Come away, come away, death, And in sad cypress let me be laid. Fly away, fly away, breath; I am slain by a fair cruel maid. My shroud of white, stuck all with yew, O, prepare it! My part of death, no one so true Did share it.
Not a flower, not a flower sweet, On my black coffin let there be strown. Not a friend, not a friend greet My poor corpse, where my bones shall be thrown. A thousand thousand sighs to save, Lay me, O, where Sad true lover never find my grave, To weep there!
| Χάρε, έλα, πάρε τη ζωή μου, να μπω στο μνήμα μου, στη γη βαθιά! Σβήσε κι εσύ, στερνή πνοή μου, με θανατώνει μια άκαρδη ομορφιά. Το σάβανό μου το λευκό ετοιμάστε, ραντίστε το με αρώματα και μύρα. Απ’ όσους αγαπήσανε, κανένας δεν πήρε τα φαρμάκια που εγώ πήρα.
Ούτε λουλούδια, ούτε ψαλμούς, στο μαύρο φέρετρο που θα με χώσουν. Ούτε και δάκρυα, στεναγμούς- τα κόκαλά μου άκλαφτα να λιώσουν. Σ' έρημο τόπο θάψτε με και ξένο, φίλος κανείς μη μ’ αποχαιρετίσει. Κανείς θλιμμένος εραστής μην ξέρει πού είναι ο τάφος μου να προσκυνήσει.
|