ορνιθοπανίδα |
award committee | επιτροπή εισήγησης για ανάθεση |
awarding authority | αναθέτουσα αρχή |
axial | ακτινικός |
axis staking | πασσάλωση άξονα |
axis symmetric earth pressure | συμμετρική μεταβολή ωθήσεων γαιών |
axle load / weight | αξονικό φορτίο / βάρος |
axle | ¶ξονας |
back analysis | ανάδρομη, αντίστροφη ανάλυση |
back up alarm | ηχητική ένδειξη για όπισθεν |
backfilling boundary | γραμμή επίχωσης |
background panel | χρωματικό υπόβαθρο |
backhoe | εκσκαφέας ανεστραμμένου πτύου |
balance span | ακραίο άνοιγμα |
balanced cantilever | αμφίπλευρη προβολοδόμηση |
ballast wall | θωράκιο |
ballast | έρμα |
band width | εύρος ζώνη |
banks | πρανή κοίτης |
bar chart | γραμμικό γράφημα |
bar element | ραβδωτό στοιχείο |
bar length | μήκος κοπής ράβδων |
bar marks | στοιχεία ράβδων |
bar rail | πλευρικό στηθαίο (σε ικρίωμα) |
bar schedules | πίνακες οπλισμών |
barbed wire | συρματόπλεγμα (κατσαρό) |
bare-rooted | γυμνόριζα |
barge | φορτηγίδα, μαούνα |
bark | φλοιός |
barrel of culvert | ¶νοιγμα οχετού |
barrier line | γραμμή στηθαίου |
base failure | θραύση της βάσης |
base frame | βάση στήριξης |
base line | γραμμή αναφοράς / βάσης |
base of the wall | βάση του τοίχου |
base plan | τοπογραφικός χάρτης |
base plate | πλάκα βάσης |
base points in aerial photograph | φωτοσταθερά (σημεία) σε αεροφωτογραφία |
base points | στάσεις (τοπογραφία) |
base station | σταθμός αναφοράς |
base | βάση |
basement | υπόβαθρο, υπόγειο |
batch mixer | συγκρότημα παραγωγής ανά παρτίδες |
bay length | μήκος κατασκευαστικής μονάδας |
beacon alarm | φαροσειρήνα |
beam bridge | γέφυρα μορφής δοκού |
beam calliper | διαστημόμετρο με βερνιέρο, διαβήτης με βερνιέρο |
beam elements | στοιχεία δοκού |
bearing axis | ¶ξονας εφέδρανου |
bearing capacity | φέρουσα ικανότητα |
bearing chair | τράπεζα έδρασης (στο ακρόβαθρο) |
bearing construction / structure | φέρουσα κατασκευή |
bearing element | φέρον στοιχείο |
bearing fixing | σύνδεση εφεδράνων |
bearing friction | τριβή έδρασης |
bearing loads | φορτία εφεδράνων |
bearing schedule | πίνακας εφέδρανων |
bearing shelf (of abutment) | προσκέφαλο (στο ακρόβαθρο) |
bearing stratum | στρώση έδρασης |
bearing stress | τάση εφεδράνων |
bearing | εφέδρανο, έδραση, φέρον στοιχείο |
bed plate | πλάκα έδρασης |
bedded | πλακοπαγής |
bedding mortar | εξομαλυντική στρώση κονίας |
bedding plane | επιφάνεια (επίπεδο) στρώσης |
bedding surface | επιφάνειες στρώσης |
bedding | στρώση |
bedrock | βραχώδες υπόβαθρο, μητρικό πέτρωμα |
behaviour factor | συντελεστής συμπεριφοράς |
behaviour law | καταστατικός νόμος συμπεριφοράς |
behavioural science | επιστήμη της συμπεριφοράς |
bench excavation | εκσκαφή αναβαθμού, βαθμίδας |
bench excavation | εκσκαφή βαθμίδας |
bench face support | υποστήριξη μετώπου κάτω ημιδιατομής |
bench | μπαγγίνα, ταμπάνι |
benching | αναβαθμός, διαμόρφωση αναχώματος |
benchmark, repere | χωροσταθμική αφετηρία |
bend | γωνία (καμπύλη), στροφή |
bendiness | ελικτότητα |
bending load | καμπτικό φορτίο |
bending moment | καμπτική ροπή |
bending resistance | αντοχή σε επαναλαμβανόμενες κάμψεις |
bending steel | καμπτικός οπλισμός |
bending | κάμψη |
benkellman beam method | μέθοδος με δοκό benkellman |
bent bar | λοξή ράβδος |
berm | βαθμίδα (αναβαθμού) |
betonite | μπετονίτης |
bias | προκατάληψη (στατιστική) |
bicycle | ποδήλατο |
bid | προσφορά (δημοπρασίας) |
bi-directional single carriageway | δρόμος διπλής κατεύθυνσης |
bi-directional tunnel | σήραγγα διπλής κατεύθυνσης κυκλοφορίας |
bids documents | τεύχη προσφοράς |
bids examination / review | έλεγχος προσφορών |
bifurcation junction | κόμβος διακλάδωσης |
bifurcation | διακλάδωση |
bi-lateral | αμφίπλευρος |
bilinear / bi-directional algorithms | αλγόριθμοι διπλής οδήγησης |
binary | δυαδικός |
binder course | συνδετική στρώση |
binding | δέσμευση (μαθηματικά) |
biochemistry | βιοχημεία |
bioclimatology | βιοκλιματική |
biodegradation | βιοαποδομησημότητα, βιοδιασπασιμότητα |
biodeterioration | υποβάθμιση (βιολογικού) περιβάλλοντος |
biodiversity | βιοποικιλότητα |
bioengineering | μηχανική περιβάλλοντος |
biology | βιολογία |
biometry | βιομετρική |
biotope | βιότοπος |
bit | κοπτικό άκρο |
bitumen | ¶σφαλτος |
black spots | μελανά σημεία (τροχαία ατυχήματα) |
blasthole | διάτρημα (για ανατίναξη) |
blasting excavation | εκσκαφή με ανατίναξη |
blinding concrete | σκυρόδεμα καθαριότητας |
blinding layer | στρώση εξομάλυνσης |
block | τεμάχιο, σύμπλεγμα |
blockiness | κερματισμός |
blocky jointed rocks | πετρώματα με ασυνέχειες |
blow off | εκτόνωση |
blow | κρούση |
blowing forces | κρουστικές δυνάμεις |
board of directors | διοικητικό συμβούλιο |
board | σανίδι |
body of auditors | σώμα επιθεωρητών |
body | φορέας |
bollard | στυλίσκος |
bolt pattern | κάνναβος αγκυρίων |
bolt | κοχλιωτοί σύνδεσμοι, πακτώνω |
bond | συνάφεια, πρόσφυση |
bonding method | μέθοδος σύνδεσης |
booster pump | αντλία |
booth | θαλαμίσκος |
bored (caisson) piles | φρεατοπάσσαλοι, έγχυτοι πάσσαλοι |
bored tunnel | σήραγγα με διάτρηση |
borehole dilatometer test | δοκιμές διασταλτικότητας της γεώτρησης |
borehole logging | καταχώρηση στοιχείων γεωτρήσεων |
borehole | γεώτρηση |
borrow area | θέση δανειοληψίας |
borrow pit | δανειοθάλαμος |
borrowed materials | δάνεια υλικά |
bottleneck situation | κυκλοφοριακή στένωση (και συμφόρηση εξαιτίας της) |
bottom flange | κάτω πέλμα |
bottom slab | κάτω πλάκα |
bottom treatment | επεξεργασία πυθμένα |
bound / bounded | φράγμα (μαθηματικά) / φραγμένος |
boundary beam | ακραία δοκός |
boundary conditions | (συν)οριακές συνθήκες |
boundary effects | επιρροές των συνοριακών συνθηκών |
boundary element method | μέθοδος συνοριακών στοιχείων |
boundary fences | μόνιμες περιφράξεις |
boundary line | οριογραμμή |
boundary stresses | οριακές τάσεις |
boundary | όριο (φυσικό ή νοητό), σύνορο |
box cantilever | κιβωτιοειδής πρόβολος |
box culvert | κιβωτιοειδής οχετός |
box girder | κιβωτιοειδής δοκός |
box section | διατομή κιβωτίου γέφυρας |
brainstorming | καταιγισμός ιδεών |
braking distance | μήκος πέδησης, απόσταση φρεναρίσματος |
braking forces | δυνάμεις τροχοπέδησης |
braking | τροχοπέδηση |
branch line | αγωγός εκτροπής |
branch | κλάδος, διακλάδωση |
branching pipes | διακλαδώσεις σωλήνων |
brazilian test | δοκιμές κατά γενέτειρα κυλίνδρου |
break line | γραμμή αλλαγής κλίσης |
break through | εισβάλλω |
break | θραύση |
breaking of rockmass | θραύση βραχόμαζας |
breccia | λατυποπαγή |
brecciated rocks | λατυποποιημένα πετρώματα |
brick laid across / stretch | μπατική / δρομική οπτοπλινθοδομή |
brick visible | εμφανής οπτοπλινθοδομή |
brick, brick-wall | οπτόπλινθος, οπτοπλινθοδομή |
bridge cross-section | εγκάρσιες τομές γέφυρας |
bridge engineering | γεφυροποιία |
bridge guardrail | στηθαίο γέφυρας |
bridge l-section | κατά μήκος τομή γέφυρας |
bridge seat | τράπεζα έδρασης (στο ακρόβαθρο) |
bridge weighing system | σύστημα ελέγχου και καταγραφής βάρους οχημάτων |
bridge | γέφυρα |
brittle fault | ψαθυρό ρήγμα |
broken zone | ζώνη θραύσης, ζώνη θραυσμένου πετρώματος |
broken | σπασμένος, ρηγματωμένο |
brows of embankment slopes | φρύδια πρανών επιχωμάτων |
bruckner (mass haul) diagram | διάγραμμα bruckner (πίνακας κίνησης γαιών) |
brushwood | θαμνότοπος |
bucket for concrete | δοχείο μεταφοράς μπετόν |
budget officer | υπεύθυνος προϋπολογισμού |
budget | προϋπολογισμός |
buffers | προσκρουστήρες |
buffle | οδόντωση |
bug | πρόβλημα σε πρόγραμμα |
build only construction contract | σύμβαση κατασκευής με συμπλήρωση τιμολογίου |
building block | κατασκευαστική μονάδα |
building code | κτιριοδομικός κανονισμός |
building construction | οικοδομική |
building discipline | τμήμα κτιρίων |
building line | όριο δόμησης |
building materials | δομικά υλικά |
built-in beam | πακτωμένη δοκός |
bulging | κύρτωση |
bulk excavation and backfilling | γενική εκσκαφή και επανεπίχωση |
bulk factor | επίπλυσμα |
bulk volume (of rock) | όγκος βράχου σπασμένου (ο όγκος του βράχου όταν είναι ακόμη στο έδαφος) |
bulldozer | προωθητήρας |
bump | σαμαράκι σε δρόμους (τεχνητό για μείωση ταχύτητας) |
bundle of bars | δέσμη ράβδων οπλισμού |
bursting force | δύναμη διάσπασης, διάρρηξης |
bursting reinforcement / steel | οπλισμός διάσπασης |
bus | λεωφορείο |
business plan | επιχειρηματικό σχέδιο |
business planning discipline | τμήμα επιχειρηματικού σχεδιασμού |
busway | λεωφορειολωρίδα |
butterfly valve | πεταλούδα |
buttress | αντηρίδα, πυρήνας (βραχομάζας) |
bypass | παράκαμψη |
cadastre | κτηματολογικά διαγράμματα και πίνακες |
cage | κλωβός |
calcareous | ασβεστούχος |
calcium oxide | οξείδιο του ασβεστίου |
calculus | λογισμός (μαθηματικά) |
calibration | προσαρμογή, βαθμονόμηση |
california bearing ratio test (CBR) | δοκιμή φέρουσας ικανότητας με διείσδυση εμβόλου |
camber design | μελέτη επικλίσεων |
camber | εγκάρσια κλίση, επίκλιση |
cambrian | κάμβριο |
camera | μονάδα τηλεοπτικού ελέγχου |
canal bridge | διωρυγογέφυρα |
cancerogenic (carcinogenic) substance | καρκινογόνος ουσία |
candidate | διαγωνιζόμενος (σε κλειστή διαδικασία ή με διαπραγμάτευση), υποψήφιος |
canonical | kανονικός |
canopy | στέγαστρο, προπλαίσιο |
cantilever beam | πρόβολος |
cantilevered solution | λύση προβολοδόμησης |
cap cleaning / supervision | πώμα, καθαρισμού / επιθεώρησης |
cap | τάπα, πώμα |
capacity design force / check | ικανοτικές δράσεις / έλεγχος |
capacity design | ικανοτικός σχεδιασμός |
capacity for natural subsurface drainage | ικανότητα φυσικής αποστράγγισης εδάφους |
capital scheme | κύρια συντήρηση |
caplet | μούφα (επιμηκυντήρας) |
capping layer | στρώση προστασίας σκάφης (οροφή χωματουργικών) |
car licence | ¶δεια οδήγησης αυτοκινήτου |
carbon dioxide | διοξείδιο του άνθρακα |
carbonate platform / complex | ασβεστολιθικό κρηπίδωμα / σύμπλεγμα |
carbonate | ανθρακικό |
carbonation | ανθράκωση |
cardinal | πληθικός αριθμός (μαθηματικά) |
cargo vessel | σκάφος μεταφοράς φορτίου |
cargo | φορτίο (προς μεταφορά) |
carriage of goods / passengers | μεταφορά αγαθών / επιβατών |
carriage | κουβούκλιο |
carriageway tapering | μήκος μεταβαλλόμενου πλάτους οδοστρώματος |
carrier drain | συλλεκτήριος στραγγιστικός αγωγός |
carrier pipe | αγωγός μεταφοράς |
carrier truck | φορτηγό αυτοκίνητο |
carrying capacity | μεταφορική ικανότητα |
carstified | καρστικοποιημένος |
cartesian | καρτεσιανός |
cartography | χαρτογραφία |
cast in monolithically | μονολιθικά συνδεδεμένο |
cast in situ concrete | επί τόπου έγχυτο σκυρόδεμα |
cast iron covers | χυτοσιδηρά καλύμματα |
catalytic converter | καταλυτικός μετατροπέας |
catastrophic failure | καταστροφική αστοχία |
catch | συλλέγω |
catchment area | λεκάνη απορροής |
catchpit | λάκκος υδροσυλλογής |
catering employee | υπεύθυνος κυλικείου |
caterpillar | μηχάνημα δομικών έργων |
causality | αιτιότητα (μαθηματικά) |
cavern | υπόγειος θάλαμος |
cavity grouting, contact grouting | τσιμεντενέσεις επαφής |
cavity | έγκοιλο, κοιλότητα |
cctv (closed circuit tv) | κλειστό σύστημα τηλεόρασης |
ceiling of the excavation | οροφή της εκσκαφής |
cell structure | κελυφωτή κατασκευή |
cell | κυψέλη, κελί, κύτταρο |
cement (mixture) | τσιμεντοκονία |
cement grouting | εισπίεση ενεμάτων |
cement moulded | χυτή τσιμεντοκονία |
cement sludge / grout | τσιμεντοκονία συγκόλλησης / σταθεροποίησης |
cemented | τσιμενταρισμένο |
central communication facility | υποδοχή κεντρικής επικοινωνίας |
central control centre | πρωτεύον κέντρο ελέγχου |
central register | κεντρικό πρωτόκολλο |
central reserve crossover | διατάξεις εκτροπής κυκλοφορίας στην κεντρική νησίδα |
central reserve | κεντρική διαχωριστική νησίδα οδού |
central service | κεντρική υπηρεσία |
central steel safety guardrail | κεντρικό χαλύβδινο στηθαίο ασφαλείας |
centre lines | γραμμές του άξονα |
centre of mass | κέντρο μάζας |
centre piers | μεσόβαθρα |
centre-to-centre distance / spacing | απόσταση κέντρων (αξονική) |
centrifugal acceleration | φυγόκεντρος επιτάχυνση |
centroid | κεντροειδές |
certificate of non-executed works | βεβαίωση ανεκτέλεστων εργασιών |
certification | επικύρωση |
chain | αλυσίδα |
chainage markersign / indicator | χιλιομετρικοί δείκτες |
chairman of the board of directors | πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου |
chamber, junction | φρεάτιο συμβολής |
chamfer | απότμηση |
change scale / units | αλλαγή κλίμακας / μονάδων |
changeover | μετατροπή |
channel tunnel | σήραγγα που να διασχίζει εγκάρσια υδάτινη λωρίδα |
channel | κανάλι, αγωγός |
channelized junction | διαμορφωμένος κόμβος με νησίδες |
chaotic landscape | χαοτικό τοπίο |
charge | φορτίο, χρέωση |
charges for polluting product | ο ρυπαίνων πληρώνει |
charges for use of infrastructure | τέλη χρήσης (οδικής) υποδομής |
chart of accounts | λογιστικό σχέδιο |
chartered engineer | μηχανικός με άδεια άσκησης επαγγέλματος |
check list | πίνακας ελέγχου (ΜΙΑς) διαδικασίας |
check valve / terminal check valve | βαλβίδα αντεπιστροφής |
checklane | λωρίδα ελέγχου |
chemical analysis | χημική ανάλυση |
chemical grouting | χημικό ένεμα |
chemical pollution / waste | χημική μόλυνση / απόβλητο |
cherry picker | καλαθοφόρο όχημα |
chert | κερατοσχιστόλιθος, πυριτικός σχιστόλιθος |
chevron nose | αιχμή διαγράμμιση σε σχήμα v |
chimney effect | χοανοειδής μορφή κατάπτωσης / αναρρόφησης (φαινόμενα καπνοδόχου) |
chippings | ψηφίδες |
chlorite | χλωρίτης |
cif price (cost-insurance-freight) | τιμή που περιλαμβάνει κόστος ασφάλεια και μεταφορά |
circular failure surfaces | κυκλικές επιφάνειες αστοχίας (συνήθως σε πρανή) |
circular intersection / junction | κυκλικός κόμβος |
circular rock socket | φρεάτιο κυκλικής διατομής |
circular shaped | κυκλική διατομή |
circular slip | κυκλική ολίσθηση |
circular type sliding through the foot (of the slope) | ολίσθηση κύκλου ποδός |
circularity | κυκλικότητα |
circumference | περιφέρεια, περίμετρος (σήραγγας) |
circumvention | περιπορεία |
civil aviation | πολιτική αεροπλοΐα |
civil environmental engineer | πολιτικός μηχανικός-περιβαλλοντολόγος |
civil works | έργα πολιτικού μηχανικού |
cladding | πλακόστρωτη επένδυση |
clamp | συνδετήρας |
clash | αλληλοεμπλοκή |
class z and higher rural roads | υπεραστική οδός κατηγορίας ζ και ανώτερης |
classification data / system | στοιχεία / σύστημα κατάταξης |
claystone (mudstone) | ιλυόλιθος |
clear or translucent plastic tubes | διαφανείς ή ημιδιαφανείς πλαστικοί σωλήνες |
clearance (width / height) | ελεύθερη απόσταση (εύρος / ύψος) |
clearance of undergrowth | αποψίλωση των θάμνων |
clearance traffic border line | περιτύπωμα κυκλοφορίας |
clerk | κλητήρας |
client's descriptive price list | αναλυτικό τιμολόγιο με περιγραφή εργασιών |
climate change | αλλαγές στο κλίμα |
climatology | κλιματολογία |
climbing formwork | αναρριχόμενος ξυλότυπος |
climbing lane | λωρίδα βραδυπορίας (ανωφέρειας) |
climbing plants | αναρριχόμενα φυτά |
clogging | έμφραξη |
closed circuit television | τηλεόραση κλειστού κυκλώματος |
closed system | κλειστό σύστημα |
closing-up of posts | πύκνωση ορθοστατών |
clothoid | κλωθοειδής |
cloverleaf junction / interchange | κόμβος μορφής τετράφυλλου τριφυλλιού |
clump | συστάδα (δέντρων) |
coarse and medium grained rocks | αδρόμεσα κοκκώδη πετρώματα |
coarse grained material | χονδρόκοκκο υλικό |
coarse model | απλοποιημένο μοντέλο |
coarse | αδρομερής |
coast | ακτή |
coastal engineering | θαλάσσια μηχανική, ακτομηχανική |
coastal pollution / protection | παράκτια ρύπανση / προστασία |
coating | περίβλημα, επάλειψη, επικάλυψη |
coaxial cable | ομοαξονικό καλώδιο |
code for earthquake-resistant design | αντισεισμικός κώδικας |
code legend | υπόμνημα κωδικοποίησης |
code | κώδικας |
codes of practice | κώδικες εφαρμογής |
coding | κωδικοποίηση |
coefficient (of friction) | συντελεστής (τριβής) |
coherence / coherent | συνοχή / συνεκτικός |
cohesion fund | ταμείο συνοχής |
cohesion values | συνοχή |
cohesive foundation | θεμελίωση επί συνεκτικών εδαφών |
cohesive ground | συνεκτικό έδαφος |
cold bin | ψυχρός κάδος τροφοδοσίας |
cold joint | ψυχρός αρμός |
cold mixed asphalt | ασφαλτοτάπητας εφαρμοζόμενος σε κανονική θερμοκρασία |
collateral | εγγύηση (υποθήκη) |
collectable materials | συλλεκτά υλικά |
collecting pipe / discharge system | συλλεκτήριος αγωγός |
collective / collector road | συλλεκτήρια οδός |
collide, collision | συγκρούομαι, σύγκρουση |
colluvium | πλευρικά κορήματα |
colourful landscape | πολύχρωμο τοπίο |
column pier | βάθρο |
column | στύλος, υποστύλωμα |
combination / combinatory | συνδυασμός / συνδυαστής |
combined transport | συνδυασμένες μεταφορές |
combustion gases | αέρια καύσης (προϊόντων άνθρακα) |
commensurable | σύμμετρος αριθμός |
commercial vehicle | εμπορικό όχημα |
commissioning | δοκιμαστική λειτουργία |
common (transport / ports) policy | κοινή πολιτική (μεταφορών / λιμένων) |
common aggregates | συνήθη αδρανή |
communication committee | επιτροπή επικοινωνίας |
community environmental policy (CEP) | κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική |
commutativity | αντιμεταθετικότητα (μαθηματικά) |
commuter (traffic) | τακτικός (επιβάτης, κίνηση), (καθημερινή κυκλοφορία) |
compact | συμπυκνώνω, συμπαγής |
compacted layer | συμπυκνωμένη στρώση |
compacted mat | συμπυκνωμένος τάπητας |
compaction temperature | θερμοκρασία συμπύκνωσης |
compaction | συμπύκνωση |
comparable proposal | ανηγμένη προσφορά |
compatible | συμβιβαστός, συμβατός |
competent agent / body | αρμόδιo όργανο |
compilation of geological mapping | σύνταξη γεωλογικής χαρτογράφησης |
complement | συμπλήρωμα |
completion of schedule of rates | συμπλήρωση τιμολογίου |
completness | πληρότητα |
complex landscape | σύνθετο τοπίο |
complexity | πολυπλοκότητα |
component | συνιστώσα |
composite cross section | σύμμικτη διατομή |
composite materials | σύνθετα υλικά |
composition of traffic | σύνθεση κυκλοφορίας |
compound | σύνθετος |
compression test | δοκιμή συμπιεστότητας |
compression | θλίψη |
compressor | κομπρεσέρ |
computational analysis | υπολογιστική ανάλυση |
computational engineering | υπολογιστική μηχανική |
computing applications | εφαρμογές η/υ |
concatenation | παράθεση (μαθηματικά) |
concave / vex transition | κοίλη / κυρτή συναρμογή |
concept - conceptual | έννοια, ιδέα - εννοιολογικός |
concession contract / agreement | σύμβαση παραχώρησης |
conclusive | συμπερασματικός |
concrete diaphragm beam | διάφραγμα από σκυρόδεμα |
concrete features | χαρακτηριστικά σκυροδέματος |
concrete grade | κατηγορία σκυροδέματος |
concrete layer | στρώση σκυροδέματος |
concrete measurement | επιμέτρηση σκυροδέματος |
concrete mixer | αναμικτήρας σκυροδέματος |
concrete pipe | τσιμεντοσωλήνας |
concrete production unit | συγκρότημα παραγωγής σκυροδέματος |
concrete technology regulation | κανονισμός τεχνολογίας σκυροδέματος |
concrete with embedded stones | σκυρόδεμα με επίστρωση με κολυμβητούς λίθους |
concreting (concrete formation) | σκυροδέτηση |
concurrent opinion | σύμφωνη γνώμη |
condition | συνθήκη |
conditional | υπό συνθήκη |
condominium | συγκυριότητα |
conductors, conduits | αγωγοί |
cone penetration test (CPT) | δοκιμή διείσδυσης κώνου (πενετρομέτρησης) |
cones, traffic | κώνοι, ανακλαστικοί κυκλοφορίας |
configuration | διαμόρφωση |
confined enclosure | περιορισμένη έγκλιση |
confirmation based | βάσει επιβεβαιωτικών στοιχείων (που θα ληφθούν κατά την κατασκευή) |
confirmatory sign | επιβεβαιωτική πινακίδα |
conflict | (κυκλοφοριακή) εμπλοκή, σύγκρουση εν δυνάμει |
confluence | συμβολή (μαθηματικά) |
congestion | συμφόρηση |
conglomerate | κροκαλοπαγές |
coniferous | κωνοφόρο |
conjecture | εικασία |
conjunction | σύζευξη |
connection override | αναίρεση σύνδεσης |
connections | ενώσεις |
connector road | συνδετήρια οδός |
consecutive | διαδοχικός |
conservation (preservation) of nature / resources | διατήρηση περιβάλλοντος / πλουτοπαραγωγικών πηγών |
consignment | αποστολή, φορτίο προς μεταφορά |
consistency of the geological formations | αλληλουχία (συνέχεια) γεωλογικών σχηματισμών |
consolidated drained (CD) | δοκιμή στερεοποίησης με αποστράγγιση |
consolidated drained with pore pressure (CUPP) | δοκιμή στερεοποίησης με αποστράγγιση και μέτρηση πίεσης πόρων |
consolidated undrained (CU) | δοκιμή στερεοποίησης χωρίς αποστράγγιση |
consolidation settlement | καθίζηση από στερεοποίηση |
consolidation | στερεοποίηση |
conspicuousness | το ευδιάκριτον |
constant head | σταθερό φορτίο |
constant loads | μόνιμα φορτία |
constants | σταθερές |
constitutive equation / models | καταστατικοί νόμοι συμπεριφοράς / μοντέλα |
constraint | καταναγκασμός, περιορισμός |
constructability | κατασκευασιμότητα |
construction adits | στοές κατασκευής |
construction contractor | ανάδοχος κατασκευής έργου |
construction department | διεύθυνση κατασκευών |
construction drawings | κατασκευαστικά σχέδια |
construction equipment | δομικές μηχανές |
construction gallery | στοά κατασκευής |
construction industry | κατασκευαστική βιομηχανία |
construction joint | αρμός εργασίας (διακοπής σκυροδέτησης) |
construction manager / management | σύμβουλος κατασκευής / διαχείριση έργου |
construction sequence | αλληλουχία κατασκευής |
construction tolerances | κατασκευαστικές ανοχές |
construction | κατασκευή |
consulting engineer | σύμβουλος μηχανικός |
consulting site supervisor | σύμβουλος επί τόπου επιβλέπων |
contact grouting | τσιμεντενέσεις επαφής |
contact pressure / force | τάση επαφής / δύναμη |
containers | δοχεία |
containment box / tank | δεξαμενή κατακράτησης |
containment level | επίπεδο συγκράτησης |
containment | συγκράτηση, περιορισμός |
contaminants | ρυπαντές |
contamination, pollution | μόλυνση |
contemporary | σύγχρονος |
contiguous (PILE) wall | διαφραγματικός τοίχος |
continuity channel | τάφρος συνεχείας |
continuity tendon anchorage blister | προεξοχή αγκύρωσης των τενόντων συνεχείας |
continuity | συνέχεια |
continuous drum mixer | συγκρότημα παραγωγής συνεχούς ροής |
continuous line (= solid line) | συνεχής (γραμμή) διαγράμμιση |
continuous partially | με μερική συνέχεια |
continuous sampling | συνεχής δειγματοληψία |
continuously graded mixture | μείγμα συνεχούς διαβάθμισης |
continuum | συνεχές |
contour lines | υψομετρικές γραμμές |
contour | ισοκαμπύλη, καμπύλη ισοδιαστάσεων, ισοϋψής |
contours | ισοϋψείς καμπύλες |
contract legitimacy audit | έλεγχος νομιμότητας σύμβασης |
contract | συμβόλαιο |
contracting company | εργοληπτική επιχείρηση, ανάδοχος |
contraction joint | αρμός συστολής |
contractor's descriptive price list | τιμολόγιο προσφοράς |
contractors profit | όφελος εργολάβου |
contractor's registry | μητρώο εργοληπτικών επιχειρήσεων (ΜΕΕΠ) |
contracts department | διεύθυνση συμβάσεων |
contracts manager | διευθυντής συμβάσεων |
contract's officer | υπεύθυνος συμβάσεων |
contradiction | αντίφαση |
contraflow | αμφίδρομη κυκλοφορία, (όπου δεν είναι σύνηθες) |
contravariant | ανταλλοίωτος (μαθηματικά) |
control cable | καλώδιο σύνδεσης |
control centre | κέντρο ελέγχου |
control line | πολυγωνική χάραξης |
control point | κορυφή (πολυγωνικής χάραξης), σημείο ελέγχου |
control room / system | αίθουσα / σύστημα ελέγχου |
controlled blasting | ελεγχόμενη ανατίναξη |
convention | σύμβαση (εννοιολογική) |
conventional formwork | συμβατικός ξυλότυπος |
convergence allowance | πρόβλεψη για σύγκλιση |
convergence criteria | κριτήρια σύγκλισης |
convergence point | σημείο σύγκλισης |
conveyance system, lined / piped | σύστημα μεταφοράς (υδάτων), ανοιχτό (επενδυμένες τάφροι) / κλειστό (σωλήνες) |
conveyance | παροχετευτικότητα |
conveyer belt | tαινιοδρόμος |
convoy working | εργασίες σε φάλαγγα |
co-operation | σύμπραξη |
co-ordinates | συντεταγμένες |
copyright law | νόμος για τα πνευματικά δικαιώματα |
corbel (supporting) | βραχύς πρόβολος |
core sampler | πυρηνολήπτης |
core sampling / recovery | λήψη πυρήνων |
core | πυρήνας |
coring | πυρηνοληψία |
cornerstone | ακρογωνιαίος λίθος |
corollary | πόρισμα |
corporate employee agreement | εταιρική συμφωνία υπαλλήλου |
corresponding | αντιστοίχιση |
corridor | ζώνη κατάληψης, διάδρομος |
corrosion of steel elements | διάβρωση στοιχείων οπλισμού |
corrosion protection | αντισκωριακή / αντιδιαβρωτική προστασία |
corrosive | διαβρωτικός |
corrugated beam / sheet metal | δοκός / μεταλλικό φύλλο αυλακωτής διατομής |
cost / benefit analysis | ανάλυση κόστους / οφέλους |
cost estimation unit | τμήμα εκτίμησης κόστους |
cost insurance trade | κόστος ασφάλισης εμπορευμάτων |
cost-plus works | απολογιστικές εργασίες |
countable | αριθμήσιμος |
counter example | αντιπαράδειγμα |
counter footwall | τοίχος αντιστήριξης με αντηρίδες |
counter weight | αντίβαρο |
counterfort drain | στραγγιστήρι κάθετα στην οδό |
coupler | κοχλιωτός σύνδεσμος (μούφα) |
coupling | σημείο ζεύξης, συνδετήρας, σύνδεσμος |
court of auditors | ελεγκτικό συνέδριο |
covariant | συναλλοίωτος (μαθηματικά) |
cover | επικάλυψη |
covering | πέτσωμα |
crack sealing | σφράγιση ρωγμών |
crack, cracking | ρωγμή, ρηγμάτωση |
crane arm | γερανοβραχίωνας |
crane | ανυψωτικό μηχάνημα, γερανός |
crash barrier | απορροφητής ενέργειας |
crash cushion attenuator | σύστημα απορρόφησης ενέργειας σύγκρουσης |
crawl speed | οριακή ταχύτητα ανάβασης φορτηγού |
crawling (= climbing) lane | λωρίδα βραδείας κυκλοφορίας (ανάβασης) |
creep | ερπυσμός |
cremation | αποτέφρωση |
crest culvert | οχετός στέψης |
crest curve | κυρτή καμπύλη |
crest of the wall | στέψη του τοίχου |
cretaceous | κρητιδικοί |
crew | συνεργείο, πλήρωμα |
crib walls | φατνωματικοί τοίχοι |
critical air velocity | κρίσιμη ταχύτητα αέρα |
critical damping | κρίσιμη απόσβεση |
critical path method | μέθοδος ανάλυσης κρίσιμης διαδρομής |
cross beam | διαδοκίδα, κεφαλοδοκός |
cross drainage culvert | σιφωνοειδής οχετός |
cross fall / superelevation diagram | διάγραμμα εγκάρσιων κλίσεων (επικλίσεων) |
cross fall | αμφικλινής διατομή, επίκλιση σε ευθυγραμμία |
cross girder | διαδοκίδα |
cross over | διατάξεις εκτροπής κυκλοφορίας |
cross passage | εγκάρσιος διάδρομος (ΣΤΟΆ) προσπέλασης προσωπικού |
cross section | διατομή |
cross | διακλάδωση μορφής σταυρού |
crosshead | κεφαλόδεσμος βάθρων |
crosshole seismic tests | αντισεισμικές δοκιμές τομογραφίας |
crosshole tomography and downhole tests | δοκιμές εγκάρσιας και κατά μήκος τομογραφίας |
crossover | ανισόπεδη διασταύρωση |
crosswalk | διάβαση πεζών |
crown lane | κορυφογραμμή οδοστρώματος (επίλιση) |
crown settlement | παραμόρφωση / υποχώρηση κλείδας (σήραγγες) |
crown | κλείδα, κορωνίδα |
crowned pavement cross section | αμφικλινής διατομή οδοστρώματος |
crude analysis | προσεγγιστική ανάλυση |
crushed aggregates | θραυστά αδρανή |
crushing mill / plant | σπαστήριο / τριβείο |
crushing | σύνθλιψη |
crystalline limestone | κρυσταλλικός ασβεστόλιθος |
cultivating pot | φυτοδοχείο |
cultivation technique | καλλιεργητική τεχνική |
cultivation tray | τελάρο |
cumulative | σωρευτικός |
curb | κράσπεδο |
curing | ωρίμανση |
current condition | τρέχουσα συνθήκη |
curtain wall, ballast wall | θωράκιο |
curvature radius | ακτίνα καμπυλότητας |
curvature | καμπυλότητα |
curve | καμπύλη, στροφή |
curved slot | καμπύλη εγκοπή |
customization | προσαρμογή στις ανάγκες του χρήστη |
cut & cover | σήραγγα με εκσκαφή και επανεπίχωση |
cut slopes | πρανή ορυγμάτων |
cut | όρυγμα, τομή, αποκοπή |
cut-off channel | στραγγιστικός τάφρος ανάσχεσης ροής |
cut-off ditch | τάφρος οφρύος |
cut-off drain | στραγγιστήριο πρανούς (οφρύος ή ποδός) |
cutter | κοπτικό |
cutting head / tool | κοπτική κεφαλή / εργαλείο |
cutting | μόσχευμα, τομή |
cybernetics | κυβερνητική (επιστήμη) |
cycle length | χρονική διάρκεια φωτεινής σηματοδότησης |
cycleway = cycle track | ποδηλατόδρομος |
dam failure | θραύση (αστοχία) φράγματος |
dam | φράγμα |
damage to the environment | περιβαλλοντική βλάβη |
damage | ζημιά, βλαπτική πράξη |
damper | αποσβεστήρας |
damping | απόσβεση, απορρόφηση |
dangerous blocks | επισφαλείς όγκοι |
dangerous goods vehicles | οχήματα μεταφοράς επικίνδυνων φορτίων |
dangerous products/ substances | επικίνδυνα προϊόντα / ουσίες |
data administrator | διαχειριστής συλλογής στοιχείων |
data base management system (DBMS) | σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων (ΣΔΒΔ) |
data collection devices (DCD) | ηλεκτρονικές συσκευές αποθήκευσης δεδομένων |
data management & systems development team | ομάδα διαχείρισης πληροφοριών & ανάπτυξης συστημάτων |
datum or datum plane | επίπεδο αναφοράς (ορίζοντας) |
dead anchor | τυφλό αγκύριο |
dead end | τυφλό άκρο |
dead load | νεκρό (μόνιμο) φορτίο |
debris flow unit (DFU) | σχηματισμός χαοτικής δομής |
debris | φερτά (χαλαρά) υλικά |
debugged seed | σπόρος απεντομωμένος |
decay | σήψη |
deceleration chamber | θάλαμος επιβράδυνσης |
deceleration lane | λωρίδα επιβράδυνσης |
decide by reasoned order | αποφαίνομαι αιτιολογημένα |
deciduous tree | φυλλοβόλο δέντρο |
deck calculations | στατικοί υπολογισμοί φορέα |
deck expansion units | στοιχεία διαστολής φορέα (γέφυρες) |
deck heating | επιδαπέδια θέρμανση |
deck parapet | στηθαίο ασφαλείας του φορέα |
deck seat | θέση έδρασης φορέα |
deck slab | πλάκα κυκλοφορίας |
deck soffit | κάτω επιφάνεια καταστρώματος |
deck structure | κατάστρωμα |
declaration of compulsory expropriation | κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης |
decode | αποκωδικοποιώ |
decomposition | αποσύνθεση |
decontamination = disinfection | εξυγίανση, αντιμετώπιση της μόλυνσης |
deductive | παραγωγικός (μαθηματικά) |
deep foundation | βαθιά θεμελίωση |
deep sliding plane (slips) | βαθύς κύκλος ολίσθησης |
defects liability period | περίοδος υπαιτιότητας ατελειών |
deficient blasting | ελαττωματική ανατίναξη |
deficit in reinforcement | βλάβη οπλισμού |
definitive study | οριστική μελέτη |
deflection displacement | βέλος κάμψης |
deflection | παραμόρφωση |
deflectograph | παραμορφωσίμετρο |
defoliation | απόπτωση φύλλων |
deforestation | αποψίλωση, αποδάσωση |
deformability | παραμορφωσιμότητα |
deformation modulus | μέτρο παραμόρφωσης |
deformation parameters | παράμετροι θεμελίωσης |
deformation theory | θεωρία παραμορφώσεων |
deformation | παραμόρφωση |
degradation of the environment | υποβάθμιση του περιβάλλοντος |
degree of confinement | βαθμός εγκιβωτισμού |
degree of fragmentation | βαθμός κερματισμού |
degree of pollution | βαθμός μόλυνσης |
degree of weathering | βαθμός αποσάθρωσης |
dehumidification | αφύγρανση |
de-icing agent | αντιπαγετικό αλάτι |
delamination | ανομοιομορφία, διαστρωμάτωση |
delineate | οριοθετώ |
delineation marker | δείκτης οριοθέτησης |
delineator | οριοδείκτης |
delivery | παράδοση |
demarkation | οριοθέτηση |
demo | επίδειξη, παρουσίαση |
demobilization | αποκόμιση |
demonstration folder | φάκελος παρουσιάσεων |
demountable barrier | αφαιρετό στηθαίο |
denotation | αναφορά |
density | πυκνότητα |
denumerable | αριθμήσιμος |
departure | απόκλιση |
depletion (destruction) of the ozone layer | καταστροφή του στρώματος όζοντος |
deposit (s) | απόθεση (προσχώσεις) |
depreciation | απαξίωση, απόσβεση |
depression | βύθισμα |
deputy general manager | βοηθός γενικός διευθυντής |
derailing load | φορτίο, εκτροχιασμού |
desalination | αφαλάτωση |
descending slope / gradient | κατωφερικό πρανές, κατηφόρα |
descending steps | κατιόντα βήματα |
descriptive geometry | αναλυτική γεωμετρία |
descriptive information | περιγραφικές πληροφορίες |
desertification | ερημοποίηση |
desiccation | συστολή ξήρανσης |
design and built | μελέτη - κατασκευή |
design budget | προϋπολογισμός μελέτης |
design capacity | απόδοση / ικανότητα με βάση τη σχεδίαση του έργου |
design department | διεύθυνση μελετών |
design discharge | παροχή υπολογισμού |
design earthquake | σεισμός σχεδιασμού |
design fee | αμοιβή μελέτης |
design life | διάρκεια ζωής σχεδιασμού |
design load | φορτίο υπολογισμού |
design seismic action / loads | σεισμική δράση / φορτία σχεδιασμού |
design spectrum | φάσμα σχεδιασμού |
design speed | ταχύτητα μελέτης |
design statement | έκθεση μεθοδολογίας μελέτης |
design velocity | ταχύτητα μελέτης |
design volume | όγκος, φόρτος σχεδιασμού |
design | μελέτη |
desktop environment | περιβάλλον εργασίας |
destination | προορισμός |
detach | αποσπώ, αποσυνδέω |
detailed bill of quantities | αναλυτική προμέτρηση |
detector | φωρατής, ανιχνευτής |
detention pond | λίμνη κατακράτησης |
detention | κατακράτηση |
determinacy | προσδιοριστότητα |
deterministic | αιτιοκρατικός |
detour | περιπορεία |
development period | αυξητική περίοδος |
developmental interrelations | αναπτυξιακοί συσχετισμοί |
deviation of boreholes from the vertical | απόκλιση των γεωτρήσεων από την κατακόρυφο |
dewatering | απομάκρυνση υδάτων |
diaclases (layers) | διακλάσεις |
diagnosis of static integrity of bridges | εκτίμηση στατικής επάρκειας γεφυρών |
diagonalisation | διαγωνιοποίηση (μαθηματικά) |
dial | καλώ, επιλέγω, σχηματίζω, πληκτρολογώ |
dialling tone | τόνος επιλογής |
diameter (hydraulic) | υδραυλική διάμετρος |
diamond crown | αδαμαντίνη στεφάνη |
diamond drilling programme | πρόγραμμα γεώτρησης με διαμαντοκορώνα |
diamond interchange | κόμβος μορφής ρόμβου (ανισόπεδος) |
diamond type intersection | κόμβος τύπου "διαμάντι" |
diaphragm | διάφραγμα |
differential calculus | διαφορικός λογισμός |
differential equations | διαφορικές εξισώσεις |
differential settlements | διαφορικές καθιζήσεις |
differential | διαφορικό |
diffuser | σκεδαστήρας |
diffusion angle | γωνία διάχυσης |
digester | χωνευτήρας |
digital terrain model (DTM) | ψηφιακό μοντέλο εδάφους |
digitation/zer | ψηφιοποίηση/τής |
dike | τάφρος, χαντάκι |
dilation angle | γωνία διασταλτικότητας |
dilution | διάλυση |
dimension/ise | διάσταση/ολογώ |
dioxin | διοξίνες |
dip direction | διεύθυνση (μέγιστης) κλίσης |
dip | γωνία κλίσης, βύθιση |
dipping in / out | ομόρροπη / αντίρροπη διεύθυνση κλίσης |
dipping | κλίση (γωνία), εμβάπτιση |
direct connection | ¶μεση σύνδεση |
direct dialling | αυτόματη κλήση |
direct labour | αυτεπιστασία |
direct memory | αυτόματη επανάκληση αριθμού από τη μνήμη |
directed | κατευθυνόμενος |
directional arrow | βέλος κατεύθυνσης |
directional split | ποσοστιαία κατανομή κυκλοφορίας κατά διεύθυνση |
directors council | συμβούλιο διευθυντών |
disaster area / region | πληγείσα περιοχή |
discharge of pollutants / waste | παροχή μολυσματικών ουσιών / λυμάτων |
discharge | παροχή, εκβάλλω |
discontinuities | διακλάσεις, ασυνέχειες |
discontinuity dip direction | διεύθυνση κλίσης ασυνεχειών |
discontinuity surface | επιφάνεια αδυναμίας |
discretization | διακριτοποίηση |
disinfected seed | σπόρος απολυμασμένος |
disjoint | ξεμοντάρω |
disjunctive | διαζευτικός |
disorted sketch scale | παραμορφωμένη κλίμακα σκίτσου |
displacement | μετακίνηση, μετατόπιση |
disposal of waste | διάθεση αποβλήτων |
disposal sites | αποθεσιοθάλαμοι |
dissipate | διαχέω |
dissipation basin | λεκάνη καταστροφής κινητικής ενέργειας υγρού |
dissolved soil materials | διαλυτά εδαφικά υλικά |
distortion | στρέψη |
distress | καταπόνηση |
distribution reinforcing bar | ράβδος διανομής |
distributive | επιμεριστικός |
distributor road | διανεμητήρια οδός |
disturbed landscape | διαταραγμένο τοπίο |
disturbed samples | διαταραγμένα δείγματα |
disturbed surface | διαταραγμένη επιφάνεια |
ditch | τάφρος, χαντάκι |
diverge | μερισμός |
diversion point | σημείο εκτροπής |
diversion | παράκαμψη |
diverter valve | βαλβίδα εκτροπής |
divide | υδροκρίτης, διαιρώ |
division box | κιβώτιο διαχωρισμού |
dock | αποβάθρα, λιμενικές εγκαταστάσεις |
document control unit | τμήμα διαχείρισης εγγράφων |
document index | κατάλογος εγγράφων |
document register | κατάσταση στοιχείων μελέτης |
domain | πεδίο |
domed faces | θολωτά μέτωπα |
domestic waste | οικιακά απόβλητα |
do-nothing solution | μηδενική λύση |
double core barrel | διπλή καροταρία |
double end stressing | αμφίπλευρη τάνυση |
double lines | διπλή γραμμή (σε δρόμο) |
dowel bar | βλήτρο, παρέμβλημα |
down slope movement | μετατόπιση προς τα κατάντη |
downgrade | κατωφέρεια |
download | αποφόρτιση, κατέβασμα, λήψη δεδομένων |
downspout | κατακόρυφος αποχετευτικός σωλήνας, υδρορροή |
downstand beam | χαλινός |
downstream view | κατάντη όψη |
downstream, downgrade | κατάντη |
downwind | παράλληλα στη φορά του ανέμου |
draft | σκαρίφημα, προσχέδιο |
drag coefficient | συντελεστής οπισθέλκουσας (αντίστασης αέρα) |
dragging | σύρσιμο |
drain field | στραγγιστικό δίκτυο |
drain inlet | φρεάτιο υδροσυλλογής |
drain linear | στραγγιστήριο, γραμμικό |
drain pipe | συλλεκτήριος αγωγός αποχέτευσης |
drain plug | πώμα καθαρισμού |
drainage adit | σήραγγα αποστράγγισης |
drainage area | περιοχή (έκταση) απορροής |
drainage basin | λεκάνη απορροής |
drainage core | στραγγιστήριο |
drainage holes | οπές αποστράγγισης |
drainage layer of the carriageway | στρώση στράγγισης οδοστρώματος |
drainage system | υδρομάστευση |
drainage well | φρεάτιο υδροσυλλογής / αποστράγγισης |
drainage | αποστράγγιση |
drained triaxial compression test | στραγγιζόμενη δοκιμή τριαξονικής θλίψης |
draining ditch | αποστραγγιστικός αγωγός / τάφρος αποστράγγισης |
drams | τύμπανα (κύλινδρος σε γεωτρύπανο) |
drawbar trailer vehicle | συρμός (φορτηγό) |
drawdown | πτώση εισρόφησης |
drawing block | πίνακας τίτλου |
drawing | σχέδιο |
drawpits | φρεάτια τραβήγματος καλωδίων |
drill a pile | διατρύω με πάσσαλο |
drill and blast | διάτρηση οπών και ανατίναξη |
drill rig | γεωτρύπανο |
drill stem | στήλη |
drilling revolutions per minute | αριθμός στροφών ανά λεπτό |
drilling with air flush | διάτρηση με αέρα |
drinking water | πόσιμο νερό |
drip irrigation, drops, dripping | μέθοδος στάγδην (πότισμα) |
drip | σκοτία (εσοχές) |
drive a tunnel | διανοίγω σήραγγα (σε βράχο ) |
driven piles | εμπηγνυόμενοι πάσσαλοι |
driver protection | προστασία του οδηγού |
drivers = driving staff / personnel | οδηγοί |
driving lessons / license | μαθήματα / άδεια οδήγησης |
driving | διάνοιξη, οδήγηση |
drop structures | αναβαθμοί ανάντη με εκσκαφή |
drop | πτώση / αναβαθμός (τάφρου), μετακίνηση, σταγόνα |
drought | ξηρασία |
dry contraction | συστολή ξήρανσης |
dry density | ξηρά πυκνότητα |
dry environment | ξηροθερμικό περιβάλλον |
dry film | ξηρή μεμβράνη |
dry sampling | δειγματοληψία εν ξηρό |
dry shrinkage | συστολή ξήρανσης |
drying out | αφυδάτωση |
drying | ξήρανση |
dual carriageway | διπλό οδόστρωμα |
ductile | όλκιμος, πλαστική σεισμική συμπεριφορά |
ductility | πλαστιμότητα |
ducts | αγωγοί, σωλήνες καλωδίωσης |
dump sites | αποθεσιοθάλαμοι |
dumper | αποσβεστήρας |
dumping of waste | απόθεση απορριμμάτων |
dune | αμμόλοφος / θίνα |
durability | ανθεκτικότητα, αντοχή στο χρόνο |
durable aggregates | ανθεκτικά αδρανή |
dust | σκόνη |
dynamic analysis / behaviour / evaluation | δυναμική ανάλυση / συμπεριφορά / αποτίμηση |
dynamic data exchange (DDE) | δυναμική ανταλλαγή δεδομένων |
dynamic load | δυναμικό φορτίο |
dynamic of structures | δυναμική των κατασκευών |
dynamic response / state | δυναμική απόκριση / κατάσταση |
dynamic segmentation | δυναμική κατάτμηση |
dynamic stimulation | δυναμική διέγερση |
early strength | πρώιμη αντοχή |
earth fill | γαιώδες επίχωμα, επίχωση |
earth mass, earthworks | χωματουργικές εργασίες |
earth pressure (coefficient) | (συντελεστής) ώθησης γαιών |
earth pressure loading | φορτίο εδαφικών φορτίσεων |
earth pressures | ωθήσεις γαιών |
earth refill | γαιώδης επανεπίχωση |
earth road | χωματόδρομος |
earth science | εδαφολογία |
earthing | γείωση |
earthquake engineering | αντισεισμική μηχανική |
earthquake study data | δεδομένα τεκτονικής ανάλυσης |
earthworks top level | στέψη στάθμης χωματουργικών |
earthworks | χωματουργικά |
easement | δουλεία (εμπράγματο δικαίωμα) |
easily erodable | ευδιάβρωτο |
eastbound | προς ανατολάς |
eccentric and inclined application of load | έκκεντρη και λοξή φόρτιση |
eccentric loading | έκκεντρη φόρτιση |
eccentric | έκκεντρος |
ecological assessment / balance | οικολογική αποτίμηση / ισορροπία |
ecology | οικολογία |
economic theory and policy | οικονομική θεωρία και πολιτική |
economics | οικονομική |
economy of the environment | περιβαλλοντική οικονομία |
ecosystem | οικοσύστημα |
ecotax = environmental tax | περιβαλλοντικός φόρος |
edge cracking | ρωγμή στα άκρα (οδοστρώματος) |
edge details | πλευρική διαμόρφωση |
edge line | οριογραμμή |
edge marking | σήμανση οριογραμμής |
edge of area of concern | όριο εξασφάλισης έναντι πλευρικών εμποδίων |
edge terminals | ακραίες απολήξεις |
edge | ¶κρο, όριο |
edit mode | περιβάλλον (κατάσταση) σύνταξης κειμένου |
effective green time | χρησιμοποιούμενος χρόνος πρασίνου (σε φωτεινή σηματοδότηση) |
effective porosity | ενεργό πορώδες |
effective stresses | ενεργές τάσεις |
effective value | ενεργός τιμή |
effective width | ωφέλιμο πλάτος |
effective, efficient | αποτελεσματικός, ενεργός |
effluent | εκροή |
effusive | εκρηξιγενή |
eigenvariable | ιδιομεταβλητή (μαθηματικά) |
elastic constant | ελαστική σταθερά |
elastic recovery test | ελαστικής επαναφοράς, δοκιμή |
elastic spectrum | ελαστικό φάσμα |
elasticity | ελαστικότητα |
elastomer | ελαστομερές |
elastomeric bearing | ελαστομεταλλικό εφέδρανο |
elastomeric emulsion | ελαστομερές γαλάκτωμα |
elastoplastic | ελαστοπλαστικό |
electrical engineer | ηλεκτρολόγος μηχανικός |
electrical operations engineer | μηχανικός συντήρησης ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων |
electrochemistry | ηλεκτροχημεία |
electromagnetic field / radiation | ηλεκτρομαγνητικό πεδίο / ακτινοβολία |
electronic displacement transducers | ηλεκρτομηκυνσιόμετρα |
electronics discipline | τμήμα ηλεκτρονικών εφαρμογών |
element / elementary particle | στοιχείο / στοιχειώδες σωματίδιο |
elephant foot | πλευρική διεύρυνση στο πέλμα, πλευρικό μαξιλάρι |
elevated carriageway | υπερυψωμένος αυτοκινητόδρομος |
elevated highway bridge | γέφυρα υπερυψωμένης οδού |
elevated irrigation channel | υπερυψωμένη αρδευτική διώρυγα |
elevation | υψόμετρο ερυθράς οδού, στάθμη |
elimination | απαλοιφή |
elongation | μήκυνση |
eluviation | έκπλυση |
embankment | επίχωμα, ανάχωμα |
embedding depth / length | βάθος / μήκος πάκτωσης |
embedment | έμπηξη |
emergency crossing points | θέσεις εκτροπής εκτάκτου ανάγκης |
emergency escape / exit | έξοδος κινδύνου |
emergency fire points | πυροσβεστικές φωλιές |
emergency lane | λωρίδα έκτακτης ανάγκης (ΛΕΑ) |
emergency parking lane | λωρίδα στάθμευσης ανάγκης |
emergency roadside telephones | τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης |
emergency route | οδός διάσωσης / διαφυγής |
emergency | έκτακτο περιστατικό / ανάγκη |
emission | εκπομπή (αέριων ρύπων) |
emphasizing beacon | καθοδηγητικά αναλάμποντα συστήματα |
emulsion | γαλάκτωμα |
enclosed space | κλειστή περιοχή |
enclosure | όριο, έγκλιση |
encode | κωδικοποιώ |
end beam | ακραία δοκός |
end bearing of pile | αντίσταση αιχμής |
end bearing strength | αντοχή αιχμής |
end cross beam | ακραία διαδοκίδα |
end plate | πλάκα αγκύρωσης |
end tipping | αποθέσεις υλικών από τη σήραγγα |
endangered species | απειλούμενο με εξαφάνιση (προστατευόμενο) είδος |
endochronic theory | ενδοχρονική θεωρία |
energy absorption | απορρόφηση ενέργειας |
energy conscious design | σχεδιασμός με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας |
energy recourses | πηγές ενέργειας |
energy tax | φόρος κατανάλωσης ενέργειας |
engineering geology model | τεχνικογεωλογικό μοντέλο |
engineering geology | τεχνική γεωλογία |
engineering works | έργα μηχανικού |
enhanced message sign | φωτεινές πινακίδες μεταβλητού μηνύματος |
enquiry | διακήρυξη |
entering traffic | εισερχόμενη κυκλοφορία |
entity | οντότητα, ενότητα |
entrenchment | οχυρό |
entry slip road | κλάδος εισόδου (σε ανισόπεδο κόμβο) |
entry speed | ταχύτητα εισόδου |
enumerable | αριθμήσιμος |
envelope | περιβάλλουσα |
environment | περιβάλλον |
environmental design | περιβαλλοντικός σχεδιασμός |
environmental discipline / science | τμήμα / επιστήμη περιβάλλοντος |
environmental education / economics | περιβαλλοντική εκπαίδευση / οικονομία |
environmental effect / engineering | περιβαλλοντική επίπτωση / μηχανική |
environmental engineer | περιβαλλοντολόγος |
environmental impact / damage = harm | περιβαλλοντική επίπτωση / ζημιά |
environmental impact assessment (study) | μελέτη εκ/αποτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων |
environmental legislation / law / regulations | περιβαλλοντική νομοθεσία / κανονισμοί |
environmental liability | περιβαλλοντική ευθύνη |
environmental management | διαχείριση περιβάλλοντος |
environmental monitoring | παρακολούθηση περιβαλλοντικών παραμέτρων |
environmental permits / studies | περιβαλλοντολογικές άδειες / μελέτες |
environmental protection | περιβαλλοντική προστασία |
environmental research | περιβαλλοντική έρευνα |
environmental standards | περιβαλλοντικά πρότυπα |
environmental surveillance | aπογραφή περιβαλλοντικών παραμέτρων |
environmental tax | περιβαλλοντικός φόρος |
environmental terms | περιβαλλοντικοί όροι |
epoxy resin | εποξειδική ρητίνη |
equalizer | εξισωτής |
equational | εξισωτικός |
equivalent accuracy level | αντίστοιχη στάθμη ακρίβειας |
eradication | εξάλειψη (ασθενειών) |
erodable | ευδιάβρωτο |
erosion | διάβρωση |
escape adits | σήραγγες διαφυγής |
escape routes | διάδρομος κυκλοφορίας |
escarpment landscape | κρημνώδες τοπίο |
essential | ουσιώδης |
establish | εγκαθιστώ, εξασφαλίζω |
estate | ιδιοκτησία |
estimation of accident potential | εκτίμηση επικινδυνότητας |
estuary | δέλτα ποταμού |
ethics | ηθική |
euler integration | ολοκλήρωση euler |
european committee for standardization (ECS) | ευρωπαϊκή επιτροπή προτυποποίησης (ΕΕΠ) |
european construction institute (ECI) | ευρωπαϊκό ινστιτούτο κατασκευών (ΕΙΚ) |
european investment bank (EIB) | ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων (ΕΤΕΠ) |
european regional development fund (ERDF) | ευρωπαϊκό ταμείο περιφερειακής ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) |
european standard | ευρωπαϊκό πρότυπο |
evacuation pipe | αγωγός εκκένωσης |
evaluate | αποτιμώ, αξιολογώ |
evaluation (estimation) of resources | αποτίμηση περιβαλλοντικών πηγών |
evaluation (of bids) | αξιολόγηση (προσφορών) |
evaluation map | χάρτης αξιολόγησης |
evaluation of conformity | αξιολόγηση ομοιομορφίας |
evaluation services | υπηρεσίες αξιολόγησης |
evenness | ομαλότητα |
excavability | εκσκαψιμότητα |
excavation by pre-drilling a pilot tunnel | εκσκαφή με προήγηση σήραγγας πιλότου |
excavation lines | εξωράχιο |
excavation profile | μηκοτομή εκσκαφής |
excavation step | βήμα εκσκαφής |
excavations | εκσκαφές |
excavator | εκσκαφέας |
exceptional loading / loads | εξαιρετική φόρτιση |
exchange | εναλλαγή, ανταλλαγή |
excluded, exclusive | αποκλειόμενος, αποκλειστικός |
execute commands | εκτέλεση εντολών (προγράμματος) |
executive (extensive) summary | εκτεταμένη περίληψη |
exhaust fans | ανεμιστήρες απαγωγής |
exhaust fumes | ρύποι εξάτμισης |
exhaust | απαγωγή, εκπομπή, εξαντλώ |
exhaustion of resources | εξάντληση πλουτοπαραγωγικών πηγών |
existence | ύπαρξη |
exit slip road | κλάδος εξόδου |
exit speed | ταχύτητα εξόδου |
exiting traffic | εξερχόμενη κυκλοφορία |
expandable hollow anchors | αγκύρια τύπου σουέλεξ |
expanded | διογκωμένος, διευρυμένος |
expansion bearing | κινητό εφέδρανο |
expansion gap / joint | αρμός διαστολής |
expansion joint seal | σφράγιση αρμού διαστολής |
expansion | διόγκωση |
expansive | επεκτατικός |
experimental hydraulics | πειραματική υδραυλική |
explicit | λεπτομερής, αναλυτικός |
exploitation department | διεύθυνση εκμετάλλευσης |
exploitation of resources | εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών |
exploration adit | δοκιμαστική στοά |
exploratory drilling | ερευνητικά διατρήματα |
explosion hazard / risk | κίνδυνος έκρηξης |
explosives | εκρηκτικά |
exponent | εκθέτης |
exponential | εκθετικός |
export of waste | εξαγωγή αποβλήτων |
exposed enclosure | εκτεθειμένη έγκλιση (γεωλογία) |
ex-post evaluation | εκ των υστέρων αξιολόγηση |
exposure to special hazards | έκθεση σε ειδικούς κινδύνους |
expression | έκφραση |
expressway | λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας (αστική) |
expropriation zone of the project | ζώνη κατάληψης των έργων |
expropriation | απαλλοτρίωση |
extension spindle | ¶ξων προέκτασης |
extensometer | μηκυνσιόμετρο |
external perimeter | εξωτερική περίμετρος |
external | εξωτερικός |
extinction coefficient | συντελεστής απόσβεσης |
extract of h-plan / l-section | απόσπασμα οριζοντιογραφίας / μηκοτομής |
extraction | εκχύλιση |
