Translation - Μετάφραση

Favourite texts, movies, lyrics, quotations, recipes => Favourite Music and Lyrics => Favourite Poetry => Topic started by: wings on 11 Jan, 2009, 04:13:01

Title: Γιάννης Ρίτσος
Post by: wings on 11 Jan, 2009, 04:13:01
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)

(https://www.piramatikiskini.gr/images/sized/images/uploads/ritsos-tetragwni001-425x425.jpg)

Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά στις 14 Μαΐου 1909. Πήγε σχολείο στο Γύθειο και το 1925 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως δακτυλογράφος και αντιγραφέας σε συμβολαιογραφείο. Το 1926 έπαθε φυματίωση και έμεινε 3 χρόνια στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Ύστερα δούλεψε ως ηθοποιός και χορευτής. Το 1933 προσχώρησε στο πολιτιστικό κίνημα της Αριστεράς «Πρωτοπόροι» και το 1934 άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Το 1936 η δικτατορία Μεταξά διέταξε να κατασχεθούν και να καούν τα τελευταία αντίγραφα της συλλογής «Επιτάφιος» στους στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με βιβλία άλλων συγγραφέων.

Πέρασε την κατοχή στην Αθήνα και το 1944 ανέβηκε στην Κοζάνη ως συνεργάτης στο «Λαϊκό θέατρο Μακεδονίας». Από το 1948 ως το 1952 έζησε στην εξορία (στη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Άγιο Ευστράτιο). Το 1967 εξορίστηκε στη Γυάρο και τη Λέρο και μετά τέθηκε σε απομόνωση στο Καρλόβασι της Σάμου. Οι εκτοπίσεις του προκάλεσαν την ομαδική διαμαρτυρία ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών από όλη την υφήλιο.

Προτάθηκε 7 φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και του απονεμήθηκε το βραβείο Λένιν το 1977. Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Α.Π.Θ.

Εμφανίστηκε στα γράμματα ως μαθητής το 1921 με ποιήματα στο περιοδικό του Γρ. Ξενόπουλου «Η διάπλασις των παίδων» και με ποιήματα και πεζογραφήματα στο φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (εκδ. Πυρσός) το διάστημα 1927-1928. Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα σε ελεύθερο στίχο στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» το 1936 με το ψευδώνυμο Κ. Ελευθερίου. Από το 1957 ως το 1976 μετέφρασε μια σειρά γραπτών ξένων ποιητών.

Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990.

εποχες και συγγραφεις γιαννης  ριτσος - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=Jk1ShjMNeGA)

Ποιητικές συλλογές:
«Τρακτέρ», 1934
«Πυραμίδες», 1935
«Επιτάφιος», 1936
«Το τραγούδι της αδελφής μου», 1937
«Εαρινή συμφωνία», 1938
«Το εμβατήριο του ωκεανού», 1940
«Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής», 1943
«Δοκιμασία», 1943
«Ο σύντροφός μας», 1945
«Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», 1952
«Αγρύπνια», 1954
«Πρωινό άστρο», 1955
«Η σονάτα τού σεληνόφωτος», 1956
«Χρονικό», 1957
«Αποχαιρετισμός», 1957
«Υδρία», 1957
«Χειμερινή διαύγεια», 1957
«Πέτρινος χρόνος», 1957
«Οι γειτονιές τού κόσμου», 1957
«Όταν έρχεται ο ξένος», 1958
«Ανυπόταχτη πολιτεία», 1958
«Η αρχιτεκτονική των δέντρων», 1958
«Οι γερόντισσες κι η θάλασσα», 1958
«Το παράθυρο», 1960
«Η γέφυρα», 1960
«Ο Μαύρος Άγιος», 1961
«Ποιήματα (Α' Τόμος)», 1961
«Ποιήματα (Β' Τόμος)», 1961
«Το νεκρό σπίτι», 1962
«Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού», 1962
«Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες», 1963
«12 ποιήματα για τον Καβάφη», 1963
«Μαρτυρίες (Σειρά πρώτη)», 1963
«Ποιήματα (Γ' Τόμος)», 1964
«Παιχνίδια τ' ουρανού και του νερού», 1964
«Φιλοκτήτης», 1965
«Ρωμιοσύνη», 1966
«Ορέστης», 1966
«Μαρτυρίες (Σειρά δεύτερη)», 1966
«Όστραβα», 1967
«Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα», 1972
«Η Ελένη», 1972
«Χειρονομίες», 1972
«Τέταρτη διάσταση», 1972
«Η επιστροφή της Ιφιγένειας», 1972
«Χρυσόθεμις», 1972
«Ισμήνη», 1972
«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», 1973
«Διάδρομος και σκάλα», 1973
«Γκραγκάντα», 1973
«Σεπτήρια και Δαφνηφόρια», 1973
«Ο αφανισμός τής Μήλος», 1974
«Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο», 1974
«Καπνισμένο τσουκάλι», 1974
«Κωδωνοστάσιο», 1974
«Χάρτινα», 1974
«Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», 1974
«Η Κυρά των Αμπελιών», 1975
«Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία», 1975
«Τα επικαιρικά», 1975
«Ποιήματα (Δ' Τόμος)», 1975
«Το Υστερόγραφο της Δόξας (Άρης Βελουχιώτης)», 1975
«Ημερολόγια εξορίας», 1975
«Μαντατοφόρες», 1975
«Θυρωρείο», 1976
«Το μακρινό», 1977
«Γίγνεσθαι», 1977
«Το ρόπτρο», 1987
«Γραφή Τυφλού», 1987
«Τα ερωτικά», 1987
«Ανταποκρίσεις», 1987

Δοκίμια:
«Μελετήματα», 1974

Θέατρο:
«Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών», 1958
«Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα», 1959

[Κύρια πηγή για το βιογραφικό και την εργογραφία του Γιάννη Ρίτσου: «Η ελληνική ποίηση, Ανθολογία - Γραμματολογία» του Αλέξανδρου Αργυρίου, εκδ. Σοκόλη, τόμος δ' (Νεωτερικοί ποιητές μεσοπολέμου), Αθήνα 2000]
 
Ποιήματα δημοσιευμένα στο Translatum:


Σύνδεσμοι


Επιστροφή στο ευρετήριο ελληνικής ποίησης (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=54631.msg207152#msg207152)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Γυναίκες
Post by: wings on 11 Jan, 2009, 04:18:11
[Από τη σειρά Παρενθέσεις (1946-1947)]

Γιάννης Ρίτσος, Γυναίκες

Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.
Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι για να μη νιώσουμε πως λείπουν.
Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ' την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα», ή «άσε, θ' ανάψω εγώ τη λάμπα».

Όταν ανάβουμε το σπίρτο, εκείνη στρέφει αργά πηγαίνοντας
με μιαν ανεξήγητη προσήλωση προς την κουζίνα. Η πλάτη της
είναι ένα πικραμένο βουναλάκι φορτωμένο με πολλούς νεκρούς -
τους νεκρούς της φαμίλιας, τους δικούς της νεκρούς και τον δικό σου.

Ακούς το βήμα της να τρίζει στα παλιά σανίδια
ακούς τα πιάτα να κλαίνε στην πιατοθήκη κι ύστερα ακούγεται
το τραίνο που παίρνει τους φαντάρους για το μέτωπο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1961)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Δοκιμασία (Ω Μούσα, εσύ...)
Post by: and33 on 11 Jan, 2009, 14:10:04
[Από τη σειρά Τρακτέρ (1930-1934)]

Γιάννης Ρίτσος, Δοκιμασία (απόσπασμα)

Ω Μούσα, εσύ
κάθε θρασύ
μερεύεις ήχο
στο θαλασσί
γράφεις χρυσή
αυγή : το στίχο.

Μες το τεφρό
βράδυ, ελαφρό
υψώνω χέρι
ίδιο φτερό
και στο νερό
η μορφή του χαίρει.

Ο αυλός σφυρά
και τα' αργυρά
φορώ και πάλι
μέθης χαρά
με πλημμυρά
κ' η νιότη πάλλει.

Μια μυγδαλιά
μες στα παλιά
ανθίζει ερείπια
και τα πουλιά
χτίζουν φωλιά
σε τείχη τρύπια.

Φιλιά σκορπώ
σα ν' αγαπώ
και τον εαυτό μου
κι όταν σιωπώ
και το σκοπό
ακούω του εντόμου.

Φως αμυδρό
πέφτει ιλαρό
στ' ωχρό μου στόμα
κι όλο αντιδρώ
με πνεύμα αδρό
κι ας είμαι πτώμα.

Είμαι η ψυχή
τέρμα κι αρχή
όλου του κόσμου
λυγμών βροχή
στάζει κι αχεί
πάντοτε εντός μου.

Είμαι ερπετό
κι όμως πετώ
μακριά στα πλάτια
και φυλαχτό
το φως κρατώ
στα κλειστά μάτια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' τόμος] (έκδ. 1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Μόνωση
Post by: and33 on 12 Jan, 2009, 17:54:00
[Από τη σειρά Πυραμίδες (1930-1935)]

Γιάννης Ρίτσος, Μόνωση

Θε μου, πού πήγαν οι άνθρωποι; Πού πήγε η ευωδία
του νεανικού μου δέρματος κ' η θέρμη των ήλιων;
Φθίνω στο σπίτι των σκιών και λιώνω την καρδιά,
μια χρυσαλλίδα, στις χλωμές σελίδες των βιβλίων.

Η αγάπη, μάταια, κάποτε, με θλίψη μου γελά –
είμαι μακριά κι απ' τα γλυκά βλέμματα των οικείων.
Πάνω απ' της ρούγας τα σκυφτά χαμόσπιτα, ψηλά,
στο χρυσό δείλι, γράφομαι βαρύς κ' εξαίσιος κίων.

Κι όμως τα βράδια νοσταλγώ: στον ίσκιο ενός καλού
κι αγαπημένου φίλου αβρά να γείρω να ξεϊδρώσω
– ρόδο  που φύτρωσε άγονα στην άμμο του γιαλού,
του βλέμματος να ρουφώ τη ζαφειρένια δρόσο.

Ν' ακούω κοντά μου μια καρδιά να πάλλει δυνατά,
ένας παλμός ν' ανθεί για με και να κρατώ ένα χέρι
στα λυπημένα χέρια μου, κι ο νους μου να κοιτά
τη λάμψη του στα μάτια ενός που δέχεται και χαίρει.

Νάχουν σκοπό και προορισμό της νιότης μου οι παλμοί,
στιλπνοί καρποί να δένονται σε πρόθυμα κλωνάρια
κι όχι, καθώς των ασκητών οι εσπερινοί ψαλμοί,
να πνίγονται σε σιωπηλά, πένθιμα σεμινάρια.

Κι όταν της νύχτας ο άνεμος την πόρτα μας βροντά
κ' έντρομος το γκρεμό παλιάς πληγής θ' αναθυμιέμαι,
να τον καλώ γοερά, κι αυτός γλυκά να μου απαντά,
κι αχνά χαμογελώντας του, πάλι ν' αποκοιμιέμαι.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (έκδ. 1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ωδή στη χαρά (Ω Χαρά, στα λαμπερά, ιερά νερά...)
Post by: and33 on 13 Jan, 2009, 17:39:20
[Από τη σειρά Πυραμίδες (1930-1935)]

Γιάννης Ρίτσος, Ωδές

                                            Στον Κωστή Παλαμά

«Ωδή στη χαρά» (απόσπασμα)

Ω Χαρά, στα λαμπερά, ιερά νερά
σκέψης νέας, αντιφέγγει τ' όραμά Σου.
Να φυτρώσεις των ανθρώπων ετοιμάσου
τα φτερά.

Όχι αγέρας, μήτε σύννεφο χρυσό
που τα μάτι' αλληθωρίζουν να τοξεύουν.
Χέρια μπρούντζινα στο μπρούντζο Σε λαξεύουν
κολοσσό.

Δεν προσέχεις του ζητιάνου το κερί
στα φαράγγια που δακρύων κυλούσε κρήνη
των θαυμάτων Σου θ' ανθίσουν τώρα οι κρίνοι
δροσεροί.

Τους πυλώνες που τους κράτησαν κλειστούς
– σκλάβα, Εσύ που με θεό Σ' είχαν κοιμίσει –
τους γκρεμίζουν αλαλάζοντας τα μίση
με λοστούς.

Στων ονείρων τους ναούς γονατιστοί
σε δεήσεις δεν σταυρώνουνε τα χέρια.
Έχεις όποιον τους λυγμούς κάνει μαχαίρια
εραστή.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (I)
Post by: and33 on 14 Jan, 2009, 21:42:14
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος 

Ι


(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ' το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσής τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

II

Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;

Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.

Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θα ’μπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;

Γιε μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (III)
Post by: and33 on 15 Jan, 2009, 17:35:57
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος

ΙΙΙ

Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθε τους κόπαζε κ' η πίκρα μου κι ο αγώνας,

Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ' τα μπαλκόνια,

Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,

Μυριόριζο, μυριόφυλλο κ' ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;

ΙV

Γιε μου, ποια Μοίρα στο ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;

Πουρνό-πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.

Κοίταες μην έφεξε συχνά-πυκνά απ’ το παραθύρι
και βιάζοσουν σα να ’τανε να πας σε πανηγύρι.

Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κ’ είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.

Και γω η φτωχειά κ’ η ανέμελη και γω η τρελλή κ’ η σκύλα,
σου ’ψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα

Μια-μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι
κι αγάλλομουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.

Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ’ έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.

Κ’ έφτασ’ αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.

V

Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.

Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.

Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου το ασβεστωμένο δώμα.

Θα καρτεράει κ’ η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ο ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.

Θα καρτεράει κ’ η ρούγα μας τ’ αδρό περπάτημά σου
κ’ οι γρίλιες οι μισάνοιχτες τ’ αηδονολάλημά σου.

Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ’ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν

Και μπάζανε στο σπίτι μας το φως, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.

Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
να ’ρθεί ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (VI)
Post by: and33 on 17 Jan, 2009, 19:33:23
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος

VI


Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μού τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Επιτάφιος (Μέρα Μαγιού μού μίσεψες)
Post by: wings on 17 Jan, 2009, 19:49:50
Το ποίημα που μόλις δημοσίευσε ο Ανδρέας έχει μεγάλη ιστορία και με τη σειρά του πέρασε στην ιστορία, όπως και ολόκληρη η συλλογή «Επιτάφιος» του 1936.

Αντιγράφω σχετικό απόσπασμα από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artid=165854) (1η Μαΐου 2005):

Σημαντικοί δημιουργοί

Οι μεγάλες περίοδοι, που αποτελούν πεδίο δημιουργίας για το εργατικό, κοινωνικό αλλά και λαϊκό επαναστατικό τραγούδι στην Ελλάδα, είναι η Μικρασιατική Καταστροφή, η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, η Κατοχή, η Εθνική Αντίσταση, η Απελευθέρωση από τους Γερμανούς, ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε καθώς και η μετεμφυλιακή περίοδος. Τα περισσότερα εργατικά-λαϊκά τραγούδια στην Ελλάδα γράφτηκαν την περίοδο 1922 - 1967, από τους σημαντικούς μουσικούς πρωταγωνιστές της Σμύρνης και της Πόλης όπως οι Τούντας, Παπάζογλου, Σέμσης, Νταλγκάς, αλλά και οι Μάρκος Βαμβακάρης, Μπάτης, Χατζηχρήστος, Θεοδωράκης, Ρίτσος.

Ο τελευταίος άλλωστε εμπνεύστηκε τον «Επιτάφιο», στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1936. Τα εργατικά συνδικάτα της πόλης κατέβασαν τα μέλη τους στον δρόμο για να διαδηλώσουν, με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν συγκρούσεις με την Αστυνομία. Ο φωτογραφικός φακός της εποχής αποτύπωσε μια μάνα να μοιρολογεί, στη μέση του δρόμου, πάνω από τον νεκρό γιο της. Ο ποιητής εμπνεύστηκε από το τραγικό γεγονός και γράφει το 1936 τον «Επιτάφιο», στον οποίον περιέχεται το ποίημα «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες». Δύο χρόνια αργότερα, η δικτατορία του Μεταξά έκαψε αντίτυπα του βιβλίου κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ο «Επιτάφιος» όμως δεν έσβησε από τη μνήμη του ελληνικού λαού. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Ρίτσος στέλνει αντίτυπο του βιβλίου του από το Παρίσι όπου ζούσε τότε ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο συνθέτης, συγκινημένος, μελοποιεί μερικά ποιήματα το ίδιο εκείνο απόγευμα. Ο μελοποιημένος «Επιτάφιος» πρωτοκυκλοφόρησε σε δίσκο το 1960 σε δύο εκτελέσεις.

Ας ακούσουμε, λοιπόν, μελοποιημένο το «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες». Τραγουδά, φυσικά, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Τα σχόλια περιττεύουν.


Γρηγόρης Μπιθικώτσης - Μέρα Μαγιού μου μίσεψες - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=SbnLSFncChA)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (VIII)
Post by: wings on 18 Jan, 2009, 17:42:59
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος 

VIIΙ


Πού πέταξε τ' αγόρι μου; πού πήγε; πού μ' αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.

Δεν έμενες, καρδούλα μου, στ' άσπρο μικρούλι σπίτι,
να σ' έχω σαν αφέντη μου, να σ' έχω σαν σπουργίτι,

Να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπυρί - σπυρί τη ζωή μου
και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.

Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις∙
έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.

Κ' είταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν' ανασηκώνεις απ' τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.

Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα
κι όλα τα χάρισες, κ' εμέ μ' αφήκες δίχως ζέστα.

Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.

Πότε τις χάρες σου, μια - μια, τις παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό - λυγμό, τις δένω μοιρολόι.

ΙΧ

Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θα ’στελνες τον άγγελο από πέρα.

Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.

Κι αν είσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.

Γιε μου, καλέ μου τα ’λεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:

Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ’ εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.

Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.

Αχ, γιε μου, πια δε μου ’μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.

Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Επιτάφιος (Πού πέταξε τ' αγόρι μου;)
Post by: wings on 18 Jan, 2009, 17:47:38
Βέλγιο, 1985: ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσιάζει για μια ακόμη φορά τραγούδια από τον τον κύκλο «Επιτάφιος». Ας ακούσουμε από τη συναυλία αυτή μελοποιημένο και τροποποιημένο ένα τμήμα του σημερινού ποιήματος με τίτλο τον πρώτο στίχο («Πού πέταξε τ' αγόρι μου;»). Την ορχήστρα διευθύνει ο ίδιος ο συνθέτης και ερμηνεύει εξαιρετικά η Αλίκη Καγιαλόγλου. Υπενθυμίζω ότι η πρώτη εκτέλεση ήταν από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.


https://www.youtube.com/watch?v=hCHZc5gqTJs
Title: Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (XVII)
Post by: and33 on 19 Jan, 2009, 17:14:29
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος

XVII


Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κ' εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.

Και δες, μ' ανασηκώνουνε χιλιάδες γιους ξανοίγω,
μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.

Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.

Την άχνα απ' την ανάσα σου νοιώθω στο μάγουλο μου,
αχ, κ' ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.

Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,
αχ, κ' η λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

Και να που ανασηκώθηκα∙ το πόδι στέκει ακόμα∙
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Επιτάφιος (Βασίλεψες, αστέρι μου)
Post by: wings on 19 Jan, 2009, 17:38:52
Από τη συναυλία «Τραγουδάμε την ποίηση» που έγινε το καλοκαίρι του 2008 στο αμφιθέατρο του πάρκου της Κατερίνης, ας ακούσουμε το «Βασίλεψες, αστέρι μου» όπως το μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης:


https://www.youtube.com/watch?v=Wb7iz0cq11g
Title: Γιάννης Ρίτσος, Το τραγούδι τής αδελφής μου (Αδελφή μου, δεν είμαι πια ποιητής...)
Post by: and33 on 21 Jan, 2009, 16:51:08
[Από τη σειρά Το τραγούδι τής αδελφής μου (1937)]

Γιάννης Ρίτσος, Το τραγούδι τής αδελφής μου (απόσπασμα)

Αδελφή μου,
δεν είμαι πια ποιητής
δεν καταδέχομαι νάμαι ποιητής.
Είμαι ένα πληγωμένο μυρμήγκι
που έχασε το δρόμο του
μες στην απέραντη νύχτα.
Αναδεύω την τέφρα
των πυρπολημένων Απριλίων
και δε βρίσκω μια σπίθα
για ν' ανάψω την αρχαία θερμάστρα.
Εσύ εζύγησες
τους θησαυρούς των αιώνων
μες στη λεπτή παλάμη σου.
Εσύ εγκρέμισες τα όρη
όπου αναπαύονταν οι ποιητές.
Κ' εγώ δεν είμαι πια ποιητής.
Το ξέρω,
οι ποιητές  
δε ρυπαίνουν με δάκρυα
τις κρυστάλλινες πολιτείες.
Αγρυπνούν
με το βλέμμα τους ίσο κι αθόλωτο
για να μετρούν
τις φρικιάσεις του φωτός
και τους παλμούς του σύμπαντος.
Όμως εγώ,
αδελφή μου, αγρυπνώ
μετρώντας τους παλμούς
και την ανάσα σου.
Στυλώνομαι, πύργος νυχτός,
μες στην ακατανόητη βοή
των διασταυρουμένων κεραυνών
κι αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη.
Οι αψίδες του φωτός κατέρρευσαν
κάτω απ' τα βλέφαρα σου.
Τίποτ' άλλο δε ζει
έξω απ' τον πένθιμο κύκλο
που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου.
Δε θέλω
τα τύμπανα των θριάμβων
να αναγγέλλουν τη δόξα μου
μες στα δάση της άνοιξης.
Το δικό σου χαμόγελο
μου φτάνει.
Η κρήνη των ματιών σου
μπορεί να ποτίσει τη δίψα μου
και ν' ανθίσει τη ζωή μου.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία (II)
Post by: and33 on 24 Jan, 2009, 17:49:42
[Από τη σειρά Εαρινή συμφωνία (1937-1938)]

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία

ΙΙ


Είχα κλείσει τα μάτια
για ν' ατενίζω το φως.

Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν' αναπνέω.

Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ' η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.

Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ' όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.

Κ' ήρθες εσύ.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία (III)
Post by: and33 on 26 Jan, 2009, 17:02:11
[Από τη σειρά Εαρινή συμφωνία (1937-1938)]

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία

ΙΙΙ


Κοίταξε αγαπημένη
πώς σε κοιτάζουν
τα λυπημένα χέρια μου.

Σα δυο παιδιά ορφανά
που κλαίγαν μες στο βράδυ
χωρίς ψωμί
και κοιμηθήκαν τρέμοντας
πάνω στο χιόνι.
Κρύωναν μα δεν επαιτούσαν.

Κρατούσαν
ένα λουλούδι σιωπηλό
και παίζαν τρυφερά κι αδέξια
στους ραγισμένους δρόμους.

Αγαπημένη
κοίταξε πώς διστάζουν
τα νυχτωμένα χέρια μου.

Πώς μπορεί ν' ανοιχτεί
αυτή η θύρα του φωτός
για μένα που δε γνώρισα
μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής;

Στέκω απ' έξω στο ψύχος δειλός
και κοιτώ τα μεγάλα παράθυρα
τα φωτισμένα ρόδα
και τα κρύσταλλα
κι όλο λέω να κινήσω να φύγω
προς τη γνώριμη νύχτα
κι όλο λέω να' ρθώ
κι όλο στέκω
έξω απ' τη θύρα σου.

Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
που δυο βαθιές φωνές
ζυγιάζονται
πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου
σκιρτά και ταλαντεύεται
στ' άνθος της νύχτας.

Εδώ θα μείνει
εκεί θα πέσει.

Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μάς
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ' αυτή τη φωταψία;

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Tόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία (VI)
Post by: and33 on 28 Jan, 2009, 16:27:00
Από τη σειρά Εαρινή συμφωνία (1937-1938)

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία

VI


Αγαπημένη
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.

Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;

Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ’ άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;

Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.

Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ’ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ’ τα μάτια μου
που σε βλέπουν.

Καμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.

Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.    

Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.

Οι στοχασμοί και οι στίχοι
μακραίνουν μες τη νύχτα
κ' εμείς απ' την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.

Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.

Βυθίζονται τ' άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη μέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι' απορήσει.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία (X)
Post by: and33 on 30 Jan, 2009, 19:09:08
[Από τη σειρά Εαρινή συμφωνία (1937-1938)]

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία

Χ


Αγάπη, Αγάπη,
δε μούχες φέρει εμένα
μήτ' ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.

Νήστης γυμνός και αδάκρυτος
περιφερόμουν στα όρη
και τ' ανένδοτα μάτια μου στύλωνα
στους ουρανούς
γυρεύοντας την αμοιβή μου
απ' τη σιωπή και το τραγούδι.

Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε που είσαι ω Αγάπη.

Μα εγώ δεν είχα τι ν' αποκριθώ
κι έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.

Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν' απολογηθώ.

Τι ν' απαντήσω, Αγάπη;
Και δρασκελούσα το κατώφλι
τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως
και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους
το τραγούδι του «αδέσμευτου».

Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος
κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:
«Δεν έχω τίποτα
δικά μου είναι τα πάντα».

Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, Αγάπη.

Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να 'ρθεις, Αγάπη.

Γι' αυτό κ' οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ' την καρδιά μου, Αγάπη.

Όταν περιπλανιόμουν
στην ερημία του φθινοπώρου
στα γυμνά δάση
ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα
τον ήλιο που έφευγε χλωμός
πάνω απ' τις παγωμένες λίμνες
εσένα ζητούσα, ω Αγάπη.

Κι όταν ακόμη επέστρεφα
την όψη μου απ' τη γη
και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα
τα τείχη της νύχτας
ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω
που δε με συλλογίστηκες, Αγάπη.

Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.

Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.

Για σένα, Αγάπη, ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να 'βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία (XVI)
Post by: and33 on 01 Feb, 2009, 20:37:32
[Από τη σειρά Εαρινή συμφωνία (1937-1938)]

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία

XVI


Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα τής θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Το εμβατήριο του ωκεανού (Νυχτερινό λιμάνι...)
Post by: and33 on 04 Feb, 2009, 17:50:30
Από τη σειρά Το Εμβατήριο του ωκεανού (1939-1940)

Γιάννης Ρίτσος, Το Εμβατήριο του ωκεανού (απόσπασμα)

Νυχτερινό λιμάνι
φώτα πνιγμένα στα νερά
πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια

κι ύστερα βυθισμένα στη σκιά του ταξιδιού
λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου
σαν τις ραγισμένες φτερούγες των αγγέλων που αμάρτησαν
οι στρατιώτες με τις κάσκες
ανάμεσα στη νύχτα και στο κάρβουνο
τραυματισμένα χέρια σαν τη συγνώμη που έφτασεν αργά.

Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες
ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα
κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών
και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.

Κ' είναι τα κατάρτια που επιμένουνε
να μετρήσουν τα' άστρα
με τη βοήθεια της ήρεμης ανάμνησης
μια ανθοδέσμη γλάρων στην αυγινή ευδία.

Φεύγει το χρώμα απ' το πρόσωπο της ημέρας
και το φως δε βρίσκει ένα άγαλμα
να κλειστεί να δοξαστεί να γαληνέψει.

Θα υποθάλπουμε λοιπόν ακόμη
την ανοιχτή πληγή του ήλιου
που αναβρύζει σπόρους λουλουδιών
στην ίδια πορεία
στην ίδια ερώτηση
στις γόνιμες φλέβες της άνοιξης
που επαναλαμβάνει τους γύρους των χελιδονιών
γράφοντας ερωτικά μηδέν
στο ακατανίκητο στερέωμα;
Ποια πληγή
δεν μας δωρήθηκε ακόμη
για να συμπληρώσουμε
του θεού τη θεότητα;

Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ' τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η  μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τ' ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια.

Εσύ δεν είχες έλθει ακόμη.
Κοιτούσα τη δύση και σ' έβλεπα
- μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
- ένα μειδίαμα σκιάς βαθιά στη θάλασσα.

Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ' τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ' τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ' ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας  
κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.

Ένας γλάρος με φώναζε
στο βάθος της εσπέρας
εκεί στη γαλανή καμπύλη των βουνών.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (Χιλιάδες αποσιωπητικά τ' αστέρια...)
Post by: and33 on 06 Feb, 2009, 18:39:35
[Από τη σειρά Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (1942)]

Γιάννης Ρίτσος, Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (απόσπασμα)

...

Χιλιάδες αποσιωπητικά τ' αστέρια. Φίλησε με.
Χιλιάδες στόματα χρυσά λιγάκι λυπημένα
πάνου στο στόμα σου. Κ' οι στίχοι ως πέρα απ' τα μεσάνυχτα
κάτου απ' τη λάμπα που καπνίζει. Μυρίζει πετρέλαιο.

Στυφός ο ουρανίσκος απ' το φιλί κι απ' την αγρύπνια.
Σίγουρα θάχει αυτό το φάρμακο και κίνα. Είναι πικρό.
Μια κουταλιά της σούπας πριν από τον ύπνο.

Δεν το ξέχασα το φάρμακο, μητέρα,
τόσο πικρό τόσο γλυκό - το βράδυ ο δρόμος τα ποιήματα.
Τούτο το σφίξιμο δω πάνου στα μελίγγια. Η μυρωδιά του φαρμακείου.
Και μια κόκκινη φλέβα που δουλεύει
στο αναπαυμένο χέρι του έξω απ' το σεντόνι σαν κλαδί σπασμένο.



Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ο λύχνος τών φτωχών και ταπεινών (III)
Post by: and33 on 08 Feb, 2009, 17:25:44
[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο λύχνος τών φτωχών και ταπεινών

                                                  Στην αδελφή μου ΝΙΝΑ

III

Μόλις έπαψε το σούρουπο η βροχή
βγήκες αργά στον έρημο κάμπο
κοίταξες τον πλυμένο ουρανό
και περίμενες τη νύχτα.
Είδες έναν κύκλο φωτεινό
γύρω στο φεγγάρι
κ' είπες : πάλι θα βρέξει.

Κ' είσουνα τόσο χαρούμενος
που κοίταξες τον ουρανό
που είδες το κίτρινο φεγγάρι
που άκουσες τη φωνή σου.

Κάτου απ' τα μουσκεμένα δέντρα
περνούσε Εκείνος
μ' ένα μικρό φανάρι στο δεξί του χέρι
να φωτίζει το δρόμο
μη σκοντάφτουν τα μαμούδια.

Μην ξεχάσεις τη λειτουργία της Κυριακής.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ο ξένος (XV)
Post by: and33 on 12 Feb, 2009, 22:04:32
[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο ξένος  

XV


Η αποστολή μου τέλειωσε
κι ακόμη αργοπορώ.
Αμφίρροπος ακόμη στέκω
στη γέφυρα που μου χτίζει το βλέμμα σου.
Ζητάς ν' ακολουθήσεις τη σκιά μου
που χάνεται μέσα στο φως
σαν το σπαθί μέσα στη θήκη του.

Ο δρόμος είναι απέραντος
ο δρόμος είναι δύσκολος κ' είναι γυμνός
σαν ένα χέρι που ποτέ δε χάιδεψε
και που ποτέ δεν συγχωρεί.

Ο δρόμος που οδηγεί κοντά μου βρίσκεται εντός σου.
Σκύψε βαθιά πολύ βαθιά σου
τόσο που να λυγίσεις όλος σ' ένα τόξο
να σφεντονήσεις το βέλος στη σιωπή.
Εκεί ανατέλλει το φως μου που αγαπάς
το δικό σου φως
το φως όλου του κόσμου.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ο μικρός αδελφός των γλάρων (XIX)
Post by: and33 on 16 Feb, 2009, 18:08:01
[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο μικρός αδελφός των γλάρων                                

Του χαμένου αδελφού μου ΜΙΜΗ

XIX

Αν ανέβεις επάνω στις μεγάλες κάμαρες
θα βρεις τα πράγματα βαμμένα
με το σταχτί χρώμα τού ύπνου
με το πικρό μύρο τής γαλήνης.

Μέσα στην αίθουσα που κοιτάει προς τη θάλασσα
θα βρεις το σκεβρωμένο πιάνο
κι ανοιχτές τις κίτρινες σελίδες
εκείνης της παλιάς μαζούρκας
που τη χόρευε η Νίνα μ' έναν άγγελο
τότε που βλέπαμε ν' αστράφτει
μέσα στον ίσκιο τού καθρέφτη η ομορφιά της
σαν ένα σύννεφο χρυσό στη βραδιασμένη θάλασσα.

Δεν πρέπει να βάλεις το δάχτυλο στα πλήκτρα
και να λογχίσεις το πλευρό τής σιωπής.

Αφού ξέρεις αφού ξέρουμε
ας αποφύγουμε τη νέα δοκιμασία.

Κι ο αέρας έχει σώμα και πονάει
έχει μια μυστική καρδιά που τρέμει και ματώνει.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Yannis Ritsos, Little by Little (translated by Scott King)
Post by: spiros on 16 Feb, 2009, 18:37:52
Yannis Ritsos, Little by Little

translator: Scott King

Little by little we learn about the world and about our hearts.
We try out words that have the same weight on everyone's lips:
words like mother
words like bread
words like comrade.

We cook beans and potatoes every day.
We carry water and stones,
we take turns cleaning the latrine
and we worked together on the ascent the handcart and our sweat

Because of this our hands have the same motions:
they search at night for silence and death,
they ball-up into fists in our pockets,
they study the lines of a rifle
the way they used to study the body of a woman,
they curl around the pole of our flag
the way they once curled around our mother's breast.

Because of this our eyes meet the same symbol seeing in the distance the sea
as when we go three or more days without water
and the water carriers still don't arrive
and Patience bites at her hands.

It is then that the same angry ship passes through every eye,
a ship which we all know well
full of containers, with dufflebags and flags.

Later on we don't speak at all.
The eyes understand without words.
Only that feet are kneading the mortar stronger
we will settle the bricks, we will build a wall around the tents,
we will escape the winter, from the rain and from the cold.
They are beautiful, these red-colored bricks
whole armies of bricks—perfectly square, they will dry in the sun
peacefully, serious, judicious—

So we are convinced, that our words must be made the same,
kneaded of the sea and the color red,
kneaded by the hard, angry feet of thirsty comrades,
we will let them dry in the sun and in the wind
for we will build plenty of songs to protect our heart from the rain and from the cold.

We don't speak.
The day before yesterday a comrade ate his knowledge and didn't give evidence,
another comrade cut off his own hand so as not to sign,
and yesterday they took another fourteen comrades away for questioning.

In the evenings we reflect upon the cries of those who have been summoned with severed thoughts,
some words are written out by a severed hand,
some common words like bread at the knees of the starving,
like the curse that bites all night long at the mouth of the wronged,
like the "ah" of mothers that light the small olive oil lamp above the three empty beds of children,
like the bitten bullet in the palm of the Democracy.

Moonlight falls through a hole in the tent as if it were a severed thought.
Still we aren't able to speak.


http://yannisritsos.blogspot.com/
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ο μικρός αδελφός των γλάρων (XX)
Post by: and33 on 18 Feb, 2009, 17:18:37
[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο μικρός αδελφός των γλάρων

XX


Ό,τι αγαπήσαμε έφυγε
ό,τι αγαπήσαμε δεν ήρθε.
Πήραν οι νύχτες το δρόμο του δάσους
με τα μαλλιά τους χτενισμένα στο φεγγάρι.

Θύελλες ξερίζωναν τα δέντρα πάνω στο βουνό
κι άκουγες να κατρακυλάν στη θάλασσα
μαζί με τα σπασμένα αμάξια της μεγάλης αστραπής.

Κάτω απ' τα τραπέζια και τους καναπέδες
κάτω απ' τα κρεβάτια
μεγάλα ζώα κρύβονταν στον ίσκιο.
Ακούγαμε τα ζώα που γύμναζαν
επάνω στη σιωπή τα νύχια τους.
Τώρα το σπίτι μας είναι άδειο
το σπίτι μας άλλαξε.

Όμως η θάλασσα είναι ίδια.
Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Η ραψωδία τού γυμνού φωτός (I)
Post by: and33 on 22 Feb, 2009, 21:18:57
[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]

Γιάννης Ρίτσος, Η ραψωδία τού γυμνού φωτός

I


Είμαστε εμείς που κλάψαμε πάνω απ' τη θάλασσα
εμείς που μετρήσαμε τη θάλασσα σταγόνα τη σταγόνα
εμείς που χαράξαμε τα χνάρια μας πλάι στη βροχή
για να στεριώσουμε τούτο το γεφύρι στις δυο άκρες τού ορίζοντα.

Όνειρο λέφτερο στην κυριαρχία των ανέμων
όνειρο μοιρασμένο σ' όλες τις φωνές
για να ξανασυνθέσουμε το πρόσωπο της θάλασσας
πίσω απ' το τελευταίο σύνορο.

Τώρα για να περάσεις τούτο το ακρογιάλι
για να κοιμίσεις το πένθος μετρημένο με τα δάχτυλα της βραδιάς
αγρύπνησε τη φλόγα σου πάνω απ' τη δόξα
με τις περιπλανήσεις με τις επιστροφές
πάντα στο ίδιο σημείο ενός έκθαμβου αγγέλου
που κάθε τόσο αθετεί μ' έκταση την πληγή του.

