Δεν μου φαίνεται να έχει σχέση με τσίλιες. Οι τσίλιες έχουν να κάνουν με εγκληματία ο οποίος προσέχει να μην πιάσουν τον συνεργό του. «Είμαι στην τσίτα», πολύ πιο πιθανό.
to keep one's nose clean
http://www.babla.fr/francais-anglais/se-tenir-%C3%A0-carreauhttps://fr.wiktionary.org/wiki/se_tenir_%C3%A0_carreauhttp://forum.wordreference.com/showthread.php?t=21818τσίλια η [tsíla] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : στη ΦΡ κρατάω / φυλάω τσίλιες, παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κάτι παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα: Ο ένας φύλαγε τσίλιες στη γωνία κι ο άλλος έγραφε παράνομα συνθήματα στον τοίχο. Kράταγε τσίλιες για να μη δει ο καθηγητής τους συμμαθητές του που το έσκαγαν. [ιταλ. ουδ. ciglio `βλεφαρίδα, βλέφαρο΄, πληθ. ciglia που θεωρήθηκε θηλ. εν.]
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
τσίτα η [tsíta] Ο25 (χωρίς πληθ.) : 1. (προφ.) σε εκφράσεις (είμαι) στην τσίτα, βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση. έχω κάποιον στην τσίτα, τον υποχρεώνω να βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση: Tο αφεντικό τούς έχει όλους στην τσίτα. 2. (ως επίρρ.) τσιτωτά, τεντωτά: Tα σεντόνια είναι τσίτα στο κρεβάτι. || τσίτα τσίτα, για κτ. πολύ στενό, που φτάνει μόλις και μετά βίας: H μπλούζα μού έρχεται τσίτα
— Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη