Quel foco ch’i' pensai che fosse spento
Quel foco ch’i' pensai che fosse spento dal freddo tempo e da l’età men fresca, fiamma e martìr ne l’anima rinfresca.
Non fûr mai tutte spente, a quel ch’i' veggio, ma ricoperte alquanto le faville; e temo no ‘l secondo error sia peggio, per lagrime, ch’i' spargo a mille a mille, conven che ‘l duol per gli occhi si distille dal cor, ch’ha seco le faville e l’ésca; non pur qual fu, ma pare a me che cresca.
Qual foco non avria già spento e morto l’onde che gli occhi tristi versan sempre? Amor, avegna mi sia tardi accorto, vòl che tra duo contrarî mi distempre; e tende lacci in sì diverse tempre, che quand’ho più speranza che ‘l cor n’èsca, allor più nel bel viso mi rinvesca.
| Και ’κείνη, αχ, η φωτιά, ’κεί που λογάριαζα ότι εσβήστη
Και ’κείνη, αχ, η φωτιά, ’κεί που λογάριαζα ότι εσβήστη από τον παγετό ή απ’ το χρόνο που όλα τα ξεκάνει, ξανάναψε, και σε μαρτύρια την ψυχή μου βάνει.
Δεν είχαν όλες της οι σπίθες (τώρα βλέπω) σβήσει· φυλάγαν μερικές τους τού πυρός το μετερίζι, και τρέμω μην το λάθος τώρα πιο πολύ κοστίσει. Χιλιάδες χύνω δάκρυα, και όλος μου ο νους δακρύζει· τα μάτια μου και την καρδιά μου ο πόνος πλημμυρίζει. Και σπίθες έχω ακόμα και ίσκα, και η φωτιά με φτάνει αγριότερη από πριν, και στάχτη θέλει να με κάνει.
Μα τι φωτιά είναι τούτη –συλλογιέμαι– που δε σβήνει απ’ τα ποτάμια των ματιών μου που της ρίχνει η θλίψη; Αργά πολύ το νιώθω, μα ο έρως πλέον κατατείνει ανάμεσα σε δύο αντίθετα να με συνθλίψει: με κυνηγάει με δίχτυα από παντού – στα βάθη, στα ύψη. Και σαν πιστέψω πως του ξέφυγα και δεν με πιάνει, με της Μαδόννας την ωραία ειδή με συλλαμβάνει.
|