Μέσα στο δάσος ονειρεύονται τ' αγάλματα
και μιλούν τη φωνή μας
και μιλάμε τη φωνή τής αυριανής αγάπης
ανάμεσα στα χρώματα του δειλινού και στα νερά
που δε μπορούν να φυγαδέψουν τη μορφή τους απ' τα χέρα μας.
Μα δε σου φτάνει ο ίσκιος σου στο χώμα.
Το χώμα κι ο ίσκιος σου δεμένα μες στο φως
κι ο ουρανός που επαληθεύει τα μεγάλα βήματα μες στο τραγούδι μας -
στο ίδιο τραγούδι θάνατος και αθανασία.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Σαββατόβραδο στη συνοικία τού φθινοπώρου (Απόψε νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν...)
Post by: and33 on 24 Feb, 2009, 21:35:29
[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]

Γιάννης Ρίτσος, Σαββατόβραδο στη συνοικία τού φθινοπώρου (απόσπασμα)

Απόψε νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.

Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.
Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.

Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία
και φύλαξε τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναφθαλίνη.

Φωτιά ερημική στο βραδινό βουνό. Δεν είναι
βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα
να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ' την ίδια τη φωνή σου
που ενθαρρύνει σιγά τον εαυτό της.

Κι όμως είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.
Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ' το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.
Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης
κ' ήξερες πως κάθε Κυριακή
στο προαύλιο με τα' άσπρα και μαύρα πλακάκια
οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους
και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.

Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής.



Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Άνεμοι στα δειλινά προάστια (VIII)
Post by: and33 on 27 Feb, 2009, 17:34:02
[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]

Γιάννης Ρίτσος, Άνεμοι στα δειλινά προάστια

VIII


Είναι μεγάλος αυτός ο άνεμος
είναι χαρούμενος. Άκουσε πώς σφυρίζει
ανάμεσα στους καπνοδόχους και στις χαραμάδες τής σιωπής σου.

Χρειάζεται μια πιο γερή φωνή να τον αποστομώσει
χρειάζονται χιλιάδες σάλπιγγες μαζί
χιλιάδες στόματα μαζί για να τον πούνε αυτόν τον άνεμο.

Μα τώρα είναι το απόγευμα θολό είναι το σιωπητήριο
πάνου απ' τα ξύλινα στρατιωτικά παραπήγματα
είναι τα άδεια κρεββάτια στη σειρά. Πόσοι λείπουν;

Κανείς δεν ήρθε για το δείπνο.
Θα περιμένουμε λοιπόν εδώ. Θα περιμένουμε.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)  
Title: Γιάννης Ρίτσος, Πίσω απ' το τελευταίο σύνορο (VII)
Post by: and33 on 01 Mar, 2009, 21:02:10
[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]

Γιάννης Ρίτσος, Πίσω απ' το τελευταίο σύνορο

VII


Τώρα κρατάμε το χαμόγελο ανάμεσα στα δόντια
έτσι που κρατάμε στα χέρια ένα βιβλίο διαβασμένο.
Άδειος ο κάμπος άδεια και τα σπίτια κι ο αγέρας άδειος.
Πού να σαλέψεις το μαντήλι; Τα βουνά  
είναι πίσω απ' τ' άλλα βουνά. Πίσω από κάθε βράδυ.
είναι μια μετάνοια με το πηγούνι χωμένο στις παλάμες.
Κι ο ήλιος αυτός κει πέρα ρόδινος ακόμη καίγεται
σα μια παλιά ερωτική επιστολή στο τζάκι τού χειμώνα.
Ξέρεις η νύχτα που θα 'ρθεί θάχει τον ίδιο θόρυβο
μ' ένα μεγάλο δέντρο που πέφτει στην αυλή.
Κι ύστερα τίποτα. Κοιμήσου εσύ. Για μάς ο ύπνος έχει αργήσει
κι η λέξη που δεν ξέρει να ειπωθεί χτυπάει τις ώρες μας
σα μια χρυσόμυγα κλεισμένη σ' ένα κουτί χαρτονένιο
κάτου από το προσκέφαλο ενός άρρωστου παιδιού.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)  
Title: Γιάννης Ρίτσος, Παραμονές ήλιου (VIII)
Post by: and33 on 03 Mar, 2009, 23:11:42
[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]

Γιάννης Ρίτσος, Παραμονές ήλιου

VIII


Δω πέρα σταματούν τα μάτια παραπλανημένα από δυο σύγνεφα.
Ακούγονται φωνές. Ένα παιδί ζητάει ψωμί.
Χτυπάει μια πόρτα. Κι άλλη. Μια ντουφεκιά.
Μια μάνα τρέχει ξεχτένιστη στα χωράφια. Τι περιμένεις;
Τ' αλέτρι μπήγεται στο χώμα. Η σφαίρα τούτη για το θάνατο.
Για τίποτα δεν μετανιώσαμε. Ένα τριαντάφυλλο έβαψε στο αίμα το μαντήλι του
και χαιρετάει τον κόσμο που μας θέλει και τον θέλουμε.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Μύθος
Post by: and33 on 05 Mar, 2009, 21:51:51
[Από τη σειρά Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-1941)]

Γιάννης Ρίτσος, Μύθος

Τη νύχτα ανάψαμε τα λαδοφάναρα
και πήραμε τους δρόμους ρωτώντας τους διαβάτες.

Φορούσε, λέγαμε, ένα φόρεμα
στο χρώμα κάθε ονείρου. Δεν την είδατε;
Φορούσε δυο γαλάζια σκουλαρίκια.

Κανένας δεν την είχε δει. Μόνο στην ακρινή καλύβα
η μάνα η γριά τού ξυλοκόπου τέντωσε το δάχτυλο
κι έδειξε πίσω απ' τα δέντρα το ποτάμι.

Και κάτου αναβοσβήναν δυο γαλάζια αστέρια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)  
Title: Γιάννης Ρίτσος, Παραδοχή
Post by: and33 on 07 Mar, 2009, 18:00:59
[Από τη σειρά Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-1941)]

Γιάννης Ρίτσος, Παραδοχή

Νικημένος απ' το γαλάζιο
με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα της σιωπής
πεθαμένος από ζωή
πεθαμένος από νιότη
βουλιαγμένος κάτου απ' τη φωτιά του
με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-

Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση
μήτε σ' ένα χαλίκι της σκέψης του.

Είταν έτοιμος πια για τον έρωτα
και για το θάνατο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)  
Title: Γιάννης Ρίτσος, Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία (Μεγάλα κάτασπρα επίπεδα...)
Post by: and33 on 09 Mar, 2009, 22:06:23
[Από τη σειρά Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία (1942)]

Γιάννης Ρίτσος, Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία  (Απόσπασμα)


[...]

Μεγάλα κάτασπρα επίπεδα. Τετράγωνες ταράτσες. Μεγάλη ασβεστωμένη
κάτοψη. Και τα τετράγωνα χωράφια πράσινα καστανά και κίτρινα
μες στη λιακάδα. Έμπαινε η άνοιξη. Και οι καμινάδες
σα δάχτυλα χοντρά μαυρισμένα απ' τα πολλά τσιγάρα
σε μεγάλες αγρύπνιες δουλειάς - δείχναν κάπου ψηλά πίσω απ' τα σύγνεφα.

Ένα παράθυρο ανοίγει. Κ' ένα άλλο. Αυτός σκουπίζει τον ιδρώτα του.
Καλημέρα -είπε. Καλημέρα. Ζέστη σήμερα. Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη.

Κι η πινακίδα -ξύλινη τετράγωνη- αυτό όλο-όλο -είπε, τίποτ' άλλο-
στη διασταύρωση εκεί: «Από δω προς τον ήλιο». Μεθαύριο
που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κ' εργαλεία
μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει:
«Ποιος νάγραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;»
και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει
«Ο Γιάννης Ρίτσος-ποιητής τής τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας»

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)  
Title: Γιάννης Ρίτσος, Σιωπηλή εποχή (Είναι δικά μας όλα τούτα..)
Post by: and33 on 11 Mar, 2009, 21:15:53
[Από τη σειρά Αγρύπνια (1941-1953)]

Γιάννης Ρίτσος, Σιωπηλή εποχή (απόσπασμα)

[…]

Είναι δικά μας όλα τούτα που άφησαν έξω απ' την πόρτα τους οι κλειδωμένοι άνθρωποι
το χουγιατό τού αγέρα στις σκοτεινές κάμαρες
η μουσική που κατεβαίνει σε μεγάλα κύματα χτυπώντας τα παραθυρόφυλλα
η σιωπή που ανοίγει την τσάντα της και κοιτάζεται στο τετράγωνο καθρεφτάκι της
κι αυτή που τυλίγεται σε μια στρατιωτική κουβέρτα πάνου στο μουράγιο
κι αποκοιμιέται δίπλα στο ταγάρι της.

Είσαι και συ που ανάβεις το τσιγάρο σου μ' ένα άστρο πάνω απ' το ήσυχο κοπάδι τής ψυχής σου
σαν το σκοπό που αγρυπνάει πάνω απ' το κοιμισμένο στράτευμα
να συλλογιέται μια γυναίκα
τη θάλασσα
την πολιτεία με τις σημαίες
τις σάλπιγγες
τη σκόνη τού ήλιου και τη δόξα των ανθρώπων.

Κ' είναι στο πλάι σου -το ξέρεις-
ετούτο το μεγάλο χαμόγελο
σαν το στρογγυλό ξυπνητήρι πλάι στον ύπνο τού εργάτη.
Καιρός να κοιμηθούμε λίγο. Μη φοβάσαι.
Κουρντισμένο καλά. Θα σε ξυπνήσει στην ώρα σου,
με το κουβά τής αυγής που ανεβάζει το νερό απ' το πηγάδι
με το σύρσιμο μιας προκήρυξης που ρίχνει αθόρυβα το φως
κάτου απ' τη πόρτα τής σιωπής σου. Νάσαι σίγουρος. Θα σε ξυπνήσει.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Η βάρδια τού αποσπερίτη (7. Κλειδωμένη πόρτα)
Post by: and33 on 14 Mar, 2009, 20:16:38
[Από τη σειρά Αγρύπνια (1941-1953)]

Γιάννης Ρίτσος, Η βάρδια τού αποσπερίτη

7. Κλειδωμένη πόρτα


Πικρό-πικρό το Σαββατόβραδο της γειτονιάς, όταν στρίβει στη γωνιά η ρομβία
και μένουν κάτι νότες στο δρόμο με τα λασπόνερα
σαν τα μουσκεμένα ξυλοπάπουτσα στον κοινό διάδρομο της προσφυγικής παράγκας.
Οι ώρες του δειλινού είναι μετρημένες με κείνο το παλιό ρολόι
που τόχαμε κλείσει βιαστικά στην κασέλα τής πεθαμένης
ανάμεσα στα μάλλινα αποφόρια. Τα μεσάνυχτα μας είχε ξυπνήσει
το ξυπνητήρι, παίζοντας τη γνωστή βραχνή μαζούρκα του-
είταν σαν ένα παιδί θαμμένο ζωντανό
που χτυπούσε με τα μικρά του χέρια το κλεισμένο φέρετρο. Πολύ μας φόβιζαν σαν είμαστε παιδιά
οι λαμπάδες κ' οι μωβ κορδέλες με τα χρυσά γράμματα
γι' αυτό είμαστε λυπημένοι κάθε που βράδιαζε
γιατί τα δειλινά πάνου απ' το μπαλκόνι τού σπιτιού μας, στο νησί,
είταν σα μωβ κορδέλες. Κι ο ύπνος μας φόβιζε
σαν κάποιος μας κλείδωνε και να μην είχαμε μεις τα κλειδιά.
Κι αν ξέχναγαν να μας ανοίξουν κι αν δε μπορούσαμε να μιλήσουμε σαν τη γριά Ρακέν;
Μα ακούγαμε που κουβεντιάζαν οι μεγάλοι στην τραπεζαρία,
και κάτου απ' την πόρτα είταν πεσμένο ένα κομμάτι φως τής λάμπας. Δεν φοβόμασταν τότε.
Τώρα ο ίδιος ο Δήμαρχος, λέει,
βγήκε να παραδώσει τα κλειδιά τής πόλης.
Μην περιμένεις πια να σ' ανοίξουν. Πρέπει μονάχος να νοιαστείς.
Πρέπει να σπάσουμε την πόρτα. Θα τα καταφέρουμε.
Γιατί η αγάπη μας είναι πιο πολλή απ' τη μοναξιά μας.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη (I)
Post by: and33 on 16 Mar, 2009, 19:03:38
[Από τη σειρά Αγρύπνια (1941-1953)]

Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

I


Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος τής μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη τού ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.

Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές τ'ξς πλατείας
από τις τρύπες τού πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες τού ορίζοντα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)


Romiosini-Greekness
Translated from Greek by Manolis Aligizakis

I
These trees don’t take comfort in less sky
these rocks don’t take comfort under foreigners’
footsteps
these faces don’t take comfort but only
in the sun
these hearts don’t take comfort except in justice
This landscape is merciless like silence
it hugs its fiery rocks tightly in its bosom
it hugs tightly in the sun its orphan olive trees
and grapevines
it clenches its teeth There is no water Only light
The road vanishes in light and the shadow of the fence wall
is made of steel
Trees rivers and voices turn to marble
in the sun’s whitewash
The root stumbles on the marble The dusty
bulrush
The mule and the rock They all pant There is
no water
They’ve all been thirsty for years and years They all
chew one bite of sky over their bitterness
Their eyes are red for lack of sleep
a deep wrinkle is wedged between their eyebrows
like a cypress between two mountains
at sundown
their hands are glued to their rifles
their rifles are extensions of their hands
their hands extensions of their souls –
they have anger on their lips
and grief deep within their eyes
like a star in a pothole of salt
‘Romiosini’ by Yannis Ritsos in English | Manolis (https://authormanolis.wordpress.com/2011/03/16/romiosini-by-yannis-ritsos-in-english/)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη (με τον Νότη Μαυρουδή στην κιθάρα - 1ο μέρος)
Post by: wings on 18 Mar, 2009, 14:16:17
Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη (1ο μέρος)


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ Ι - ΙΙΙ - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=9FmOxZbvJ_o)

Διαβάζει ο ποιητής.

Κιθάρα: Νότης Μαυρουδής
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη (Όταν σφίγγουν το χέρι)
Post by: wings on 19 Mar, 2009, 17:26:38
Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Όταν σφίγγουν το χέρι

Πρώτη εκτέλεση από το δίσκο «Ρωμιοσύνη» (1966) με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης

Όταν σφίγγουν το χέρι

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένεια τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.



https://www.youtube.com/watch?v=FxkaY6_adgQ


Ρωμιοσύνη (1966)

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα δίσκο, αλλά με ένα έργο-σύμβολο στην καλλιτεχνική και - γιατί όχι; - πολιτική ιστορία της χώρας μας. Τι σχόλιο να κάνω και τι να γράψω για μιαν από τις σημαντικότερες δημιουργίες του Μίκη Θεοδωράκη και του Γιάννη Ρίτσου, η οποία είχε την τύχη να ερμηνευτεί από τον αξεπέραστο Γρηγόρη Μπιθικώτση;

Και μόνο το γεγονός ότι τη νύχτα της 16ης προς 17η Νοεμβρίου του 1973 από τα μεγάφωνα και το ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου ακούγονταν συνεχώς το «Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» και το «Όταν σφίγγουν το χέρι», φτάνει και περισσεύει για να καταδείξει την αξία αυτού του πραγματικά ανεκτίμητου έργου, το οποίο αποτελεί εθνική κληρονομιά και για τη δική μας, αλλά και για τις επόμενες γενιές.

(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fwww.musiccorner.gr%2Fextras%2Frecord%2Fimages%2Ftheodorakis_04.jpg&hash=4f5c42f21a17d305c8b09c5a0fa1673d02850d0c)

Η ιστορία της «Ρωμιοσύνης» έχει ως εξής: Ο Ρίτσος είχε διαλέξει κάποια αποσπάσματα από τη συλλογή «Αγρύπνια» και τα είχε δώσει σε γυναίκες πολιτικών κρατουμένων, οι οποίες με τη σειρά τους τα πήγαν στον Θεοδωράκη. Ωστόσο, εκείνος δεν τους έδωσε ιδιαίτερη σημασία κι έμειναν για καιρό στην αφάνεια μέχρι την ημέρα των Θεοφανείων του 1966. Τότε ο συνθέτης ως βουλευτής της ΕΔΑ είχε παραστεί στην κατάδυση του Τιμίου Σταυρού στον Πειραιά, όπου έγιναν μεγάλα επεισόδια και ο ίδιος χτυπήθηκε βάναυσα.

Σε κακή κατάσταση επέστρεψε στο σπίτι του και για να αποφύγει τους δικούς του που σίγουρα θα τρόμαζαν βλέποντάς τον γεμάτο λάσπες κι αίματα, κάθισε στο πιάνο. Εκεί πάνω βρίσκονταν τα χαρτιά με τα ποιήματα της «Ρωμιοσύνης» που για καιρό ήταν χαμένα. Με την πρώτη ανάγνωση του «Αυτά τα δέντρα», άρχισε αμέσως να συνθέτει το έργο και το τελείωσε επί τόπου, λίγη ώρα αργότερα.

Για ερμηνευτή δε θα μπορούσε να επιλέξει κανέναν άλλο παρά μόνο τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος ήδη είχε τραγουδήσει σχεδόν όλους τους κύκλους τραγουδιών του συνθέτη και σχεδόν είχε ταυτιστεί μαζί του. Ο αείμνηστος «Σερ» χρειάστηκε αρκετό καιρό για να μπορέσει να μπει στο νόημα και δυσκολεύτηκε πολύ, όμως τελικώς τα κατάφερε και μας χάρισε ίσως τη συγκλονιστικότερη ερμηνεία που έγινε ποτέ σε μουσικό έργο στη χώρα μας. Θα πρέπει όλοι όσοι θέλουν να ασχοληθούν με το επάγγελμα να την ακούσουν και να πάρουν μαθήματα...