extrapolation | επέκταση γραμμής σε διάγραμμα |
extreme axle | ακραξόνια |
fabric | μικροδομή |
fabricated | κατηργασμένος |
face log | απογραφικό δελτίο σήραγγας |
facia beam | γείσο |
facilities of industrial waste processing | εγκαταστάσεις επεξεργασίας βιομηχανικών αποβλήτων |
facilities | εγκαταστάσεις |
factorial | παραγοντικός |
failure criterion | κριτήριο θραύσης |
failure curve | καμπύλη θνησιμότητας |
failure envelop | καμπύλη περιβάλλουσας αστοχίας |
failure mechanism | μηχανισμός κατάρρευσης |
failure surface | επιφάνεια θραύσης |
failure | αστοχία, θραύση |
fall from height | πτώση από ύψος |
fall | εγκάρσια κλίση |
falling head | μεταβλητό φορτίο |
falling water | υδατόπτωση |
falls | καταπτώσεις |
false | ψευδής |
fans | ανεμιστήρες |
farm road | αγροτικός δρόμος |
fast lane | λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας |
fastening | πρόσδεση |
fatality | θανατηφόρο ατύχημα |
fatigue | κόπωση, φθορά (τεχνικού) |
fault surface | ρηξιγενής επιφάνεια |
fault zone | ρηξιγενής ζώνη, ζώνη ρηγμάτωσης |
fault | ρήγμα |
faulty rock / fractured rock | διερρηγμένος βράχος |
fauna | πανίδα |
feasibility study | μελέτη σκοπιμότητας |
feature | χαρακτηριστικό |
feedback | ανάδραση, ανατροφοδότηση |
feldspar | ¶στριοι |
felling of trees | κόψιμο δένδρων |
fencing | περίφραξη |
fibre glass bolt | εύπλαστα αγκύρια |
fibre glass ground anchor | βλήτρο από ίνες υάλου |
fibre glass | ίνες υάλου |
fibre insulation | ινώδης μόνωση |
fibre reinforced concrete | ινοπλισμένο σκυρόδεμα |
fibre reinforced shotcrete | ινοπλισμένο εκτοξευόμενο σκυρόδεμα |
fibre | ίνα, |
fibrous | ινώδης |
field of vision | πεδίο ορατότητας |
field survey | επίγεια αποτύπωση |
fields | πεδία |
fight against noise / drought | καταπολέμηση θορύβου / ξηρασίας |
files | αρχεία |
fill slopes | πρανή επιχωμάτων |
filler | παιπάλη |
filling | επίχωση, επίχωμα |
films | εξαιρετικά λεπτές στρώσεις |
filter island | κατευθυντήρια νησίδα |
filtration, percolation, seepage | διήθηση |
final audit | τελική επιθεώρηση |
final study | οριστική μελέτη |
finance department | οικονομική διεύθυνση |
financial & accounting services | διεύθυνση οικονομικών υπηρεσιών & λογιστηρίου |
financial resources management | διαχείριση οικονομικών πόρων |
financial settlement | οικονομική τακτοποίηση |
financial statements | οικονομικά συμπεράσματα |
fine aggregates | λεπτόκκοκα αδρανή |
fine breccia | ψηφιδοπαγές |
fine conglomerate | ψηφιδοκροκαλοπαγές |
fine crystal | λεπτοκρυσταλλικοί |
fine grain soil materials | λεπτόκκοκα εδαφικά υλικά |
fine-grained | λεπτόκοκκος |
fines | λεπτόκκοκα |
finish | τελείωμα |
finisher, mechanical | διαστρωτήρας, μηχανικός |
finite difference method | μέθοδος πεπερασμένων διαφορών |
finite element analysis | ανάλυση πεπερασμένων στοιχείων |
finite element method (FEM) | μέθοδος πεπερασμένων στοιχείων |
finite elements mesh | δίκτυο πεπερασμένων στοιχείων |
finite | πεπερασμένος |
fire alarm | αναγγελία πυρκαγιάς |
fire break | αντιπυρική ζώνη |
fire extinguisher | πυροσβεστήρας |
fire fighting stations | πυροσβεστικοί σταθμοί |
fire hazard = risk | κίνδυνος πυρκαγιάς |
fire points | θέσεις πυρόσβεσης |
fire proof / fire resistant | πυρίμαχο |
fire safety | πυρασφάλεια |
fire water line | αγωγός νερού πυρόσβεσης |
first aid | πρώτες βοήθειες |
fiscal value | φορολογητέα αξία |
fishery study | αλιευτική μελέτη |
fissibility | ευκολία αποσύνθεσης |
fissure gully | ρείθρο σχισμής |
fixed bearing | σταθερό εφέδρανο |
fixed boundary | καθορισμένο όριο |
fixed point | σταθερό σημείο |
fixed support | πάκτωση |
fixed text message signs | πινακίδες προκαθορισμένων μηνυμάτων |
fixed time step | σταθερό χρονικό βήμα |
fixity | τύπος στηρίξεων (γέφυρες) |
flagging | ειδοποίηση με σηματωρό |
flagman | σηματωρός |
flakiness index | δείκτης πλακοειδούς (αδρανή) |
flare | λοξή συναρμογή, λάμψη |
flash coating of shotcrete | λεπτή επίστρωση εκτοξευμένου σκυροδέματος |
flashing arrow | αναλάμποντα βέλη |
flashing beacons | προειδοποιητικά φώτα αναλάμποντα |
flashpoint | σημείο ανάφλεξης (άσφαλτος) |
flat landscape | πεδινή περιοχή |
flat spots | οριζόντια σημεία |
flat terrain | πεδινό έδαφος |
flat topsoil verge | εδαφικό έρεισμα |
flat | επίπεδος |
flexibility | ευκαμψία |
flexible pavement | εύκαμπτο οδόστρωμα (ασφάλτινο) |
flexure | κάμψη |
floated oils | επιπλέοντα έλαια και πετρέλαια |
floating car | κινούμενο όχημα (κυκλοφοριακής) μελέτης |
floating point | (αριθμοί) κινητής υποδιαστολής |
flocculation | ιζηματοποίηση |
flood frequency | παροχή μελετών |
flood plain terrace | ποτάμια αναβαθμίδα |
flood protection (preventing) system | σύστημα αντιπλημμυρικής προστασίας |
flood rooting | διόδευση πλημμυρικού κύματος |
flooding basin | λεκάνη κατάκλισης |
flooding systems | συστήματα κατάκλισης |
flooding | κατάκλιση |
floodplain | έκταση πλημμυρών, περιοχή πλημμυρών |
floor linings | σοβατεπί |
floor tiling | πλακάκια δαπέδου |
floor | δάπεδο, πάτωμα |
flora | χλωρίδα |
flotation | επίπλευση |
flow controller | ρυθμιστής ροής |
flow depth | βάθος ροής |
flow | ρέω, ροή, παροχή |
flowing clay | ρέουσα άργιλος |
flows under pressure | ροές υπό πίεση |
flume | ανοιχτός οχετός (χαντάκι) αποστράγγισης |
flush | κατάκλιση |
flysch | φλύσχης |
foam generating nozzle | αυλός |
foam generator | αφρογεννήτρια |
fog lamp | λάμπα ομίχλης |
fogging | υδρονέφωση |
folded | πτυχωμένος |
folder | φάκελος |
foliation | γράμμωση |
follow-up audit report | έκθεση επαναληπτικής επιθεώρησης |
follow-up | επακόλουθη ενέργεια |
font | γραμματοσειρά |
footbridge | γέφυρα πεζών |
footing, pad | πέδιλο, πέλμα (δοκού) |
footplate | πλάκα ποδός |
footway | πεζόδρομος, πεζοδρόμιο |
force field | δυναμικό πεδίο |
force | δράση, δύναμη |
forcing | επιβολή |
fore pole umbrella, heavy | ομπρέλα δοκών προπορείας (εξαιρετικά ενισχυμένη) |
fore pole umbrella, of light spikes | ομπρέλα ελαφρών δοκών προπορείας |
fore poles | σωλήνες προπορείας |
fore polling | δοκοί προπορείας (διάνοιξη σήραγγας) |
foreman | εργοδηγός |
forest engineer | δασολόγος |
forest engineering works | δασοτεχνικά έργα |
forest research institute | ινστιτούτο δασικών ερευνών |
forest road | δασικός δρόμος |
forest service | δασαρχείο |
forester | δασολόγος |
forfeiture | έκπτωση αναδόχου |
forklift truck | περονοφόρο όχημα |
form carrier | φορείο (ξυλότυπος) |
form | μορφή |
formal vote | επίσημη ψηφοφορία |
formalization | επισημοποίηση |
formation layer / level | στρώση / στάθμη έδρασης |
formation layer | στρώση έδρασης |
formation level | σκάφη (εκσκαφής, θεμελίωσης) |
formula | (μαθηματικός) τύπος |
formwork climbing | ξυλότυπος αναρριχόμενος |
formwork conventional | ξυλότυπος συμβατικός |
formwork for cast in-situ? | ξυλότυποι για επί τόπου σκυροδέτηση... |
formwork sliding | ξυλότυπος συρόμενος |
formwork | ξυλότυπος, κλίνη |
foundation elements, foundation members | στοιχεία θεμελίωσης |
foundation socket | φρεάτιο θεμελίωσης |
foundation | θεμέλιο |
foundations and ditches excavations | εκσκαφές θεμελίων και τάφρων |
fractal | φράκταλ, μη ακέραιας διάστασης στοιχείο |
fracture zone | ζώνη θραύσης |
fracture | διάκλαση, κατάτμηση |
fracturing | κερματισμός, διάρρηξη |
fragment | θραύσμα |
fragmentation | θρυμματισμός, κατάτμηση (γης) |
frame of reference | σύστημα αναφοράς |
frame | πλαίσιο |
framework | πλαίσιο εργασίας |
freatic horizon | φρεάτιος ορίζοντας |
freatic water tables | φρεάτιοι υδροφόροι ορίζοντες |
free cantilever | μονόπλευρη προβολοδόμηση |
free circulation | ελεύθερη διακίνηση |
free field spectrum | φάσμα ελεύθερου πεδίου |
freeboard | ελεύθερο περιθώριο οχετού (πάνω από μέγιστο βάθος ροής) |
free-flow speed | ταχύτητα ελεύθερης ροής |
freehold | ελεύθερη κατοχή (πλήρης κυριότητα) |
freeway | ελεύθερης ροής δρόμος (υψηλής σχεδίασης) |
freeze-thaw cycle | περιπαγετικός κύκλος |
freezing | πάγωμα |
freight rate | κόμιστρο |
freight | ναύλωση |
french drain system | γαλλικό σύστημα αποστράγγισης (με σχάρες) |
frequencies | ιδιοτιμές |
fresh air / water | καθαρός αέρας / νερό |
fresh concrete | νωπό σκυρόδεμα |
fresh rock | μη εξαλλοιωμένο πέτρωμα |
friability | σαθρωσιμότητα, θρυπτότητα |
friction course | στρώση τριβής (πιο γενικός όρος) |
friction layer | αντιολισθηρή στρώση |
friction loss | απώλεια (λόγω) τριβής |
friction pendulum system | εκκρεμές αποτίμησης τριβής (FPS) |
frictional components | στοιχεία τριβής, τριβή |
frictional forces | δυνάμεις τριβής |
frictional resistance | αντίσταση τριβής |
frictional wear (attrition) | φθορά από τριβή |
frigid zone | βάθος διείσδυσης παγετού |
front overhang | προεξοχή άξονα από μπροστινό μέρος αυτοκινήτου |
front view | όψη |
frontage accesses | προσβάσεις παροδίων |
frontager | παρόδιος κάτοικος |
frontal station (tolls) | μετωπικός σταθμός (διοδίων) |
frontier | σύνορο |
frost | παγετός |
fuel (resources) | (πηγές, παροχές) καυσίμου |
full face cutting method | μέθοδος ολομέτωπης κοπής |
full face excavation in one or more phases with advancement | εκσκαφή ολόκληρης της διατομής (σήραγγας) σε μία φάση ή σε περισσότερες και με προήγηση |
full thickness jacket | μανδύας πλήρους διατομής |
fully actuated signal control of traffic | σηματοδότηση πλήρως επενεργούμενη (από την κυκλοφορία) |
fully grouted anchors | ολικής πάκτωσης αγκύρια |
fully grouted | πλήρως πακτωμένος |
fumes | αναθυμιάσεις |
function / functional | συνάρτηση / συναρτησιακός |
functional performance | λειτουργική συμπεριφορά |
functional properties | λειτουργικές ιδιότητες |
functional strength | λειτουργική αντοχή |
functionally fixed | στερεωμένα με λειτουργικό τρόπο |
fundamental particle | στοιχειώδες σωματίδιο |
fundamental | θεμελιώδης |
funnel shaped cross section transition arrangement | χοανοειδής διάταξη συναρμογής διατομών |
gabion walls | τοίχοι με συρματοκιβώτια |
gable roof; ridge roof | αμφικλινής στέγη |
gallery | στοά |
gantries | γέφυρες σήμανσης |
gap graded mixture | μείγμα μη συνεχούς διαβάθμισης |
gap | κενό (χρονικό ή χωρικό) |
garish landscape | φανταχτερό τοπίο |
gas emission reduction | μείωση αέριων εκπομπών |
gas pipeline | αγωγός αερίου |
gasket | ελαστικός δακτύλιος |
gasses | αέρια |
gate valve | βαλβίδα, δικλείδα |
gear | γρανάζι |
general and analytical accounting | γενική και αναλυτική λογιστική |
general arrangement plan (drawing) | σχέδιο γενικής διάταξης |
general management council | συμβούλιο γενικής διεύθυνσης |
general manager | γενικός διευθυντής |
general plan | γενική οριζοντιογραφία |
generalized | γενίκευση |
generated traffic | παραγόμενη κυκλοφορία |
generator | γεννήτωρ, γεννήτρια |
generic | κοινός, περιληπτικός |
genetic resources | γενετικοί πόροι |
geocell | γεωκυψέλη |
geochemistry | γεωχημεία |
geocomposite | γεωσυνθετικό υλικό |
geodesy | γεωδεσία |
geodetic infrastructure networks | δίκτυα γεωδαιτικής υποδομής |
geodetic instruments | γεωδαιτικά όργανα |
geodetic reference system | γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
geographic information system (GIS) | γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών (ΓΣΠ) |
geographical entity | γεωγραφική μονάδα |
geogrid | γεώπλεγμα |
geoinformative | βασιζόμενη σε πληροφορίες από το έδαφος |
geological boundary (visible, unclear, covered-possible) | γεωλογικό όριο (ορατό, ασαφές, καλυμμένο - πιθανό) |
geological conditions | γεωλογικές συνθήκες |
geological correlation | γεωλογική συσχέτιση |
geological design | γεωλογική μελέτη |
geological formations | γεωλογικοί σχηματισμοί |
geological longitudinal plan (section, profile) | γεωλογική μηκοτομή |
geological map | γεωλογικός χάρτης |
geological mapping | γεωλογική χαρτογράφηση |
geological strength index | δείκτης γεωλογικής αντοχής |
geological survey / study | γεωλογική αναγνώριση / έρευνα |
geologist site supevisor | γεωλόγος επί τόπου επιβλέπων |
geometric features of roads / highways | γεωμετρικός σχεδιασμός οδών |
geometrical characteristics | γεωμετρικά χαρακτηριστικά |
geometrical data | γεωμετρικά στοιχεία |
geometry | γεωμετρία |
geomorphology | γεωμορφολογία |
geophysical loggings / study | γεωφυσικές διαγραφίες / έρευνα |
geosynthetic filter | γεωσυνθετικό φίλτρο |
geotechnical classification | γεωτεχνική ταξινόμηση |
geotechnical conditions | γεωτεχνικές συνθήκες |
geotechnical design | γεωτεχνική μελέτη |
geotechnical discipline | τμήμα γεωτεχνικών |
geotechnical engineer | γεωτεχνικός μηχανικός |
geotechnical geologist | γεωτεχνικός γεωλόγος |
geotechnical mapping / identification | γεωτεχνική χαρτογράφηση / αναγνώριση |
geotechnical seismic mechanics | γεωτεχνική αντισεισμική μηχανική |
geotechnical study evaluation | αξιολόγηση γεωτεχνικών ερευνών |
geotextile separator | διαχωριστικό γεωύφασμα |
geotextile | γεωύφασμα |
germination ability / capacity | φυτρωτική ικανότητα |
germination of seed | έκπτυξη σπόρου |
germination | φύτρωση |
ghost island | διαγραμμισμένη νησίδα (κόμβος) |
girder | δοκός (συνεχής ή με πέλματα) |
gis administrator | διαχειριστής γσπ |
gis support | τεχνικός γσπ |
give way | υποχρεωτική παραχώρηση προτεραιότητας |
gland | δακτύλιος περίσφιξης |
glare | θάμπωμα |
glass protection layer | προστατευτική στρώση με ίνες ύαλου |
glb | μέγιστο κάτω φράγμα |
global analysis and design | λεπτομερής μελέτη και ανάλυση απαιτήσεων |
global instability | ολική αστάθεια |
global positioning system (GPS) | σύστημα παγκόσμιου εντοπισμού θέσης |
global warming | ¶νοδος θερμοκρασίας της γης |
gneiss | γνεύσιος |
going hanger | σύνδεσμος ανάρτησης |
goods (transport) | αγαθά (μεταφορά) |
gorge | ρεματιά |
gouge filled discontinuity | ασυνέχεια που έχει υλικό πληρώσεως |
gouge | μυλονίτης (θραυστό υλικό σε ρήγμα) |
government gazette | εφημερίδα της κυβερνήσεως |
gradation dissimilarity factor | συντελεστής ανομοιομορφίας διαβάθμισης |
gradation | διαβάθμιση |
grade separated carriageway | δρόμος σε ανισοσταθμία |
grade separation | ανισόπεδη διασταύρωση |
graded slope | βαθμιδωτό πρανές |
grader | διαμορφωτής γαιών |
gradient | κλίση |
grading analysis | κοκκομετρική ανάλυση, μεγεθολόγιο |
grading layer | εξομαλυντική στρώση |
grain adhesion | συγκόλληση κόκκων |
grain size distribution | κοκκομετρική διαβάθμιση |
grant | παραχώρηση, δωρεά |
granular material | κοκκώδες υλικό |
granular soils | κοκκώδη εδάφη |
graph | γράφημα |
graphic entity | γραφική οντότητα |
graphic information | γραφικές πληροφορίες |
grass / ground flora | ποώδης βλάστηση |
grass mowing | κούρεμα χόρτου |
grate | εσχάρα |
gravel ballast | επιδομή, έρμα |
gravel column / pile | χαλικοπάσσαλος |
gravel drain | χαλικόφιλτρο |
gravel layer | χαλικόστρωση |
gravel | χαλίκι |
gravitational loading | φόρτιση βαρύτητας |
gravitational stress contours | ισοβαρείς καμπύλες |
gravity anchorage | αγκύρωση βαρύτητας |
gravity based loading | φόρτιση βαρύτητας |
gravity wall | τοίχος βαρύτητας |
grazing land | βοσκότοπος |
greek regulations for concrete technology | ελληνικός κανονισμός τεχνολογίας σκυροδέματος |
green bridge | πράσινη γέφυρα |
green tax | φόρος περιβαλλοντικής προστασίας |
green time | χρόνος πρασίνου (σε φωτεινό σηματοδότη) |
green unit | τμήμα πρασίνου |
green wave | πράσινο κύμα (σε αστική συγχρονισμένη σηματοδότηση) |
green works | εργασίες πρασίνου |
greenhouse effect / gas | φαινόμενο θερμοκηπίου / αέρια |
grey | φαιός |
grid | εσχάρα, κάναβος, πλέγμα |
grille | σχάρα |
grinding | απόξεση, λείανση |
grip the road | προσφύομαι στο οδόστρωμα |
grip | ρείθρο, πρόσφυση |
grit chamber / trap | αμμοκράτης, αμμοπαγίδα |
grit | λιθότριμμα, ψηφίδα |
grits | ψηφίδες |
grooves | αυλακώσεις |
gross area | συνολική επιφάνεια |
ground bearing | επιφανειακή θεμελίωση |
ground control point | φωτοσταθερά |
ground fissure | εδαφική ρωγμή |
ground line | γραμμή φυσικού εδάφους |
ground method | επίγεια μέθοδος |
ground preloading | προφόρτιση εδάφους |
ground springs | εδαφικό ελατήριο |
ground stabilisation | σταθεροποίηση εδάφους |
ground staff | προσωπικό εδάφους |
ground stiffness | ακαμψία εδάφους |
ground treatment | εξυγίανση εδάφους |
ground water conditions | συνθήκες υδροφορίας |
ground water sources (protection) / (hydrology) | υπόγεια ύδατα (προστασία) / (υδρολογία) |
ground water table | υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας |
ground waters percolation | δίαιτα υπογείων νερών |
ground | έδαφος |
grounded | εδραιωμένος |
grout curtain / umbrella | τσιμεντενέσων κουρτίνα / ομπρέλα |
grout holes | οπές πλήρωσης |
grout injection | εισπίεση τσιμεντενέματος |
grout intake | απορρόφηση ενέματος |
grout | ένεμα, έγχυση κονιάματος |
grouted | γομούμενα με τσιμεντοκονίαμα |
grouting | τσιμεντένεση, δοκιμή εισπίεσης |
grove | ¶λσος |
grp | πλαστικό ενισχυμένο με ίνες υάλου |
guarantees | εγγυήσεις |
guardrail rigidity | ακαμψία στηθαίου |
guardrail with handrail | στηθαίο με χειρολισθήρα |
guardrail | στηθαίο ασφαλείας |
guidance lane | λωρίδα καθοδήγησης |
guide lines | οριογραμμές (δρόμος) |
guide sign | πληροφοριακή πινακίδα |
guidepost | οδοδείκτης |
guiding beacon | πινακίδα οριοθέτησης έργων |
guiding hump | διαχωριστές κυκλοφορίας |
guiding traffic closure | πινακίδα κατεύθυνσης - επισήμανσης |
gulley | φρεάτιο υδροσυλλογής |
gully erosion | αυλακωτή διάβρωση |
gully pots, trapped | θύλακας φρεατίου, εγκιβωτισμένος |
gully | ρεματιά, μισγάγγεια |
gully, flow control (DROP) | φρεάτιο ελέγχου (πτώσεως) |
gully, inlet | φρεάτιο εισροής |
gunite | εκτοξευμένο σκυρόδεμα |
gussasphalt = pour asphalt | ρέον ασφαλτόμιγμα |
gypsum | γύψος |
habitat | βιότοπος |
hairpin | φουρκέτα (οδοποιία) |
half cover | ημιστέγαστρο |
half plan view - anti plan view (bridge) | ημικάτοψη - ημιάνοψη (γέφυρας) |
half-shelter structure | ημιστέγαστρο |
hammer free-fall height | ύψος ελευθέρας πτώσης σφύρας |
hammer | κεφαλή μεσόβαθρου |
handle | λαβή, χερούλι |
handover protocol files | αρχεία πρωτοκόλλου παράδοσης |
handrail | χειρολισθήρας |
handwheel | στρόφιγγα τροχού |
hanger end | αγκύρωση καλωδίων |
harbour design | λιμενικός σχεδιασμός |
harbour engineering | λιμενική μηχανική |
harbour installation / works | λιμενικές εγκαταστάσεις / έργα |
harbour | λιμάνι |
hard aggregates | σκληρά αδρανή |
hard audit | τελικός έλεγχος |
hard hat | κράνος |
hard shoulder | λωρίδα έκτακτης ανάγκης (ΛΕΑ) |
hard wood cutting | μόσχευμα σκληρού ξύλου |
hardened concrete | σκληρυμένο σκυρόδεμα |
hardening / softening behaviour | κρατυνόμενη συμπεριφορά |
hardening of plants | σκλήρυνση φυτών |
hardening of the bitumen | γήρανση της ασφάλτου |
hardstrip | στενό έρεισμα |
harmful substance | επικίνδυνη ουσία |
hatching (hatched) area / lines | διαγραμμισμένη περιοχή (σε οδό: ζώνη αποκλεισμού) |
hatching | ζώνη αποκλεισμού |
hatch-type signs | διαγραμμισμένες πινακίδες |
haul distance | απόσταση μεταφοράς (χωματισμών) |
haul routes | διαδρομές μεταφοράς |
haulage of material / goods | μεταφορά υλικών / εμπορευμάτων |
haunch | ένωση ακροβάθρου - πλάκας (φορέα) |
hazard lights | φώτα έκτακτης ανάγκης |
hazardous waste | επικίνδυνα απόβλητα |
head of construction / design | προϊστάμενος κατασκευών / μελετών |
head of gis / environment | προϊστάμενος γπσ / τμήματος περιβάλλοντος |
head of regional office | προϊστάμενος τμήματος, περιφερειακού γραφείου |
head wall | κεφαλή τοίχου |
heading | μέτωπο προσβολής |
headlamps on / off | ανάψτε / σβήστε τα φώτα |
headrace tunnel | σήραγγα προσαγωγής |
headroom | ελεύθερο ύψος |
health and safety consultant | σύμβουλος υγιεινής και ασφάλειας |
health and safety file | φάκελος ασφάλειας και υγείας |
health and safety measures designs | μελέτες μέτρων υγιεινής και ασφάλειας |
health and safety plan | σχέδιο ασφάλειας και υγείας |
health and safety principal officer | υπεύθυνος ασφάλειας και υγείας |
hear zone | γραμμή προστριβής |
hearing of objections | εκδίκαση ενστάσεων |
hearing | εκδίκαση |
heated panel | θερμαινόμενος πίνακας |
heavy bedded, thickly bedded | παχυστρωματώδης |
heavy duty drainage pipe | φιλτροσωλήνας βαρέως τύπου |
heavy goods vehicle (HGV) | βαρύ φορτηγό |
hectic | πυρετώδης |
hedges | φυτικοί φράκτες |
height gauge | περιτύπωμα (καθ' ύψος του οχήματος) |
heliport | ελικοδρόμιο |
hellenic reference system | ελληνικό σύστημα αναφοράς (τοπογραφία) |
helmet | κράνος (ασφαλείας) |
herbaceous | ποώδης |
heredity | κληρονομικότητα |
hessian | λινάτσα |
heterogeneous | ετερογενής |
heuristic | εμπειρικός |
hey of feed | σανός για τροφή |
hidden beam | κρυφοδοκός |
high friction resin-based systems | ρητινούχα συστήματα υψηλής αντίστασης σε ολίσθηση |
high ground water level (50-year) | ανώτατη στάθμη υπόγειου ορίζοντα πεντηκονταετίας |
high strength concrete | σκυρόδεμα υψηλής αντοχής |
highly discernible symbol | σύμβολο υψηλής διακριτικότητας |
highly weathered | σαθρός |
high-occupancy vehicle lane | λωρίδα αποκλειστικής χρήσης οχημάτων με τουλάχιστον 2 άτομα |
high-speed transport | μεταφορικά μέσα υψηλής ταχύτητας |
highway boundaries | όρια κατάληψης των οδών |
highway bridge | οδογέφυρα |
highway capacity manual | εγχειρίδιο κυκλοφοριακής ικανότητας οδών |
highway code | κ.ο.κ. |
highway collection and carrier systems | συστήματα συλλογής και μεταφοράς σε οδό |
highway design | οδός (σχεδιασμός) |
highway engineering | οδοποιία |
highways discipline | τμήμα οδοποιίας |
hilliness coefficient | βαθμός ορεινότητας εδάφους |
hinge | ¶ρθρωση |
hinges, plastic | αρθρώσεις, πλαστικές |
hinterland transport | χερσαίες μεταφορές |
hogging moment | ροπή κάμψης προς τα πάνω |
hoist | παλάγγο |
hold down devices | μηχανισμοί κατακόρυφης δέσμευσης |
hold point | σημείο κρατήσεως |
hole punch | διακορευτής |
hollow box | κοίλο κιβώτιο |
hollow section | κιβωτιοειδής διατομή |
homogenized | ομογενοποιημένος |
homological | ομολογικός |
homomorphism | ομοιομορφισμός |
hopper | χοάνη τροφοδοσίας |
horizontal alignment / plan | οριζοντιογραφία |
horizontal curve | οριζόντια καμπύλη |
horizontal slot | οριζόντια εγκοπή |
horizontal supports | αμείβοντες |
horizontal ventilation adits | οριζόντιες στοές αερισμού |
hornfel / hornstone | κερατόλιθος |
horse shoe | πεταλοειδής |
hot bins | κάδος τροφοδοσίας θερμών αδρανών |
hot rolled asphalt mixture (HRA) | θερμό κυλινδρούμενο ασφαλτόμιγμα |
hot rolled asphalt | θερμό ασφαλτόμιγμα (αγγλικού τύπου) |
hot rolled deformed bars | ράβδοι κατεργασμένες «εν θερμώ» |
hot-dip galvanised | γαλβανισμένα με θερμό, βαθύ γαλβάνισμα |
household waste | οικιακά απόβλητα |
housing | περίβλημα, οίκηση |
human resources and management support directorate | διεύθυνση ανθρώπινων πόρων και διοικητικής μέριμνας |
human resources division | τμήμα ανθρώπινων πόρων |
human resources | ανθρώπινοι πόροι |
humid | υγρός |
humidity levels (of plants) | υδατική κατάσταση (φυτών) |
humidometer | υγρασιόμετρο |
hump | σαμαράκι |
humus | χούμους |
hydrants / outlets | υδροστόμια |
hydrated lime | υδράσβεστος |
hydrating heat | θερμότητα ενυδάτωσης |
hydration | ενυδάτωση |
hydraulic cell | υδραυλική κυψέλη πίεσης (όργανο μέτρησης πίεσης |
hydraulic conductivity | υδραυλική αγωγιμότητα |
hydraulic fluids | υδραυλικά υγρά |
hydraulic works | υδραυλικά έργα |
hydraulics engineer | υδραυλικός μηχανικός |
hydro fertilization | υδρολίπανση |
hydroelectric works | υδροηλεκτρικά έργα |
hydrofluoric acid test | φιάλη υδροφθορικού οξέως |
hydrogeological | υδρογεωλογικά |
hydrographic | υδρογραφικό |
hydrological | υδρολογικά |
hydrometer | αραιόμετρο |
hydroseeder | υδροσπορέας |
hydroseeding with mulch | υδροσπορά με επικάλυψη |
hydroseeding | υδροσπορά |
hydrostatic elevation | υδροστατική στάθμη |
hydrostatic loads | υδροστατικά φορτία |
hydrostatic pressure | υδροστατική πίεση |
hyper-liquefier | υπερευστοποιητικό |
hyper-phosphate fertilizer | λίπασμα, υπερφωσφορικό |
hyperstatic structures | υπερστατικοί φορείς |
hypothesis / hypothetical | υπόθεση / υποθετικός |
hysteretic behaviour | υστερητική συμπεριφορά |
idealization | εξιδανίκευση |
idempotent | ταυτοδύναμος (μαθηματικά) |
identification marking | σύστημα αναγνώρισης |
identity/identical | ταυτότητα / ταυτοτικός |
idle deadline | ¶πρακτος προθεσμία |
idling | στασιμότητα |
igneous rock | εκρηξιγενή, πυριγενή πετρώματα |
illuminated traffic signs | φωτεινή σήμανση |
imaging | γραφικές απεικονίσεις (σε η/υ) |
immediate shear | ¶μεση διάτμηση |
immersed tube tunnel | υποθαλάσσια σήραγγα |
impact loading | φορτίο πρόσκρουσης |
impact of energy | κρούση ενέργειας |
impact severity level | επίπεδο δριμύτητας πρόσκρουσης |
impact test criteria | κριτήρια δοκιμών πρόσκρουσης |
impact | πρόσκρουση, σύγκρουση, επίδραση |
impacts of technology | επιπτώσεις της τεχνολογικής προόδου |
imperfect | ατελής |
impermeable | αδιαπέρατο |
impervious surfaces | αδιαπέρατες επιφάνειες |
implementation | υλοποίηση |
implication | επιπλοκή |
implicit function | πεπλεγμένη συνάρτηση |
implicit | υπονοούμενος, αυτονόητος |
impregnation | εμποτισμός |
improvement layer | εξυγιαντική στρώση |
improvement notice | δελτίο ελέγχου |
improvement of the environment | βελτίωση του περιβάλλοντος |
improvement | εξυγίανση, βελτίωση |
in blossom | θαλερός, ανθισμένος |
in cascade | κλιμακωτά |
in hot | εν θερμώ |
in plan | οριζοντιογραφικά |
in transition with | να συναρμόζει |
in triangular grid | πεσσοειδώς |
inaccessible | απρόσιτος |
inaccurate (integration) | προσεγγιστική (ολοκλήρωση), ανακριβής |
inception date | έναρξη (κατάθεσης προσφορών) |
incident (detection) | οδικό συμβάν (ανίχνευση) |
incident management programme | πρόγραμμα διαχείρισης έκτακτων περιστατικών |
inclined axial planes | κεκλιμένα αξονικά επίπεδα |
inclined loading | λοξή φόρτιση |
inclinometer (casing) | κλισιόμετρο |
inclusion | εγκλεισμός |
incommensurable | δυσανάλογος, ασύμμετρος |
incompatible | ασύμβατος |
incomplete | μισοτελειωμένος, ελλιπής |
inconsistent | ασυνεπής, ασυνεχής, ασυμβίβαστοι |
incremental displacement | σταδιακή μετατόπιση |
incremental method of construction | κατασκευή γέφυρας με τη μέθοδο της προώθησης |
incremental theory | θεωρία διαδοχικών βημάτων |
incrementally launched deck | προωθούμενος φορέας |
indeterminate | απροσδιόριστος |
index | δείκτης, ευρετήριο |
indirect | έμμεσος |
indiscernible | ανεπαίσθητος |
individual | ατομικός |
induce | παρακινώ |
inductive (loop detector) | επαγωγικός (βρόγχος ανίχνευσης οχημάτων) |
industrial effluent/waste / pollution | βιομηχανικά απόβλητα / μόλυνση |
industrial hazards | βιομηχανικοί κίνδυνοι |
industrialized | βιομηχανοποιημένος |
ineffective, inefficient | αναποτελεσματικός |
inelastic behaviour | ανελαστική συμπεριφορά |
inert gas | αδρανές αέριο |
inertia forces | αδρανειακές δυνάμεις |
inertial component | συνιστώσα αδράνειας |
inference | συμπέρασμα, επαγωγή |
infiltration ditch | τάφρος διήθησης |
infinite | ¶πειρος |
infinitesimal | απειροστός |
inflammable product | εύφλεκτο υλικό |
inflow discharge | παροχή εισόδου |
informal | ¶τυπος |
informatics | πληροφορική |
information science | επιστήμη της πληροφορικής |
informatory sign | πληροφοριακή πινακίδα |
infrastructural road safety | υποδομή οδικής ασφαλείας |
infrastructure implementation discipline | τμήμα υλοποίησης εγκαταστάσεων |
initial audit report | έκθεση αρχικής επιθεώρησης |
initial code | αρχική κωδικοποίηση |
initial conditions | αρχικές συνθήκες |
initial resistance to tear | αρχική αντίσταση σε σχίσιμο |
initial stress state | αρχική εντατική κατάσταση |
injunction | ασφαλιστικά μέτρα |
injury | κάκωση, τραυματισμός |
inland navigation | επίγεια πλοήγηση |
inland transport | χερσαίες μεταφορές |
inland waterway | υδάτινη οδός |
inlayers | ενστρώσεις, εναλλαγές |
inlet and outlet works | έργα εισόδου και εξόδου |
inlet gully | φρεάτιο υδροσυλλογής |
inlet line | γραμμή εισροής |
inner lining | εσωρράχιο |
inner profile | εσωρράχιο, εσωτερική διατομή |
input | είσοδος (δεδομένων) |
inseparable | αδιάσπαστος |
insert | εμπηγνύω |
in-service | κατά τη λειτουργία |
in-situ concrete slab | έγχυτη πλάκα σκυροδέματος |
in-situ construction | επιτόπια κατασκευή |
in-situ stress field | γεωστατικό πεδίο |
in-situ stress | επί τόπου τάση |
in-situ tests | επί τόπου δοκιμές |
inspection chamber | θάλαμος επίσκεψης / επιθεώρησης |
inspection gallery | διάδρομος επιθεώρησης |
inspection gantry/cradle | πλατφόρμα επιθεώρησης |
inspection request | αίτημα επιθεώρησης |
inspection shaft | οπή επιθεώρησης |
install | εγκαθιστώ |
institute of engineering seismology and earthquake engineering | ινστιτούτο τεχνικής σεισμολογίας και αντισεισμικών κατασκευών (ΙΤΣΑΚ) |
institutional framework | θεσμικό πλαίσιο |
instrument recesses | φωλιές οργάνων |
instrumentation | εγκατάσταση οργάνων |
intact rock | αρραγές /ακέραιο / ανέπαφο πέτρωμα |
intact strength | αντοχή ακέραιου πετρώματος |
intake basin | λεκάνη προσεισαγωγής |
intake points | θέσεις υδροληψίας |
intake | λήψη, δόση |
integrated transport systems (ITS) | ολοκληρωμένα συστήματα μεταφορών |
integration error | σφάλμα ολοκλήρωσης |
integration | ολοκλήρωση |
integrity of the lining | αξιοπιστία της επένδυσης |
intelligent method | ευφυής μέθοδος |
intelligent transport system (ITS) | ευφυές σύστημα ελέγχου κυκλοφορίας |
intense metamorphic phenomena | έντονα φαινόμενα δυναμομεταμόρφωσης |
intense schistosity | έντονη σχιστότητα |
intension | ένταση |
interactive | αλληλεπιδραστικός, διαδραστικός |
interbedded layer | ενδιάστρωση |
interbedded | σε εναλλαγές |
interbeds | ενστρώσεις, εναλλαγές |
intercept | απορροφώ, αναχαιτίζω, αποκόπτω |
interception channel/ditch | τάφρος αποκοπής/ αναχαίτισης |
interchange ramp | κλάδος κόμβου |
interchange, grade separated | ανισόπεδος κόμβος (Α/Κ) |
interconnection | διασύνδεση |
interface | διεπιφάνεια, διεπαφή, διασύνδεση (επικοινωνία) |
intergreen period | ενδιάμεσος χρόνος μεταξύ πράσινων ενδείξεων σε φωτεινό σηματοδότη |
interior of structures | εσωτερικό κλειστών τμημάτων τεχνικού |
interior tunnel lighting | φωτισμός εσωτερικού σήραγγας |
interlayers | ενδιάμεσα στρώματα |
interlocking | αλληλοεμπλοκή |
intermediate diaphragm | διαδοκίδα |
intermediate layered | μεσοπλακώδης |
intermediate resting landing | ενδιάμεσο πλατύσκαλο ανάπαυσης |
intermitted line = gapped line | διακεκομμένη γραμμή |
intermodal transport | μεταφορές με αλλαγή μέσου |
internal angle of friction | εσωτερική γωνία τριβής |
internal audit | εσωτερικός έλεγχος |
internal drainage gully | φρεάτιο εσωτερικής αποχέτευσης |
internal force | καταναγκασμός |
international roughness index | διεθνής δείκτης ομαλότητας |
international transport | διεθνείς μεταφορές |
interpolation | παρεμβολή |
interpretative report | έκθεση αξιολόγησης |
interrelation | αλληλοεμπλοκή |
intersection | κόμβος |
intersection, at grade / grade-separated | ισόπεδος / ανισόπεδος κόμβος |
interval | ισοδιάσταση, διάστημα |
intimate scale | ελάχιστη κλίμακα |
intra-community transport | ενδοκοινοτικές μεταφορές |
intrados | εσωρράχιο |
intrinsic | εγγενής, ενσωματωμένος |
introducer | εισηγητής |
intrusive | διεισδυτική (ενοχλητικά) |
intuition | ενόραση, έμπνευση |
invariant | αναλλοίωτος |
inventory | απογραφή (στοιχείων υποδομής) |
invert arch | ανάστροφο τόξο πυθμένα |
invert | ανάστροφο, αντίστροφο |
inverted beam | ανάστροφη δοκός |
investigation pits | ερευνητικά φρεάτια |
investigation | διασκόπηση, διερεύνηση |
investment (COST) | (κόστος) επένδυσης |
invitation to tender | πρόσκληση συμμετοχής |
inward bend | εσωτερικά καμπτόμενος οπλισμός |
iocene | ιώκαινος |
iron sheet | λαμαρίνα |
irreducible | ανεπίδεκτος μείωσης |
irregular | ακανόνιστος |
irrevocable decision | αμετάκλητη απόφαση |
irrigation channels | απαγωγή νερού, σύστημα |
irrigation works | αρδευτικά έργα |
island | νησίδα (σε οδόστρωμα) |
iso | πρότυπο iso |
isolation devices | διατάξεις μόνωσης |
isostatic field | ισοστατικό πεδίο |
isotropic stress field | συνθήκες ισότροπου πεδίου |
isotropic | ισότροπο |
item | αντικείμενο |
iteration | επαναληπτικός |
iterative procedure | επαναληπτική διαδικασία |
jack | γρύλος ανύψωσης |
jacket | μανδύας |
jacking force | δύναμη ανύψωσης |
jacking of deck | ανύψωση με γρύλο του φορέα |
jacking of tendons | τάνυση των τενόντων |
jet fans | ωστικοί ανεμιστήρες |
jet pile | μικροπάσσαλος |
jet | πίδακας |
joint filling | υλικό πληρώσεως διακλάσεων |
joint gap | εύρος αρμού |
joint minster decision (JMD) | κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) |
joint set | επίπεδο ασυνεχειών |
joint steering committee | μικτή επιτροπή καθοδήγησης |
joint | αρμός, διάκλαση, ασυνέχεια |
joint, weak | διάκλαση, ασθενής |
joystick | χειριστήριο |
judicial protection | δικαστική προστασία |
junction layout | διαμόρφωση κόμβου (κάτοψη) |
junction outlet | φρεάτιο σύνδεσης και απαγωγής ομβρίων |
junction | σύνδεση, κόμβος, διασταύρωση |
jurassic | ιουράσσιος |
justify | αιτιολογώ (προσφορές) |
jute mat | στρώμα κάνναβης |
jute mesh | πλέγμα γιούτα |
kaolin | καολίνης |
karstic (limestone) | καρστικός (ασβεστόλιθος) |
kerb gully | αποχέτευση κρασπεδόρειθρου |
kerb | κρασπεδόρειθρο |
kerbed island | κρασπεδομένη νησίδα (οδοποιία) |
key bench | αναβαθμός αγκύρωσης |
key | κλείδα |
keypad | πληκτρολόγιο |
kicker | κατασκευαστική προεξοχή για την έδραση του ξυλότυπου |
kilometre post | χιλιομετρικός δείκτης |
kinematic fatigue | κινηματική καταπόνηση |
kinematic interference | κινηματική αλληλεπίδραση |
kinematic viscosity | κινητικό ιξώδες |
kinematic | κινηματικός |
kinetic energy | κινητική ενέργεια |
kink | σημείο καμπής |
knoll | τούμπα εδάφους, λοφίσκος |
kyoto convention/protocol | συνθήκη του κιότο (περιορισμού αέριων ρύπων) |
la los angeles test | δοκιμή λος ¶ντζελες ή δοκιμή σε αντοχή σε τριβή και κρούση |
lab = laboratory | εργαστήριο |
labelling | οδηγός αναγνώρισης |
laboratory (engineer) | (μηχανικός) εργαστηρίου |
labour inspection | επιθεώρηση εργασίας |
ladder base | βάση κλίμακας |
lake clay | λιμναία άργιλος |
lamellar | στρωματικός |
lamina (of leaf) | έλασμα (φύλλου) |
lamination | μικροδιάστρωση |
lamp | λαμπτήρας ελέγχου |
land cover | φυτοκάλυψη, κάλυψη γης |
land requirement zone | ζώνη κατάληψης |
land survey | επίγεια τοπογραφική αποτύπωση, κτηματογράφηση |
land surveying mapping | κτηματογραφική αποτύπωση |
land surveying works | εργασίες κτηματογράφησης |
land tenure | κατοχή γης |
land title | τίτλος κυριότητας γης |
land transport | χερσαίες μεταφορές |
land use | χρήση γης |
land value | αξία γης |
landfill site | χώρος απόθεσης |
landform treatment | αποκατάσταση τοπίου |
landform | εδαφικό ανάγλυφο |
landing | πλατύσκαλο |
landmark | οριοδείκτης, ορόσημο |
lands engineer | μηχανικός απαλλοτριώσεων και αδειών |
landscape architect planner | χωροτάκτης |
landscape architect | αρχιτέκτονας τοπίου |
landscape assessment | εκτίμηση τοπίου |
landscape design guide | οδηγός σχεδιασμού αποκατάστασης τοπίου |
landscape enhancement | αναβάθμιση τοπίου |
landscape envelope | περιβάλλουσα του τοπίου |
landscape management | διαχείριση διαμόρφωσης τοπίου |
landscape operations specialist | ειδικός αποκατάστασης τοπίου |
landscape restoration study (LRS) | μελέτη αποκατάστασης τοπίου |
landscape restoration | αποκατάσταση τοπίου |
landscape strategy | στρατηγική διαμόρφωσης τοπίου |
landscape type | τύπος τοπίου |
landscape unit | μονάδα τοπίου |
landscaping | διαμόρφωση, (αποκατάσταση) τοπίου |
landslide | κατολίσθηση |
landslided formation | ολισθημένος σχηματισμός |
landslip material | υλικό κατολίσθησης |
landslip | κατολίσθηση γαιών |
lane bridge | πεζογέφυρα |
lane control signals (LCS) | σήματα (ηλεκτρονικά) ελέγχου λωρίδων κυκλοφορίας |
lane drop | θέση αφαίρεσης λωρίδων κυκλοφορίας |
lane gain | προσθήκη λωρίδας |
lane markings | διάγραμμα διαχωρισμού λωρίδων |
lane merge | συμβολή κυκλοφοριακών λωρίδων |
lane, acceleration | λωρίδα επιτάχυνσης |
lane, deceleration | λωρίδα επιβράδυνσης |
lapping length | μήκος παράθεσης |
lapping | υπερκάλυψη, μάτισμα |
large scale instability | αστάθεια κλίμακας ολόκληρης πλαγιάς |
lateral buffer area | πλευρική μεταβατική ζώνη εισόδου |
lateral clearance | πλευρικό ελεύθερο περιθώριο |
lateral cross fall | εγκάρσια επίκλιση |
lateral friction | πλευρική τριβή |
lateral kinetic loading | πλευρική κινητική φόρτιση |
lateral load | πλευρικό φορτίο |
lateral pressure of fresh concrete on vertical formwork | ώθηση νωπού σκυροδέματος σε κατακόρυφα καλούπια |
lateral station | πλευρικός σταθμός |
lattice girder | δικτυωτό πλαίσιο |
launch assembly / pad / vehicle | εγκαταστάσεις εκτόξευσης / εξέδρα / όχημα |
launching gantry | ικρίωμα προώθησης |
launching method of construction | κατασκευή με προώθηση |
launching truss | δικτύωμα προώθησης |
launching | προώθηση (σε γέφυρα) |
lay | διαστρώνω |
lay-by | πλευρικός χώρος στάθμευσης |
layer, underlying | στρώση, υποκείμενη |
layering, laying | διάστρωση |
layout plan | οριζοντιογραφία |
layout | διάταξη |
ld key | κλειδί γάμα |
lead pollution | μόλυνση με μόλυβδο |
leaky feeder | διαρρέων τροφοδότης |
leave-bearing cuttings | μοσχεύματα, φυλλοφόρα |
left turn lane | λωρίδα αριστερής στροφής |
leg (of a bar) | μέλος (ράβδου) |
legal and substantial causes (of an appeal) | νομικές και πραγματικές αιτιάσεις (προσφυγής) |
legal counsellor | νομικός σύμβουλος |
legal interest | έννομο συμφέρον |
legal service | νομική υπηρεσία |
legend | υπόμνημα |
legumes | ψυχανθή |
length of need of barrier | αναγκαίο μήκος στηθαίου |
lenticular | φακοειδής |
lethargy | λήθαργος |
lettering | αναγραφή |
levees | αναχώματα ποταμού για διευθέτηση |
level base points | υψόμετρα αφετηριών |
level bench marks (repers) | χωροσταθμικές αφετηρίες |
level crossing | ισόπεδη διάβαση |
level drop | πτώση ύψους |
level error tolerance | ανοχή υψομετρικού σφάλματος |
level gauge | μετρητής παροχής δεη |
level network | χωροσταθμικό δίκτυο |
level of service | στάθμη εξυπηρέτησης (κυκλοφορίας) |
level of working width | επίπεδο εργάσιμου εύρους |
level traverse | χωροσταθμική όδευση |
level | χωροβάτης |
levelling layer | ισοπεδωτική στρώση |
levelling | εξομάλυνση εδάφους |
lever arm | μοχλοβραχίονας |
liability for environmental damage / harm | αγωγή για περιβαλλοντική βλάβη |
license / licensee / licensing | ¶δεια / ο κάτοχος άδειας / αδειοδότηση |
liftable barrier | αφαιρετό στηθαίο |
lifting of deck | ανύψωση φορέα |
lifting points | σημεία στήριξης |
light goods vehicle | ελαφρύ φορτηγό |
light liquid separator | διαχωριστής ελαφρών υγρών |
light signal | φωτεινό σήμα |
light source | φωτεινή πηγή |
lighting for safe work at work sites | φωτισμός για ασφαλή εργασία σε εργοτάξια |
lighting post / system | στύλος / σύστημα ηλεκτροφωτισμού |
lighting | φωτισμός |
light-weight concrete | ελαφρομπετόν |
lightweight vehicle | ελαφρύ όχημα |
limestone | ασβεστόλιθος |
limit analysis / equilibrium | οριακή ανάλυση / ισορροπία |
limit equilibrium analysis | ανάλυση οριακής ισορροπίας |
limit state analysis | μέθοδος οριακών καταστάσεων |
limit state | οριακή κατάσταση |
limit | όριο (μαθηματικά) |
limiting value | οριακή τιμή |
linear bearing | γραμμικό εφέδρανο |
linear feature | γραμμικό χαρακτηριστικό |
linear interpolation | γραμμική παρεμβολή |
linear referencing | γραμμικός συσχετισμός |
linear upland feature | γραμμικό χαρακτηριστικό σε υψίπεδα |
linearly related | σχετίζεται γραμμικά |
lined notepad | μπλοκ με γραμμές |
lined wall | επενδυτικό τοιχίο |
lining stress controllers | ελεγκτές τάσεως τελικής επένδυσης (σε σήραγγα) |
lining | επένδυση (τοιχωμάτων) |
link plates through bolts | πλάκες σύνδεσης μέσω κοχλιών |
link road | συνδετήρια οδός |
link | συνδετήρας, δακτύλιος, συνδέω |
liquefaction | ρευστοποίηση |
liquefier | ρευστοποητικό |
liquid film | υγρή μεμβράνη |
liquid limit | όριο υδαρότητας |
liquid separator | διαχωριστής υγρών |
liquids | υγρά |
literal | λεκτικό, κυριολεκτικός |
lithic (sandstone) | λιθοπαγής (ψαμμίτης) |
lithology | λιθολογία |
live load | κινητό φορτίο |
load applied normal to bedding | φορτίο που εφαρμόζεται κάθετα στο στρώμα |
load bearing capacity | φορτοικανότητα λειτουργίας |
load cells | κυψέλες φορτίου |
load transportation system | σύστημα μεταφοράς φορτίου |
load, lateral | φορτίο πλευρικό |
load, vertical | φορτίο κατακόρυφο |
loader | φορτωτής |
loading conditions | συνθήκες φόρτισης |
loading model | μοντέλο φορτίσεων |
loading | καταπόνηση |
loading, temperature | φόρτιση θερμοκρασιακή |
local area network | τοπικό δίκτυο |
local control centre (station) | περιφερειακό κέντρο (σταθμός) ελέγχου |
local distinctiveness | τοπική διάκριση |
local roads / street | τοπικές οδοί |
localized peak values (of stresses) | τοπική αιχμή (τάσης) |
location of water taking | θέση υδροληψίας |
lock | κλειδώνω |
logbook | βιβλίο μηχανικής παρακολούθησης (οχήματος) |
logistics | διαχείριση εμπορευμάτων |
long fall | κατά μήκος κλίση |
long section, profile | μηκοτομή |
longitudinal buffer area | διαμήκης μεταβατική ζώνη εισόδου |
longitudinal direction (of the bridge axis) | διαμήκης διεύθυνση (άξονα γέφυρας) |
longitudinal drain / joint | γραμμικό στραγγιστήριο / αρμός |
longitudinal road gradient | κατά μήκος κλίση οδού |
longitudinal roughness | κατά μήκος ομαλότητα οδού |
longitudinal section / l-section | μηκοτομή |
longitudinal ventilation | επιμήκης εξαερισμός |
longitudinal | διαμήκης |
long-term durability | μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα |
loop detection system | σύστημα ανίχνευσης (οχημάτων) με βρόχο |
loop ramps | ράμπες βρόγχου (ανισόπεδος κόμβος) |
loop | βρόγχος (ανισόπεδος κόμβος) |
loose fragmented surface materials, residual | επιφανειακός χαλαρός μανδύας από υλικό αποσάθρωσης αυτόχθονο |
loose material | χύμα (χαλαρό) υλικό |
lorry | φορτηγό |
loss (of support) | απώλεια (στήριξης) |
lost time | μη χρησιμοποιούμενος χρόνος (φανάρι) |
lot | σπορομερίδα, γεωτεμάχιο |
loud speaker installation | μεγαφωνική εγκατάσταση |
low cover portal structure | χαμηλό υπερκείμενο (σε σήραγγα) |
low in situ stresses | χαμηλές τοπικές τάσεις |
low shrinkage concrete | σκυρόδεμα χαμηλής συρρίκνωσης |
lowest bidder | πρώτος μειοδότης |
lowland | χαμηλή περιοχή |
lub | ελάχιστο άνω φράγμα |
lubricant | λιπαντικό μέσο |
macadam | ασφαλτόμιγμα με ευμεγέθη χαλίκια |
machinery den | υπόστεγο μηχανημάτων |
macro texture | επιφανειακή υφή |
magazine file | κουτί αρχειοθέτησης |
magnesium sulphate test | δοκιμή (υγείας) με θειικό μαγνήσιο |
main artery | κεντρική αρτηρία |
main collector pipe | συλλεκτήριος αγωγός |
main construction project | κύριο έργο προς κατασκευή |
main girder | κύρια δοκός |
main solution | κύρια λύση |
mainline | κύριος οδικός άξονας |
maintaining authority | αρχή συντήρησης |
maintenance crossovers | θέσεις εκτροπής κυκλοφορίας για συντήρηση |
maintenance data management | διαχείριση δεδομένων συντήρησης |
maintenance engineer | μηχανικός συντήρησης |
maintenance gantry / cradle | πλατφόρμα συντήρησης |
maintenance linear referencing system | γραμμικό σύστημα αναφοράς συντήρησης |
maintenance post marker | χιλιομετρικός δείκτης συντήρησης |
maintenance replacement programme | πρόγραμμα αντικατάστασης για συντήρηση |
maintenance shop | συνεργείο οχημάτων / μηχανημάτων |
maintenance | συντήρηση |
major transportation project | κύριο κυκλοφοριακό έργο |
majority | πλειοψηφία |
man hole | ανθρωποθυρίδα, οπή επίσκεψης |
management of (solid) waste | διαχείριση (στερεών) αποβλήτων |
management of resources | διαχείριση () πηγών |
management support division | τμήμα διοικητικής μέριμνας |
manager | διευθυντής, διαχειριστής |
managerial committee | διευθυντική επιτροπή |
managing authority | διευθύνουσα υπηρεσία |
mandate for harmonization of the national standards for road safety in the EU - EFTA countries | υποχρέωση εναρμόνισης των ευρωπαϊκών προδιαγραφών για την οδική ασφάλεια στις χώρες της ΕΕ και της ΕΖΕΣ |
mandatory sign | ρυθμιστική πινακίδα |
man-made (LAKE) | χειροποίητο, (τεχνητή λίμνη) |
man-made catastrophe | καταστροφές ανθρώπινης υπαιτιότητας |
manned flight | επανδρωμένη πτήση |
manning roughness coefficient | συντελεστής τραχύτητας manning |
manoeuvre zone | ζώνη χειρισμού |
manoeuvre | ελιγμός |
mantle | μανδύας |
mapping of ecosystems | χαρτογράφηση οικοσυστημάτων |
mapping zone | ζώνη χαρτογράφησης |
marginal cost | οριακό κόστος |
marginal failure | οριακή κατάσταση αστοχίας |
marginal length | οριακό μήκος |
marine ecosystem / environment | θαλάσσιο οικοσύστημα / περιβάλλον |
marine flora & fauna / life | θαλάσσια χλωρίδα & πανίδα / ζωή |
marine pollution | θαλάσσια ρύπανση |
marine works | θαλάσσια μηχανική |
maritime transport / connection | θαλάσσια μεταφορά / σύνδεση |
mark | ένδειξη, σημάδι |
marker post | οριοδείκτης |
marker | σημειωτής |
market value | αγοραία αξία |
marl | μάργα |
marsh, swamp, wetland | έλος |
masking wall, cheek wall | πλευρικός τοίχος |
masonry opening | κούφωμα (τοιχοποιία) |
mass concrete | μαζικό σκυρόδεμα |
mass haul diagram | διάγραμμα κίνησης γαιών |
mass transit | μαζικές μεταφορές |
masterset | υπερσύνολο |
mastic asphalt | ασφαλτική μαστίχη |
material inconstancies | ασυνέχειες υλικού |
material transported by floods | προϊόντα εκπλύσεως |
materials officer | διαχειριστής υλικού |
mathematic simulation / or | μαθηματική προσομοίωση / ωτής |
matrix sign (LCS) | σήμα μήτρας lcs |
matrix stiffness | μητρώο ακαμψίας |
matrix | συνδετικό υλικό (γεωλογικών στρωμάτων) |
mattress | στρώμα |
maximize | μεγιστοποιώ |
maximum allowable variations | μέγιστες επιτρεπόμενες αποκλίσεις |
maximum dry density - mdd | μέγιστη ξηρά πυκνότητα μξπ |
maximum grain size | μέγιστη διάσταση κόκκου |
maximum hourly traffic | μέγιστη ωριαία κυκλοφορία |
maximum laboratory density - mld | μέγιστη εργαστηριακή πυκνότητα μεπ |
maximum speed / weight / superelevation on curve | μέγιστη ταχύτητα / φορτίο / επίκλιση σε καμπύλη |
maximum test pressure | μέγιστη πίεση δοκιμής |
mean erection temperature | μέση θερμοκρασία κατά τη διάρκεια κατασκευής |
mean face error | μέσο σφάλμα μέτρησης |
mean value | μέσος όρος |
means of transport | μέσα μεταφοράς |
measurable | μετρήσιμος |
measured data | μετρητικά δεδομένα |
measurement of convergence | μέτρηση σύγκλισης (σήραγγα) |
measurement of porosity | πορομετρία |
measurements | μετρήσεις |
mechanical clinometer | μηχανικό κλισιόμετρο |
mechanical engineer | μηχανολόγος μηχανικός |
mechanical noise control engineer | μηχανολόγος μηχανικός ήχου |
mechanical operations engineer | μηχανικός συντήρησης μηχανολογικών εγκαταστάσεων |
mechanical pencil (leads) | (μύτες) μηχανικού μολυβιού |
mechanical properties / behaviour | μηχανικές ιδιότητες / συμπεριφορά |
mechanical stabilisation | μηχανική σταθεροποίηση |
mechanical strength / vibration | μηχανική αντοχή / δόνηση |
mechanics of fluids | ρευστομηχανική |
mechanics | μηχανική |
median edge | ¶κρο προς τη κεντρική νησίδα |
median guardrail | αμφίπλευρο στηθαίο |
median | κεντρική διαχωριστική νησίδα |
medical supplies | φαρμακευτικά είδη |
mediterranean | μεσόγειος |
medium bedded | μεσοστρωματώδης / μεσοπλακώδης |
medium scale | μέσου μεγέθους κλίμακα |
medium | μέσο (ύλη) |
member (of rocks) | σχηματισμός (πετρωμάτων), μέλος |
membrane forces | διαφραγματικές δυνάμεις |
memorandum to employees | υπόμνημα προς υπαλλήλους |
memory location | θέση μνήμης |
menu | κατάλογος επιλογών |
meocene | μυόκαινος |
merchant fleet / marine, navy | εμπορικός στόλος / ναυτιλία |
mercury / heavy metals pollution | ρύπανση με υδράργυρο / βαρέα μέταλλα |
merge | συμβολή, συγχωνεύω |
merging traffic | συμβάλλουσα κυκλοφορία |
merging zone | ζώνη ενσωμάτωσης |
mesh span | ¶νοιγμα βρογχίδας (κόσκινο) |
message | αναγραφή |
messenger | κλητήρας |
meta sandstone | μεταψαμμίτης |
metal (lic) structure | μεταλλικές κατασκευές |
metal steel grid | μεταλλικό χαλύβδινο πλέγμα |
metamorphic | μεταμορφωμένα, μεταμορφικά |
meteorology | μετεωρολογία |
meter | μετρητής |
methyl bromite | βρωμιούχο μεθύλιο |
methylene blue | μπλε του μεθυλενίου |
mica schist | μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος |
mica | μαρμαρυγίες |
micro augenised | μικροοφθαλμώδης |
micro bubble | μικροφυσσαλίδα |
micro crack | μικροθραύση |
micro element | ιχνοστοιχείο |
micro flora treatment | υλικό μικροχλωρίδας |
micro fold axis | ¶ξονας μικροπτυχώσεων |
micro pore | μικροπόρος |
micro soil pockets | συσσωμάτωση βλάστησης |
micro surfacing | λεπτή επιφανειακή στρώση |
micro texture | μικροϋφή επιφάνειας |
micro wave radiation | μικροκύματα |
mid rail | ράβδος μεσοδιαστήματος |
migratory bird | αποδημητικό πτηνό |
mild energy | ήπια ενέργεια |
mild steel | μαλακός χάλυβας |
milder gradient | ηπιότερη κλίση |
milestone | ορόσημο (συχνά χρονικό) |
