Στέλλα Γεωργιάδου, Συνάντηση με το απρόοπτο
Κάθε που ζυγώνει η άνοιξη ντύνομαι ζεστά
και κοιτώ καχύποπτα τις ηλιόλουστες μέρες
Ποια απάτη μού ετοιμάζουν πάλι
Κλείνω τα παντζούρια για την ενδεχόμενη βροχή
και πίσω από τις γρίλιες τους παρατηρώ τα δρώμενα
κι εσένα
Εσένα που μου γνέφεις
απρόοπτο
Τηλεφωνεί ο χρόνος
Παράξενα που τραγουδάει το μέλλον
με αυξανόμενη ένταση
Παρηγορούμαι πως τάχα είναι νύχτα
πως δεν είναι Μάιος
κι ανοίγω τα παράθυρα στην αύρα του απρόσμενου
και τρυπώνεις ήλιε
Μα τι νόμισες
εγκαταλειμμένο πως είναι το ερείπιο;
Ανάβω δυο τσιγάρα
ένα για μένα κι ένα για τη συντροφιά σου
Καπνίζεις τις πίκρες μου, τις στάχτες τους σκορπίζεις
στις ακτές της μνήμης
Πίνουμε απ’ την ίδια λησμονιά, γεμάτη η κούπα
Μου κλείνεις το μάτι, δανεική η ανταπόδοση
Θα ’ρθεις
Δεν κάνει πια παιχνίδια το φθινόπωρο
όπως ο αλήτης Μάης
Όλη μέρα ξεσκόνιζα τα περασμένα —τοπία χειμερινά—
να υποδεχτώ τον ερχομό σου συγκυρία
Θα ’ρθεις
Και θα βγούμε μαζί στις νωπές λεωφόρους —καθαρτήρια—
Ν’ αχνίζουν οι καινούριες αγάπες
και σαν πρόωρα βρέφη να ρουφούν με μανία
Ζωή και Επιείκεια.
Από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου (2011)