Γιάννης Ποδιναράς, Καλοκαιρινά γητέματα
II
Τα καλοκαίρια τα δικά μας
γητεύουν τους περαστικούς.
Πόσο λίγοι, ωστόσο, μπορούν να δουν
τους παγερούς χειμώνες,
όταν οι στέγες στάζουν στο κορμί
τη στυφή ψύχρα του ξάστερου στερεώματος
τις νύχτες που ακολουθούν την πορεία του ιερού αστερία.
Στάζει το κρύο στο κόκαλο
διαπερνώντας τα τεντωμένα από το φόβο νεύρα.
Πάντα αναρωτιόμουνα,
σαν τριγυρνούσα στις μικρές τις πόλεις.
Γιατί τα φώτα σβήνανε τόσο νωρίς
τα βράδια του χειμώνα;
Κι οι άνθρωποι που έβλεπα τα καλοκαίρια,
ν’ απλώνουνε γραμμή τις λύπες τους
στην καυτή άμμο;
Πόθοι χωμένοι στην άμμο.
Χαλαρωμένα σώματα
στη διάθεση αμείλικτου ήλιου
διαστέλλουν τα όνειρά τους
ν’ ακουμπήσουν τη φλόγα των ερώτων.
Βάτος ανίκητη στα ερέβη
που πυρπολεί του πόθου τους ιριδισμούς
των μελαψών, γυμνών σωμάτων.
Τώρα ζαρώσανε τα σώματα
να χωρέσουνε στη χούφτα μικρού παιδιού
την ψυχή που όλο μικραίνει στους χειμώνες.
Κι η απορία μου
φεγγάρι μισό
στην ξάστερη παγωνιά των ουρανών.
«Γιατί τα φώτα σβήνουνε τόσο νωρίς
τα βράδια του χειμώνα;»
Από τη συλλογή Ένα Πράσινο Θολό (1996)