Η πρώτη παρουσίαση έγινε στο θέατρο «Κεντρικόν» λίγο πριν το Πάσχα του 1966 και η υποδοχή ήταν κάτι παραπάνω από ενθουσιώδης, ενώ στη συνέχεια κυκλοφόρησε και ο δίσκος. Η παρουσίαση κλείνει εδώ, αφού πιστεύω ότι κάθε άλλο σχόλιο είναι περιττό. Θα προσθέσω μόνον ότι μετά τη μεταπολίτευση που επανακυκλοφόρησε έπειτα από την απαγόρευση του Θεοδωράκη για επτά χρόνια, έγινε χρυσός σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Τα τραγούδια του δίσκου:

   1. Αυτά τα δέντρα
   2. Όλοι διψάνε
   3. Όταν σφίγγουν το χέρι
   4. Τόσα χρόνια
   5. Μπήκαν στα σίδερα
   6. Δέντρο το δέντρο
   7. Ποιος να το πει
   8. Θα σημάνουν οι καμπάνες
   9. Τραβήξανε ψηλά

Πηγή: http://vinylmaniac.madblog.gr/note/3879/%CE%9C%CE%99%CE%9A%CE%97%CE%A3-%CE%98%CE%95%CE%9F%CE%94%CE%A9%CE%A1%CE%91%CE%9A%CE%97%CE%A3%CE%93%CE%99%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3-%CE%A1%CE%99%CE%A4%CE%A3%CE%9F%CE%A3-
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη («Αυτά τα δέντρα», «Όλοι διψάνε», «Όταν σφίγγουν το χέρι»)
Post by: wings on 20 Mar, 2009, 02:32:20
Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη

1. Αυτά τα δέντρα
2. Όλοι διψάνε
3. Όταν σφίγγουν το χέρι

Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης


https://www.youtube.com/watch?v=g8F43rPkdI0


Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη (με τον Νότη Μαυρουδή στην κιθάρα - 2ο μέρος)
Post by: wings on 20 Mar, 2009, 16:51:36
Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη (2ο μέρος)


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΙV-VII - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=2KVCeHkWEFY)

Διαβάζει ο ποιητής.

Κιθάρα: Νότης Μαυρουδής
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη (III)
Post by: and33 on 21 Mar, 2009, 20:27:49
[Από τη σειρά Αγρύπνια (1941-1953)]

Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

III


Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι τού ματιού μας -
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνουμε πάντα στη ράχη,
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα τού μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ' τη φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ' το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Το ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι αψύς κει πάνου.

Όταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία τής δύσης
και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα τής ακρογιαλιάς
ανηφορίζουν ως εδώ οι γριές απ' τα σκαμμένα στο βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στη Μεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα
κάθουνται και μετράν τ' αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά ασημένια τους κουταλοπήρουνα
κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο μπαρούτι.

Ναι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα στη θηλειά τους
όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξεκολλήσει πάνου απ' το πικρό του μάτι.
Από βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια
από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι αλισφακιά.

Αχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές τής θύμησης
Αχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι
Αχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιάκουρα
θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα
και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο καταμεσής στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.

Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Μεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
Ήρθε η ώρα, λέει. Nάσαστε έτοιμοι.
Κάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη (IV)
Post by: and33 on 24 Mar, 2009, 20:53:53
[Από τη σειρά Αγρύπνια (1941-1953)]

Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη

IV


Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά τού ανθρώπου που πεινάει,
μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Από δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ' αυτιά τους.

Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία, μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.

A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια -
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι τού φεγγαριού και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;

Το χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς μύριζε το χώμα -
και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Με τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - προσμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Τούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη (Θα σημάνουν οι καμπάνες)
Post by: wings on 25 Mar, 2009, 15:24:18
Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Θα σημάνουν οι καμπάνες

https://www.youtube.com/watch?v=qLn0B2jI3nM

Ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη («Τόσα χρόνια», «Μπήκαν στα σίδερα», «Δέντρο το δέντροι»)
Post by: wings on 25 Mar, 2009, 15:38:22
Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη

1. Τόσα χρόνια
2. Μπήκαν στα σίδερα
3. Δέντρο το δέντρο

Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης


https://www.youtube.com/watch?v=kN9zmtHxWKs
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη («Ποιος να το πει», «Θα σημάνουν οι καμπάνες»)
Post by: wings on 25 Mar, 2009, 15:50:19
Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη

1. Ποιος να το πει
2. Θα σημάνουν οι καμπάνες

Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης


https://www.youtube.com/watch?v=ylmS9G0LCDg
Title: Γιάννης Ρίτσος, Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία (η ιστορία τού ποιήματος)
Post by: wings on 25 Mar, 2009, 16:12:59
[Από τη σειρά Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία (1942)]

Γιάννης Ρίτσος, Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία  (Απόσπασμα)


...

Μεγάλα κάτασπρα επίπεδα. Τετράγωνες ταράτσες. Μεγάλη ασβεστωμένη
κάτοψη. Και τα τετράγωνα χωράφια πράσινα καστανά και κίτρινα
μες στη λιακάδα. Έμπαινε η άνοιξη. Και οι καμινάδες
σα δάχτυλα χοντρά μαυρισμένα απ' τα πολλά τσιγάρα
σε μεγάλες αγρύπνιες δουλειάς - δείχναν κάπου ψηλά πίσω απ' τα σύγνεφα.

Ένα παράθυρο ανοίγει. Κ' ένα άλλο. Αυτός σκουπίζει τον ιδρώτα του.
Καλημέρα-είπε. Καλημέρα. Ζέστη σήμερα. Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη.

Κι η πινακίδα -ξύλινη τετράγωνη- αυτό όλο-όλο-είπε, τίποτ' άλλο-
στη διασταύρωση εκεί: «Από δω προς τον ήλιο». Μεθαύριο
που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κ' εργαλεία
μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει:
«Ποιος νάγραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;»
και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει
«Ο Γιάννης Ρίτσος-ποιητής τής τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας»

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)  



https://www.youtube.com/watch?v=kgGthk6P52w
Title: Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (η ιστορία τού έργου)
Post by: wings on 25 Mar, 2009, 16:18:32
[Από τη σειρά Επιτάφιος (1936)]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος  

Ι


(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ᾿ το τσίνορο μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πως δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσής τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978 )



https://www.youtube.com/watch?v=KhMszefJXv8


https://www.youtube.com/watch?v=M9bflPuYm_g
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Επιτάφιος (Στο παραθύρι στέκοσουν)
Post by: wings on 25 Mar, 2009, 16:24:16
Ο μελοποιημένος Επιτάφιος κυκλοφορεί το 1960 σε δύο εκδόσεις. Η πρώτη σε διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, με τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη και η δεύτερη σε διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη, με ερμηνευτές τους Γρηγόρη Μπιθικώτση και Καίτη Θύμη και σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη - που πυροδότησε ποικίλες και όχι τόσο κολακευτικές αντιδράσεις την εποχή εκείνη. Το 1963 κυκλοφόρησε και τρίτη έκδοση με τους Θεοδωράκη - Χιώτη και ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα.

Το έργο αυτό θεωρείται πως άνοιξε το δρόμο στη μελοποιημένη ποίηση.

Πηγή: http://annboukou.blogspot.com/2009/02/blog-post_4269.html


Στο παραθύρι στέκοσουν (με τη Μαίρη Λίντα)


https://www.youtube.com/watch?v=jJ1QnVGoAF4
Title: Γιάννης Ρίτσος, Η κυρά των αμπελιών (III)
Post by: and33 on 06 Apr, 2009, 20:36:10
[Από τη σειρά Αγρύπνια (1941-1953)]

Γιάννης Ρίτσος, Η κυρά των αμπελιών

ΙΙΙ


Κυρά των Αμπελιών, πώς να κρατήσουμε στους ώμους μας τόσο ουρανό
πώς να κρατήσουμε τόση σιωπή μ' όλα τα μυστικά των δέντρων;

Ένα δελφίνι αστράφτοντας κόβει τη σιγαλιά τής θάλασσας
έτσι που το μαχαίρι κόβει το ψωμί πάνου στη τάβλα των ψαράδων
έτσι που η πρώτη αχτίνα κόβει τ' όνειρο.

Πέτρα στην πέτρα λάμπει ο δρόμος και πουλί με το πουλί ανεβαίνει η σκάλα
κι ο ήλιος, μισός στη θάλασσα, μισός στα ουράνια, λαμπαδιάζει
όπως το πορτοκάλι μες τη φούχτα σου κι όπως τ' αυτί σου κάτου απ' τα μαλλιά σου.

Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στο κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.
Όπως περνάς ανάμεσα στ' αραποσίτια σκίζοντας του αγέρα το μετάξι
ξανθές οι φούντες του καλαμποκιού σου τρίβονται στις αμασκάλες
σα να σου τρίβεται το νιόφυτο μουστάκι τού τσοπάνου
και κύμα-κύμα η ανατριχίλα χύνεται στα στάχυα
κ' ήχο τον ήχο τα πλατάνια γέρνουνε στις κρήνες
κ' είναι γύρω τριγύρω τα βουνά σαν τα σταμνιά που καρτεράνε να γεμίσουν.
Κυρά των Αμπελιών πάνου στα στήθια μας αντιφεγγίζει η όψη σου
όπως φωτάει ένα άσπρο σύγνεφο τα δασωμένα βουνοπλάγια
και το ποτάμι σ' ακολουθάει σαν ήρεμο λιοντάρι
όταν μοιράζεις τις αχτίνες στα νερόκλαδα
όταν μοιράζεις στους βοσκούς μπαρούτι και τραγούδι
και σε φωνάζουν αδελφή τ' άλογα και τα προβατάκια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Το ποτάμι κι εμείς (3. Η σιωπή δυο ανθρώπων)
Post by: and33 on 12 Apr, 2009, 18:49:03
[Από τη σειρά Αγρύπνια (1941-1953)]

Γιάννης Ρίτσος, Το ποτάμι κι εμείς

3. Η σιωπή δυο ανθρώπων


Θέλω να σου δείξω όλες τις κάμαρες
την άσπρη, την τριανταφυλλιά, τη φυστικιά, τη μαύρη
και τα παλιά ντουλάπια και τα μπαούλα και τα μικρά συρτάρια
και τα υπόγεια με τ' άδεια κιούπια και με τα σπασμένα έπιπλα

να σου ανοίξω όλες τις πόρτες και τα παράθυρα
να σου φανερώσω απ' όλες τις μεριές τ' αστέρια
να σου πω για τον ίσκιο που μεγαλώνει στον τοίχο όταν ανάβει η λάμπα
για τα δυο κουρασμένα τρίγωνα που γράφει το φως τού φεγγίτη στο κεφαλόσκαλο
σαν τους δυο λυγισμένους αγκώνες που ακουμπάνε στα γόνατα της λύπης
να σου πω για το μικρό χαμόγελο που κρύβεται σ' ένα ποτήρι νερό
για το μεγάλο πόνο που κρύβεται κάτου απ' το χαμόγελο
και για το χνούδι του καρπού που βασανίζει τα δάχτυλα της αγάπης
να σου δείξω πόσο μικρός είμαι
πόσο μεγάλος είμαι
για να μη μείνει κάτι δικό μου που να μην είναι δικό σου
για να σμίξουμε πέρα απ' τα χωριστά μας σώματα.

Η Μαρία σώπαινε.
Δεν άνοιγε κανένα παράθυρο. Μη και δεν είχε κανένα παράθυρο;
Κ' η σιωπή φάρδαινε ανάμεσα μας, όπως το ποτάμι, όπως η θάλασσα.
Καθόμαστε στις αντίθετες όχθες και κλαίγαμε. Ώσπου ανέβαινε η σιωπή και μας έπνιγε.

Πέστε μου πού θα σμίξουμε; - είπε. Πέστε μου πού θα σμίξει η σιωπή τα δάχτυλα μας;
Πιο μέσα απ' τα δάχτυλα μας που θα σμίξουμε; Ποια κραυγή
θα σπάσει αυτά τα μαύρα τζάμια-όχι να γνωριστούμε ή να γνωρίσουμε
μα να ορίσουμε ακριβώς τη θέση μας, ν' αλλάξουμε τους κύλινδρους της ρίζας
έτσι που η ρίζα και το φύλλο νάναι σύμφωνα στο φως. Ανοίχτε τα παράθυρα.
Ανοίχτε τα παράθυρα, είπε.
Κάθε μέρα λιγότερη σιωπή κρύβουν τα λόγια μας.
Τα παράθυρα βλέπουν στον ουρανό, στα σπίτια και στα στάχυα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Επιτάφιος (Επιτάφιος κατά Σταύρο Ξαρχάκο, Μέρα Μαγιού)
Post by: wings on 01 May, 2009, 17:45:43
Μέρα Μαγιού

https://www.youtube.com/watch?v=KMjmpVF7U7Q

Στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού το 2000, ο Σταύρος Ξαρχάκος παρουσιάζει το έργο «Επιτάφιος κατά Σταύρο Ξαρχάκο». Ο συνθέτης διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής και η Μαρία Σουλτάτου ερμηνεύει το τραγούδι «Μέρα Μαγιού» από το έργο τού Μίκη Θεοδωράκη «Επιτάφιος».
Title: Γιάννης Ρίτσος, Μέρα Μαγιού (του Δημήτρη Μαρωνίτη)
Post by: wings on 11 May, 2009, 11:27:33
Μέρα Μαγιού

Δημήτρης Μαρωνίτης  | Κυριακή 10 Μαΐου 2009

Η πρωτομαγιά, με τον γενικότερο συμβολισμό της, σφράγισε τριπλά τον Γιάννη Ρίτσο: έγινε το βιολογικό, το πολιτικό και το ποιητικό του σήμα. Γέννηση και Επιτάφιος πήγαν έτσι μαζί, ορίζοντας το τόξο της ζωής και της ποίησής του. Φέτος, συμπληρωμένα τα εκατό χρόνια από την πρωτομαγιάτικη εκείνη γενέθλια αυγή του 1909, ευνοούν τις επετειακές εκδηλώσεις, επίσημες και ανεπίσημες, που έγιναν, έτσι κι αλλιώς, τελευταία της μόδας. Μακάρι να αποφέρουν στη συγκεκριμένη περίπτωση πιο ουσιαστικές εκτιμήσεις ενός έργου με προκλητικό εύρος και ανεξερεύνητο ακόμη βάθος. Συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση ελπίζω να είναι η υπόμνηση μιας συλλογικής κατάθεσης, που φοβάμαι ότι λίγοι πια τη θυμούνται. Αφησε εξάλλου πολλά και δύσκολα χρόνια πίσω της αλλά και απώλειες πολύτιμων φίλων.

Εννοείται η Πολυκριτική για την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού η Συνέχεια (1η Μαρτίου 1973), καλύπτοντας δέκα πυκνοτυπωμένες σελίδες. Και μόνο ο επίτιτλος (ο νεολογισμός πολυκριτική ) του προδρομικού αυτού αφιερώματοςαποτελεί ρηξικέλευθη πρόταση για, πολλαπλές και ταυτόχρονες, αναγνωστικές προσεγγίσεις σημαντικών έργων της λογοτεχνίας μας, όταν μάλιστα, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα έργα αυτά βρίσκονται στην ακμή της εξέλιξής τους, αντιμετωπίζοντας καίρια διλήμματα (ποιητολογικά, ιδεολογικά, πολιτικά). Αυτή την παράτολμη σκόπευση εγκαινίασαν τόσο το δικό μου προγραμματικό κείμενο υπό τον τίτλο «Ο ποιητής και η ποίηση», όσο και οι πέντε συνεργασίες των: Αragon, (απόσπασμα από το βιβλίο του Ανρί Ματίς )· Πάνου Θασίτη («Η μεγάλη δύναμη»)· Κώστα Κουλουφάκου («Ο Ρίτσος και οι λέξεις»)· Ρeter Levi («Φωτιά στα χωράφια») · και Χρύσας Προκοπάκη («Ελευθερία και Αναγκαιότητα»)· οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους.

Στο αφιέρωμα ενσωματώθηκαν και δύο «αυτοκριτικά» κείμενα του Γιάννη Ρίτσου, υπαγορευμένα ειδικά για την Πολυκριτική: το ένα αποτελεί «Σχόλιο στις Μαρτυρίες »· το άλλο, εκτενέστερο, επιγράφεται «Ξαναδιαβάζοντας τις ποιητικές συλλογές Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη και Θεωρείο ». Συμπληρώματα: συνοπτικό σημείωμα για το «Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης», που «δόθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1972 στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο με ομόφωνη απόφαση της κριτικής επιτροπής» (απονεμήθηκε στη Διεθνή Μπιεννάλε Ποίησης του Κnokke- Le Ζoute, Βέλγιο)· ιδιόχειρο τετράστιχο ποίημα, επιγραφόμενο Λαός, γραμμένο στο Παρθένι της Λέρου στις 16.9.68.: Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια/ για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι// Κάτω απ΄ τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω/ κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια. Αυτά, δημοσιευμένα τον Μάρτιο του 1973, κολλητά στα συγκλονιστικά γεγονότα της Νομικής Σχολής, που κάποιοι τα πλήρωσαν ακριβά. Να θυμίσω ότι ο Παύλος Ζάννας και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς (χάθηκαν στο μεταξύ αδόκητα και οι δύο) δούλεψαν ατέλειωτες ώρες στο τυπογραφικό εκείνο υπόγειο, για να συγκεντρωθούν, να χτυπηθούν και να δημοσιευτούν τα κείμενα του αφιερώματος, η ιδέα και ο συντονισμός του οποίου βαρύνουν εμένα· μέσα στον ίδιο μήνα εξάλλου βρέθηκα στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Θα δώσω την άλλη Κυριακή δείγματα από τα περιεχόμενα κείμενα στην ιστορική αυτή Πολυκριτική, όπως γενναιόδωρα τη χαρακτήρισε ο Γ. Π. Σαββίδης σε τιμητική τελετή για τον ποιητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Προς το παρόν αντιγράφω το πρώτο από τα δύο ένθετα Σχόλια του Γιάννη Ρίτσου, που αναφέρεται στις Μαρτυρίες :

«Δεν μπορώ να πω ακριβώς πώς και γιατί εγώ, που από κλίση και προτίμηση, εργάστηκα σε πολύστιχα συνθετικά ποιήματα, ασχολήθηκα με ιδιαίτερη επιμονή και αγάπη, τόσα χρόνια συνέχεια, και εξακολουθώ ως τώρα, παράλληλα με όποια άλλη εργασία, να ασχολούμαι με τις Μαρτυρίες, αποδίδοντας μάλιστα ξεχωριστή σημασία σ΄ αυτές, και συνεχίζω να γράφω αυτά τα λακωνικά και συχνά επιγραμματικά ποιήματα. Ισως γιατί από καταγωγή είμαι Λάκων (κι αυτό δεν είναι απλώς ένα λογοπαίγνιο)· ίσως από μια τάση να αποδείξω στους άλλους, και στον εαυτό μου, την ικανότητα να εκφραστώ σε ένα κρουστό και περιεκτικό λόγο· ίσως από μια διάθεση ξεκούρασης, μετά την άγρυπνη υπερένταση μακρών δημιουργικών περιόδων· ίσως από ανάγκη καθημερινής άσκησης για αρτίωση και ετοιμότητα της τεχνικής, ώστε να μπορεί, άμεσα και αλάθευτα, να αξιοποιεί την τέχνη, τα διαρκώς ανανεούμενα βιώματα· ίσως από προσπάθεια πύκνωσης της έκφρασης και αντίδρασης προς τον κίνδυνο του πλατυασμού και ρητορισμού, που συχνά ενεδρεύει πίσω από τα μεγάλα ποιήματα· ίσως από την ανάγκη αστραπιαίας ανταπόκρισης σε καίρια και επείγοντα προβλήματα της εποχής μας· ίσως ακόμη από τη θέληση απόσπασης και καθήλωσης μιας στιγμής, που θα επέτρεπε τη διά μικροσκοπίου κατά βάθος εξέτασή της και την ανακάλυψη όλων των στοιχείων του χρόνου, που πιθανόν να εξανεμίζονταν μέσα σε ένα απεριόριστο πλάτος- δηλαδή τη διά της διαιρέσεως σύλληψη του αδιαίρετου, διά της ακινητοποιήσεως σύλληψη της αέναης κίνησης.» Αυτά ο Ρίτσος το 1973, προλαβαίνοντας τις ευκολίες της εντόπιας κριτικής.

Συνεχίζεται.

Πηγή: εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artid=267445&dt=10/05/2009)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ειρήνη
Post by: and33 on 12 May, 2009, 20:11:37
Από τη σειρά Αγρύπνια (1941-1953)

Γιάννης Ρίτσος, Ειρήνη

                                          Στον Κώστα Βάρναλη

Τ' όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.
Τ' όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη.
Τα λόγια τής αγάπης κάτω απ' τα δέντρα,
είναι η ειρήνη.

Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο
είναι η ειρήνη.

Όταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές πούκαψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι η μυρωδιά τού φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παράθυρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός
γιορτάζοντας τα μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κ' ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.
Τότε που τα στάχυα γέρνουν τόνα στ' άλλο λέγοντας: το φως το φως, το φως.
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντας φως
είναι η ειρήνη.

Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα
τότε που τ' ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ' το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ' το κουρείο της συνοικίας φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο
είναι η ειρήνη.

Τότε που η μέρα που πέρασε
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα τής χαράς μέσα στο βράδι
κ' είναι μια κερδισμένη μέρα κ' ένας δίκαιος ύπνος
τότε που νοιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ' τις γωνιές τού χρόνου
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους τού καλοκαιριού
είναι τ' αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφέ μου - όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε
είναι η ειρήνη.

Τότε που ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στη καρδιά
κ' οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,
τότε που το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού
το ίδιο μπορεί να μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος
είναι η ειρήνη.

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Μονάχα αυτό.
Τίποτ' άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ' αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ' όλη τη γης
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη. Τίποτ' άλλο. Ειρήνη.

Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.

Αδέλφια μου,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρα του.
Δώστε τα χέρια, αδέλφια μου,
αυτό 'ναι η ειρήνη.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ειρήνη & John Lennon, Give peace a chance
Post by: wings on 12 May, 2009, 21:01:51
Ανδρέα, είναι εξαιρετικές οι επιλογές σου από τη συλλογή «Αγρύπνια».

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια από τις πιο αξιόλογες συλλογές τού Γιάννη Ρίτσου που εκδόθηκε το 1954, σε καιρούς χαλεπούς για τον τόπο μας και για τον ίδιο. Παράλληλα, ωστόσο, είναι και μια συλλογή που δείχνει όλη τη δύναμη του ποιητή και αιτιολογεί απόλυτα και αδιαμφισβήτητα το γεγονός ότι συγκαταλέγεται στους κορυφαίους λογοτέχνες μας του 20ού αιώνα.

Πάμε τώρα στο ποίημα που δημοσίευσες σήμερα για την «Ειρήνη». Το αφιερώνει στον Κώστα Βάρναλη ο Ρίτσος. Είναι γνωστό πόσο αγαπούσε τον Βάρναλη. Μάλιστα, είκοσι χρόνια μετά την έκδοση της συλλογής «Αγρύπνια» ο Ρίτσος εικονογράφησε την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» (http://www.scribd.com/doc/9196853/-) στην έκδοση του οίκου «Κέδρος» το 1974 μετά από σχετική επιθυμία που εξέφρασε ο Κώστας Βάρναλης.

Ο Ρίτσος, στο σημερινό μας ποίημα, με δεκάδες ζωγραφιές, άλλοτε σαν μικρό παιδί κι άλλοτε σαν ταλαιπωρημένος ενήλικος, ιχνογραφεί την ειρήνη... περιδιαβαίνει τα σπίτια, τα περβόλια, τα σοκάκια, τις πόλεις και τα χωριά τής Ελλάδας... ψηλαφίζει το «πρόσωπο του κόσμου», νιώθει τα έκθαμβα μάτια των παιδιών μπροστά σ' «ένα ποτήρι ζεστό γάλα κ' ένα βιβλίο» και κεντάει τους καημούς και τις χαρές του τόπου μας ψιλοβελονιά. Και μας χαρίζει ένα από τα ομορφότερα ποιήματά του. Ένα ποίημα που μπορεί να μας κάνει περήφανους που η χώρα βγάζει τόσο σπουδαίους λαϊκούς ποιητές.

15 χρόνια μετά, το 1969, έρχεται ένα τραγούδι, ένα απλό παλλαϊκό τραγούδι τού John Lennon, να κάνει το γύρο τού κόσμου για να βροντοφωνάξει ό,τι κι ο δικός μας ποιητής - πως το μόνο πράγμα που κάνει τη ζωή μας να 'χει νόημα ανά πάσα στιγμή είναι η ειρήνη. Τι άλλο;

https://www.youtube.com/watch?v=bbwM91-mrro

John Lennon performing "Give Peace a Chance" with Eric Clapton on guitar & vocals, Klaus Voormann on bass & Alan White on drums in Toronto, 1969.
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ειρήνη & John Lennon, Give peace a chance
Post by: and33 on 12 May, 2009, 22:26:43
Το ποίημα «Ειρήνη» τού Ρίτσου και το τραγούδι «Give Peace A Chance» του Lennon που τραγουδούσαν οι φοιτητές στην ταινία «Φράουλες και αίμα» είναι πάντα χαραγμένα στη ψυχή μου γιατί τα διάβασα και τα άκουσα, μαθητής τότε, σε μια δύσκολη εποχή για τη πατρίδα μου. Πραγματικά είχα νιώσει όλη τη σημασία της ειρήνης. Δεν υπήρχε πιο ωραίο τραγούδι να συνοδέψει το ποίημα.  
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ειρήνη & Μανόλης Αναγνωστάκης, Κάτω απ' τις ράγες...
Post by: wings on 12 May, 2009, 22:48:12
Από τη σειρά Αγρύπνια (1941-1953)

Γιάννης Ρίτσος, Ειρήνη

                                          Στον Κώστα Βάρναλη

...

Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη

Αδέλφια μου,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρα του.
Δώστε τα χέρια, αδέλφια μου,
αυτό 'ναι η ειρήνη.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978 )


Εντυπωσιακή η εικόνα και σε τούτη τη στροφή τού σημερινού ποιήματος του Ρίτσου. Και συγγενεύει πνευματικά με την πρώτη στροφή ενός ποιήματος που έγραψε για τις «ράγες» ο αγαπημένος μου Μανόλης Αναγνωστάκης και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Η συνέχεια 3» που εκδίδεται 8 χρόνια μετά την «Αγρύπνια» τού Γιάννη Ρίτσου:

Μανόλης Αναγνωστάκης, Κάτω απ' τις ράγες...

Κάτω απ' τις ράγες του τραίνου
Κάτω από τις γραμμές του βιβλίου
Κάτω από τα βήματα των στρατιωτών

Όταν όλα περάσουν - πάντα σε περιμένω.

Πέρασαν από τότε πολλά τραίνα
Κι άλλα πολλά βιβλία θα διαβαστούν
Κι άλλοι στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν.

Κάτω από κάθε τι που σου σκεπάζει τη ζωή
Όταν όλα περάσουν -
Σε περιμένω.

Από τη συλλογή Η συνέχεια 3 (1962)


Θαυμάζω το σθένος των δύο ποιητών μας που βρίσκουν το θάρρος να δίνουν έναν τόνο ψυχικής ανάτασης και ένα λόγο για ελπίδα στα γραπτά τους μέσα σε μια Ελλάδα όπου ακόμα αχνίζουν οι καπνοί και το αίμα. Και μια λεπτομέρεια - δείτε πόση έμφαση δίνουν κι οι δυο στα βιβλία.
Title: Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι (Είταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ...)
Post by: and33 on 04 Jun, 2009, 13:05:58
[Από τη σειρά Μετακινήσεις (1942-1949)]

Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι (απόσπασμα)

Είταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια
που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας «πέρασε η ώρα»
εμείς διαβάζαμε την ιστορία τού κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών
σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων
- μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι που 'σκιζε σίγουρα το χρόνο,
σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε
σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μη τελειώσουμε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ - δύσκολος δρόμος.
Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς
όπως κρατάς το χέρι τού φίλου σου και μετράς το σφυγμό του
πάνου σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες.
Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι. Σίγουρος δρόμος.

Δίπλα σου αυτός ο ανάπηρος πριν κοιμηθεί βγάζει το πόδι του
τ' αφήνει στη γωνιά - ένα κούφιο ξύλινο πόδι -
πρέπει να το γεμίσεις όπως γεμίζεις τη γλάστρα με χώμα να φυτέψεις λουλούδια
όπως γεμίζεις το σκοτάδι με αστέρια
όπως γεμίζει λίγο-λίγο η φτώχεια στοχασμό κι αγάπη.
Τόχουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι νάχουμε δυο πόδια
ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια
από καρδιά σε καρδιά. Γι αυτό όπου καθίσεις
ανάμεσα στα τσουβάλια τού καταστρώματος φεύγοντας για την εξορία
πίσω απ' τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών
κοντά στο θάνατο που δεν λέει «αύριο»
ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια,
εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος
όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους.

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα
- όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα -
μπορεί νάναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.
Τότε τα κελλιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν' απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι τού συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος - βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στη καρδιά τής άνοιξης. Χαμογελάμε.

Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο - όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος
παράνομη κι η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας την φωτογραφία τής αγαπημένης μας
όπως κρύβουμε την ιδέα τής λευτεριάς ανάμεσα στα δυο φύλλα τής καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο
και αυτόν τον ουρανό δε μπορούν να μας τα πάρουν.

Ξέρουμε πως ο ίσκιος μας θα μείνει πάνου στα χωράφια
πάνου στην πλίθινη μάντρα τού φτωχόσπιτου
πάνου στους τοίχους των μεγάλων σπιτιών που θα χτίζουν αύριο
πάνου στην ποδιά τής μητέρας που θα καθαρίζει φρέσκα φασολάκια
στην δροσερή αυλόπορτα. Το ξέρουμε.
Ευλογημένη είναι η πίκρα μας
Ευλογημένη η αδελφοσύνη μας
Ευλογημένος ο κόσμος που γεννιέται.

Κάποτε είμαστε πολύ περήφανοι, αδελφέ μου,
γιατί δεν είμαστε καθόλου σίγουροι.
Μεγάλα λόγια λέγαμε
πολλά χρυσά γαλόνια βάζαμε στο μπράτσο τού στίχου μας
ένα ψηλό λοφίο ανέμιζε στο μέτωπο του τραγουδιού μας
κάναμε θόρυβο-φοβόμαστε, γι αυτό κάναμε θόρυβο
σκεπάζαμε το φόβο μας με τη φωνή μας
χτυπούσαμε τα τακούνια μας στο πεζοδρόμιο
ανοιχτές δρασκελιές, καμπανιστές
όπως κείνες οι παρελάσεις με τ' άδεια κανόνια
που τις κοιτάν οι άνθρωποι απ' τα πορτοπαράθυρα
και που κανείς δεν τις χειροκροτάει.

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους,
πίσω απ' τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι
κανείς δεν καταλάμβαινε τι γινόταν
οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα
δεν δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Οι αντιφεγγιές απ' τα όπλα και τα τζάμια κάτι δίναν στα μάτια μια στιγμή - τίποτ' άλλο
ύστερα κανένας δεν θυμόταν λέξη, δεν θυμόταν πρόσωπο και ήχο.
Το βράδυ όταν σβήναν τα φώτα κ' έσερνε ο αγέρας στους δρόμους
τις χάρτινες σημαιούλες
κ' η βαρειά σκιά ενός οδοστρωτήρα έμενε στην πόρτα
εμείς αγρυπνούσαμε
μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα
βρίσκαμε το ρυθμό, την καρδιά, τη σημαία.

Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα δεν χρειάζονται περισσότερα.
Και αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
σε όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα : σύκα, και τη σκάφη : σκάφη,
έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Καπνισμένο τσουκάλι
Post by: wings on 07 Jun, 2009, 20:22:51
1975 - Ο Χρήστος Λεοντής μελοποιεί τη συλλογή «Καπνισμένο τσουκάλι» (1974) του Γιάννη Ρίτσου και η Ελλάδα για μια ακόμα φορά τραγουδά τους ποιητές της μαζί με τους ερμηνευτές τού δίσκου, δηλαδή την Τάνια Τσανακλίδου, τον Νίκο Ξυλούρη και τον Βασίλη Μπάρνη: συγκλονιστικές στιγμές έναν μόλις χρόνο μετά την πτώση τής δικτατορίας με τον Γιάννη Ρίτσο σε μια από τις πιο λαμπερές συλλογές του και τον Χρήστο Λεοντή σ' ένα έργο-ορόσημο για την καριέρα του.

Στην ηχογράφηση συμμετέχει ο ίδιος ο ποιητής διαβάζοντας αποσπάσματα των ποιημάτων του πάνω στα οποία στηρίζονται τα τραγούδια.


``ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ`` 43 λεπτά ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ. - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=ghNXlzsvKG4)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Καπνισμένο τσουκάλι (Αυτά τα κόκκινα σημάδια)
Post by: wings on 11 Jun, 2009, 18:50:59
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Αυτά τα κόκκινα σημάδια

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα
- όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα -
μπορεί νάναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.
Τότε τα κελλιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν' απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος - βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στη καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε.


ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΣΗΜΑΔΙΑ (ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ) - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=LyXPMk437w8)

Διαβάζει ο Γιάννης Ρίτσος και τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Καπνισμένο τσουκάλι (Και να, αδελφέ μου)
Post by: wings on 13 Jun, 2009, 02:15:58
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής - Και να, αδελφέ μου

Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα δεν χρειάζονται περισσότερα.
Και αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
σε όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα : σύκα, και τη σκάφη : σκάφη,
έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε και μεις.

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.


https://www.youtube.com/watch?v=kyKL6OLAZfI

Διαβάζει ο Γιάννης Ρίτσος και τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Καπνισμένο τσουκάλι (Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν)
Post by: wings on 14 Jun, 2009, 16:32:04
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής - Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν

Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα.
Παράνομο χαμόγελο - όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος
παράνομη κι η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο
όπως κρύβουμε στην τσέπη μας την φωτογραφία τής αγαπημένης μας
όπως κρύβουμε την ιδέα τής λευτεριάς ανάμεσα στα δυο φύλλα τής καρδιάς μας.
Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο
και αυτόν τον ουρανό δε μπορούν να μας τα πάρουν.

Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν - Νίκος Ξυλούρης. - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=r-WHPzb95Wc)

Διαβάζει ο Γιάννης Ρίτσος και τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι (Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει...)
Post by: and33 on 22 Jun, 2009, 19:48:17
[Από τη σειρά Μετακινήσεις (1942-1949)]

Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι (απόσπασμα)

[…]

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.

Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες τού παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή και την απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα τής κάμαρας γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.

Κι ακούω και γω και παίρνω κι αυγαταίνω-
ρίχνω και γω καμιά κουβέντα που και που
όπως ρίχνουμε ένα ξύλο στη φωτιά-
φουντώνει η φλόγα, γίνεται πιότερο το φως -ξύλο το ξύλο-
κοκκινίζουν οι τοίχοι, αποτραβιέται ο άνεμος, τρίζει το παραθυρόφυλλο
ακούγεται έξω κάποιο γαϊδουράκι που βόσκει ακόμα στο γρασίδι
και το σκυλί κάθεται ήσυχο μπροστά στα πόδια των πεθαμένων.
Όλοι περιμένουν να ξημερώσει.

Έπεσε ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά τής κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο -περιμένει τ' όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.

Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι και οι προλετάριοι
-κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο πάγκο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.

Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά -
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία τού ανθρώπου
με τη φαρδειά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ' το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Και η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του -τίποτ' άλλο.



Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ανυπόταχτη πολιτεία (XIX)
Post by: and33 on 24 Jun, 2009, 17:00:12
[Από τη σειρά Ανυπόταχτη πολιτεία (1952-1953)]

Γιάννης Ρίτσος, Ανυπόταχτη πολιτεία

ΧΙΧ


Καλημέρα, αγαπημένη πολιτεία. Καλημέρα.

Μέσα στη συγνεφιά τού κόσμου ένα πράσινο φύλλο
κι ένα άλλο
κι ένα άλλο
χιλιάδες φύλλα σπαθίζουν τη σκιά
φέγγοντας τα όνειρα των πεινασμένων
ζητωκραυγάζοντας τη ζωή μπροστά στα κάγκελα.
Εμπρός. Εμπρός.

Η άνοιξη με τα μαλλιά της μουσκεμένα
με τα γυμνά της πόδια μες στη λάσπη
ανοίγει δρόμο ανάμεσα στους σκοτωμένους
αναμερίζει με τα δυο της χέρια τη βροχή
σα ν' ανοίγει δυο φαρδιά παντζούρια στο πρωί τού κόσμου.
Εμπρός, εμπρός, εμπρός.
Όλα τα δέντρα πρασινίζουνε μες στων αγωνιστών τα μάτια.
Εμπρός. Τα βήματα της ζωής αναρίθμητα. Εν-δυο, εν-δυο-εν-δυο.

Α, πολιτεία ανυπόταχτη,
πάντα στην ώρα σου στο συνωμοτικό ραντεβού των μεγάλων στιγμών
εκεί στην αυστηρή γωνιά τής ιστορίας
όπου οι λαοί σφίγγουν τα χέρια στο δοσμένο όρκο τους-πάντα στην ώρα σου.

Η πολιτεία μας είναι δω.
Είναι παντού η πολιτεία μας.
Κουρελιασμένα πρόσωπα
ένα καταφαγωμένο χαμόγελο
-τα βράδια τους είδαμε ορθούς
μπροστά στο γκρεμισμένο κατώφλι τους
ν' αποστηθίζουν τους αιώνες. Μες στη φωνή τους ανασαίνει η πολιτεία μας.

Μια νέα κοπέλα καταμόναχη στο λαϊκό ζαχαροπλαστείο
δαγκώνει βουβά το μαντήλι της
μην ταπεινώσει τον κόσμο με την πείνα της.
Μες στο μαντήλι της είναι διπλωμένη η πολιτεία μας.

Έξω απ' τη μάντρα τού μηχανοστάσιου οι εργάτες καθισμένοι στο χώμα,
στα γόνατα τους μια φαντή πετσέτα με γαλάζια καρώ
-τρώνε το μεσημεριανό τους.
Σκυφτοί οι εργάτες με τα μάτια τους χαμηλωμένα
για να κοιτάζουνε μακριά. Σε τούτη τη καρώ σημαία λάμπουν σχεδιασμένα
όλα τα τετράγωνα της πολιτείας μας και των ονείρων μας.

Κάτου απ' το Υπουργείο τής Εργασίας οι απεργοί.
Ψωμί. Ψωμί. Η φωνή τους σπρώχνει τα πλευρά των τοίχων-
φαρδαίνει η πολιτεία μας.
Λαός συγκεντρωμένος στην πλατεία τής Ομόνοιας.
Ειρήνη. Ειρήνη. Το εμβατήριο. Εμπρός.
Ένα δάσος χέρια. Ένας στόλος χέρια.
Ψηλά η σημαία τής πολιτείας μας. Ψηλά.
Η πολιτεία ανεβαίνει στο φως σαν υποβρύχιο.
Ο ήλιος λάμπει στους ώμους της.
Κανένας δεν πεθαίνει εδώ πέρα.
Τραγουδήστε τη πολιτεία μας. Τραγουδήστε την.
Πάντα στην ώρα της. Πάντα στην ώρα μας. Τραγουδήστε.
Παρών. Παρών. Παρών.

Φτωχές γειτόνισσες με μεγάλα ψαλίδια
κόβουν τα σύγνεφα στ' αχνάρι ενός παγκόσμιου γέλιου. Το εμβατήριο πλησιάζει.
Δεν έχουν καιρό πια να κλάψουν.
Κ' οι σκοτωμένοι μας δεν έχουν καιρό να πεθάνουν-
δένουνε βιαστικά με τ' όνειρο τη λαβωματιά τους
και παίρνουνε θέση στο χαράκωμα. Παρών. Παρών. Παρών.
Ένας ανεμίζει το κομμένο του πόδι,
άλλος πυροβολεί απ' την πολεμίστρα της πληγής του -
αυτός- του λείπουν και τα χέρια και τα πόδια-
πιάνεται με τα δόντια του απ' τον κρίκο του ήλιου. Παρών.

Τραγουδήστε την πολιτεία μας. Τραγουδήστε την -ακόμα
τούτη την άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι-
Τούτο το καλοκαίρι είναι τραχύ κ είναι όμορφο
περιδιαβάζοντας όξω απ' τα υφαντουργεία και τις φάμπρικες
μοιράζοντας τις προκηρύξεις τού ήλιου. Τούτο το καλοκαίρι σαν τον μαραγκό
κρατάει στα χέρια ένα μεγάλο ξύλινο μέτρο
με τους πόντους χαραγμένους καθαρά απ' το νύχι τής ελπίδας
να μετράει το μπόι των παιδιών που μεγαλώνει
να μετράει την απόσταση από καρδιά σε καρδιά που μικραίνει.

Ξέρουμε -πίσω απ' το ψωμί καρδιοχτυπούν μυριάδες φώτα- μας περιμένουν.
Ξέρουμε- πριν απ' το ψωμί δεν είναι φως. Τραγουδήστε.
Παρών. Παρών. Παρών.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Πρωινό άστρο
Post by: and33 on 26 Jun, 2009, 17:32:46
[Από τη σειρά Πρωινό Άστρο (1955)]

Γιάννης Ρίτσος, Πρωινό Άστρο (απόσπασμα)
                  
                                          Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών

                                         Στην κόρη μου Έρη

Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρο σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ' τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ' αγκάθι κ' ενός ίσκιου.

Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ' έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.

Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει
πάνω απ' τους ρόδινους λοφίσκους τού ύπνου σου
εαρινό φεγγάρι
ανάμεσα απ' τα στάχυα τής έγνοιας της
και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
                 μακρύς
                           μακρύς ο δρόμος.

Κοριτσάκι
πώς τα φίλιωσες όλα, πώς τάσμιξες -
καμιά φωνή δε λέει μου «όχι»,
έτσι καθώς με δένεις
μ' εχτρούς και φίλους
με τα παλιά και τ' αυριανά
όλα αυριανά
κι όλα για πάντα.

Πούναι ο παλιός γκρεμνός; -δε βλέπω-
γκρεμνός δεν είναι-
γεφύρι εσύ
κι ούτε γεφύρι,
ζωή.

Ανάμεσα στη μάνα σου και μένα
εσύ
ανάμεσα στο χτες
και τ' αύριο
εσύ
ανάμεσα στο χώμα και στο φως
εσύ -
η ζωή τραβάει, τραβάει
κ' η σιωπή
άκου πώς μιλάει
πώς χαμογελάει.

Έτσι καθώς με φίλιωσες
μ' εχτρούς και φίλους
οι φλέβες μες στα πουλιά
οι ρίζες μου στη θάλασσα
τα φύλλα μου στ' αστέρια.
Έτσι να κάνω θα διαβώ
με μια μονάχα δρασκελιά
γη κι ουρανό.

Κοριτσάκι
ένα λευκό περιστεράκι
με δυο φτερά ανοιχτά
την κούνια σου φωτά.

Ώρα καλή κι ώρα χρυσή
ήρθες με την καλή αυγή
κ' η αυγή με σένα
να σμίξεις ουρανό και γη
κ' η ζωή να γίνει
φως και ψωμί
φως και κρασί
φως και γαλήνη.

Και πίσω από την πόρτα μας
η κυρά, η νοικοκυρά
η γκαρδιακιά
η μεγάλη, η άγια σκούπα
με τις δυό γερές γροθιές στη μέση
πάντα ξάγρυπνη, πάντα έτοιμη
δεν αφήνει
φύλλο κίτρινο να πέσει
απ' την άρρωστη σελήνη
μήτε σκιά να δρασκελήσει
το κατώφλι μας
μη σκοντάψει, μην πονέσει
μήτε στο μικρό-μικρό νυχάκι της
η ειρήνη.



Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό (V)
Post by: and33 on 29 Jun, 2009, 21:35:18
[Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)]

                                        Στη Φωτεινούλα Φιλιάκου

Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό

V


Ένας κήπος, ένα φεγγάρι
ένα πουλί από φεγγάρι
σε φωνάζουν. Έλα.
Τα φύλλα ξεχάσανε το χρώμα τους.
Μην αργείς.
Σταχτί χρώμα, σταχτιά σκέψη,
ξεχνάω να δω, ξεχνάω να πάω
-πού να πάω;
Φωτεινούλα
πολύ περηφανεύτηκα
πολύ,
είπα:
ορίζω τη ζωή μου
ορίζω το θάνατο.
Κοίτα
τίποτα δεν ορίζω.
Ούτε ένα νύχι
δεν είμαι πιο ψηλός
απ' το μερμήγκι.

Αχ, πίκρα: η πίκρα
με σμίγει πάλι
μ' όλο τον κόσμο
να κλαίω, να κλαίω
με τους φτωχούς
τους πεινασμένους
τους πικραμένους
να κλαίω, να κλαίω
από τη πείνα τής αγάπης.

Αχ, Φωτεινούλα,
μικροί-μικροί
ταπεινωμένοι
πούναι κ' οι στίχοι,
πικρά-πικρά
που κλαίνε οι στίχοι,
μπροστά στα πόδια σου.

Ντρέπομαι τούτο το χαρτί,
τα λόγια ντρέπομαι,
Ντρέπομαι το το ποτήρι το νερό
ντρέπομαι που διψάω
ντρέπομαι που πίνω,
κλαίω,
ντρέπομαι που κλαίω.

Κι αχ, αγαπάω τον πόνο μου,
ότι από σένα το αγαπάω.
Δεν ξέρω.
Κλαίω.
Δε θέλω.
Το κλάμα λυώνει τη καρδιά
λυώνει τη πίκρα.
Όχι.

Θέλω το πόνο ολόκληρο
όρθιο τον πόνο
πέτρινο
όρθιο κι ακέραιο.
Μη φύγεις.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό (ΧΧΧVΙ)
Post by: and33 on 03 Jul, 2009, 19:49:25
[Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)]
                                                                    
                                        Στη Φωτεινούλα Φιλιάκου

Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό

ΧΧΧVΙ


Δε θέλω το τραγούδι,
δεν το θέλω. Φοβάμαι.
Φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ' ότι τραγουδώ
μη μου πάρει τον καημό
μη μ' αφήσει μόνο μες στον κόσμο,
μη με ξεχωρίσει
απ΄την πέτρινη μητέρα
απ' τον πέτρινο πατέρα
που σε κλαίνε, Φωτεινούλα,
-αχ, πώς σε κλαίνε, πώς σωπαίνουν-
είδες πέτρινες φωνές
μες στα μάτια γκρεμισμένες;

Με τα ίδια μάτια, με τα ίδια δάκρυα
θέλω να σε κλαίω κ' εγώ
μήτε πιο μεγάλα μήτε πιο μικρά,
ίδια δάκρυα πέτρινα
που κυλάν πικρά
στο γκρεμό-γκρεμό
δίχως ν' ακουστούνε
δίχως να χτιστούνε
στην τραχειά κατηφοριά
στο βουνό γκρεμό.

Αχ, φοβάμαι το τραγούδι
μη και με χωρίσει
απ' ό,τι τραγουδώ
μη και με χωρίσει από τον πόνο
κι απ' τον κόσμο. Τι να πω;

Συντροφιά μου θέλω
τους φτωχούς, τους ταπεινούς
κείνους που δεν ξέρουν
παρά μόνο να μοχτούν,
κείνους που δεν ανεβήκαν
πάνω από τη μοίρα
-πού ν' ανέβεις;
και ποια μοίρα;
Κείνους που παλεύουν
στήθος-στήθος με τη μοίρα,
που πατάν βαριά τη γη,
τόνα πόδι λύπη
τ' άλλο οργή.

Τ' άγριο μάτι σκύβουν
τ' άγριο μάτι υψώνουν
στ' άδικο, καρφί,
τόνα μάτι μίσος
τ' άλλο τους στοργή.

Κι η φαρδύστερνη σιωπή τους
που στριμώχνει στη γωνιά
τη Σκιά
που στριμώχνει κάθε χάρο
μες στη ζωή κ' έξω απ' τη ζωή,
βόγγος και σφυρί.

Και γω πιο κει
σε μια γωνιά
την πιο σκιερή,
να λέω μονάχα:
Φωτεινούλα.
Με σιωπή.
Και κείνοι να καταλαβαίνουν
κλάμα και σιωπή.

Νάναι το χέρι τους στον ώμο μου,
το χέρι τους που δούλεψε
με το σφυρί
σφυρί,
μια δυνατή σφυριά στο θάνατο
μια δυνατή σφυριά στη μοίρα
και στη σιωπή.

Αχ, Φωτεινούλα,
όταν ένα παιδί πεθαίνει
καθένας χάνει ένα παιδί,
όταν πεθαίνει το παιδί μας
πεθαίνουν όλα τα παιδιά μαζί.
-Τι μένει Φωτεινούλα;
-Το παιδί.
Αχ, Φωτεινούλα,
γυρίζεις σε όλα τα παιδιά μαζί,
ζωή.

Αχ, καλέ μου, αχ ακριβέ μου
βάλε το πόνο σου κι εσύ
πάνω στο δικό μου
ν' αλαφρώσουμε κ' οι δυο,
βάλε κι εσύ ένα χέρι
να στήσουμε ένα αστέρι
στη φτωχιά μας γειτονιά
στον πικρό μας ουρανό.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Σχήμα τής απουσίας (I)
Post by: and33 on 07 Jul, 2009, 20:12:05
[Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)]

Γιάννης Ρίτσος, Σχήμα τής απουσίας

Ι


Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα τού βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.

Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα τού τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά τού βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο -

Και, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Σχήμα τής απουσίας (IX)
Post by: and33 on 10 Jul, 2009, 23:40:31
[Από τη σειρά Υδρία (1957-1958)]

Γιάννης Ρίτσος, Σχήμα τής απουσίας

ΙΧ


Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο-λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της -
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ένα πρόσωπο
Post by: and33 on 12 Jul, 2009, 22:28:28
[Από τη σειρά Παρενθέσεις (1946-1947)]

Γιάννης Ρίτσος, Ένα πρόσωπο

Είναι ένα πρόσωπο φωτεινό, σιωπηλό, καταμόναχο
σαν ολόκληρη μοναξιά, σαν ολόκληρη νίκη
πάνω στη μοναξιά. Αυτό το πρόσωπο
σε κοιτάζει ανάμεσα από δυο στήλες ασάλευτο νερό.

Και δε γνωρίζεις ποιο απ' τα δυο σε πείθει περισσότερο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Απόγευμα
Post by: and33 on 15 Jul, 2009, 16:14:33
[Από τη σειρά Παρενθέσεις (1946-1947)]

Γιάννης Ρίτσος, Απόγευμα

Το απόγευμα είναι όλο πεσμένους σουβάδες, μαύρες πέτρες, ξερά αγκάθια.
Το απόγευμα έχει ένα δύσκολο χρώμα από παλιά βήματα που μείναν στη μέση
από παλιά πιθάρια θαμμένα στην αυλή, και πάνω τους η κούραση και το χορτάρι.

Δυο σκοτωμένοι, πέντε σκοτωμένοι, δώδεκα -πόσοι και πόσοι.
Κάθε ώρα έχει το σκοτωμένο της. Πίσω απ' τα παράθυρα
στέκουν αυτοί που λείπουν και το σταμνί με το νερό που δεν ήπιαν.

Κι αυτό το αστέρι που έπεσε στην άκρη τής βραδιάς
είναι σαν το κομμένο αυτί που δεν ακούει τριζόνια
που δεν ακούει τις δικαιολογίες μας -δεν καταδέχεται
ν' ακούσει τα τραγούδια μας- μονάχο, μονάχο,
μονάχο, αποκομμένο, αδιάφορο για καταδίκη ή για δικαίωση.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Μελέτη τού χρόνου (I - III)
Post by: and33 on 18 Jul, 2009, 22:40:44
[Από τη σειρά Σφυρίγματα τραίνων (1939-1954)]

Γιάννης Ρίτσος, Μελέτη τού χρόνου

I


Ο χρόνος και τα χρώματά του στα τζάμια τής πόλης.
Τα βράδια το σφύριγμα τού τραίνου παίρνει τον τόνο τού ανέκλητου.
Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή.

Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη χώρα,
τ' αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους
σαν καρφιά σκουριασμένα -αν κάνεις να τ' αγγίξεις
θα ξεκολλήσουν- θα πέσει λίγη σκόνη και λίγος σουβάς,
δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα παλιό κάδρο
ούτε τ' αδιάβροχό σου και το καπέλο σου.

II

Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,
ανάμεσα στις ροχάλες τής βροχής και στη γκρίνια των δέντρων.
Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα, -δε γαβγίζει.
Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα κάγκελα
-μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.

Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,
έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.
-«Δε θα ξανάρθω», έλεγε, «δεν θα ξανάρθω».

Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,
στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;
Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.

III

Ο ήλιος θα σε βοηθήσει βέβαια -είπε-
ο ήλιος σ' αυτό τον τόπο κάθε πρωί βάζει ένα χέρι
να λευτερώσουμε το χώρο απ' τις τσουκνίδες
απ' τα παλιά σιδερικά και τα' άχρηστα βαγόνια -

Γιατί δεν μπορεί πάντα να προφασιζόμαστε τον άνεμο ή τις δυσκολίες
κι όλο ν' αφήνουμε έτσι τα σπασμένα γυαλικά στο πάτωμα,
να περιορίζουμε το βήμα σε μικρότερο χώρο,
και τάχα να φαρδαίνει ο άλλος χώρος
-ποιος χώρος; -προς τα πάνου, προς τα κάτου, προς τα μέσα τάχα;

Βγάλε τα χέρια σου απ' τις τσέπες -είπε.
Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι.
Το γύψινο αγαλμάτιο έπεσε στο πάτωμα. Έσπασε.
Μπορεί να κολλήσει μ' αλευρόκολλα -είπε.
Κανείς δεν έσκυψε να το μαζέψει.
Μήτε κανείς το κοίταξε. Μονάχα αναρωτιόμαστε:
το γόνατο του θα κρατούσε ακόμη εκείνη την ωραία κλίση του;
Όμως κανένας μας δε μίλησε. Είχε δίκαιο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Καπνισμένο τσουκάλι (Τούτες τις μέρες)
Post by: wings on 21 Jul, 2009, 15:35:36
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Τούτες τις μέρες

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στη καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα. Πολύ κρύο εφέτος.

Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους.
Μέσα στις τσέπες τού παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά.
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ' τη βροχή και την απόσταση.
Η ανάσα τους είναι ο καπνός ενός τραίνου που πάει μακριά,πολύ μακριά. Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα τής κάμαρας γίνεται σα μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της και ακούει.

https://www.youtube.com/watch?v=-M3OHTDf3so

Τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Καπνισμένο τσουκάλι (Αυτοί που περιμένουν)
Post by: wings on 21 Jul, 2009, 16:55:40
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Αυτοί που περιμένουν

Έπεσε ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά τής κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο -περιμένει τ' όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.

Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι και οι προλετάριοι
-κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο πάγκο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.

Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά -
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία τού ανθρώπου
με τη φαρδειά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ' το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Και η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του -τίποτ' άλλο.

Leontis Ritsos Ksilouris - Autoi pou perimenoun.. - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=pO-vQQMcZso)

Διαβάζει ο Γιάννης Ρίτσος και τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Καπνισμένο τσουκάλι (Εδώ είναι ένα φως αδελφικό)
Post by: wings on 21 Jul, 2009, 17:29:24
Γιάννης Ρίτσος & Χρήστος Λεοντής, Εδώ είναι ένα φως αδελφικό

Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να 'μαι εγώ πάνω από σένα, ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να 'ναι ο καθένας μας πάνω από τον εαυτό του.

Εδώ είναι ένα φως αδελφικό, που τρέχει σαν ποτάμι δίπλα στον μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε, το 'να μας χέρι κρεμασμένο απ' όξω απ' την κουβέρτα,
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.

Leontis Ritsos Ksilouris - Edw einai ena fos aderfiko.. - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=_XbfMMD1XCw)

Τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης.