milling | φρεζάρισμα, αποξήλωση |
mineral fibres | μεταλλικές ίνες |
mineral salt / resources | ορυκτό αλάτι / πηγή |
mineralogical | ορυκτολογικός |
minimize | ελαχιστοποιώ |
minimum clear height | ελάχιστο ελεύθερο ύψος |
minimum delineator slope | ελάχιστη κλίση οριογραμμών |
minimum radius of curvature / speed | ελάχιστη ακτίνα καμπυλότητας / ταχύτητα |
minimum running period | ελάχιστο διάστημα κίνησης, λειτουργάς |
mining | εξόρυξη |
minority | μειοψηφία |
minutes | πρακτικά (συνάντησης) |
mist propagation | υδρονέφωση |
mitigation measures | αντισταθμιστικά μέτρα |
mitigation of impact | μετριασμός επιπτώσεων |
mitigation | αντιστάθμιση, μετριασμός |
mix design | σύνθεση (ασφαλτο)μίγματος |
mixer | αναμικτήρας |
mixing plant | συγκρότημα παραγωγής (ασφαλτο)μίγματος |
mobility | κινητικότητα |
modal identification | ιδιομορφική αναγνώριση |
mode of transport | μεταφορικό μέσο |
mode shapes | ιδομορφές |
model analysis | υπολογιστικό μοντέλο |
modernisation | εκσυγχρονισμός |
modified asphalt | τροποποιημένη άσφαλτος |
modified compaction test | τροποποιημένη δοκιμή συμπύκνωσης |
modular system | δομο-στοιχειωτό σύστημα (σπονδυλωτό) |
module | μονάδα |
modulus of elasticity (plasticity) | μέτρο ελαστικότητας (πλαστικότητας) |
modulus | συντελεστής |
modus | τρόπος |
mohr envelope | περιβάλλουσα mohr |
moist | νοτισμένος |
molasses formations | μολασσικοί σχηματισμοί |
molecular | μοριακός |
moment (bending) | ροπή (καμπτική) |
moment of inertia | ροπή αδρανείας |
momentary visibility impairment | στιγμιαία απώλεια ορατότητας |
monitor | ελέγχω, παρακολουθώ |
monitoring instrumentation | όργανα μέτρησης |
monitoring point | μάρτυρας |
monitors | μάρτυρες, οθόνες |
monochrome landscape | μονόχρωμο τοπίο |
monument | μνημείο, χωροσταθμικός δείκτης |
moral science | ηθική επιστήμη |
morphology | μορφολογία |
mortar | (ασφαλτο)κονίαμα |
mortgage | υποθήκη |
motor | κινητήρας |
motorbike / cycle | μοτοποδήλατο / σακό |
motorway administration centre | κέντρο διοίκησης αυτοκινητόδρομου |
motorway toll | διόδια αυτοκινητοδρόμου |
mountain area | ορεινή περιοχή |
mountainous surface water management | ορεινή υδρονομία |
movable (movement) joint | αρμός διαστολής |
movable barrier | κινητό στηθαίο |
movable bearing | κινητό εφέδρανο |
movement grid (land survey) | δίκτυο μικρομετακινήσεων |
movement | μετατόπιση |
mulch | υλικό επικάλυψης |
multiaxial stress / strain | πολυαξονική τάση / καταπόνηση |
multi-layer surface dressing | πολλαπλές ασφαλτικές επαλείψεις |
multimodal (combined) transport | συνδυασμένες μεταφορές |
multiple headings | πολλαπλά μέτωπα προσβολής |
multiple weaving section | τμήμα πολλαπλής πλέξης |
muted landscape | μουντό τοπίο |
mychoriza | μυκόριζα |
mylonite | μυλωνίτης |
mylonitization zone | ζώνη μυλωνιτίωσης |
nailing | ήλωση |
narrowing zone | ζώνη μείωσης διατομής |
national agricultural research foundation | εθνικό ίδρυμα αγροτικής έρευνας (εθιαγε) |
national cadastral | εθνικό κτηματολόγιο |
national level network | εθνικό χωροσταθμικό δίκτυο |
national road administration | εθνική διοίκηση αυτοκινητόδρομων |
native flora | γηγενής χλωρίδα |
natural aggregates | φυσικά αδρανή |
natural angle of repose | φυσική γωνία πρανούς |
natural catastrophe = disaster / hazard | φυσική καταστροφή / κίνδυνος |
natural caverns | φυσικές σπηλιές |
natural cementing bundle | δέσμη φυσικής σιμέντωσης |
natural daylight | φυσικός φωτισμός |
natural drainage line | μισγάγγεια |
natural frequency | ιδιοσυχνότητα |
natural park / reserve | εθνικό πάρκο (προστατευόμενο) |
natural properties / science | φυσικές ιδιότητες / επιστήμες |
natural resources | πλουτοπαραγωγικές πηγές (φυσικές) |
naturalness | φυσικότητα |
navigable waterway | πλωτή χερσαία οδός |
navigation | ναυσιπλοΐα, καθοδήγηση |
necessity | αναγκαιότητα |
necrosis (of the root system) | νέκρωση (ριζικού συστήματος) |
negation / negative | ¶ρνηση / αρνητικός |
negative skin friction | αρνητική επιφανειακή τριβή |
negotiation committee | επιτροπή διαπραγμάτευσης |
net vertical opening | ελεύθερο ορθό άνοιγμα |
net yield pressure | διορθωμένη τάση διαρροής |
net | δίκτυο, καθαρό (χωρίς απόβαρο, προσαυξήσεις κλπ.) |
netting system | σύστημα συρματοπλέγματος |
network referencing | σύστημα αναφοράς |
network | δίκτυο |
neural (network) | νευρωνικό (δίκτυο) |
neutral area | αποκλεισμένη περιοχή |
niche | φωλιά |
niches | ερμάρια |
nitric oxide, nitrogen oxides (noxes) | οξείδιο αζώτου |
nitrogen fertilizer | λίπασμα αζωτούχο |
nodal | επικόμβιος, κομβικός |
node | κόμβος, γόνυ |
noise barrier, control panel, screen | ηχοπέτασμα |
noise bund | ανάχωμα ηχοπροστασίας |
noise pollution, nuisance | ηχορύπανση |
noise protection | ηχοπροστασία |
nomograms | νομογραφήματα |
non associated flow rule | μη συζευγμένος νόμος διαρροής |
non-compliance report form (ncr form) | έντυπο αναφοράς μη-συμμόρφωσης |
non-conformances list form | έντυπο λίστας μη-συμμορφώσεων |
non-destructive method | μέθοδος μη καταστροφική |
non-linear (elastoplastic) behaviour | μη γραμμική (ελαστοπλαστική) συμπεριφορά |
non-polluting vehicle | όχημα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας |
non-reinforced concrete | γκρο μπετόν |
non-shrinking mortar | μη συρρικνούμενη τσιμεντοκονία |
non-usual loading | μη συνήθης φόρτιση |
norm | πρότυπο, νόρμα |
normal cross-fall | επίκλιση σε ευθυγραμμία |
normal stress | ορθή τάση |
normalization | κανονικοποίηση |
nose (of island) | ¶κρο (νησίδας) |
nosing of joints | υλικό πλήρωσης αρμών (γέφυρες) |
notation | υποσημείωση |
notch face | εκτράχυνση πρανούς |
notice | προκήρυξη, σημείωμα |
notifying body | αρμόδιο όργανο |
nozzle | ακροφύσιο |
nuclear physics | πυρηνική φυσική |
nuclear waste | πυρηνικό απόβλητο |
nuisance | ενόχληση |
number plate = vehicle registration | αριθμός κυκλοφορίας οχήματος |
numbers and units | αριθμοί και μονάδες |
numerical computation | αριθμητικοί υπολογισμοί |
numerical integration / method / analysis | αριθμητική ολοκλήρωση / μέθοδος / ανάλυση |
numerical modelling (analysis) | αριθμητική προσομοίωση (ανάλυση) |
numerical simulation models | μοντέλα αριθμητικής προσομοίωσης |
nursery works | φυτωριακές εργασίες |
nursery | φυτώριο, σπορείο |
nut, bolt | κοχλίας |
nutrition conditions | θρέψη (φυταρίων) |
nutritious element | θρεπτικό στοιχείο |
object snap | προσάρτηση αντικειμένου (η/υ) |
objecting party | ενιστάμενος |
objection | ένσταση |
obscurity | θολότητα |
observation angle | γωνία παρατήρησης |
observation well | πιεζόμετρο απλού τύπου (στάθμη υπόγειου υδάτινου ορίζοντα) |
observational method | μέθοδος παρακολούθησης |
occupancy | βαθμός κατάληψης |
occupational physician | γιατρός εργασίας |
oceanography | ωκεανογραφία |
oedometer | οιδίμετρο |
oedometric compression test | δοκιμή οιδίμετρου |
off-carriageway stopping | στάση εκτός οδοστρώματος |
official government gazette | εφημερίδα της κυβέρνησης |
official journal of the european communities | επίσημη εφημερίδα ευρωπαϊκών κοινοτήτων |
offset | απόσταση, μετατόπιση |
oil pipeline | αγωγός καυσίμων |
oil pollution/slick/spill | μόλυνση από διαρροή καυσίμων |
oil spill | κηλίδα (μόλυνση) πετρελαίου |
oil tanker | δεξαμενόπλοιο |
oil trap | παγίδα ελαίων (αποχέτευση) |
olistostrome | ολισθόστρωμα |
on the tangent | σε ευθυγραμμία, εφαπτομενικά |
one end stressing | μονόπλευρη τάνυση |
one heading | μία φάση διάνοιξης |
one-directional cross fall | μονοκλινής διατομή |
one-sided jacket | μονόπλευρος μανδύας |
one-way street | μονόδρομος |
on-shore sampling drill | δειγματοληπτική γεώτρηση ξηράς |
on-site data | στοιχεία υπαίθρου |
open enclosure | ανοιχτή έγκλιση |
open flame | ανοιχτή φλόγα |
open graded friction courses | αντιολισθηρές στρώσεις ανοικτής διαβάθμισης αδρανών |
open pit mine / open caste mine | ορυχείο ανοιχτής εκσκαφής |
open system | ανοικτό σύστημα |
open weave plastic guards | πλαστικοί φράκτες ανοιχτού πλέγματος |
operating speed | λειτουργική ταχύτητα |
operation and maintenance regime | διαδικασίες λειτουργίας και συντήρησης |
operation research | επιχειρησιακή έρευνα |
operation | λειτουργία |
operational programme | επιχειρησιακό πρόγραμμα |
operational research | επιχειρησιακή έρευνα |
operational velocity | λειτουργική ταχύτητα |
operations and maintenance directorate | διεύθυνση συντήρησης και λειτουργίας |
operations committee | επιτροπή λειτουργίας |
operations department | διεύθυνση λειτουργίας |
operator | χειριστής, τελεστής (μαθηματικά) |
opine | αποφαίνομαι |
opportunity for improvement | πρόταση βελτίωσης |
opposing directions of traffic | αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας |
opposite arrangement | αμφίπλευρη διάταξη |
opposite | απέναντι, αντίθετος |
optical fibre | οπτικός αγωγός / ίνα |
optimize | βελτιστοποιώ |
optimum water content | βέλτιστη υγρασία |
opting out | ρήτρα εξαίρεσης |
option, optional | επιλογή, προαιρετικός |
orbit | τροχιά |
order / ordered | διάταξη / διατεταγμένος |
ordinal | τακτικός (μαθηματικά) |
ordinary | συνήθης |
organic fibres | οργανικές ίνες |
organic materials | οργανικά υλικά |
organic pollution | μόλυνση από οργανικές ουσίες |
organization (i.e. of accident prevention at work sites) | οργάνωση (πχ. πρόληψης ατυχημάτων στα εργοτάξια) |
orifice plate | διάφραγμα στομίου |
originator | εγείρων |
orthophotomap | ορθοφωτοχάρτης |
orthotropic | ορθότροπος |
oscillation | ταλάντωση |
outer edge | εξωτερικό άκρο |
outer lining | εξωράχιο |
outfall | ληκτική απαγωγός διώρυγα / στόμιο εκβολής / εκβολή |
outflow ditch | τάφρος εκροής |
outlet | διέξοδος (εκροή) (υδραυλικά) |
output lines | γραμμές απόδοσης |
output | παραγωγή |
overall width | συνολικό εύρος, ελεύθερο πλάτος (κούφωμα) |
overbanks | κοίτη υψηλής στάθμης (η περιοχή που πλημμυρίζει σε διευθετημένη κοίτη) |
overbooking | υπερπλήρωση (κρατήσεις θέσεων) |
overbreak | υπερεκσκαφή |
overbridge | ¶νω διάβαση |
overburden | υπερκείμενο |
overexcavation | υπερεκσκαφή |
overexploitation of resources | υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων |
overflow | υπερχείλιση |
overhead power lines | εναέριες γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος |
overhead signs | εναέριες πινακίδες |
overhead works | εναέριες εργασίες |
overheads | γενικά έξοδα |
overheight vehicle detection | ανίχνευση υπερυψηλών οχημάτων |
overlap error | σφάλμα επικάλυψης |
overlappings | ματίσματα, μήκος παράθεσης |
overlaying | επικαθήμενος |
overloading coefficient | συντελεστής υπερφόρτισης |
overpass | ¶νω διάβαση |
overrun | υπέρβαση |
oversaturation flow | ροή υπό υπερ-κορεσμένες συνθήκες |
oversteepening | υποσκαφή (με απότομη κλίση λόγω διάβρωσης από ροή νερού) |
overstrength | υπεραντοχή |
overtake | προσπερνώ |
overtaking lane | λωρίδα προσπέρασης |
overtaking sight distance | μήκος ορατότητας για προσπέραση |
overturn | ανατροπή |
overturning moment | ροπή ανατροπής |
ozone layer | στρώμα του όζοντος |
packer test | δοκιμή εισπίεσης |
packer | πώμα |
pad foundation | θεμελίωση με πέδιλο |
padded envelope | φάκελος ασφαλείας |
page setup | συγκρότηση (διαχείριση) σελίδας |
panel | φατνίο, προκατασκευασμένο στοιχείο |
panning | κύλιση της οθόνης |
panoramic view | πανοραμική θέα |
parabolic reference | προβολικό σύστημα αναφοράς |
parametric | παραμετρικός |
parapet | θωράκιο |
parent material | μητρικό υλικό |
parental branch | μητρικός κλώνος |
parking lay-by entry | πλάτυσμα στάθμευσης |
parking meter | παρκόμετρο |
partial tunnel excavation | τμηματική εκσκαφή σήραγγας |
partial | μερικός |
particle size distribution curve | καμπύλη κοκκομετρικής διαβάθμισης |
partition | διαμερισμός |
passenger car unit (PCU) | μονάδα επιβατικού αυτοκινήτου (ΜΕΑ) |
passenger transit | ενδιάμεσος σταθμός μετακίνησης επιβατών |
passenger | επιβάτης |
passes | διελεύσεις |
passing sight distance | ορατότητα για προσπέραση (σε οδούς) |
passive anchors | παθητικά αγκύρια |
passive safety devices | παθητικές διατάξεις ασφαλείας |
passive solar systems | συστήματα εκμετάλλευσης ηλιακής ενέργειας |
paste | επικόλληση |
pasture | βοσκότοπος |
patching (of pavement) | μπάλωμα (οδοστρώματος) |
pathogen | παθογόνο |
pattern | μοτίβο, σχήμα, πρότυπο |
pause | παύση (προσωρινή) |
pave | διαστρώνω |
paved areas | ασφαλτοστρωμένες επιφάνειες |
paved catchment | λεκάνη απορροής με επένδυση |
paved public footways | δημόσια πεζοδρόμια με οδόστρωμα |
paved shoulders | οδοστρωμένα ερείσματα |
pavement cracking / maintenance | ρηγμάτωση / συντήρηση οδοστρώματος |
pavement edge | όριο κυκλοφορούμενου οδοστρώματος |
pavement performance / rehabilitation | συμπεριφορά / αποκατάσταση οδοστρώματος |
pavement subgrade layer (PSL) | στρώση έδρασης οδοστρώματος (ΣΕΟ) |
paver | μηχάνημα διάστρωσης |
paver-laid surface dressing | ασφαλτική επάλειψη με διαστρωτήρα |
paving in echelon | κλιμακωτή διάστρωση |
paving | οδοστρωσία, πλακόστρωση |
payback | απόσβεση, αποπληρωμή |
payload | φόρτωμα |
payroll officer | μισθολόγος |
peaceful landscape | ειρηνικό τοπίο |
peak shear strength | μέγιστη διατμητική αντοχή |
peak traffic flow | κυκλοφοριακός φόρτος αιχμής |
peak | αιχμή |
peat | τύρφη |
pebble, cobble, boulder | λατύπη, χαλίκι, κροκάλα |
pedestrian bridge | πεζογέφυρα |
pedestrian parapet / crossing | στηθαίο / διάβαση πεζών |
pedestrian protective railing | κιγκλίδωμα προστασίας πεζών |
pedestrian restraint systems | συστήματα συγκράτησης πεζών |
pedestrian | πεζός |
penalty points in driving licence | αφαίρεση βαθμών από την άδεια οδήγησης |
pendulum bearing | αμφιαρθρωτό εφέδρανο |
penetration index (of asphalt) | δείκτης διείσδυσης (ασφάλτου) |
penetration rate | ρυθμός διάτρησης, εισχώρησης |
penetration test | εισδυτικότητας, δοκιμή |
penetration velocity | ταχύτητα διάτρησης |
penetration | διείσδυση (για spt) |
penstock | υδατοφράκτης, θυροφράγματα |
per axle weight | αξονικό φορτίο |
percent | ποσοστό, επί τοις εκατό |
perception and reaction time | χρόνος αντίληψης και αντίδρασης |
perception | αντίληψη |
perched water table | επικρεμάμενος υδροφόρος ορίζοντας |
percolation (οf ground water) | διήθηση (νερού στο έδαφος) |
performance bond | εγγύηση καλής λειτουργίας |
performance class | κατηγορία εφαρμογής |
performance | απόδοση, εκτέλεση |
peridotite | περιδοτίτης |
permanent fencing | μόνιμη περίφραξη |
permanent lining | μόνιμη (τελική) επένδυση (σήραγγα) |
permeability test | δομική υδατοπερατότητας |
permeability | διαπερατότητα |
permissible loads | επιτρεπόμενα φορτία |
permitted velocity | επιτρεπόμενη ταχύτητα |
permutation | μετάθεση (μαθηματικά) |
perpendicular to the road | εγκάρσια προς την οδό |
persistence in space | εμμονή στο χώρο |
personal protective equipment | ατoμικά μέτρα ασφαλείας |
pest | εχθρός (φυτών) |
pesticide (residue) | εντομοκτόνο, μηκυτοκτόνο (κατάλοιπο) |
petition for remedy | αίτηση θεραπείας |
petrographical | πετρογραφικό |
petrol pool fire | φωτιά σε λίμνη βενζίνης |
phase a | πρώτη φάση |
phase sequence | διαδοχή φάσεων |
phenole resin basis | βάση από φαινολική ρητίνη |
philosophy of technology | φιλοσοφία / λογική των κατασκευών |
phone book | τηλεφωνικός κατάλογος |
photogrammetric method | φωτογραμμετρική μέθοδος |
photogrammetric survey | φωτογραμμετρική αποτύπωση |
photogrammetry | φωτογραμμετρία |
phreatic divide | υδροκρίτης φρεατίων υδάτων |
phreatic water | νερό πηγής που εξέρχεται με πίεση |
phyllite | φυλλίτης |
phyllite, calcitic | φυλλίτης ασβεστιτικός |
physical environment | φυσικό περιβάλλον |
physical planning study | χωροταξική μελέτη |
physical science | φυσική επιστήμη |
phyto-sanitation | φυτο-υγεία |
phyto-social zone | φυτοκοινωνιολογική ζώνη |
phyto-toxicity level | φυτοτοξικότητα |
piarc | διεθνής ομοσπονδία οδικών ερευνών |
pictogram | εικονόγραμμα |
picture | εικόνα |
pier table | κεφαλή πασάλου |
pier | μεσόβαθρο |
piezometer | πιεζόμετρο |
piezometric elevation | πιεζομετρική στάθμη |
piggyback transport (combined) | σύστημα συνδυασμένων μεταφορών |
pile cap | κεφαλόδεσμος |
pile driver | πασσαλοπήκτης |
pile group | πασσαλοεσχάρα |
pile tests | δοκιμαστικές φορτίσεις πασσάλων |
pile tip level | στάθμη έδρασης πασάλου |
pile wall | πασσαλότοιχος |
pile | πάσσαλος |
piling rig | όργανο έμπηξης πασσάλων |
pillar | κίονας |
pin joint | ¶ρθρωση με πείρο |
pin | διχάλα (στερέωσης γεωυφάσματος) |
pins | ακίδες |
pipe casing | περίβλημα σωλήνα |
pipe culvert | σωληνωτός οχετός |
pipeline bridge | γέφυρα σωληνώσεως |
pipeline | αγωγός καυσίμων |
pipes | αγωγοί |
piston sampler | εμβολοφόρος δειγματολήπτης |
pit | φρεάτιο |
pixel | εικονοστοιχείο |
plain concrete | ¶οπλο σκυρόδεμα |
plain notepad | λευκό μπλοκ |
plain | κοινός, απλός |
plan | κάτοψη, οριζοντιογραφία |
planar failure | επίπεδη ολίσθηση |
plane (planar) failure | κατολίσθηση με επίπεδη επιφάνεια ολίσθησης |
plane strain analysis | ανάλυση επιπέδου πλαισίου |
plane | επίπεδο, πεδιάδα |
plank | πρόπλακα |
planking and strutting | σανιδώματα και αντηρίδες |
planning engineer | μηχανικός προγραμματισμού |
planning | σχεδιασμός |
plant cover | φυτοκάλυψη |
plant engineering study | φυτοτεχνική μελέτη |
plant free off diseases | υγιές φυτό |
plant material | φυτικό υλικό |
plant pot | φυτοθήκη |
plant tissue | φυτικός ιστός |
plant tray | τελάρο με φυτά |
planting material | φυτευτικό υλικό |
planting period | φυτευτική περίοδος |
plants degradation | υποβάθμιση (φυτών) |
plaster work | επίχρισμα |
plastic case | πλαστική θήκη |
plastic envelope for folder | ζελατίνα για ντοσιέ |
plastic hinge | πλαστικός σύνδεσμος |
plastic pipe sleeve | πλαστικός σωλήνας αναμονής |
plastic response mechanism | μηχανισμός πλαστικής συμπεριφοράς |
plastic sheath tube | πλαστικός σωλήνας περιβολής |
plastic yield | πλαστική διαρροή |
plasticity index | δείκτης πλαστικότητας |
plastified zone | πλαστική ζώνη |
plastomer | πλαστομερές |
plate bearing test | δοκιμή φόρτισης με πλάκα |
platform | πατάρι |
platoon (of vehicles) | φάλαγγα, ομάδα (οχημάτων) |
platy marble | πλακώδη μάρμαρα |
plot | γήπεδο, διάγραμμα, σχεδιάζω |
plotting base | υπόβαθρο αποτύπωσης |
plucking of aggregate | αποκόλληση |
plug | πώμα |
plugging of anchors | πάκτωση αγκυρίων |
plumber | υδραυλικοί σωλήνες, υδραυλικός |
pneumatic drill | τρυπάνι |
pneumatic piezometer | πιεσόμετρο με πεπιεσμένο αέρα |
pneumatic type rollers | λαστιχοφόροι οδοστρωτήρες |
pocket folder with elastic closers | ντοσιέ με λάστιχο |
pocket folder with spring | ντοσιέ με σούστα |
pocket folder | ντοσιέ με αυτιά |
point bearing | σημειακό εφέδρανο |
point item | σημειακό αντικείμενο |
point load tests | δοκιμές σημείου φόρτισης |
point of contact | σημείο επαφής |
polar coordinates | πολικές συντεταγμένες |
polarity | πολικότητα |
polarized light | πολωμένο φως |
pole density contour plots | διάγραμμα συγκέντρωσης πόλων |
polish away | λειαίνω |
polished stone value (PSV) | αντίσταση σε στίλβωση |
political economy / parameters | πολιτική οικονομία / παράμετροι |
pollutants | ρυπογόνες ουσίες |
polluter pays principle | όποιος ρυπαίνει πρέπει να πληρώνει |
polluting materials | ρυπαντικά υλικά |
pollution containment tank | δεξαμενή περισυλλογής ρύπανσης |
pollution control interceptor | έλεγχος παρεμπόδισης ρύπανσης |
pollution control settlement tank | δεξαμενή ελέγχου ρύπανσης (ΜΕΡ) |
pollution control units | δεξαμενή συγκέντρωσης και καθίζησης |
pollution from ships | ρύπανση από τα πλοία |
pollution index / level = degree of | δείκτης / επίπεδο μόλυνσης |
pollution, distributed | ρύπανση, κατανεμημένη / μη σημειακή |
pollution, point | ρύπανση, σημειακή |
polyedral wedge | πολυεδρική σφήνα |
polygonal taper | πολυγωνική χοάνη |
polygonometric network | πολυγωνομετρικό δίκτυο |
polymeric reinforcement elements | πολυμερικά στοιχεία οπλισμού |
polymers | πολυμερή |
polyurethane resin | πολυουρεθανική ρητίνη |
pond = stagnant water | γούρνα, μικρή λίμνη |
pop-up palette | αναδιπλούμενος κατάλογος εργαλείων |
pore pressure build-up | ανάπτυξη πίεσης πόρων |
porosity | πορώδες |
porous asphalt | πορώδης τάπητας |
port = harbour | λιμάνι |
port administration | διαχείριση (διεύθυνση) λιμένων |
port authorities | λιμενικές αρχές |
portable steel ladder | φορητή μεταλλική κλίμακας |
portable telephone radiation | ακτινοβολία κινητών τηλεφώνων |
portal surround | πτερύγια στομίου σήραγγας |
portal | στόμιο σήραγγας |
ports policy | λιμενοφυλακή |
position | θέση |
positioning | χωροθέτηση |
possibility of activation of fault | πιθανότητα ενεργοποίησης ρήγματος |
post elastic factor | συντελεστής μετελαστικής συμπεριφοράς |
post embedding depth | βάθος πάκτωσης ορθοστάτη |
post glacial | μεταπαγετώδης |
post of overhead sign | στύλος στήριξης της υπερκείμενης πινακίδας |
post | ορθοστάτης, στύλος, μετά/ |
post-tensioned | προεντεταμένος |
postulate | συνεπάγομαι αξίωμα, αίτημα |
pot bearing | οριζόντιο εφέδρανο εγκιβωτισμένου ελαστικού |
pot | φυτοδοχείο |
potassium fertilizer | λίπασμα, καλιούχο |
potential landslides | δυνητικές ολισθήσεις |
pouring | έγχυση |
pours of concrete | φάσεις σκυροδέτησης |
powerhouse cavern | υπόγειος υποσταθμός |
powerset | δυναμοσύνολο |
pre-arch | πρότοξο |
pre-blended form | προ-αναμεμιγμένη μορφή |
pre-camber | υπερύψωση |
precast beam | προκατασκευασμένο δοκάρι |
precast elements | πρόχυτα στοιχεία |
precedence | προτεραιότητα |
precipitation | ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις |
pre-coated | προεπαλειμμένος |
predefined values | προκαθορισμένες τιμές |
predicative | βεβαιωτικός, αποφαντικός |
prefabrication | προκατασκευή |
preference | προτιμήσεις |
prefix | πρόθεμα |
pre-formed | προσχηματισμένος |
pregermination | προφύτρωση |
preliminary study | προκαταρκτική μελέτη |
preparation | παρασκεύασμα |
pre-placed plates or bars or forepoling | προτοποθετούμενα ελάσματα ή ράβδοι ή δοκοί προπορείας |
pre-reinforcement | προ-ισχυροποίηση, προ-όπλιση |
preservation (protection) of the environment | προστασία του περιβάλλοντος |
presetting | (εργοστασιακή) προρρύθμιση (εφεδράνων) |
pre-splitting | προρηγμάτωση |
press (button) | πιέζω (πλήκτρο) |
pressure gauge | μανόμετρο |
pressure head | υδραυλικό φορτίο |
pressure vessel | δοχείο πίεσης |
pressures at rest | ωθήσεις ηρεμίας |
prestress losses | απώλειες προέντασης |
prestressed anchors | προεντεταμένες αγκυρώσεις |
prestressing duct | σωλήνας, περιβλήματος προέντασης |
prestressing strand | καλώδιο προέντασης |
prestressing, external | προένταση, εξωτερική |
prestressing, full | πλήρης προένταση |
prestressing, partial | μερική προένταση |
prestressing, transverse | προένταση, εγκάρσια |
prestudy | προμελέτη |
pretimed traffic signal control | σηματοδότηση σταθερού χρόνου |
prevalent candidate | επικρατέστερος υποψήφιος |
prevention / addressing of fires at work sites | πρόληψη / αντιμετώπιση πυρκαγιών σε εργοτάξια |
prevention of accidents caused by electricity | πρόληψη ηλεκτρικού ατυχήματος |
prevention of pollution / risks | πρόληψη μόλυνση / κινδύνων |
preventive spraying | προληπτικός ψεκασμός |
price analysis | ανάλυση τιμών |
price normality check | έλεγχος ομαλότητας τιμών |
primary lining | προσωρινή επένδυση, στήριξη |
prime | ασφαλτική επάλειψη |
primitive | πρωτογενής |
principal officer | υπεύθυνος |
principal | κύριος, βασικός |
principle | αρχή (νόημα) |
print setup | συγκρότηση εκτύπωσης |
printer | εκτυπωτής |
priority (access) | (πρόσβαση) προτεραιότητας |
priority road | δρόμος που έχει προτεραιότητα |
prismatic reflectors | πρισματικοί ανακλαστήρες |
private | ιδιωτικό |
probability distribution curve | καμπύλη κατανομής πιθανοτήτων |
probability of non-exceedance | πιθανότητα μη υπέρβασης |
probe drilling | διασκόπηση με διατρητικό φορέα, γεώτρηση προπορείας |
probe holes (probing) | ερευνητικά διατρήματα διασκόπησης |
probe | αισθητήρας |
process control | έλεγχος διαδικασίας |
process leader | επικεφαλής διαδικασίας |
processing of waste water | επεξεργασία λυμάτων |
processor | επεξεργαστής |
procurement regulation | κανονισμός προμηθειών |
profile | μηκοτομή, προφίλ, διατομή |
profilometer | προφιλόμετρο |
profitability | αποδοτικότητα |
programming department | διεύθυνση προγραμματισμού |
progression speed | ταχύτητα συντονισμού |
prohibitive sign | απαγορευτική πινακίδα |
project audits | έλεγχοι έργων |
project budget | προϋπολογισμός προσφοράς |
project control / cost control and planning | τμήμα προγραμματισμού και ελέγχου κόστους |
project control engineer | μηχανικός προγραμματισμού και ελέγχου κόστους |
project directorate | τεχνική διεύθυνση |
project management contract | σύμβαση συμβούλου διαχείρισης |
project management department | διεύθυνση έργων |
project operating plan (POP) | ενεργό σχέδιο κατασκευής |
project services department | διεύθυνση υπηρεσιών έργου |
project services systems administrator | διαχειριστής/τρια συστημάτων υπηρεσιών έργου |
projecting structure | υπερυψωμένη δομική κατασκευή |
projection reference | ελλειψοειδές σύστημα αναφοράς |
projection | προβολή |
proof survey | έρευνα επαλήθευσης |
proof | απόδειξη |
propagation by seed | πολλαπλασιασμός με σπόρο |
propagation material | πολλαπλασιαστικό υλικό |
propagation of waves | διάδοση κυμάτων |
propagation speed | ταχύτητα διάδοσης |
propagation tray | πολλαπλασιαστικός δίσκος |
propagator | πολλαπλασιαστήριο |
propeller | φτερωτές |
proper | κατάλληλος, γνήσιος |
property | ιδιότητα, περιουσία |
proprietary material | πατενταρισμένο υλικό |
proprietary polymeric strips | πολυμερικές λωρίδες βιομηχανικής παραγωγής |
prospecting | διασκόπηση |
protected area / species | προστατευόμενη περιοχή / είδη |
protection measures at scaffoldings | μέτρα προστασίας σε εργασίες ικριωμάτων |
protection measures at tunnels | μέτρα προστασίας σε σήραγγες |
protection measures when using explosives | μέτρα προστασίας κατά τη χρήση των εκρηκτικών |
protection of nature / resources / landscape | προστασία του φυσικού περιβάλλοντος / τοπίου |
protective bund / device | προστατευτικό ανάχωμα / συσκευή |
provider | παροχέας (υπηρεσιών) |
provisional (title) | προσωρινός (τίτλος) |
proxy | πληρεξούσιο |
public means of transport | δημόσιο μέσο μεταφοράς |
public relations and parliamentary audit unit | τμήμα δημοσίων σχέσεων και κοινοβουλευτικού ελέγχου |
public relations committee | επιτροπή δημοσίων σχέσεων |
public service apparatus | εξοπλισμός κοινής εξυπηρέτησης |
public services | δημόσιες υπηρεσίες |
public utilities | δίκτυα κοινής ωφελείας |
public utility installations | εξοπλισμός κοινής ωφέλειας |
public | δημόσιο |
pull box | φρεάτιο έλξης |
pull | βήμα προώθησης |
pulley | τροχαλία |
pull-out resistance | αντίσταση σε τράβηγμα |
pull-out test | εξόλκευση |
pulverized fuel ash | ιπτάμενη τέφρα, τέφρα υψικαμίνων |
pulverized | κονιορτοποιημένος |
punching reinforcement | οπλισμός διάτρησης |
punching shear | διάτμηση διάτρησης |
purchasing division | τμήμα προμηθειών |
pure | καθαρός, αμόλυντος |
purifying plant / station | εγκατάσταση / σταθμός επεξεργασίας λυμάτων |
push over analysis | μη γραμμική ανάλυση «push over» |
push towing | ώθηση φορτηγίδων |
push-pull | ωθελκτικό φορτίο |
q-factor = quality factor | συντελεστής ποιότητας |
qualitative | ποιοτικός |
quality assurance princιpal officer | υπεύθυνος διασφάλισης ποιότητας |
quality control | ποιοτικός έλεγχος |
quality improvement process | διαδικασία βελτίωσης |
quality plan | σχέδιο ποιότητας |
quantification | ποσοτικοποίηση |
quantity surveying | επιμέτρηση |
quarry floor | δάπεδο λατομείου |
quarry | λατομείο |
quartzite | χαλαζίτης |
quasi-static loading | οιονεί-στατική φόρτιση |
quaternary | τεταρτογενής |
quay | αποβάθρα |
quick undrained test | ταχεία αστράγγιστη δοκιμή |
radial spring | ακτινικό ελατήριο |
radial, network | ακτινωτό, ακτινικό, ακτινοειδές δίκτυο (οδικό) |
radiation | ακτινοβολία |
radio re-broadcast | ράδιο-αναμετάδοση |
radio relaying communication system | σύστημα επικοινωνιών ραδιοαναμετάδοσης |
radius of curvature | ακτίνα καμπυλότητας |
raft foundation, rafting | βαθιά θεμελίωση, πεδιλοεσχάρα |
rail network / transport = traffic | σιδηροδρομικό δίκτυο / μεταφορές |
railing | κιγκλίδωμα |
rails | σιδηροτροχιές |
railway (railroad) bridge | σιδηροδρομική γέφυρα |
railway ballast | σκύρα σιδηροτροχιών |
railway carriage | βαγόνι |
railway line = track / station | σιδηροδρομική γραμμή / σταθμός |
rain gauge | βροχογράφος |
rainfall amount | ύψος βροχής |
rainfall equation | εξίσωση βροχόπτωσης |
rainfall intensity | ένταση βροχόπτωσης |
rain-meter | βροχόμετρο |
raised island | υπερυψωμένη νησίδα |
ramification | διακλάδωση |
ramp metering | κυκλοφορικές μετρήσεις σε ανισόπεδους κόμβους |
ramp | συνδετήριος κλάδος (κόμβου) |
random | τυχαίος |
range | πεδίο τιμών |
rate | ρυθμός, προσχώρηση |
ratify | επικυρώνω |
rating | βαθμολογία (προσφορών), αξιολόγηση |
ravelling back of the slope | διάβρωση του πρανούς ανάντη |
ravine bridge | χαραδρογέφυρα |
reaction curve | καμπύλη απόκρισης |
reaction force | δύναμη αντίδρασης |
reaction pile | πάσσαλος αντίδρασης |
reaction, vertical | αντίδραση, κατακόρυφη |
real estate | ακίνητη περιουσία |
realignment | παραλλαγή, επαναχάραξη (οδού, αγωγού) |
real-time (software) | (λογισμικό) πραγματικού χρόνου |
rear-end | σύγκρουση εκ των όπισθεν, νωτιαιομετωπική |
reasoning | αιτίαση |
rebar spilling | προαγκύρωση |
rebar | οπλισμός |
rebound concrete | σκυρόδεμα προερχόμενο από αναπήδηση |
recall | επανάκληση |
receipt | παραλαβή (προσφορών) |
receiver | αποδέκτης, ακουστικό |
recent deposits | νεώτερες αποθέσεις |
reception drilling | γεώτρηση λήψης |
recesses / niches | φωλιές, εσοχές |
recommendations log book | βιβλίο παροχής συμβουλών |
reconnaissance study | αναγνωριστική μελέτη |
record | εγγραφή, καταγραφή |
recover (samples, cores, etc) | λαμβάνω (δείγματα, πυρήνες, κλπ), ανακτώ |
recovery of waste | ανάκτηση αχρήστων |
recovery plan | σχέδιο αποκατάστασης |
rectangle | ορθογώνιο |
rectangular coordinates | καρτεσιανές συντεταγμένες |
rectangular road network | ορθογωνικό οδικό δίκτυο |
rectilinear transition | ευθύγραμμη συναρμογή |
recurrence period | περίοδος επαναφοράς |
recursive | αναδρομικός |
recycling of material | ανακύκλωση υλικών |
red clay stone / mud | ερυθροπηλιτικός / κόκκινη ιλύς |
red line | ερυθρά (οδοποιία) |
redevelopment | αναδιαμόρφωση |
redial | επανεπιλογή |
redirect an impacting vehicle | επαναφέρει ένα όχημα που προσκρούει |
redistribution of stresses | ανακατανομή δυνάμεων |
re-drilling | επαναδιάτρηση |
reducer | μειωτής, συστολές |
reduction of gas emissions / pollution | μείωση αέριων ρύπων / ρύπανσης |
reduction | μείωση, αναγωγή |
redundant (constraints) | πλεονασματικοί (σύνδεσμοι) |
refer back | αναπέμπω |
reference line / frame | γραμμή / σύστημα αναφοράς |
reference | αναφορά, παραπομπή |
refinement | λεπτομερής εξέταση |
refinery | διυλιστήριο |
reflection cracking | ρωγμή (σε ασφαλτοτάπητα) εξ ανακλάσεως (λόγω υφιστάμενης ρωγμής στον υποκείμενο τάπητα |
reflective road point / sign / element | ανακλαστικό χρώμα οδού / σήμα / στοιχείο |
reflectors | ανακλαστήρες |
refraction (index) | (δείκτης) διάθλασης |
refuge island | κρασπεδωμένη νησίδα |
refuse | αρνούμαι, απορρίμματα, χωματερή |
regime | δίαιτα, καθεστώς |
regional airport | περιφερειακό αεροδρόμιο |
regional coherence / development / study | περιφερειακή συνοχή / ανάπτυξη / μελέτη |
regional control centres | περιφερειακά κέντρα ελέγχου |
regional operations manager | περιφερειακός προϊστάμενος λειτουργίας |
regional planning | χωροταξικός σχεδιασμός |
regional project control engineer | περιφερειακός μηχανικός προγραμματισμού και ελέγχου κόστους |
regional register | πρωτόκολλο περιφερειακού τμήματος |
registered mail | συστημένη επιστολή |
registration clerk | υπάλληλος πρωτοκόλλου |
registration plate | πινακίδα οχήματος |
regrading of the slopes | απάλυνση πρανών |
regrading | εξομάλυνση |
regular blasting | συνήθης (κανονική) ανατίναξη |
regular mail | απλή επιστολή |
regular members | τακτικά μέλη |
regulation of mining and quarry works | κανονισμός λατομικών και μεταλλευτικών εργασιών |
regulatory sign | πινακίδα ρυθμιστική της κυκλοφορίας |
rehabilitation works | έργα αποκατάστασης |
reinforced concrete regulation | κανονισμός οπλισμένου σκυροδέματος |
reinforced concrete | οπλισμένο σκυρόδεμα |
reinforced earth (WALL) | (τοίχος από) οπλισμένη γη |
reinforced soil | οπλισμένο έδαφος |
reinforcement bend | αγκύρωση οπλισμού |
reinforcement cover | επικαλύψη οπλισμού |
reinforcement layer | στρώση οπλισμού |
reinforcement spacer | υπόθεμα οπλισμού |
reinforcement | οπλισμός, σιδηροπλισμός, ισχυροποίηση |
reinforcement, congested | οπλισμός, πυκνός |
reinforcing methods | μέθοδοι ενίσχυσης |
reject | αποκλείω (προσφορές, διαγωνιζόμενους), απορρίπτω |
relational | σχεσιακός |
relative | σχετικός |
relaxation | ανακούφιση, χαλάρωση (κανονισμών) |
release surface (tunnel) | επιφάνεια αποχωρισμού (προ σήραγγας) |
relief | ανακούφιση, αποτόνωση, (μέθοδος/τεχνική δημιουργίας) ανάγλυφου |
remarks and reply reference | παρατηρήσεις και σχετικά απάντησης |
remediation works | εργασίες αποκατάστασης |
remote access | τηλεπρόσβαση |
remote connection | απομακρυσμένη σύνδεση, τηλεσύνδεση |
remote data | τηλεπισκοπικά δεδομένα |
remote landscape | απόμακρο τοπίο |
remote sensing | τηλεπισκόπηση |
remote user | απομακρυσμένος χρήστης |
removable (steel barrier) | αφαιρετό (στηθαίο ασφαλείας) |
removing of formwork | ξεκαλούπωμα |
renewable resources | ανανεώσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές |
reno mattress | στρώμνη |
repair | επιδιόρθωση, επισκευάζω |
replacement bearing | εφέδρανο αντικατάστασης |
reply (a report) | απαντώ |
representation (techniques) | αναπαράσταση (τεχνικές) |
representative | αντιπρόσωπος |
request to check | αίτηση για έλεγχο |
required length | αναγκαίο μήκος |
research | έρευνα |
reseeding | επανασπορά |
reservation | eπιφύλαξη, κλείσιμο θέσης / δωματίου |
reserved (codes) | δεσμευμένοι (κωδικοί) |
reserved lane | ειδική λωρίδα κυκλοφορίας |
reservoir equipment | εξαρτήματα για δεξαμενές νερού |
reservoir | ταμιευτήρας |
reset button | κουμπί επαναρύθμισης, επανέναρξης |
reshape | αλλαγή σχήματος, επανασχηματίζω |
residence time | χρόνος παραμονής |
residual angle | παραμένουσα γωνία |
residual shear strength | παραμένουσα διατμητική αντοχή |
residual strength | παραμένουσα αντοχή |
residual | υπολειμματικός, υπόλοιπο |
residue | κατάλοιπο |
resilient | ελαστικός |
resin-based systems | ρητινούχα συστήματα |
resin-ester | ρητίνη - εστέρας |
resistance to skidding | αντίσταση σε ολίσθηση |
resistant against freeze - thaw | ανθεκτικός σε διαδοχικές πήξεις τήξεις |
resolution | ανάλυση (εικόνας), ευκρίνεια |
respiration | αναπνοή |
respond | αποκρίνομαι |
response spectra analysis | ανάλυση σε φάσματα απόκρισης |
response time | χρόνος απόκρισης |
response | απόκριση |
rest area | σταθμός αναψυχής (ανάπαυσης) αυτοκινητιστών |
rest length | ελεύθερο μήκος |
restoration of local network | αποκατάσταση τοπικού (οδικού) δικτύου |
restoration projects | αποκαταστάσεις χώρων |
restrained view | περιορισμένο τοπίο |
restraint | καταναγκασμός |
restricted geometry | γεωμετρία με περιορισμούς |
results evaluation | αξιολόγηση αποτελεσμάτων |
resurfacing | κατασκευή νέας επιφάνειας κυκλοφορίας |
retaining structures | αναβαθμοί κατάντη (με επιχώσεις) |
retaining wall | τοίχος αντιστήριξης |
retention | παρακράτηση, ανάσχεση |
retrofitting | επιδιορθώσεις |
retrogressive mechanism | μηχανισμός διάδοσης κατολίσθησης |
retroreflecting element reflector | αντανακλαστικό στοιχείο |
re-use of waste | επανάχρηση αχρήστων |
revenue fees | ανταποδοτικά τέλη |
reversal lanes | αντιστρέψιμες λωρίδες |
reverse fault | ανάστροφο ρήγμα |
reverse flow | αναστρέψιμη ροή |
reverse movement | οπισθοπορεία |
reversible traffic lane | λωρίδα σε δρόμο εναλλασσόμενης κατεύθυνσης |
rhyolite | ρυόλιθος |
rib | νεύρο (κατασκευής) |
ribbed slab | πλακοδοκός |
rideability, riding quality | ποιότητα κύλισης (ΟΔΟΎ) |
ridge | κορφίας, ράχη |
right of way | ζώνη δουλείας (δεσμευμένη), δικαίωμα διέλευσης, προτεραιότητα κίνησης |
right turn lane | λωρίδα δεξιάς στροφής |
right-angle structure | ορθοκατασκευή |
rigid joint | ¶καμπτη σύνδεση |
rigid pavement | οδόστρωμα σκυροδέματος |
rigid plate loading test | δοκιμή φόρτισης πλάκας |
rigid | στερεός |
rigidity | δυστρεψία |
ring & ball test | δοκιμή σημείου μάλθωσης (ασφαλτικά) |
ring bound lined notepad | τετράδιο σπιράλ |
ring road | περιφερειακή οδός πόλης |
ring shear tests | δοκιμές δακτυλιοειδούς διάτμησης |
ringer tone | μελωδία ήχου κλήσης / κουδουνίσματος |
ringer volume | ένταση ήχου κλήσης / κουδουνίσματος |
ringer | ήχος κλήσης, κουδούνισμα |
rings | δακτύλιοι |
rip-rap | λιθορριπή |
risk assessment / management | εκτίμηση / διαχείριση κινδύνου |
risk prevention | πρόληψη κινδύνων |
river basin | λεκάνη απορροής |
river bridge | γέφυρα ποταμού |
river transport | ποτάμιες μεταφορές |
road conditions | οδικές συνθήκες |
road design digital submission specifications (RDDSS) | προδιαγραφές ψηφιακής υποβολής μελετών οδοποιίας (πψυμο) |
road foot print, (construction limits) | εύρος κατάληψης της οδού |
road functionally classified | δρόμος λειτουργικής κατάταξης |
road furniture / signs | εξοπλισμός οδού / σήμανση |
road haulage = transport | οδικές μεταφορές |
road lighting performance | λειτουργία οδικού φωτισμού |
road marker | οριοδείκτης |
road markings | διαγραμμίσεις, οριζόντια σήμανση |
road network / section | οδικό δίκτυο / τμήμα |
road reflector | ανακλαστήρες οδοστρωμάτων (μάτια γάτας) |
road restraint system | σύστημα αναχαίτισης, στηθαία οδού |
road safety | οδική ασφάλεια, ασφάλιση οδού |
road structure | οδοστρωσία |
road stud | ανακλαστήρας οδοστρώματος |
road traffic noise reduction devices | συστήματα μείωσης κυκλοφοριακού θορύβου |
road weather information systems (RWIS) | συστήματα πληροφοριών για της καιρικές συνθήκες της οδού |
road works design directives | οδηγίες μελετών οδικών έργων (ΟΜΟΕ) |
road works management | διαχείριση οδικών έργων |
roadblock | οδόφραγμα |
roadheader | μετωπική προσβολή |
roadlighting poles | ιστοί ηλεκτροφωτισμού |
roadside arrangement | πλευρική διαμόρφωση |
roadside furniture | πλευρικός εξοπλισμός της οδού |
roadside obstacle | πλευρικό εμπόδιο |
roadside sign | πλευρική πινακίδα |
roadside steel safety guardrail | πλευρικό χαλύβδινο στηθαίο ασφαλείας |
roadway slab | πλάκα καταστρώματος |
roadworks design | μελέτη οδικών έργων |
robotics | ρομποτική |
rock anchors | αγκύρια βράχου |
rock benching | βραχώδης αναβαθμός |
rock bolt | αγκύριο βράχου |
rock bridges | ενώσεις βράχου |
rock dowel | ήλωση βράχου |
rock fence | μεταλλικός φράκτης ανάσχεσης βραχωδών τεμαχίων |
rock formation | βραχο-σχηματισμός |
rock mass classification | κατάταξη βραχομάζας |
rock mass rating | γεωτεχνική ταξινόμηση της βραχόμαζας με ασυνέχειες |
rock massif | συμπαγές πέτρωμα |
rock mechanical modelling | μηχανική προσομοίωση βράχου |
rock mechanics / engineering | βραχομηχανική |
rock pillar width | πάχος στύλου βραχομάζας |
rock prone to weathering | αποσαθρώσιμος βράχος |
rock quality designation (RQD) | δείκτης ποιότητας βράχου |
rock scree slope | απότομο βραχώδες πρανές με αναβαθμό |
rock socket | φρεάτιο πάκτωσης |
rock trap | βραχοπαγίδα, τοίχος ανάσχεσης καταπτώσεων |
rock wall | τοιχίο από λιθοδομή |
rockfall | βραχώδης κατάπτωση |
rockfill | λιθορριπή |
rocking pier | αμφιαρθρωτό βάθρο |
rockmass | βραχομάζα |
rocks, parent | πετρώματα, μητρικά |
rocky fill | βραχώδες επίχωμα |
rocky outcrop | προεξοχή βράχου |
rod | ράβδος |
roller ball pen | μαρκαδόρος υγρής μελάνης |
roller bearing | κυλιόμενο εφέδρανο |
roller | οδοστρωτήρας |
rollers, static smooth wheeled | οδοστρωτήρες, στατικοί λείου κυλίνδρου |
rollers, vibrating | οδοστρωτήρες, δονητικοί |
rolling straightedge | κυλιόμενη δοκός |
rolling terrain | κυματώδες τοπίο / έδαφος |
rolling | κυλίνδρωση |
root development | ριζοβολία |
root system | ριζικό σύστημα |
rooted cutting | έρριζο μόσχευμα |
rooting | ρίζωση |
rope | σχοινί |
rotary borehole (of continuous samples) | περιστροφική γεώτρηση (συνεχούς δειγματοληψίας) |
rotary drillings | περιστροφικές (δειγματοληπτικές) γεωτρήσεις |
rotary tiller | φρέζα (σκαπτικό) |
rotation (of pier heads) | στροφή (κεφαλής βάθρων) |
rotation axis | ¶ξονας περιστροφής |
rotation down the hole hammer | περιστροφικοκρουστική γεώτρηση |
rotation | περιστροφή (γεωτρύπανου) |
rotational constraints | σύνδεσμοι που επιτρέπουν περιστροφή |
rotational slip failure | κυκλική ολίσθηση |
rotational spring | στροφικό ελατήριο |
rough terracing | τραχύ όρυγμα |
rough texture | τραχιά υφή |
roughness | μη ομαλότητα, τραχύτητα |
route selection | επιλογή διαδρομής / δρομολογίου |
route slips | διαβιβαστικά αποστολής |
routine and winter maintenance manual | εγχειρίδιο τακτικής και χειμερινής συντήρησης |
routine maintenance management system (RMMS) | σύστημα διαχείρισης τακτικής συντήρησης |
routing plan | σχέδιο / διάγραμμα κατευθύνσεων οδών |
row of trees | δενδροστοιχία |
r-plan | οριζοντιογραφία |
rubber laminated bearing | ελαστομερές εφέδρανο (RLB) |
rubbish dump | χωματερή |
rule | νόμος, κανόνας |
rule-of-thump | μνημονικός κανόνας |
ruler | χάρακας |
ruling on | επιδίκαση |
rumble strip | λωρίδα με τραχεία επιφάνεια (σε οδούς) |
running a simulation / programme | εκτέλεση προσομοίωσης / προγράμματος |
running lanes | κυκλοφοριακές λωρίδες |
runnings | καταβολές |
run-off area | ζώνη απορροής |
run-off attenuation pond | δεξαμενή μείωσης πλημμυρικών απορροών |
run-off coefficient | συντελεστής απορροής |
run-off collection pit | σημείο συλλογής απορροής |
run-off | απορροή |
runway | τροχόδρομος (σε αεροδρόμιο) |
rupture | διάσχιση |
rural road | αγροτικός (μη αστικός) δρόμος |
rut-resistant material | υλικό ανθεκτικό στην τροχοαυλάκωση |
rutting | τροχοαυλάκωση |
sacrificial layer | στρώση φθοράς |
safe access arrangements | διατάξεις ασφαλούς πρόσβασης |
safe bearing pressure | ασφαλής φέρουσα τάση |
safety audits | έλεγχοι ασφάλειας |
safety bar / belt | ράβδος / ζώνη ασφαλείας |
safety bollard | οριοδείκτης |
safety check | έλεγχος ασφαλείας |
safety coordinator | συντονιστής ασφάλειας |
safety crown | στεφάνη ασφαλείας |
safety devices | προστατευτικές διατάξεις |
safety engineer | μηχανικός ασφάλειας |
safety factor | συντελεστής ασφάλειας |
safety fencing | φράκτης ασφάλειας |
safety guardrail / barrier | στηθαίο ασφαλείας |
safety harness | ζώνη συγκράτησης |
safety labelling | επισημάνσεις ασφαλείας |
safety management system | σύστημα διαχείρισης υγιεινής & ασφάλειας |
safety measures diary | ημερολόγιο μέτρων ασφαλείας |
safety railing | κουπαστή ασφαλείας |
safety ring | προστατευτική στεφάνη |
safety risk item / factor | παράγοντας επικινδυνότητας |
safety risk register | μητρώο επικινδυνότητας |
safety technician / engineer | τεχνικός ασφαλείας |
safety zone | ασφαλής ζώνη |
sag curve | κοίλη καμπύλη |
sag point (location) | χ.σ. χαμηλό σημείο (υδραυλικά / οδοποιία) |
sagging moment | ροπή κάμψης προς τα κάτω |
salvage value | υπολειμματική αξία |
same-hand curve | ομόρροπη καμπύλη |
sample audit | δειγματοληπτικός έλεγχος |
sample covered in paraffin | παραφινομένο δείγμα |
sample with water blocking | δείγμα υπό φραγμό υγρασίας |
sampler | δειγματολήπτης |
sand columns | αμμοπάσσαλοι |
sand equivalent | ισοδύναμο άμμου |
sand patch | δοκιμή κηλίδας άμμου |
sand replacement density test | δοκιμή προσδιορισμού πυκνότητας με τη μέθοδο αντικατάστασης άμμου |
sandstone | ψαμμίτης |
sapling | δενδρύλλιο |
satellite = space navigation | δορυφορική πλοήγηση |
saturated soil | κορεσμένο έδαφος |
saturation flow | ροή κορεσμού (σε δρόμο) |
save | φύλαξη, σώζω, σώσιμο |
scaffolding | ικρίωμα, σκαλωσιά |
scale effect | συνέπειες κλίμακας |
scale ruler | κλιμακόμετρο |
scaling (of hanging blocks) | ξεσκάρωμα, μηχανική απόσπαση (επισφαλών όγκων) |
scarps | ρηγματώσεις, άνω όριο κατολίσθησης |
schedule | πρόγραμμα, καταχώρηση |
schematic | σχηματική διάταξη |
schist | σχιστόλιθος |
schistosity plane | επίπεδο σχιστότητας |
schistosity | σχιστότητα |
scientific field | επιστημονικό πεδίο |
scrabbling | απόξεση |
scrap = metal waste | μεταλλικά απορρίμματα |
scraper | αποξέστης |
scree material, debris | κορήματα, σάρρα |
scree pockets | συγκεντρώσεις κορημάτων |
screed concrete, make-up concrete | σκυρόδεμα, κλίσεως |
screening | κάλυψη θέασης, διαχωρισμός |
screwed tapping | βιδωτή (κοχλιωτή) τάπα |
scroll bars | λωρίδες κύλισης (οθόνης) |
scrub | θάμνος |
sea bed / level | πυθμένας / στάθμη θάλασσας |
sea transport | θαλάσσιες μεταφορές |
seal | στρώση από αδιαπέραστο υλικό, σφραγίζω |
sealed | στεγανός |
sealing | στεγάνωση |
search | ερευνώ |
secondary / permanent lining | τελική / μόνιμη επένδυση |
secondary roads | δευτερεύουσες οδοί |
secondary root | δευτερογενής ρίζα |
secret meeting | μυστική συνεδρίαση |
secretariat of the board of directors | γραμματεία διοικητικού συμβουλίου |
section forces | εντατικά μεγέθη μέλους |
section modulus | μέτρο αντίστασης μέλους |
section | τμήμα |
sediment flow | στερεοπαροχή |
sediment grading curve | κοκκομετρική καμπύλη φερτών |
sediment | φερτά υλικά, ίζημα |
sedimentary | ιζηματογενή |
sedimentation pond | λίμνη καθίζησης |
sedimentation tank | δεξαμενή καθίζησης |
sediments | φερτές ύλες / φερτά |
seed identification sheet | δελτίο ταυτότητας σπόρων |
seed mix | μείγμα σπόρων |
seed origin certification | πιστοποιητικό προέλευσης σπόρων |
seed | σπόρος |
seeding | σπορά |
seedling | φυτάριο |
seepage | διαρροή |
segment | σπόνδυλος |
seismic behaviour coefficient | συντελεστής μετελαστικής συμπεριφοράς |
seismic demand | σεισμική απαίτηση |
seismic design coefficients | συντελεστές σεισμικού σχεδιασμού |
seismic engineering / mechanics | αντισεισμική μηχανική |
seismic forces | σεισμικές δυνάμεις |
seismic ground acceleration | σεισμική επιτάχυνση εδάφους |
seismic isolation | σεισμική μόνωση |
seismic link (layout) | (διάταξη) σεισμικού συνδετήρα |
seismic loading on structures | σεισμική φόρτιση στις κατασκευές |
seismic motion | σεισμική κίνηση |
seismic record | σεισμική καταγραφή |
seismic resistance | αντισεισμική θωράκιση |
seismic response (spectra) | (φάσμα) σεισμικής απόκρισης |
seismic soil type | επικινδυνότητα εδάφους (σεισμική) |
seismic stopper | σεισμικός προσκρουστήρας |
seismicity | σεισμικότητα |
seismogram | σεισμογράφημα |
select | επιλέγω |
selected crushed material | θραυστά επίλεκτα υλικά |
self weight | ίδιο βάρος |
self-anchored suspension bridge | κρεμαστή γέφυρα (αγκύρωση καλωδίων στον φορέα) |
self-drilling bolts | αυτοδιατρούμενα αγκύρια |
self-propelled machinery | αυτοκινούμενο μηχάνημα |
self-resonance | ιδιοπερίοδος |
self-stressing / tension | αυτοένταση |
semantics | σημασιολογία |
semi-actuated | ημι-επενεργούμενος |
semi-enclosed enclosure | ημι-έγκλειστη έγκλειση |
semi-log graph | ημι-λογαριθμικό διάγραμμα |
semi-rigid connections | ημι-άκαμπτοι σύνδεσμοι |
semi-transverse (ventilation) | ημι-εγκάρσιος (εξαερισμός - σήραγγες) |
semi-wood cutting | μόσχευμα ημί-σκληρου ξύλου |
senior cost controller | υπεύθυνος κόστους |
senior planner | υπεύθυνος προγραμματισμού |
sense | νόημα |
sensitive areas | ευαίσθητες περιοχές |
sensitivity analysis | ανάλυση ευαισθησίας |
sensor | αισθητήριο |
separation (SPAN) | ¶νοιγμα (ασυνέχειας) |
separation geotextile | γεωύφασμα διαχωρισμού |
separation joint | αρμός διακοπής |
separation test | έλεγχος διαχωρισμού |
septic tank | σηπτικός βόθρος |
sequence | ακολουθία |
sequential method of excavation | μέθοδο διαδοχικής εκσκαφής |
sequential no. | αύξων αριθμός |
serpentine | σερπεντίτης |
server | διακομιστής |
service area | σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών |
service roads | οδοί εξυπηρέτησης |
service station | σταθμός εξυπηρέτησης |
serviceability | λειτουργικότητα, εξυπηρετικότητα |
services | υπηρεσίες |
servitude | δουλεία (σε ακίνητο) |
set (fracture) | οικογένεια (διακλάσεων), σύνολο |
setting out details (drawings) | συντεταγμένες σχεδίου |
setting out, sitting | χωροθέτηση |
setting up | σύσταση (επιτροπής) |
settlement plate | μάρτυρας καθίζησης |
settlement within the embankment | συνίζηση |
settlement | καθίζηση, οικισμός |
settling velocity | ταχύτητα καθίζησης |
settling | καθίζηση, επικάθιση |
severity | δριμύτητα |
sewage | λύματα |
sewer water | απόβλητα |
shading shelter | σκίαστρο |
shaft (lateral) friction / resistance | πλευρική τριβή σε φρεατοπάσσαλο |
shaft excavations | εκσκαφές φρεατίων |
shaft foundation | φρεατοπάσσαλος |
shaft | ¶ξονας, θύλακας |
shaking and dilatancy test resistance | αντίδραση σε δοκιμή δόνησης |
shale | σχιστόλιθος, αργιλικός σχιστόλιθος |
shallow foundation | ρηχή θεμελίωση |
shallow overburden | μικρό υπερκείμενο |
shallow slips | ολίσθηση μικρού βάθους |
shattered | κατακερματισμένος |
shavings and chips | ρινίσματα και τρίμματα |
shear bars | ράβδοι διανομής |
shear for the determination of residual strength | διάτμηση για τον προσδιορισμό της παραμένουσας αντοχής |
shear key (block) | διατμητική κλείδα |
shear lag | υστέρηση υπό διάτμηση |
shear link | διατμητικός σύνδεσμος |
shear load | διατμητικό φορτίο |
shear reinforcement | διατμητικός οπλισμός |
shear strength | διατμητική αντοχή |
shear stress | διατμητική τάση |
shear wave | διατμητικό (σεισμικό) κύμα |
shear zone | διατμητική ζώνη |
sheared | διατμημένος |
shed | υπόστεγο |
sheet of quality control findings | φύλλο διαπιστώσεων ποιοτικού ελέγχου |
sheet piling | πασσαλοσανίδες |
shell elements | επιφανειακά στοιχεία |
shell | κέλυφος (και ως δομή) |
shelter | στέγαστρο, καταφύγιο |
shifting of stream | μετάθεση ρέματος |
ship canal | πλωτό κανάλι |
ship's register | νηολόγιο |
shock effects | δυνάμεις επίδρασης |
shock transmission units (STU) | αποσβεστήρες |
shock | κραδασμός |
shore protection | προστασία ακτών |
shotcrete | εκτοξευόμενο σκυρόδεμα |
shotfirer | γομωτής και πυροδότης |
shoulder arrangement | διαμόρφωση ερείσματος |
shoulder | παρειά, έρεισμα |
shrinking due to drying | συστολή ξήρανσης |
shrinking | συστολή (ξήρανσης) |
shutter | φορείο σκυροδέτησης |
side collonades | πλευρικές κιονοστοιχίες |
side road | παράλληλες / παράπλευρες οδοί |
side scree | πλευρικά κορήματα |
side walk | πεζοδρόμιο |
sideswipe (collision) | πλευρική σύγκρουση (οχημάτων) |
sidewall electromechanical control recesses | πλευρικές φωλιές πινάκων η/μ εγκαταστάσεων |
side-wall friction | πλευρική τριβή |
sideway-force coefficient investigation machine (scrim) | βρετανικό ολισθηρόμετρο (όχημα) |
sieve analysis | κοκκομετρική ανάλυση |
sieve mesh dimensions | διαστάσεις κοσκίνου βρογχίδων |
sieve | κόσκινο |
sieving | κοσκίνισμα |
sight lines / distance | γραμμές / μήκος ορατότητας |
sign gantry support pier | βάθρο στήριξης γέφυρας σήμανσης |
sign, chevron type | πινακίδα τύπου ζέμπρας |
sign, confirmatory | πινακίδα επιβεβαιωτική |
sign, dynamic | πινακίδα δυναμική |
sign, emergency | πινακίδα αναγγελίας κινδύνου, σήμανση έκτακτης ανάγκης |
sign, informatory | πινακίδα πληροφοριακή |
sign, mandatory | πινακίδα υποχρεωτική |
sign, merge | πινακίδα συμβολής |
sign, overhead | πινακίδα αναρτημένη |
sign, prohibitory | πινακίδα απαγορευτική |
sign, regulatory | πινακίδα ρυθμιστική |
sign, static | πινακίδα στατική |
sign, warning | πινακίδα προειδοποιητική |
signage gantry | γέφυρα σήμανσης |
signage | σηματοδότηση, κατακόρυφη σήμανση |
signage, signing | κάθετη σήμανση |
signal head / face | κεφαλή / όψη σηματοδότη |
signal-controlled junction | σηματοδοτούμενος κόμβος |
signalling device | συσκευή που εκπέμπει σήματα |
signed | προσημασμένος |
signface | όψη πινακίδας |
signing | σήμανση |
signing, conventional | σήμανση, συμβατική |
signing, destination | σήμανση προορισμού |
signing, directional | σήμανση κατευθυντήρια |
silica | πυρίτης |
silt trap | ιλυοπαγίδα |
silting | εναπόθεση ιλύος |
siltstone | ιλυόλιθος |
simple landscape | απλό τοπίο |
simply supported beam at both ends | αμφιέριστη δοκός |
simply supported structures | τεχνικά με αμφιέριστους φορείς |
simulation of transportation demands | προσομοίωση αναγκών σε μετακινήσεις |
simulation | προσομοίωση |
simultaneous | ταυτόχρονος |
single barrel culvert | οχετός μονού ανοίγματος |
single bore bidirectional tunnel | μονή σήραγγα διπλής κατεύθυνσης |
single carriageway | οδός ενιαίου οδοστρώματος |
single face guardrail | μονόπλευρο στηθαίο |
single institutional framework | ενιαίο θεσμικό πλαίσιο |
single size | μονόκοκκα |
single tube core-barrel | μονή καροταρία |
sink hole | καταβόθρα |
siphon (method) | σιφόνι (μέθοδος σιφονίου) |
site clearance | εκχέρσωση χώρου / αποψίλωση εργοταξίου |
site conditions | σταθμολογικές συνθήκες, επιτόπου συνθήκες |
site investigation | εδαφοτεχνική έρευνα |
site signage | εργοταξιακή σήμανση |
sitting | χωροθέτηση |
size of vehicles | περιτύπωμα οχημάτων |
skeletal (material) | σκελετικός (υλικό) |
skew portal | λοξό στόμιο |
skew | λοξός |
skewness | γωνία λοξότητας |
skid resistant / anti-skid (course), friction layer | αντιολισθηρή στρώση |
skid resistant aggregate | αντιολισθηρό (σκληρό) αδρανές |
skid | (πλαγιο) ολίσθηση |
skidding resistance | αντιολισθηρότητα |
skin friction | πλευρική τριβή |
skip | υπερπηδώ |
slab | πλάκα |
slag | σκωρία |
slagging | κάμψη |
slake durability test | δοκιμή για προσδιορισμό δείκτη χαλάρωσης |
slant supports | αντιρήδες |
slate (schist) | σχιστόλιθος |
slatted butyl wind shield | περσιδωτά αλεξιανέμια βουτυλίου |
slaughterhouse waste | απόβλητα σφαγείων |
sleeve | μανδύας, χιτώνιο |
slickensided | λείος / γυαλιστερός, επιφάνεια ολίσθησης |
sliding bearing | έδρανο ολίσθησης |
sliding material | ολισθαίνον υλικό |
sliding plane | επιφάνεια ολίσθησης |
sliding resistance | αντίσταση ολίσθησης |
slinging angle | γωνία κορυφής |
slip plane | επιφάνεια θραύσης |
slip ramp, slip road, interchange ramp | κλάδος κόμβου |
slip surface | επιφάνεια ολίσθησης |
slipform | κατασκευάζω με ολισθαίνοντα ξυλότυπο |
slippage cracking | ρωγμή (σε δρόμο) από ολίσθηση |
slippery surface / pavement | ολισθηρή επιφάνεια / οδόστρωμα |
slope crest | φρύδι πρανούς |
slope failure | θραύση πρανούς |
slope gradient | κλίση πρανών |
slope mass rating (SMR) | γεωτεχνική ταξινόμηση για βραχώδη πρανή |
slope stability analysis | ανάλυση ευστάθειας πρανούς |
slope tunnel | κλιτιοσήραγγα |
slope | πρανές, πλαγιά |
slot channels / fissured galleys | ρείθρα σχισμής |
slow release fertiliser | λίπασμα βραδείας έκκλησης |
sludge | λάσπη, ιλύς (λυμάτων) |
slurry surfacing / seal | επιφανειακή στρώση σφράγισης (οδοστρωσία) |
small channel | καναλέτο |
small diameter injection pile | εναίσιμη πάσσαλοι μικρής διαμέτρου |
small faults | μικρορηγμάτωση |
small scale | μικρή κλίμακα |
smog | αιθαλομίχλη |
smoke backlayering | επιστροφή καπνού |
smoke extraction shafts | φρεάτια εκκαπνισμού |
smoke removal, smoke management | εκκαπνισμός |
smoke shaft | φρεάτιο εκκαπνισμού |
smoke tongue | γλώσσα καπνού |
smooth blasting | ήπια ανατίναξη |
smooth texture | ήπια υφή |
snap point | σημείο δέσμευσης, προσάρτησης |
snow loading | φόρτιση χιονιού |
social aspects / demands | κοινωνικές παράμετροι / απαιτήσεις |
social partners | κοινωνικοί εταίροι |
socioecological | κοινωνιοοικολογικός |
sociology | κοινωνιολογία |
sodium | αλατούχος |
soft rock | μαλακός βράχος |
soft terrace | ήπιος αναβαθμός |
soil amplification / analysis = survey | ενίσχυση / ανάλυση εδάφους |
soil anchors | αγκύρια εδάφους |
soil blanket | τάπητας εδάφους |
soil classification | κατάταξη εδαφών |
soil compaction | συμπύκνωση εδάφους |
soil creep | ερπυσμός εδάφους |
soil improvement | βελτίωση (μηχανικών χαρακτηριστικών) εδάφους |
soil index | δείκτης εδάφους |
soil mechanics | εδαφομηχανική |
soil nails | ηλώσεις εδάφους |
soil piles | εδαφοπάσσαλοι |
soil pollution | ρύπανση του εδάφους |
soil pressure coefficient | συντελεστής ώθησης γαιών |
soil pressures | εδαφικές πιέσεις |
soil profile | κατακόρυφη στρωματογραφική τομή εδάφους |
soil reaction | αντίδραση εδάφους |
soil settlement | καθίζηση εδάφους |
soil slope stability | ευστάθεια πρανών |
soil stabilizer | σταθεροποιητής εδάφους |
soil stripping | αφαίρεση εδάφους |
soil surcharges | φορτίσεις εδαφών |
soil-dressed slope | πρανές επενδυμένο με χώμα |
soil-dynamic analysis | δυναμική ανάλυση εδάφους |
soil-structure interaction | αλληλεπίδραση εδάφους-ανωδομής |
solar systems | ηλιακά συστήματα (ενέργειας) |
solid line ( = continuous line) | συνεχής γραμμή (οδός) |
solids | στερεά |
solifluction | αποσάθρωση |
soluble material | διαλυτό υλικό |
soluble or water glass | πυριτικό νάτριο (υδρύαλος) |
solution | λύση, διάλυμα |
solvable | επιλύσιμος, διαλυτός |
solve | επιλύω |
sort | ταξινομώ, είδος |
sound concrete | καλής ποιότητας σκυρόδεμα |
sound emission / pollution | εκπομπές θορύβου / ηχορύπανση |
sound insulation | ηχομόνωση |
soundness test | δοκιμή ανθεκτικότητας σε αποσάθρωση / δοκιμή υγείας |
soundness value | τιμή για τη δοκιμή υγείας |
soundness | ορθότητα |
source code | πηγαίος κώδικας |
space framework | χωρικό πλαίσιο |
spaced at | εγκάρσια αξονική απόσταση |
spacer | παρέμβλημα |
spacing | αραίωμα (φυτών) |
spanner | κλειδί (για μπουλόνια) |
spatial layout | γεωμετρική διάταξη |
spatial resolution | χωρική διακριτική ικανότητα εικόνας |
special conditions of contract | ειδική συγγραφή υποχρεώσεων |
special technical implementation study | ειδική τεχνική μελέτη εφαρμογής (ΕΤΜΕ) |
specific gravity | ειδικό βάρος |
specifications | προδιαγραφές |
specimen | δοκίμιο |
spectrography | φασματογραφία |
spectrophotometry | φασματοφωτομετρία |
speed change lane | λωρίδα αλλαγής ταχύτητας |
speed control | έλεγχος ταχύτητας οχήματος |
speed limit | όριο ταχύτητας |
speed-flow relation | σχέση ταχυτήτων - κυκλοφοριακών φόρτων |
spigot | στόμιο υδροληψίας |
spile | ήλος / δοκός προπορείας ελαφρού τύπου |
spillage containment | περισυλλογή διαρροών |
spillage | ρύπανση |
spine | σπόνδυλος |
spiral root | περιστρεφόμενη ρίζα |
spiral | καμπύλη 3ου βαθμού, ελικοειδές |
splash | πιτσίλισμα |
spline | γραμμή μεταβαλλόμενης καμπυλότητας |
split barrel sampler | διαχωριζόμενος δειγματολήπτης |
split carriageway | κλάδος σε ανισοσταθμία, διαχωρισμένα καταστρώματα |
split core barrel | διαιρούμενη καροταρία |
split of bridge | κατάτμηση γέφυρας |
split set | ολισθαίνον πλαίσιο |
spoil area | αποθεσιοθάλαμος |
spoil disposal areas | θέσεις απόρριψης υλικών |
spoil dump (deposit) site | αποθεσιοθάλαμος |
spoil tips | αποθεσιοθάλαμοι |
spot bolt | μη συστηματική αγκύρωση |
spray reduction | μείωση σταγονιδίων νερού |
spraying | διαβροχή |
spread foundation / footing, shallow foundation | επιφανειακή θεμελίωση |
spread width | εύρος πλησμονής |
spreading | διάστρωση |
spring coefficient | δείκτης ελαστικής έδρασης |
spring constant | ελατηριακή σταθερά |
spring reaction | αντίδραση ελατηρίου |
spring spurt | πηγαία ανάβλυση |
spring | ελατήριο, πηγή |
sprinkler | ψεκαστήρας |
sprout | φυτρώνω |
spur-gear drive | με διαφορικά γρανάζια |
square bridge | ορθή γέφυρα |
square parabola | τετραγωνική παραβολή |
squeeze | συνθλίβω |
s-shaped reinforcement | σιγμοειδής οπλισμός |
stability | σταθερότητα |
stabilizer / extended leg | πέλμα σταθεροποίησης |
stabilizer | σταθεροποιητής |
stabilizing piles | πάσσαλοι σταθεροποίησης |
stable | σταθερός, ευσταθής |
stack | στοίβα, συσσωρεύω |
stack-type sign | πινακίδα κατακόρυφης διάταξης |
stagger lap bars | εναλλάξ παραθέσεις οπλισμού |
staggered expansion joint | οδοντωτός αρμός διαστολής |
staggered | πεσσοειδή διάταξη |
stagnant water | στάσιμο νερό |
staircase | κλιμακοστάσιο |
stairside | σκαλομέρι |
stalinization | υφαλμύρωση |
stanchion | ορθοστάτης |
stand (forest) | συστάδα δένδρων |
stand alone telematics systems | αυτοδύναμα τηλεματικά συστήματα |
standard cross sections | τυπικές διατομές |
standard operation | συνήθης λειτουργία |
standard penetration test (SPT) | πρότυπη δοκιμή διείσδυσης |
standard sampler | πρότυπος δειγματολήπτης |
standard work plans | πρότυπα κατασκευής έργων |
standardized documents | επίσημα τεύχη |
standards | πρότυπα |
standing time of machinery | σταλία μηχανημάτων |
standing water level | στάθμη ηρεμίας (υπόγειος υδάτινος ορίζοντας) |
standpipe | πιεσόμετρο ανοικτού τύπου |
staple remover | αποσυρραπτικό |
staples / stapler | σύρματα ανταλλακτικά / συρραπτικό |
starter bar | ράβδος αναμονής |
starting delay | καθυστέρηση εκκίνησης |
state health and safety inspectors | mηχανικοί τεχνικών επιθεωρήσεων εργασίας |
static degrading | αλλοίωση (μηχανική) |
static earth pressure | στατική ώθηση γαιών |
static evaluation | εκτίμηση στατικής επάρκειας |
static integrity | μηχανική κατάσταση (ακεραιότητα) φορέων |
static load carrier of building | στατικός φορέας κτιρίου |
static loading | στατική φόρτιση |
static properties | μηχανικά χαρακτηριστικά γέφυρας |
statically determinate | ισοστατικός φορέας |
statically indeterminate | υπερστατικός φορέας |
statics | στατική λειτουργία |
stationary openings | σταθερά φύλλα |
stationing | αποστάσεις διατομών (οδοποιίας) |
statistics | στατιστική |
status of cen enquiry | καθεστώς επίσημης εξέτασης από επιτροπή εε |
steady state | σταθερή κατάσταση |
steam circuit | κύκλωμα ατμού |
steel arch (ribs, sets) | μεταλλικό (χαλύβδινο) πλαίσιο |
steel arch ribs | χαλύβδινα τοξοτά πλαίσια |
steel bars, wire cables | συρματόσχοινα |
steel beam | χαλυβδοσανίδα ή φύλλο στηθαίου |
steel brooms | μεταλλικές βούρτσες |
steel fibres | χαλύβδινες ίνες |
steel formwork | σιδηρότυπος |
steel grate | σιδηρά σχάρα |
steel hanger | κατακόρυφα καλώδια |
steel reinforcement | χαλαρός οπλισμός |
steel set / arch | πλαίσιο από μορφοχάλυβα |
steel sets | μεταλλικά πλαίσια |
steel strips | χαλύβδινα ελάσματα |
steel wire | συρματόσκοινο |
steel work | σιδηροκατασκευή |
stem | στέλεχος |
step | βαθμίδα |
stepped channel | ρείθρο, βαθμιδωτό |
stepped excavation | οδόντωση για τη δημιουργία κωνοειδούς εκσκαφής |
stepping | πάτημα σκάλας |
stereoplot | κυκλογραφική απεικόνιση |
stiffness | ακαμψία, σκληρότητα (δείγματος) |
stilling basin | λεκάνη ηρεμίας |
stilling chamber | δεξαμενή συλλογής καταλοίπων |
stirrup | συνδετήρας |
stochastic | πιθανολογικός, στοχαστικός |
stock camp | στάνη |
stone mastic asphalt (SMA) | ασφαλτομαστίχη |
stones embedded in concrete | κολυμβητοί λίθοι |
stonework | λιθοδομή |
stop cock and service cock | δικλείδα (διακόπτης ροής) |
stop conditions | συνθήκες στάσης |
stop | αναστολέας κίνησης |
stopping sight distance (SSD) | μήκος ορατότητας για στάση (πέδηση) |
storage bin | αποθηκευτικός κάδος |
storage of waste | αποθήκευση απόβλητων |
storage stability | ευστάθεια αποθήκευσης |
storage zone | ζώνη στοιβασίας |
storm water line | αγωγός ομβρίων |
storm water | επιφανειακά όμβρια |
straight expansion joint | επίπεδος αρμός διαστολής |
straightedge beam | ευθύγραμμος πήχης |
strain alleviating membrane sprayed seal | σφραγιστική στρώση εκτόνωσης τάσεων |
strain gauges | μηκυνσιόμετρα, παραμορφωσίμετρα |
strain | καταπόνηση |
strainer | είσοδος (φίλτρο) |
strand | καλώδιο, σύρμα |
strata layer (azimuth) | επίπεδο διάστρωσης (παράταξη) |
stratification | (δια)στρωμάτωση |
stratified | στρωσιγενής |
stratigraphy | στρωματογραφία |
stream bridge | γέφυρα ρέματος |
street furniture | εξοπλισμός οδού |
strength (of materials) | αντοχή (των υλικών) |
strength design parameters | μηχανικές παράμετροι σχεδιασμού |
strength test | δοκιμή αντοχής |
strengthening procedure | διαδικασία ενίσχυσης |
stress failure | τασική αστοχία |
stress field / conditions | εντατικό πεδίο / κατάσταση |
stress modelling / simulation | τασική προσομοίωση |
stress paths | διαδρομές τάσεων |
stress redistribution | ανακατανομή τάσεων |
stress | εντατικό μέγεθος |
stress, tensile | τάση, εφελκυστική |
stressed end | ¶κρο τάνυσης |
stresses | εντατικά μεγέθη |
stressing | επιπόνηση |
stretchable | εκτατός |
stretcher | φορείο |
striations | γραμμώσεις |
strict | αυστηρός |
strike | διεύθυνση προσανατολισμού / παράταξη |
striking | παράταξη, με κατεύθυνση |
strings | σημειοσειρές |
strip footings | θεμελιολωρίδες |
strong rock | σκληρό πέτρωμα |
structural analysis | τεκτονική / δομική ανάλυση |
structural concrete | δομικό σκυρόδεμα |
structural dynamics | δυναμική κατασκευών |
structural elements | δομικά στοιχεία |
structural engineer | μηχανικός δομοστατικός |
structural engineering | μηχανική των κατασκευών |
structural gap | στατικό κενό |
structural grid | δομικό πλέγμα |
structural layers | δομικές στρώσεις |
structural maintenance | δομική συντήρηση |
structural map | τεκτονικός χάρτης |
structural mesh | δομικό πλέγμα |
structural redundancy | υπερστατικότητα |
structural strength | δομική αντοχή |
structural system | στατικό σύστημα |
structural | στατικός, δομοστατικός |
structure barrier | στηθαίο τεχνικών έργων |
structure | δομή, κατασκευή |
structures discipline | τμήμα δομοστατικών |
strutting | αντιρρήδες |
stud | μπουλόνι, κοχλίας |
styrene | στυρένιο |
sub pelagonian | υποπελαγονική (γεωλογική περίοδος) |
sub-base | υπόβαση |
subcritical | υποκρίσιμη |
subdivision | κατάτμηση |
subgrade bearing capacity (CBR) | φέρουσα ικανότητα στρώσης έδρασης |
subgrade reaction, support reaction | αντίδραση εδάφους, αντίδραση στήριξης |
subgrade | έδαφος θεμελίωσης |
submerged tunnel | βυθιζόμενη σήραγγα |
submersion | πόντιση |
subsequent divide | επακόλουθος υδροκρίτης |
subsidence | υποχώρηση εδάφους |
subsidiary | επικουρικότητα |
subsoil | υπέδαφος |
substitute members | αναπληρωματικά μέλη |
substitution | αντικατάσταση |
substratum | υπόστρωμα (ριζοβολίας) |
substructure | υποδομή (βάθρα, στύλοι, θεμέλια, κλπ.) |
subsurface drainage | υπόγεια αποχέτευση-αποστράγγιση |
subterranean | υπόγειος |
suburban road | υπεραστική οδός |
subvertical shafts | κεκλιμένα φρεάτια |
subway | υπόγεια οδός |
successor | διάδοχος, επόμενος |
suction duct | αγωγός αναρρόφησης |
suction power | δύναμη μύζησης / αναρρόφησης |
suction sweeping | μηχάνημα αναρρόφησης |
suffer damages | υφίσταμαι ζημιές |
sufficient overburden | ικανοποιητικό ύψος κάλυψης |
suitability of cut products | καταλληλότητα προϊόντων ορυγμάτων |
suitability | καταλληλότητα |
summit ( = crest) curve | κυρτή καμπύλη |
supercritical | υπερκρίσιμη |
superelevated cross fall / section | μονοκλινές με εγκάρσια κλίση |
superelevation | μονοκλινής επίκλιση, επίκλιση σε στροφή |
superimposed load | επιπρόσθετο φορτίο |
superior authority | προϊστάμενη αρχή |
superstructure analysis | ανάλυση ανωδομής |
superstructure | ανωδομή, φορέας γέφυρας |
supervision of the committee on objections | εποπτεία επιτροπής ενστάσεων |
supplementary plat | επιπρόσθετη πινακίδα |
supply vehicle | όχημα εφοδιασμού |
supply | προμήθειες |
support (e.g. of decks) | στήριξη (πχ στήριξη φορέων γεφυρών) |
support leg of overhead gantry | στύλος στήριξης της υπερκείμενης γέφυρας σήμανσης |
support services directorate | διεύθυνση υποστήριξης |
support settlement | καθίζηση στηρίξεων |
support structure | φέρων οργανισμός |
supporting works | έργα υποστήριξης (οικοδομήματος) |
supports | στηρίξεις |
surcharge load / surcharging | επιφόρτιση |
surface blemishes | επιφανειακές ατέλειες |
surface distress / distortion | επιφανειακή κάκωση |
surface drainage / flow | επιφανειακή αποχέτευση - αποστράγγιση / ροή |
surface finishing | επιφάνεια σκυροδέματος |
surface layer of side scree | επιφανειακό στρώμα πλευρικών κορημάτων |
surface texture | επιφανειακή υφή |
surfacing aggregate | αδρανή αντιολισθηράς στρώσης |
surfacing density | επιφανειακή πυκνότητα |
surfacing thickness | επιφανειακό πάχος |
surfactants | επιπλέουσες ουσίες |
surge tank | δεξαμενή για πλημμυρική παροχή |
surplus (excavation) material | πλεονάζον (περίσσεια) υλικό (εκσκαφής) |
survey by photogrammetry methods | φωτογραμμετρική αποτύπωση |
survey target socket | υποδοχή στόχου (για λήψη τοπογραφικών στοιχείων) |
survey | επισκόπηση, αποτύπωση |
survival equipment | εξοπλισμός διάσωσης |
suspend the contract | διακόπτω σύμβαση |
suspended solid | αιωρούμενο στερεό |
suspension bridge | κρεμαστή γέφυρα (αγκύρωση καλωδίων στο έδαφος) |
suspension cables | κυρίως καλώδια ανάρτησης |
suspension clause | ρήτρα αναστολής |
suspension | αιώρημα, αναστολή |
sustainability | βιωσιμότητα |
sustainable development | βιώσιμη (αειφόρος) ανάπτυξη |
swelling | διόγκωση |
swept path | τροχιά στροφής (βαρέως) οχήματος, οπισθοτροχιά |
switchboard | ηλεκτρικός πίνακας |
syncline | το σύγκλινο |
systematic array | συστηματικός κάνναβος |
systemic approach | συστημική προσέγγιση |
systems administrator | διαχειριστής συστημάτων |
systems analyst | αναλυτής συστημάτων |
systems development team | ομάδα ανάπτυξης συστημάτων |
systems operations specialist | ειδικός λειτουργίας συστημάτων |
tachograph | ταχογράφος |
tack coat | συγκολλητική στρώση |
tagging system | σύστημα επισήμανσης με τη χρήση ετικετών |
talc | τάλκης |
talus material | κορηματικά υλικά |
tamed landscape | ομαλό τοπίο |
tangent point | εφαπτομενικό σημείο |
tangential forces | εφαπτομενικές δυνάμεις |
tangential spring | εφαπτομενικό ελατήριο |
tangential | εφαπτομενικός |
tank | δεξαμενή |
tanker | δεξαμενόπλοιο |
taper | συναρμογή, χοάνη (διοδίων) |
tapering length | μήκος διεύρυνσης / συναρμογής |
tar | πίσσα |
tariff | δασμός |
tarmac | ασφαλτοτάπητας |
tax on polluting products | φόρος ρύπανσης |
tax payers identification no. | αριθμός φορολογικού μητρώου |
tax payment status certificate. | πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας |
tax | φόρος |
t-beam | πλακοδοκός |
tbm (tunnel boring machine) | σύστημα συνεχούς κοπής για διάνοιξη σήραγγας |
technical assistant | τεχνικός βοηθός |
technical capability / capacity / ability | τεχνική ικανότητα |
technical committee | τεχνική επιτροπή |
technical conditions of contract | τεχνική συγγραφή υποχρεώσεων |
technical council | τεχνικό συμβούλιο |
technical drawing | τεχνικό σχέδιο |
technical features | τεχνικά χαρακτηριστικά |
technical guidance note | σημείωμα τεχνικής καθοδήγησης |
technical support specialist | ειδικός τεχνικής υποστήριξης |
technician geologist | τεχνικός γεωλόγος |
technological planning | τεχνολογικός σχεδιασμός |
technological risk | τεχνική αβεβαιότητα |
tectonic activity | τεκτονική ενεργότητα / δραστηριότητα |
tectonic analysis | τεκτονική ανάλυση |
tectonic breccia scree | τεκτονικά λατυποπαγή |
tectonic causes | τεκτονικά αίτια |
tectonic diagram | τεκτονικό διάγραμμα |
tectonic dips | τεκτονικά βυθίσματα |
tectonic fractures | τεκτονικές διαρρήξεις |
tectonic joint | τεκτονικός αρμός |
tee key | κλειδί ταυ |
tee | διακλάδωση ταυ |
telematics department | διεύθυνση τηλεματικής |
telematics planning and infrastructure discipline | τμήμα τηλεματικού σχεδιασμού και υποδομών |
televiewing | τηλε-παρακολούθηση |
temporary roads / diversion | προσωρινές οδοί / παράκαμψη |
temporary support measures | ¶μεσα (προσωρινά) μέτρα υποστήριξης |
tendency - trend | κλίση - ροπή |
tender committee | επιτροπή διεξαγωγής διαγωνισμού / διαδικασίας |
tenderer | διαγωνιζόμενος (σε ανοικτή διαδικασία) / προσφέρων / υποψήφιος |
tendon arrangement | διάταξη καλωδίων |
tendon ducts | οχετοί καλωδιώσεων |
tensile forces | ελκτικές δυνάμεις |
tensile load | φορτίο εφελκυστικό |
tensile properties | εφελκυστικές ιδιότητες |
tensile stiffening | ακαμψία εφελκυσμού |
tensile strength | εφελκυστική αντοχή |
tensile | εφελκυσμός, εφελκυστικός |
tension anchor | αγκύρια εφελκυσμού |
tension bar | εφελκυόμενος οπλισμός |
tension cracks | εφελκυστικές ρωγμές / αποκολλήσεις |
tension pile | εφελκυστικός πάσσαλος |
tension shaft / socket | φρεάτιο εφελκυσμού |
tensional strength | αντοχή σε ελκυσμό |
tensioned bolt | προεντεταμένο αγκύριο |
tensιometer | μετρητής εφελκυστικής τάσης |
teracce | δώμα |
term | όρος |
terminal | ακραίο τμήμα στηθαίου |
termination area | ζώνη συναρμογής εξόδου |
termination | τερματίζω |
terminology | ορολογία |
terrain | ανάγλυφο |
terrassial deposits | ποτάμιες αναβαθμίδες |
terrestrial ecosystem | χερσαίο οικοσύστημα |
tertiary | τριτεύον |
test bench | πεδίο δοκιμής |
test house | εργαστήριο δοκιμών |
test load | φορτίο δοκιμής |
test parameters | παράμετρος δοκιμών |
test vehicle deformation | παραμόρφωση αυτοκινήτου υπό δοκιμή |
test vehicle | όχημα δοκιμών |
tests for driving anchors | δοκιμές έμπηξης αγκυρίων |
tetraedral wedge | τετραεδρική σφήνα |
text | κείμενο |
texture | υφή |
texture, close | υφή, πυκνή |
textured texture | ανάγλυφη υφή |
thawing | λιώσιμο |
thematic map | θεματικός χάρτης |
theoretical (excavation) line | θεωρητική γραμμή (εκσκαφής) |
theoretical analysis | θεωρητική ανάλυση |
theoretical and experimental study | θεωρητική και πειραματική μελέτη |