Από το έργο Καπνισμένο τσουκάλι (1975)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Κυκλική δόξα (1. Η δίψα και το ανένδοτο άστρο)
Post by: and33 on 24 Jul, 2009, 19:08:03
[Από τη σειρά Προσχέδια (1954-1960)]

Γιάννης Ρίτσος, Κυκλική δόξα

1. Η δίψα και το ανένδοτο άστρο


Τα μεγάλα πλατάνια κι ο Ταΰγετος
η καμπάνα μιλώντας εκείνα που ποτέ δεν μιλήσαμε
κι αυτή η μεγάλη σκιά που αλλάζει όλο το φως σε κατάνυξη.

Είναι ο έρωτας κάτου απ' το βράχο,
μέσα στο βράχο
πάνου απ' το βράχο.

τι θα προσθέσεις αν μιλήσεις ή αν σωπάσεις;
Το προσωπείο είναι ίδιο με το πρόσωπο. Δεν θα κρυφτείς.
Και κάθε βράδυ το ίδιο αστέρι
βάζει φωτιά
και στις τέσσερις γωνιές του ύπνου μας.

Ο φόβος είναι ο χρόνος -έλεγε.
Τίποτ' άλλο. Χαμήλωνε τα μάτια.

Ένας νέος μ' ένα ποδήλατο
έσκισε τη νύχτα.

Ύστερα άναψαν τα φώτα.
Έφυγε μ' ένα ποδήλατο κάτου απ' τα δέντρα.

Ανάμεσα σε δυο λέξεις κοινές
ακούσαμε πάλι
την αμηχανία εκείνου του άστρου.

Βαθύ, βαθύ το δάσος τής γεροντικής ερήμωσης.

Κάτου απ' τα δέντρα -μακριά, πολύ μακριά-
ακούστηκε η φωνή σου -δεν την πίστεψες.

Εκείνο το ίδιο αστέρι τού καλοκαιριού
κλαίει μπροστά στα κλειδωμένα χέρια σου.

Όχι, δεν είναι πίκρα. Η ανάλαφρη εσπέρα.
Τούτα τα βουνά με τις βαθιές πληγές τους -είπε.
Τούτες οι πληγές με την αμείλιχτη σιωπή τους -είπε.

Γύρισε τη ράχη του στο δρόμο.
Το πρόσωπό του ακούμπησε σχεδόν στον τοίχο-
άσπρος τοίχος, ολόγυμνος.

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, ψήλωσε.
Κάρφωσε ένα καρφί στον τοίχο με προσήλωση,
σα νάταν αυτό το πιο αναγκαίο,
το πιο πολύ.

Άραγε η νύχτα να του αφιερώσει τα άστρα της;

Έφεγγε ο τοίχος. Το καρφί ξεχώριζε μεγάλο.
Τίποτα δεν κρεμόταν εκεί. Ούτε ο ίδιος.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
Title: Re: Γιάννης Ρίτσος, Αποχαιρετισμός (Τέλειωσαν πια τα ψέματα...)
Post by: and33 on 04 Aug, 2009, 16:54:25
[Από τη σειρά Αποχαιρετισμός (1957)]

Γιάννης Ρίτσος, Αποχαιρετισμός (απόσπασμα)

(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)

Τέλειωσαν πια τα ψέματα -δικά μας και ξένα.
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς πια
να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.

Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ -(για ποιον; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ' το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.

Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία -
Σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας και περιμένεις
ν' ακουστεί μια πελώρια κραυγή (ή του παιδιού ή του Θεού), μια κραυγή πιο τρανή απ' τη σιωπή
που θα ρίξει τα τείχη τού πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις
να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μιαν άχρωμη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.

Μαρμαρωμένη ησυχία, - μ' όλο που ακούγονται
οι ντουφεκιές κ' οι φωνές -πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται
στεγνά σαν σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν
και μένουν σ' ένα ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία,-
μ' όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω -

Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα τής πέτρας, μπροστά
ένας μικρός ή ο ατέλειωτος θάνατος, στη μέση
(στη μέση;) εγώ. -Ποιος εγώ;- Τι είναι
ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος:
ένας τμηματικός ή ολόκληρος θάνατος; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.

Ίσως  και να μπορούσα να γλιτώσω. Ίσως μπορούσα
ν' αντέξω την καταφρόνια ή τη συγνώμη ή και την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα
να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι τής σημαίας μας; Θα μπορούσα
να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα
σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της;

Ίσως μπορούσε, κι έτσι ακόμη, νάταν όμορφα-
μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα του παραθύρου
παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη λεπτή σημαιούλα της
μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ' τη χαραματιά τής πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης
που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού -δε μπορεί- θ' ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα
Κ' η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας -η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ' άγγιζε,
η ματιά μιας γυναίκας που δε σε είδε και την είδες.
Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ' άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου
μες στο ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως
τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα
σαν τα μικρά καΐκια σ' ένα λιμανάκι τού νησιού μας.

Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία: αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος
μήπως και δεν μπορέσω να πεθάνω. Συγχωράτε με.
Ίσως οι τέσσερις σύντροφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα -δηλαδή πιο ειλικρινείς.
Εγώ ήμουν  αδύναμος: Ντράπηκα.  

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Αποχαιρετισμός (Ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω...)
Post by: and33 on 06 Aug, 2009, 16:27:59
[Από τη σειρά Αποχαιρετισμός (1957)]

Γιάννης Ρίτσος, Αποχαιρετισμός (απόσπασμα)

(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)

[...]

Ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς
Μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει
την πατρίδα με τις ελιές της, τ' ακρογιάλια της, τα βάσανά της,
με τα καΐκια της μ' ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιο αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρά του, τα όνειρά του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.
Ανασαίνω, μέσα σ' αυτή τη πέτρινη σήραγγα που η έξοδός της
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω:
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.
Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.

Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια -
μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας,
μια και το ξέρω: στην απόλυτη στιγμή μου,
μες απ' το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ' τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία τού ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη
σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο,
σαν άσβηστη δάδα μέσα σε όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας
σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ λοιπόν να επαναλάβω:
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα  και το αίμα μου
- το σώμα και το αίμα τού Γρηγόρη Αυξεντίου,
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ' το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ελευθερία»
και που σήμερα, 2 τού Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά τής Μονής Μαχαιρά
και σήμερα ακριβώς, 2 τού Μάρτη, μέρα Σάββατο - μην το ξεχάσετε, σύντροφοι -
στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης. 

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μάριος Τόκας, Αποχαιρετισμός στον Γρηγόρη Αυξεντίου
Post by: wings on 07 Aug, 2009, 17:44:55
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα  και το αίμα μου
- το σώμα και το αίμα τού Γρηγόρη Αυξεντίου,
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ' το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ελευθερία»


Το 1995 ο Μάριος Τόκας ηχογραφεί στη Λευκωσία το έργο «Ψυχή τε και σώματι». Ο δίσκος περιέχει τραγούδια που πρωτακούστηκαν σε ντοκιμαντέρ τού Ρ.Ι.Κ. με τίτλο «Ιστορία και θρύλος». Τα τραγούδια είναι μελοποιημένα ποιήματα των απαγχωνισθέντων νεαρών αγωνιστών της Ε.Ο.Κ.Α. Ευαγόρα Παλληκαρίδη (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B1%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82) (1939-1957) και Ανδρέα Ζάκου (http://www.linou.org.cy/andreasZarko.shtml) (1932-1956), του δημοσιογράφου Σπύρου Κέττηρου και του Γιάννη Ρίτσου. Τραγουδούν ο Κώστας Χατζηχριστοδούλου και ο Μάριος Τόκας.

Ένα μικρό απόσπασμα του ποιήματος «Αποχαιρετισμός» που δημοσίευσε αυτή τη βδομάδα ο Ανδρέας μελοποιήθηκε, σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, από τον Μάριο Τόκα και φέρει εμφανώς τα σημάδια της συναισθηματικής φόρτισης του κύπριου συνθέτη αφού ο Γιάννης Ρίτσος με το γραπτό αυτό ουσιαστικά θρηνεί και αποχαιρετά έναν από τους ήρωες της μαρτυρικής μεγαλονήσου, τον αγωνιστή τής Ε.Ο.Κ.Α. τη διετία 1955-1957 και έφεδρο αξιωματικό του ελληνικού στρατού, Γρηγόρη Αυξεντίου (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CF%81%CE%B7%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B7%CF%82_%CE%91%CF%85%CE%BE%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BF%CF%85) (1928-1957). Οι Άγγλοι τον έκαψαν ζωντανό τον Μάρτη του 1957 αφού τον παγίδεψαν και αφού όλα τα προηγούμενα χρόνια διαπίστωσαν ότι δεν θα τον έπιαναν ποτέ ζωντανό κι ας τον είχαν επικηρύξει έναντι αδράς αμοιβής. Όπως θα αντιληφθεί κάθε προσεκτικός και ευαίσθητος ακροατής, η μουσική τού Μάριου Τόκα στο συγκεκριμένο τραγούδι βασίζεται στο γνωστό εγκώμιο της Μεγάλης Παρασκευής «Αι γενεαί πάσαι».

Το μελοποιημένο απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου συμπεριλήφθηκε στο έργο «Ψυχή τε και Σώματι» με τον τίτλο «Αποχαιρετισμός στον Γρηγόρη Αυξεντίου». Το ερμηνεύει ο Κώστας Χατζηχριστοδούλου. Ας το ακούσουμε, λοιπόν:

Γιάννης Ρίτσος & Μάριος Τόκας, Αποχαιρετισμός στον Γρηγόρη Αυξεντίου

https://www.youtube.com/watch?v=W6KsXT486JY
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ο τελευταίος κι ο πρώτος τού Λίντιτσε (Δεν ήθελα να θυμάμαι...)
Post by: and33 on 09 Aug, 2009, 18:54:56
[Από τη σειρά Ο τελευταίος κι ο πρώτος τού Λίντιτσε (1960)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο τελευταίος κι ο πρώτος τού Λίντιτσε (απόσπασμα)

[...]

Δεν ήθελα να θυμάμαι. Βασανίστηκα.
να σκοτώσω τη μνήμη. Τώρα βασανίζομαι
να σκοτώσω τη λησμοσύνη που απλώνεται μαλακιά μες στους κήπους,
σκεπάζει το θυμό, το μίσος, τον πόνο, το φόβο,
δίνει μια τρυφερή, κυκλική λάμψη στα ποτήρια
σαν φωτεινά μηδενικά, μετέωρα πάνω απ' το τραπέζι,
μετέωρα πάνω απ’ την καινούργια δίψα μας, (-να διψάς ακόμη
σαν έχεις δει τις ορθωμένες κείνες γλώσσες
μαύρες μες στον καμένο ουρανίσκο!-) η λησμοσύνη
σκεπάζει ακόμη μια φορά τους σκοτωμένους
όχι πια με τρία μέτρα χώμα
μα με μια σκέψη που σκέφτεται για το αύριο,
που σκέφτεται για το καλύτερο. Δεν ξέρω, η λησμοσύνη
αν είναι σοφία ή δειλία ή κούραση. Θέλω να θυμάμαι.
Θέλω να δώσω τη συγνώμη μου μες απ' τον πόνο μου
Όχι μες απ' την κούραση μου. Θέλω να θυμάμαι και να σκέφτομαι,
να εκμηδενίζω τον πόνο με τη σκέψη
κι  όχι να κρύβω το φόβο με τη σκέψη. Μια σκέψη θετική κι οργανωμένη
στην πείρα τη δική μας, τη δική σας - μια σκέψη για όλους μας
που να νικήσει ακόμη των εχθρών την εχθρότητα. Κ' οι λάμπες εκείνες
του Κλάντνο -τα καλοκαιριάτικα βράδια-

Την άλλη μέρα ήρθε κατάχλωμη η ζωή - δεν ήξερε τι να κάνει
σ' αυτή την καμένη ερημιά, ένας κίτρινος ήλιος
στεκότανε σαν άδειο ανάποδο πηγάδι πάνω απ' τον κόσμο
όταν η τελευταία  ανθρώπινη κραυγή χανόταν στο βάθος τής πεδιάδας
κρυβόταν στα μάτια της σε δυο τελευταία ξερά φύλλα
κ' οι λάμπες των ανθρακωρύχων άναβαν ακόμα αδιόρατες
πέρα, μακριά, περασμένες στη ζώνη τού ορίζοντα - χάνονταν.

[...]
     
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
Title: Η δολοφονία τού Ράινχαρντ Χάιντριχ και η σφαγή στο Λίντιτσε της Τσεχίας το 1942
Post by: wings on 09 Aug, 2009, 19:32:22
Ράινχαρντ Χάιντριχ

(https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/a/a5/Bundesarchiv_Bild_146-1969-054-16%2C_Reinhard_Heydrich.jpg/180px-Bundesarchiv_Bild_146-1969-054-16%2C_Reinhard_Heydrich.jpg)
Ο Ράινχαρντ Χάιντριχ με στολή υποστρατήγου των SS (περίπου 1940/41).

Ο Ράινχαρντ Όιγκεν Τρίσταν Χάιντριχ (Reinhard Eugen Tristan Heydrich) ήταν στέλεχος των SS, ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον Χίμλερ. Εξαιρετικά φιλόδοξος, ήταν ο πρωτοστάτης της Τελικής Λύσης, του σχεδίου των Ναζί για το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα, ψυχρός υπολογιστής χωρίς κανένα οίκτο και γι' αυτό επάξια έφερε τα προσωνύμια «Το ξανθό κτήνος» (από τους ίδιους τους SS) και «Δήμιος Χάιντριχ». Είχε, επίσης, συζητηθεί μέχρι και η διαδοχή του Χίτλερ από αυτόν.

[...]

Δολοφονία και αντίποινα

Στις 27 Μαΐου 1942 ο Χάιντριχ μετακινείται στην Πράγα πάντα με την πράσινη Μερτσέντες του. Σε μια κλειστή στροφή το αυτοκίνητο ανακόπτει ταχύτητα. Εκεί τον περιμένουν οι άνδρες της "Ελεύθερης Τσεχίας", οι οποίοι είχαν εκπαιδευθεί και εξοπλιστεί στη Βρετανία και είχαν γυρίσει στη χώρα τους με στόχο τη δολοφονία του. Επρόκειτο για τους Γιαν Κούμπις (Jan Kubis) και Γιόζεφ Γκάμπτσικ (Jozef Gabcik). Αρχικά πυροβόλησαν τον Χάιντριχ, χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα. Έριξαν, όμως, και μια χειροβομβίδα, η οποία όταν εξερράγη τον τραυματίζει. Καταφέρνει να βγει από το αυτοκίνητο με το πιστόλι στο χέρι και αρχίζει να βάλει εναντίον των αντιστασιακών. Ωστόσο, το τραύμα του δεν είναι ασήμαντο και ύστερα από λίγο καταρρέει και σωριάζεται στο δρόμο. Μεταφέρεται στο Νοσοκομείο της Πράγας, στο οποίο ο Χίμλερ στέλνει τους προσωπικούς του γιατρούς για να τον φροντίσουν.

H Μερτσέντες του Χάιντριχ

Έχει, όμως, κτυπηθεί στη σπλήνα και τα θραύσματα που έχουν σφηνωθεί εκεί, μαζί με τμήματα από την ταπετσαρία τού αυτοκινήτου και τη στολή του, του προκαλούν σηψαιμία. Οι προσπάθειες των γιατρών αποβαίνουν άκαρπες και ο Χάιντριχ καταλήγει. Η Γκεστάπο και τα SS, στο μεταξύ, εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό για να εντοπίσουν τους δολοφόνους του. Εκτελούνται τόσο οι δολοφόνοι όσο και οποιοσδήποτε πιστεύουν ότι μπορεί να είχε κάποια ανάμιξη στη δολοφονία. 3.000 Εβραίοι από το γκέτο του Τερεζίενσταντ οδηγούνται για εκτέλεση. Άλλοι 500 συλλαμβάνονται στο Βερολίνο και 152 από αυτούς εκτελούνται κατά τη διάρκεια της κηδείας του, ως αντίποινα για το θάνατό του. Οι Ναζί του επιφύλαξαν μεγαλοπρεπή κηδεία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Χίτλερ τον αποκάλεσε «ο άνθρωπος με τη σιδερένια καρδιά».

Η σφαγή του Λίντιτσε

Κατ' εντολήν του Χίτλερ, και ως πράξη εφαρμογής σκληρότερων αντιποίνων, οι άνδρες της SD (Sicherheitsdienst, Υπηρεσία Ασφαλείας της SS) κυκλώνουν την μικρή κωμόπολη του Λίντιτσε (Lidice) με την (ψευδή) κατηγορία ότι οι κάτοικοί του είχαν βοηθήσει τους εκτελεστές του Χάιντριχ. Εδώ γράφεται μια από τις μελανότερες πράξεις του Πολέμου, στις 10 Ιουνίου 1942: Τρεις αξιωματικοί και είκοσι στρατιώτες συστήνουν εκτελεστικό απόσπασμα, από το οποίο μεθοδικά εκτελούνται όλοι οι άνδρες της πόλης άνω των 16 ετών, συνολικά 172 άτομα, με πυρά πυροβόλων όπλων. Την ίδια τύχη έχουν ένδεκα άνδρες που άλλαζαν βάρδια σε παρακείμενο ορυχείο και δεκαπέντε συγγενείς των εκτελεστών, ανεβάζοντας τον αριθμό των θυμάτων σε 198. Εκτελούνται, επίσης, επιτόπου 71 γυναίκες, άλλες επτά οδηγούνται για "ανάκριση" στην Πράγα, όπου επίσης εκτελούνται. Οι υπόλοιπες γυναίκες, 184 συνολικά, οδηγούνται στο στρατόπεδο του Ράβενσμπρικ, απ' όπου θα επιζήσουν 143. Ενενήντα παιδιά στέλνονται στο στρατόπεδο του Γκνάιζεναου (Gneisenau). Μερικά από αυτά, έχοντας τα άρεια χαρακτηριστικά, στέλνονται σε ορφανοτροφεία του Ράιχ ή δίνονται για υιοθεσία σε οικογένειες των SS, διαφεύγοντας έτσι το θάνατο. Η ίδια η κωμόπολη πυρπολείται. Τα ερείπια καταστρέφονται με δυναμίτη και μπουλντόζες την ισοπεδώνουν, διαγράφοντάς την ολοκληρωτικά από το χάρτη, καθώς διατάσσεται η εκτύπωση χαρτών χωρίς το όνομα της πόλης. Στο χωράφι που κάποτε υπήρχε η πόλη σπέρνεται σιτάρι. Η κωμόπολη αποτέλεσε σύμβολο της Ναζιστικής κτηνωδίας. Την ίδια τύχη έχει και το παρακείμενο χωριό Λέζακι (Lezaky), στο οποίο οι SS ανακάλυψαν τον ασύρματο επικοινωνίας των εκτελεστών, στο οποίο εκτελούνται όλοι οι ενήλικες κάτοικοι. Με εντολή του Χίμλερ στις 24 Οκτωβρίου 1942 εκτελούνται με αέρια 242 συγγενείς και φίλοι των κατοίκων του Λίντιτσε, κρατούμενοι στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν.