theoretical head impact velocity (THIV) | θεωρητική ταχύτητα μετωπικής σύγκρουσης |
theory to elasticity / plasticity | θεωρία ελαστικότητας / πλαστικότητας |
thermal discharge / pollution | θερμικό φορτίο / μόλυνση |
thermal insulation | θερμομόνωση |
thermodynamics | θερμοδυναμική |
thermoplastic material | θερμοσκληρυνόμενο υλικό |
thick bedded | παχυστρωματώδης |
thin bedded | λεπτοστρωματώδης / λεπτοπλακώδης |
thin gap-graded mixtures | λεπτό μίγμα μη συνεχούς κοκκομετρικής διαβάθμισης |
thin layered | λεπτοπλακώδης |
thin stone mastic asphalt | λεπτό sma |
thin wall shelby sampler | δειγματολήπτες λεπτού τοιχώματος τύπου shelby |
thin walls | λεπίδες |
thinning | αραίωση |
thixotropic soil materials | θιξοτροπικά εδαφικά υλικά |
three-cone cutting bit | τρίκωνο κοπτικό |
three-point (bar) extensometer | μηκυνσιόμετρο τριών σημείων (ράβδων) |
through traffic lane | λωρίδα διερχόμενης κυκλοφορίας |
thrust outlier | τεκτονικό ράκος |
thrust | επώθηση |
thunderstorm | καταιγίδα |
tie bar | ράβδος σύνδεσης |
tie in | συναρμογή |
tie reinforcement | οπλισμός σύνδεσης |
tilt plate | πλάκα λήψης μετρήσεων κλισιόμετρου |
timber spreader | στρωτήρας |
time dependent stability | ευστάθεια ως συνάρτηση του χρόνου |
time of equilibrium | χρόνος ισορροπίας |
time series | χρονοσειρές |
time step | χρονικό βήμα |
time-varying magnetic field | χρονομεταβλητό μαγνητικό πεδίο |
tir transport international road | φορτηγά tir (διεθνών μεταφορών) |
tire vehicle | λαστιχοφόρο όχημα |
tissues | δικτυώματα, ιστοί |
t-junction | κόμβος μορφής τ |
to be impacted | υφίσταμαι σύγκρουση |
to dip in the opposite direction (of rock) | είναι αντίρροπος με |
to dip in the same direction as (of rock) | είναι ομόρροπος με |
to slacken | απαλύνω κλίση |
toe board | θωράκιο |
toe of cut slopes | πόδι πρανών ορυγμάτων |
toe of landslide | πόδας κατολίσθησης |
toe of retaining wall | τοίχος ποδός αντιστήριξης |
toe trench | πόδι τάφρου |
toe wall | τοίχος ποδός πρανούς |
tolerance limits | όρια αποκλίσεων |
tolerance on the levels | ανοχή ομαλότητας |
tolerance | ανοχή |
tolerance, permissible | ανοχή, επιτρεπόμενη |
toll booth islands | νησίδες σταθμού διοδίων |
toll booths | θαλαμίσκοι είσπραξης διοδίων |
toll collection | είσπραξη διοδίων |
toll gate lane | λωρίδα διοδίων |
toll station / plaza | σταθμός διοδίων |
toll station shed | στέγαστρο σταθμού διοδίων |
toll stations administration building | κτίριο διοίκησης σταθμών διοδίων |
tolls discipline, planning / automatic toll collection / management | τμήμα διοδίων, σχεδιασμός / αυτοματοποίηση / διαχείριση |
tolls | διόδια |
toolbar | λωρίδα εργαλείων (οθόνης) |
top heading | θόλος σήραγγας, ημιδιατομή σήραγγας (α' φάση εκσκαφής) |
top of cut | φρύδι πρανούς |
top of the descending slope | φρύδι κατωφερικού πρανούς |
top reinforcement | ¶νω οπλισμός |
top soil removal / strip | φυτικά, απομάκρυνση |
topographical basemap | τοπογραφικό υπόβαθρο |
topographical diagram | τοπογραφικό διάγραμμα |
topographical map | τοπογραφικός χάρτης |
topographical survey | τοπογραφική έρευνα |
toppling failure | κατάπτωση με ανατροπή |
toppling | ολίσθηση με ανατροπή, ανατροπή |
topsoil | φυτική γη |
topsoiling | (τοποθέτηση) φυτικής γης |
torpedo | τορπίλη |
torque | (στρεπτική) ροπή |
torrential micro-environment | χειμμαρικό μικροπεριβάλλον |
torrential micro-type | χειμμαρικός μικρότυπος |
torsion | στρέψη |
torsional moment | στρεπτική ροπή |
torsional stiffness | στρεπτική ακαμψία |
torso | κορμός (δοκού) |
total failure | συνολική θραύση, ολική αστοχία |
total value | ολική τιμή |
total weight | ολικό βάρος |
totality | ολικότητα |
tower crane | οικοδομικός γερανός |
towerless suspension bridge | κρεμαστή γέφυρα χωρίς πυλώνες |
towing weight | ελκόμενο βάρος (σε όχημα) |
toxic discharge / product, substance | τοξικό απόβλητο / προϊόν, ουσία |
toxic hazard / risk | τοξικός κίνδυνος |
toxicity | τοξικότητα |
trace | ίχνος |
track record | στοιχεία από προηγούμενη χρήση |
tractable | βατός, ανιχνεύσιμος |
traction | ελκυσμός |
tractive force | συρτική (ελκτική) δύναμη |
trade vessel | εμπορικό πλοίο |
tradeable emission permit | διαπραγματεύσιμο όριο ρύπων |
traffic calming | σχεδίαση οδών προς μείωση ταχύτητας οχημάτων |
traffic capacity | οριακός κυκλοφοριακός φόρτος |
traffic closure | αποκλεισμός κυκλοφορίας |
traffic composition | σύνθεση κυκλοφορίας |
traffic conditions | συνθήκες κυκλοφορίας |
traffic cone | κυκλοφοριακός κώνος |
traffic control equipment | εξοπλισμός ελέγχου κυκλοφορίας |
traffic control | έλεγχος κυκλοφορίας |
traffic course | στρώση κυκλοφορίας (ασφαλτικά) |
traffic crossing | διασταύρωση κυκλοφοριακών ρευμάτων, εμπλοκή |
traffic distribution per direction | κατανομή κυκλοφορίας κατά διεύθυνση |
traffic engineering | συγκοινωνιολόγος μηχανικός |
traffic flow / density | ροή / πυκνότητα κυκλοφορίας |
traffic identification loop | βρόγχος ανιχνευτής κυκλοφορίας |
traffic islands | κυκλοφοριακές νησίδες |
traffic jam | κυκλοφοριακή συμφόρηση |
traffic lane | λώριδα κυκλοφορίας |
traffic loop | κυκλοφορικός βρόγχος |
traffic management system (TMS) | διαχείριση κυκλοφορίας (σύστημα) |
traffic planning discipline | τμήμα κυκλοφοριακού σχεδιασμού |
traffic regulation sign | ρυθμιστική πινακίδα |
traffic regulations | κανονισμοί κυκλοφορίας |
traffic routing panels | πινακίδες εκτροπής |
traffic routing situations | περιπτωσιολογία κυκλοφοριακών διαμορφώσεων |
traffic signage | πινακίδες ρύθμισης κυκλοφορίας |
traffic signal control | έλεγχος κυκλοφορίας με φωτεινούς σηματοδότες |
traffic signal | σηματοδότηση κυκλοφορίας |
traffic signs manual | εγχειρίδιο κυκλοφοριακών πινακίδων |
traffic speed | ταχύτητα κυκλοφορίας |
traffic surveillance | παρακολούθηση κυκλοφορίας, κυκλοφοριακή έρευνα |
traffic volume / stream | κυκλοφοριακός φόρτος / ρεύμα |
trafficked sections | τμήματα που κυκλοφορούνται |
train | τρένο |
trained bed | διευθετημένη κοίτη |
training, flow | ροής, διευθέτηση |
trajectory | τροχιά |
transducer | μορφοτροπέας, ενεργός μετατροπέας |
transfer (a call) | προωθώ (κλήση), μεταβιβάζω |
transform | μετατρέπω |
transfrontier transport | διασυνοριακές μεταφορές |
transient | μεταβατικό |
transit | διακίνηση, διαμετακόμιση |
transition (area, zone) | συναρμογή |
transition curve | καμπύλη συναρμογής |
transition slab | πλάκα μετάβασης (γέφυρες) |
transitional embankments | μεταβατικά επιχώματα |
transitive | μεταβατικό |
translations / interpreting unit | τμήμα μεταφράσεων / διερμηνείας |
transmission | μετάδοση |
transparency | αδιάσταλτο διαφανές |
transparent plastic front binding cover | διαφάνεια βιβλιοδεσίας |
transpiration | διαπνοή |
transplant | μεταφυτεύω |
transport capacity / cost | μεταφορική ικανότητα / κόστος |
transport documents | παραστατικά (μεταφοράς), δελτίο αποστολής |
transport economics | οικονομική των μεταφορών |
transport engineer | συγκοινωνιολόγος μηχανικός |
transport facilities | μεταφορικές εγκαταστάσεις |
transport infrastructure | μεταφορική υποδομή |
transport licence | ¶δεια μεταφορών |
transport of dangerous goods | μεταφορά επικίνδυνων φορτίων |
transport planning | μεταφορικός σχεδιασμός |
transport policy | πολιτική μεταφορών |
transport rates /prices (freight rates) | μεταφορικά τέλη |
transport regulations | κανονισμοί μεταφορών |
transportation simulation | προσομοίωση μεταφορών |
transportation systems | συστήματα μεταφορών |
transported materials (quantity of) | στερεοπαροχή (ροή) |
transverse beam | διαδοκίδα |
transverse depression | εγκάρσια βύθιση |
transverse direction (of the bridge axis) | εγκάρσια διεύθυνση (άξονα γέφυρας) |
transverse roads | εγκάρσιες οδοί |
transverse roughness | κατά πλάτος ομαλότητα |
transverse section t-section | κατά πλάτος τομή |
transverse slope | εγκάρσια κλίση |
transverse support | εγκάρσια υποστήριξη |
transverse ventilation | εγκάρσιος εξαερισμός |
transverse | εγκάρσιος |
traveller (for launching) | φορείο (για προώθηση) |
traversal zone | ζώνη διέλευσης |
traverse angle | γωνία διεύθυνσης |
traverse calculation | επίλυση όδευσης (τοπογραφία) |
traverse line | πολυγωνική γραμμή |
traverse points / stations | κορυφές της πολυγωνικές / οδεύσεων |
treated flow | επεξεργασμένη ροή |
trench, excavated lined waterproof | σκάμμα, στεγανό επενδυμένο |
trench, kerb | τάφρος, ερείσματος |
trench, lateral | τάφρος, παράπλευρη |
trend lines | τάση γραμμών |
triadic | τριαδικός |
trial anchor extraction | δοκιμή εξόλκευσης αγκυρίων |
trial pile | δοκιμαστικός πάσσαλος |
trial pit | ερευνητικό φρέαρ |
triangular shaped concrete blocks | ενίσχυση πάχους τριγωνικής μορφής |
triaxial tests | τριαξονικές δοκιμές |
trigonometric network | τριγωνομετρικό δίκτυο |
trimming reinforcement | οπλισμός που περιβάλλει |
trip | ταξίδι |
trivial | αμελητέος |
troubleshooting | αντιμετώπιση προβλημάτων |
trowel | μυστρί |
truck | φορτηγό |
true bending stiffness | καμπτική ακαμψία |
true | αληθής |
trumpet junction / interchange | κόμβος μορφής τρομπέτας |
truncated | διακοπτόμενος |
trunk road | πρωτεύον δρόμος |
tube | δοκιμαστικός σωλήνας |
tubo pipes | τουμποσωλήνες |
tuff | τόφος |
tug boat | μαούνα |
tunnel arrangement | διαμόρφωση σήραγγας |
tunnel bearing element | φορέας της σήραγγας |
tunnel box construction | φορέας υπογείου έργου |
tunnel closure | μείωση διατομής σήραγγας |
tunnel control station | κτίριο εξυπηρέτησης σήραγγας |
tunnel finishes | τελειώματα σηράγγων |
tunnel invert | δάπεδο σήραγγας |
tunnel maintenance manual | εγχειρίδιο συντήρησης σηράγγων |
tunnel spoil | υλικά εκσκαφής (από σήραγγες) |
tunnel stability | ευστάθεια σηράγγων |
tunnel utility building | κτίριο ελέγχου σήραγγας |
tunnel | σήραγγα |
tunnelled socket | αγκύρωση τύπου σήραγγας |
tunnelling with conventional drilling | σήραγγα μηχανικής εκσκαφής |
tunnelling | διάνοιξη / διάτρηση |
tunnels discipline | τμήμα σηράγγων |
tunnels engineer | μηχανικός σηράγγων |
tunnels foreman | εργοδηγός σηράγγων |
turbulence | στροβιλισμός |
turbulence | στροβιλισμός |
turf | χλοοτάπητας |
turning bays | χώροι αναστροφής κατεύθυνσης οχημάτων |
turning lane | λωρίδα στροφής |
turning radius | ακτίνα αναστροφής |
twigged macchia | φρυγανώδης μακία |
twin barrel culvert | οχετός διπλού ανοίγματος |
twin bore unidirectional tunnel | διπλή σήραγγα μονής κατεύθυνσης |
twin cell cut and cover | δίδυμη εκσκαφής και επανεπίχωσης |
twin fire hydrant | δίδυμοι κρουνοί (πυροσβεστικοί) |
twin gully | διπλό φρεάτιο |
twin leaf structure | τεχνικό με δίδυμες λεπίδες |
twin post-tensioned box girder | δίδυμος κιβωτοειδής φορέας από προεντεταμένο σκυρόδεμα |
twin tower cable stayed bridge | καλωδιωτή γέφυρα με δίδυμους πυλώνες |
twin | δίδυμος |
two component epoxy paste | πάστα εποξειδικού υλικού δύο συστατικών |
two-dimensional limit equilibrium method | διδιάστατη μέθοδος οριακής ισορροπίας |
two-lane ramp | δίιχνος κλάδος |
two-way cross fall | αμφίπλευρη επίκλιση |
two-way stations | σταθμοί δύο κατευθύνσεων |
two-way traffic | προαναγγελία διπλής κυκλοφορίας |
typed | τυποποιημένος |
tyre / road adhesion | πρόσφυση τροχού / οδού |
tyre / road interface | διεπιφάνεια οδού / τροχού |
tyre hysterisis | υστέρηση τροχού |
ultimate bearing capacity | οριακή φέρουσα ικανότητα |
ultimate load | φορτίο οριακό |
ultimate strength | οριακή αντοχή |
ultimate tensile stress | οριακή εφελκυστική τάση |
ultimate | οριακός |
ultra-basic | υπερβασικός |
ultraproduct | υπεργινόμενο (μαθηματικά) |
ultraviolet (UV) radiation | υπεριώδης ακτινοβολία |
unanimity | ομοφωνία |
unary | μονομελής |
unauthorized dumping | απόθεση (σκουπιδιών) άνευ αδείας |
unbonded cable | καλώδιο μη τανυσμένο |
unbonded prestress | προένταση χωρίς συνάφεια |
unbound material | ασύνδετο υλικό |
uncemented (uncemented deposits) | μη συνεκτικός (μη συνεκτικές αποθέσεις) |
uncertainty | αβεβαιότητα |
unconfined compression | ανεμπόδιστη θλίψη |
unconsolidated drained (UD) | δοκιμή χωρίς στερεοποίηση με αποστράγγιση |
unconsolidated undrained (UU) | δοκιμή χωρίς στερεοποίηση χωρίς αποστράγγιση |
uncountable | μη αριθμήσιμος |
uncracked stiffness | μη ρηγματωμένη ακαμψία |
uncultivated flora | αυτοφυής χλωρίδα |
undefined | αόριστος |
undercross | υπόγεια διάβαση |
underground pollution | μόλυνση υπεδάφους |
underground railway | υπόγειος (σιδηρόδρομος) |
underground storage of waste | υπόγεια αποθήκευση λυμάτων |
underground structures = constructions / pipes | υπόγειες κατασκευές / σωληνώσεις |
underlying layers | υποκείμενες στρώσεις |
undermine | υποσκάπτω |
underpass | κάτω διάβαση |
underpinning | υποστύλωση |
underplanting species | υποβλάστηση / είδη χαμηλής - θαμνώδους βλάστησης |
underwater | υποθαλάσσιος |
undisturbed and disturbed sample | αδιατάρακτο και διαταραγμένο δείγμα |
undisturbed | αδιατάρακτο |
undo | αναίρεση |
undrained shear strength (USS) | αστράγγιστη διατμητική αντοχή |
undrained triaxial compression test (UTCT) | αστράγγιστη δοκιμή τριαξονικής θλίψης |
undulating landscape | κυματοειδές τοπίο |
undulating terrain | πτυχωμένο έδαφος |
unequivocally | μονοσήμαντα |
unevenness | ρυτίδωση, σαμαράκια οδοστρώματος |
unfactored | χωρίς συντελεστή |
unfolded projection (of the initial excavation) | ανάπτυγμα (αρχικής εκσκαφής) |
uniaxial compressive strength (UCT) | μονοαξονική θλιπτική αντοχή |
unification | ενοποίηση |
uniform landscape | ομοιόμορφο τοπίο |
uniformity | ομοιομορφία |
unilateral | μονόπλευρος |
unintentional eccentricity | αθέλητη εκκεντρότητα |
unique | μοναδικός |
unit discharge | παροχή υπολογισμού (μοναδιαία) |
unit system | σύστημα μονάδων |
unit weight | ειδικό βάρος |
universal gravitational constant | παγκόσμια σταθερά βαρύτητας |
universal joint | αρθρωτός σύνδεσμος |
universal | καθολικός, παγκόσμιος |
unlicensed reproduction | χωρίς άδεια αναπαραγωγή |
unloading | αποφόρτιση |
unsaturated | ακόρεστος |
unserviceable conditions | μη λειτουργικές συνθήκες |
unsolvable | ανεπιλύσιμος |
unstable ground | ασταθή εδάφη |
unsupported tunnel | ανυποστήρικτη σήραγγα |
unusual loading | μη συνήθης φόρτιση |
updating | λειτουργία ενημέρωσης, εκσυγχρονισμός |
uphill, upgrade | ανωφέρεια |
upland areas | ανάντη |
uplift of bearings | ανασήκωμα εφεδράνων |
uplift stress | δύναμη ανύψωσης |
uplifting | ανύψωση |
uplink | ανοδική ζεύξη |
upload | φορτώνω |
upstand beam | κορωνίδα |
upstream view | ανάντη όψη |
upstream, upgrade | ανάντη |
upwind | κόντρα στη φορά του ανέμου |
urban (freeways) | αστικοί (ελεύθεροι λεωφόροι) |
urban and regional planning | πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός |
urban planning study | πολεοδομική μελέτη |
urban road / traffic / transport | αστική οδός / κυκλοφορία / μεταφορές |
urban type cross section | αστική διατομή οδού |
usable pavement width | ωφέλιμο πλάτος οδοστρώματος |
use-as-is | χρήση ως έχει |
used (battery, oil, paper) | χρησιμοποιημένες (μπαταρίες, λιπαντικά, χαρτί) |
user-friendly | φιλικό προς το χρήστη |
utility network | κοινωφελές δίκτυο |
utility window | παράθυρο βοηθητικών προγραμμάτων |
utility | εφαρμογή |
u-turn | αναστροφή |
vacant landscape | κενό τοπίο |
vacuum | κενό |
valid | έγκυρος |
validity | εγκυρότητα |
valley bridge | κοιλαδογέφυρα |
valley floor | βάση κοιλάδας |
valuation | εκτίμηση αξίας |
value engineering methods | βέλτιστες από τεχνική άποψη μέθοδοι |
value | τιμή, αξία |
valve | βαλβίδα, βάνα, δικλείδα |
vane test | δοκιμή πτερυγίου |
vapor barrier | φράγμα υδρατμών |
variable message signs (VMS) | πινακίδες μεταβλητού μηνύματος |
variable speed limit signs | πινακίδες μεταβλητού ορίου ταχύτητας |
variable stratum | ανομοιογενές στρώμα |
variable time step | μεταβλητό χρονικό βήμα |
variables | μεταβλητές |
varied landscape | ποικίλο τοπίο |
vector | ¶νυσμα |
vegetation colonization | αποίκιση βλάστησης |
vegetation pattern | μορφή βλάστησης |
vegetation stripping | αφαίρεση βλαστήσεως |
vegetational and mattress stabilization | σταθεροποίηση με βλάστηση και γεωύφασμα |
vehicle crossovers | διατάξεις εκτροπής κυκλοφορίας οχημάτων |
vehicle detection | ανίχνευση οχημάτων |
vehicle documents = papers | ¶δειες οχήματος |
vehicle extension period | επιμήκυνση του χρόνου πράσινης ένδειξης σηματοδότη για κάθε ανίχνευση προσεγγίζοντος οχήματος |
vehicle fleet | στόλος οχημάτων |
vehicle hire = rental | ενοικίαση οχήματος |
vehicle impact test criteria | κριτήρια δοκιμών πρόσκρουσης |
vehicle impact | πρόσκρουση οχήματος |
vehicle monitoring | παρακολούθηση οχημάτων |
vehicle-actuated signal | σηματοδότης επενεργούμενος από την κυκλοφορία |
veins of materials | φλέβες |
velocity | ταχύτητα |
vendor | πωλητής |
ventilation shafts | φρεάτια εξαερισμού |
ventilation system | σύστημα εξαερισμού |
ventilation | εξαερισμός |
verge | πλευρικό περιθώριο, έρεισμα (οδοποιία) |
verification / verify | επαλήθευση / επαληθεύω |
vermiculite | μαρμαρυγιακός |
vertex | κορυφή |
vertical alignment | μηκοτομή |
vertical centrally applied loading | κατακόρυφη κεντρική φόρτιση |
vertical datum / level base points | υψόμετρα αφετηριών |
vertical error | υψομετρικό σφάλμα |
vertical road signs | κατακόρυφη σήμανση |
vertical seismic component | κατακόρυφη σεισμική συνιστώσα |
vertical slot | κατακόρυφη εγκοπή |
vertical starting bar | οπλισμός αναμονής |
vertical webs | κάθετοι κορμοί |
vessel | σκάφος |
viability | ζωτικότητα |
viable seed | ζωντανός σπόρος |
viaduct | κοιλαδογέφυρα |
vibrations, controlled | διεγέρσεις, ελεγχόμενες |
vibratory rubber-tired roller | λαστιχοφόρος δονητικός οδοστρωτήρας |
video signal | βιντεο-σήμα |
view / outlook | θέα |
vigour | ευρωστία |
virtual memory | ιδεατή μνήμη |
virtual reality | εικονική πραγματικότητα |
virtual | εικονικός |
visibility coefficient | συντελεστής ορατότητας |
visibility envelope | πεδίο ορατότητας |
visibility | ορατότητα |
visual impact | οπτική παρενόχληση |
visual inspection | αυτοψία |
visual screening | οπτική απόκρυψη, ξεκαθάρισμα |
void former | ξυλότυπος για δημιουργία κενών |
voided concrete | σκυρόδεμα με κενά |
voided slab | πλάκα με διάκενο |
voids content | κενών, ποσοστό |
volcanic eruption | έκρηξη ηφαιστείου |
volcanic | εκρηξιγενή, ηφαιστειακά |
volcanology | ηφαιστειολογία |
volumetric analysis | ογκομετρική ανάλυση |
voucher | παραστατικό |
wagon drill | διατρητικό φορτίο |
wagon drilling | εργασίες διάτρησης με φορείο |
waiting lane | ζώνη στοιβασίας, λωρίδα αναμονής |
walkway hole | θυρίδα επιθεώρησης στα διαφράγματα |
walkway | διάδρομος |
wall of abutment | κορμός ακρόβαθρου |
wall with double brick lining | τοίχος διπλός μπατικός |
wall | τοίχος |
wallpaper | ταπετσαρία |
warning distance | απόσταση προειδοποίησης |
warning signs | σήματα επικίνδυνων θέσεων, προειδοποίησης κινδύνου |
warping | στρέβλωση |
warrant | απαιτώ, ένταλμα |
wash away / out | αποπλένω |
washdown (of road) | απόπλυση (ΟΔΟΎ) |
washed sand | πλυμένη άμμος |
waste disposal / removal | διάθεση / αποκομιδή αποβλήτων |
waste incineration | καύση αποβλήτων |
waste management / treatment | διαχείριση αποβλήτων |
waste recycling | ανακύκλωση αποβλήτων |
waste water treatment | βιολογικός καθαρισμός |
waste | απόβλητο |
water absorption | υδροφιλία |
water accumulation / analysis | συγκέντρωση / ανάλυση νερού |
water conservation / protection | προστασία υδάτινων πόρων |
water consumption | κατανάλωση νερού |
water cooler | ψύκτης νερού |
water drip | υδρορροή |
water ecosystem | υδάτινο οικοσύστημα |
water fertilization | υδρολίπανση |
water film | υμένας νερού |
water head | ύψος νερού |
water impregnation | υδρεμποτισμός |
water ingress | εισροή υδάτων |
water main | κύριος αγωγός ύδρευσης |
water management | διαχείριση υδάτων |
water percolation | διήθηση νερού |
water pillar | κοινόχρηστη βρύση |
water pollution / pollutant | μόλυνση νερού / μολυντής |
water pressure gauge | όργανο μέτρησης πίεσης |
water pump | υδραντλία |
water recourses | υδάτινοι πόροι |
water retentive polymers | πολυμερές υδατοσυγκράτησης |
water table (underground) | (υπόγειος) υδάτινος ορίζοντας |
water treatment (purification) | επεξεργασία νερού προς πόση |
water well | υδρογεώτρηση |
waterbar | στεγανωτική ταινία |
watercourse | μισγάγγεια |
waterproof membrane | στεγανωτική μεμβράνη |
waterproofing | στεγάνωση |
watershed | λεκάνη |
waterspaying | υδρονέφωση |
waterstop | στεγανωτική ταινία |
waterway | οδός μεταφορών με πλοία |
wattle | κλαδόπλεγμα |
wave pattern / form | κυματομορφή |
wave reflection damper / spring | αποσβεστήρας ανάκλασης κυμάτων |
weak link | αδύνατη (ασθενής) σύνδεση |
weak material | ασθενές υλικό |
weakening | εξασθένιση |
weakness plane | επιφάνεια αδυναμίας |
wearing course | στρώση κυκλοφορίας |
weather groove | υδρορροή |
weathering products | αποσαθρώματα |
weaving | πλέξη |
web | κορμός φορέα, ιστός |
wedge (TYPE) failure | σφηνοειδής αποκόλληση, ολίσθηση, αστοχία τύπου σφήνας |
wedge stability control | έλεγχος αποσφύνωσης |
wedge | τάκος, πύρος, σφήνα |
weeding | ξεβοτάνισμα |
weep holes | ανακουφιστικές οπές |
weep pipes | οπές εκτόνωσης (πίεσης νερού) |
weigh in motion devices | διατάξεις μέτρησης βαρών εν κινήσει |
weighted average | ποσοστιαίος μέσος όρος |
weighted factor | σταθμισμένος βαθμός (τεχνικής προσφοράς) |
weighting factor | συντελεστής βαρύτητας |
weir | ρυθμιστικό φράγμα, υπερχειλιστής |
weir, division | υπερχειλιστής διαχωρισμού |
welding | συγκόλληση |
well, drainage | φρεάτιο αποστραγγιστικό |
well, seepage | φρεάτιο διηθητικό |
well-founded | καλο-εδραιωμένος |
westbound | της δυσμάς |
wet conditions | συνθήκες κορεσμού |
wet oxidation | υγρή οξείδωση |
wetland | υγρότοπος |
wetting temperature | θερμότητα ενυδάτωσης |
wheel path | ίχνος τροχού |
wheel point load | συγκεντρωμένο φορτίο τροχών |
wheelbase | μεταξόνιο |
white lane | λωρίδα καθοδήγησης |
white poplar | λευκή λεύκη |
wide flange rib | πλαίσιο ευρέως πέλματος |
wide spectrum fungicide | μυκητοκτόνο ευρέως φάσματος |
widened anchorage | διευρυμένος βολβός |
widening | πλάτυσμα, διεύρυνση |
width of spreading | εύρος πλησμονής |
wild flowers | αγριολούλουδα |
wildlife passage / park | πέρασμα / πάρκο άγριας πανίδας |
wildlife, wild animals | ¶γρια πανίδα |
wind loads | φορτία ανέμου |
wind noise / pressure | αεροδυναμικός θόρυβος / ανεμοπίεση |
windbreak fence | ανεμοφράχτης |
winding | στριφογυριστός, περιέλιξη |
window frames | κουφώματα |
wing wall | πτερυγότοιχος |
wire cloth sieve | κόσκινο από συρματόπλεγμα |
wire fencing | συρματοπερίφραξη |
wire mesh | δομικό πλέγμα |
wire | ντίζα |
with prejudice | με επιφύλαξη |
withdraw | ανακαλώ, υποχωρώ |
withering | μάρανση (φυτών) |
without prejudice | ανεπιφύλακτα |
witness point | θέση παρατηρήσεως |
wobble factor | συντελεστής για την αθέλητη κυμάτωση |
wood pulp cellulose | πολτός κυτταρίνης |
wooden formwork, die | ξυλότυπος |
work file | φάκελος εργασίας |
work inspection | επιθεώρηση εργασίας |
work method | εργασιακή μέθοδος |
work stations | σταθμός εργασίας |
work zone | ζώνη εκτέλεσης έργων |
workgroup system | σύστημα ομάδων εργασίας |
working drawing | κατασκευαστικό σχέδιο |
works with pace-cars | εργασίες (συντήρησης οδού) με την συνοδεία προπορευόμενου οχήματος |
worksite manager | εργοταξιάρχης |
worksite | εργοτάξιο |
workspace | χώρος εργασίας |
works-procurement contracts unit | τμήμα συμβάσεων έργων-προμηθειών |
world scale | καθολική κλίμακα |
worm and nut | ατέρμονας κοχλίας |
wound | πληγή |
woven mat | υφασμένο γεωύφασμα |
wrap up | ολοκληρώνω |
wrapping | στρέβλωση επιφάνειας |
x and y axis | χ και υ άξονες |
xerox slides | διαφάνειες |
x-rays | ακτίνες χ |
yacht harbour | μαρίνα |
yield of anchors | διαρροή αγκυρίων |
yield pressure | τάση διαρροής |
yield sign | σήμα παραχώρησης προτεραιότητας (σε οδό) |
yield stress | τάση διαρροής |
yield zone | ζώνης πλαστικοποίησης |
yield | διαρροή |
yielding arch coupling | σύζευξη διαρρεούμενου πλαισίου |
yielding of steel | διαρροή (χάλυβα) |
yielding steel elements | διαρρέοντα χαλύβδινα στοιχεία |
y-junction | κόμβος μορφής υ |
zebra crossing | διαγραμμισμένη λωρίδα, διάβαση πεζών |
zebra lines | διαγράμμιση τύπου ζέμπρα |
zone of works | ζώνη κατάληψης |
zoology | ζωολογία |
zoom | μεταβλητή εστίαση |
Καλό φθινόπωρο σε όσους επέστρεψαν, καλές διακοπές σε όσους επέλεξαν αυτή την περίοδο;)