(https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/c/c8/Lidice.jpg)
Τα ερείπια του Λίντιτσε, καλοκαίρι 1942. Φωτ. Library of Congress

Μετά τον Πόλεμο το Λίντιτσε ανοικοδομήθηκε λίγο πιο μακριά από το παλαιό και ονομάστηκε Νόβο Λίντιτσε (Novo Lidice). Ποτέ, ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ Λίντιτσε και δολοφονίας του Χάιντριχ. Ο επικεφαλής της σφαγής του Λίντιτσε Συνταγματάρχης των SS Μαξ Ρόστοκ (Max Rostock) συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1951.

[...]

Πηγή: βικιπαίδεια (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%AC%CE%B9%CE%BD%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%BD%CF%84_%CE%A7%CE%AC%CE%B9%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%87#.CE.97_.CF.83.CF.86.CE.B1.CE.B3.CE.AE_.CF.84.CE.BF.CF.85_.CE.9B.CE.AF.CE.BD.CF.84.CE.B9.CF.84.CF.83.CE.B5)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Η γέφυρα (Δε μας εξευτελίζουν οι μικρές ανάγκες μας...)
Post by: and33 on 12 Aug, 2009, 17:40:16
[Από τη σειρά Η γέφυρα (1959)]

Γιάννης Ρίτσος, Η γέφυρα (απόσπασμα)

[...]

Δε μας εξευτελίζουν οι μικρές ανάγκες μας,
Αυτές μας σώζουν μάλιστα, μας δίνουν
ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε, να μείνουμε όρθιοι, να δουλέψουμε,
κ' η γνώση τους κ' η αποδοχή τους είναι η νέα αδελφοσύνη μας,
είναι η αρχή της βαθειάς ελευθερίας μας,
είναι η άγια εκείνη ειλικρίνεια
η πρώτη και ύστατη του ανθρώπου, τόσο που κάποτε
μπορεί να κλάψεις από τρυφερότητα
γι' αυτή σου την ομολογία, γι' αυτή σου τη ταπεινοσύνη,
γι' αυτή την περηφάνια που γεννήθηκες και θα πεθάνεις,
γι' αυτό σου το έργο που ξεκίνησε απ' αυτές τις ανάγκες σου
να προσφερθεί στις ανάγκες των άλλων,
στις αιώνιες ανάγκες του ανθρώπου - αιώνιο έργο.

Κάθε φορά ξαναγυρνάω κοντά σας - κ' είναι μια χαρά για μένα
Να ξέρω πως με περιμένετε, να ξέρω την ωραία υπομονή σας
Και τη βαθύτητα της εμπιστοσύνης σας. Λοιπόν αφήστε με
Να ξαναπώ τ' άρθρα τής πίστης μας με την απλή ιερατικότητα μαθητευόμενου,
με το γλυκύ ενθουσιασμό τού νέου προσήλυτου που αποστηθίζει 
τ' άρθρα τής ζωής γραμμένα με μεγάλα κόκκινα γράμματα
στην πρόσοψη της ιστορίας και του ορίζοντα :
Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή τού ψωμιού,
Πιστεύω πως η πρώτη πρόοδος είναι η αύξηση παραγωγής ψωμιού για όλους,
Πιστεύω πως το πρώτο χρέος μας είναι η ειρήνη,
Πιστεύω πως η πρώτη ελευθερία μας δεν είναι η μοναξιά μας,
Αλλά η συντροφικότητα μας, όσο για τ' άλλα,
Πάντα θα υπάρχει καιρός και για κείνα, μα από κει και πέρα.
Γι αυτή τη γέφυρα ήθελα να σας μιλήσω -

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Απουσία
Post by: and33 on 14 Aug, 2009, 20:10:30
[Από τη σειρά Ασκήσεις (1950-1960)]

Γιάννης Ρίτσος, Απουσία

Μέσα στα χέρια του κρατούσε τον ίσκιο των χεριών του.
Η νύχτα ήταν καλή - δε βλέπαν οι άλλοι πως κρατούσε τον ίσκιο του.
Ενίσχυε τη νύχτα. Φυλαγόταν. Έτσι υπολόγιζε πιότερο τους άλλους.

Η θάλασσα γύρευε ακόμη τα μάτια του - εκείνος έλειπε.
Ένα κορίτσι τού κούμπωνε αργά το σακάκι του
- αυτός κοιτούσε αλλού χαμογελώντας τη μεγάλη απόσταση.

Ίσως, ψηλά, μες στην αστροφεγγιά, νάνοιγε ένας φεγγίτης
που κοίταζε τα λιόδεντρα και τα καμένα σπίτια.
Εκείνος άκουγε τη πεταλούδα που γυρνούσε στο ποτήρι τού ψυχοσάββατου
και την κόρη τού ψαρά που άλεθε στο μύλο τού καφέ την ησυχία.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ασκήσεις (Το ανέκφραστο)
Post by: and33 on 17 Aug, 2009, 19:02:33
[Από τη σειρά Ασκήσεις (1950-1960)]

Γιάννης Ρίτσος, Ασκήσεις

Το ανέκφραστο


Το βράδυ, τα δέντρα, είναι συλλογισμένα. Το ίδιο κ' οι πέτρες.
Το ίδιο κ' οι φωνές. Είναι σα να γυρνούν στο σπίτι τους
και να κλειδώνουν πίσω τους την πόρτα. Πίσω απ' την πόρτα
μένει μια ολόγυμνη γυναίκα μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη.

Το ξέρεις και χαμογελάς. Δε βλέπεις τίποτα. Μες στο τραγούδι
ίσως και να την εύρισκες. Μα έτσι να κάνεις για να τραγουδήσεις
τα χείλη χάνουνε το σχήμα του χαμόγελου.  

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Νύχτες καλοκαιριού
Post by: and33 on 19 Aug, 2009, 18:38:03
[Από τη σειρά Στίχοι από σκισμένα ποιήματα (1938-1952)]

Γιάννης Ρίτσος, Νύχτες καλοκαιριού

I

Το δίχως άλλο χτες τη νύχτα οι άγγελοι
άφησαν τα φτερά τους στ' ακρογιάλι
για να καθίσουν τα γυμνά κορίτσια.

II
Ύστερα το καράβι χάθηκε
τα’ αστέρια σοβαρεύτηκαν
στο καφενείο της προκυμαίας έσβησαν τα φώτα
έμεινε η μυρωδιά τής νικοτίνης
στα μαλλιά και στα χείλη τού πρωινού.

III
Ένα παραθυράκι καταμόναχο
κρέμεται μέσα στα βασιλικά του
άντικρυ στον αποσπερίτη.  

V
Τρίζει το αλάτι
ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μας
και στα ματόκλαδά μας.

VIII
Μετά τις ντουφεκιές μείναν στο δάσος λίγα πούπουλα
ν' αργοπορούν στον αέρα
να κάθονται στ' αγκάθια.

Γιατί έκρυψες δυο πούπουλα στη τσέπη σου;

IX
Τι σιωπηλό το πάτημα του νυχτοφύλακα πίσω απ' τον ύπνο.
Κάτω απ' τα δέντρα τού παραθαλάσσιου κέντρου
φιλιούνται ακόμη οι εραστές -
νοιώθουν επάνω στο φιλί τους τη λεπτή υγρασία τής νύχτας.

ΧΙ
Κάτω στη προκυμαία ανάψανε τα φώτα
ασετιλίνες στα καφενεδάκια και στις βάρκες
οι κυριακάτικοι εκδρομείς με τα γραμμόφωνά τους φύγαν
τ' άσπρο πλοιάριο αραγμένο στα ρηχά.

Να μείνουμε ακόμη - είπε η γυναίκα. Να μείνουμε.
Ο άλλος δε μίλησε κάτου απ' το φανοστάτη.

Βαθύ κι απέραντο το διάστημα σαν κοιμισμένη πέτρα.

XII
Πού θα πάμε πιο πέρα; Όλο πιο πέρα λένε τα μάτια σου.
Κάθισε στη καρέκλα. Είναι παντού εδώ πέρα.
Κάθε γουλιά τού αγέρα, αθανασία. Και το νερό στο ποτήρι.

Αργά σαλεύει ο αχινός τη μοναξιά του.

Μια βάρκα αράζει..
Όρθιος ο βαρκάρης κατουράει στη θάλασσα.
Κάτω απ' τον ήχο πιο βαθιά η ησυχία.

XIII
Στα δόντια σφηνωμένη φλούδα σταφυλιού
μια δύναμη στυφή στον ουρανίσκο
μια δύναμη όχι για φιλί, για δάγκωμα.

Στον πέρα μώλο αφήνουν τα κορίτσια τα φουστάνια τους
πέφτουν στη θάλασσα
κι ανθίζουν τα φουστάνια ως πέρα στ' ακρογιάλι.

Το βράδυ το φεγγάρι είναι πολύ μετανιωμένο.

XIV
Ο αγέρας περιμένει κάτου απ’ το φτωχό κρεβάτι τής ταβέρνας
σαν το σκυλί που περιμένει τον αφέντη του - να τον πάρει, να φύγουν,
και το φεγγάρι είναι κλειστό κι απόμακρο μέσα στη νύχτα
σαν το φουγάρο πεθαμένου καραβιού που πια δεν θα σφυρίξει.

Άνοιξε το παράθυρο να φύγουν οι καπνοί απ' τις πίπες μας
να μπει η αρμύρα στα ζεστά σεντόνια
να μπει ο ουρανός να κάτσει στη μικρή καρέκλα.

Πιο κάτου η ασημένια παραλία λαμποκοπάει
πάνω σε μια κουλούρα καραβόσκοινο μένει η σιωπή
κοιτάζει τ' αραγμένα πλοία
να ξεχωρίσει τ' όνομα του καραβιού σου
γραμμένο με μεγάλα ξένα γράμματα -
και δεν μπορεί να το διαβάσει.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Διάρκεια
Post by: and33 on 24 Aug, 2009, 23:28:02
[Από τη σειρά Θερινό φροντιστήριο(1953-1964)]

Γιάννης Ρίτσος, Διάρκεια

Η νύχτα μας κοιτάζει μες απ' τα φυλλώματα των άστρων.
Όμορφη νύχτα, σιωπηλή. Θάρθει μια νύχτα
κι εμείς θα λείπουμε. Και τότε πάλι
θα τραγουδάνε οι αραποσιτιές τ' αρχαία τραγούδια τους,
οι θερίστριες θα ερωτεύονται πλάι στα δεμάτια,
κι ανάμεσα απ' τους ξεχασμένους στίχους μας
όπως ανάμεσα απ' τα κίτρινα στάχυα
ένα πρόσωπο νεανικό, φωτισμένο απ' το φεγγάρι,
θα κοιτάζει, όπως εμείς απόψε,
εκείνο το μικρό ασημένιο σύννεφο
που γέρνει κι ακουμπάει το μέτωπο του στον ώμο τού λόφου.  

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Τα βράδια τού καλοκαιριού
Post by: and33 on 29 Aug, 2009, 08:09:16
[Από τη σειρά Θερινό φροντιστήριο (1953-1964)]

Γιάννης Ρίτσος, Τα βράδια τού καλοκαιριού

Τα βράδια του καλοκαιριού πλαγιάζει με ανεξήγητη κούραση.
Τα ρούχα του, ριγμένα στην καρέκλα, έχουν το βάρος
μιας ασυγχώρητης αναβολής. Η νύχτα
κινείται μες στον κύκλο μιας προκαταβολικής μετάνοιας.
Κι αν κάποτε, στο δρόμο κάτω, μια νεανική παρέα
περάσει τραγουδώντας στη δροσιά τού φεγγαρόφωτου, τότε
δυο-τρία λουλούδια πέφτουν μέσα στ' άδεια παπούτσια του.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Διακοπές
Post by: and33 on 01 Sep, 2009, 21:41:06
[Από τη σειρά Μικρό Αφιέρωμα (1960-1965)]

Γιάννης Ρίτσος, Διακοπές

Δυο πόρτες ανοιγμένες κατευθείαν στον ουρανό.
Στο δρόμο παρατεταγμένα αγροτικά καλάθια
με κληματόβεργες και κληματόφυλλα. Παιδικά ονόματα,
βερίκοκα, ροδάκινα, σταφύλια, αχλάδια, σύκα,
με το ξεχωριστό άρωμα τους χρωματίζοντας
μια γυάλινη, περιστρεφόμενη, μεγάλη σφαίρα
σαν την έγχρωμη υδρόγειο στην έδρα τού κλειστού σχολείου,
κι απ' έξω τα’ άτακτα τζιτζίκια ν' απαγγέλουνε
τα ίδια και τα ποιήματά τους - όχι για τις εξετάσεις.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978 )
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ο οδηγός τού ασανσέρ (απόσπασμα)
Post by: and33 on 05 Sep, 2009, 08:18:26
[Από τη σειρά Ο οδηγός τού ασανσέρ (1970)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο οδηγός τού ασανσέρ (απόσπασμα)

...

    Μια νύχτα
ο Οδηγός τού ασανσέρ, σαν είχαν αδειάσει τα γραφεία
κ' είχε φύγει κ' η τελευταία καθαρίστρια, κ' η πολυκατοικία ολόκληρη
με τις πλυμένες σκάλες της είχε απομείνει μόνη κι ολόγυμνη
βουίζοντας απ' τη σιωπή της - ο Οδηγός τού Ασανσέρ
πάτησε το κουμπί τού εβδόμου ορόφου, ν' ανέβει λίγο στην ταράτσα ν' ανασαίνει.
    Το ασανσέρ
δεν σταμάτησε στο έβδομο πάτωμα -
όγδοο, δέκατο, εικοστό πάτωμα, - κανένας
το ασανσέρ πέρασε απ' την στέγη, απ' την ταράτσα, ο Οδηγός
αναγνώρισε τα κυπαρίσσια τού νεκροταφείου, αναγνώρισε πίσω απ' το στενόμακρο παράθυρό του
τις ψηλές καμινάδες απ' τη φάμπρικα του τσιμεντάδικου
ύστερα τίποτα απ' την πολιτεία
ύστερα τ' άστρα
ύστερα
τ' ανεξιχνίαστα γεγονότα τής σελήνης
κι ο οδηγός
ανεβαίνοντας κατακόρυφα  
όρθιος, περίτρομος, ακίνητος - αν έγερνε λίγο
ίσως νάγερνε μαζί κι ο θαλαμίσκος βουτώντας στο διάστημα
    τότε
θυμήθηκε τα παιδιά του, τη γυναίκα του
και πρόσφερε ασυναίσθητα τη λέξη «ψωμί» μονομιάς
το ασανσέρ μπήκε στη σωστή τροχιά του
κατέβηκε  μαλακά στο οικείο ισόγειο,
ο οδηγός άνοιξε τη στενή  πύλη
βγήκε στο φιλικό του διάδρομο, λιγάκι παραξενεμένος
που η ζωή είναι τόσο παράδοξη, τόσο απλή, τόσο απέραντη.
    Στο σπίτι
τον περίμεναν από ώρα. Αυτός
ακούμπησε στο στρωμένο τραπέζι, με μια κίνηση αδιάφορη,
μιαν ανθοδέσμη από κίτρινες μαργαρίτες
που είχε ξεχάσει στο ασανσέρ η κυρία του Έξω Ορόφου
και φεγγοβόλησαν τα πιάτα και τα πρόσωπα των παιδιών του.
    Γι' αυτό
καθόλου δεν παραξενεύτηκαν πλάι στο επιπλοποιείο
με τους παλιούς καθρέφτες που καθρέφτιζαν τα στιλπνά σύννεφα
της άνοιξης, καθόλου
δεν το παραξενεύει πια ούτε ο θάνατος των άλλων ή και του εαυτού του,
οι ρόζοι του ξύλου
στα πλανισμένα μεγάλα σανίδια που ήταν σαν κλεισμένα μάτια,
βλεφαρίζουν και πάλι
σάμπως να ρέει μέσα τους ξανά το αρχαίο τους βλέμμα ή το βλέμμα τής άνοιξης.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ο Φαροφύλακας
Post by: and33 on 10 Sep, 2009, 17:18:09
[Από τη σειρά Ο Φαροφύλακας (1958)]
                                  
Στον Γεράσιμο Σταύρου

Γιάννης Ρίτσος, Ο Φαροφύλακας (απόσπασμα)

Να μείνεις. Να μείνεις εδώ. Μια ησυχία, μια βαθιά ησυχία
σχεδόν μια ευτυχία, σαν νάληξε η μεταβλητότητα
ή σαν η θάλασσα νάχει αναλάβει και τη δική μας κίνηση
κ' εμείς, απ' το παράθυρο εδώ, μπορούμε να την παρακολουθούμε
ακίνδυνα, και κάπως μαγεμένοι μάλιστα
απ' όλα αυτά τα φευγαλέα υδάτινα σχήματα,
απ' αυτές τις ανώδυνες κραυγές, τους αναίτιους θορύβους,
τα ετοιμόρροπα χρώματα, τ' αντιφεγγίσματα, τις μεταπτώσεις,
αμέτοχοι, κολακευμένοι κιόλας απ' τη γνώση μας
για το αμετάβλητο του νερού κάτω απ' τις πολυθόρυβες,
τις απειλητικές χειρονομίες των ανέμων. Να μείνεις.

Σε λίγο θα διακρίνεις κάτω απ' το τεμάχιο των ήχων
την ταπεινόφρονη, αδιαίρετη σιωπή. Θα την διακρίνεις
σα μιαν ευγένεια προς τον ίδιο τον εαυτό σου. Ιδίως την ώρα που βραδιάζει
κ' η κάμαρα μυρίζει αρμύρα, κάπνα και πετρέλαιο -
(μια οξύτατη ευωδία από φύκια κι άνεμο και σπιτική ησυχία,
μαζί με τη ζεστή ανάσα τού καφέ και την απέραντη βραχνάδα τού ορίζοντα),
κείνη την ώρα σαν να βρίσκεσαι μέσα σε μια άνετη, στέρεη κοιλότητα
σκαμμένη σφαιρικά μέσα στο μάταιο θόρυβο,
και, πότε-πότε, απόναν κρότο πιο ισχυρό, μια εξαίσια ταλάντευση    
σάμπως να σε σκουντάει στον ύπνο σου ένα χέρι αγαπημένο χωρίς να σε ξυπνήσει
δίνοντας σου ταυτόχρονα την αίσθηση της ηρεμίας τού ύπνου
και του χεριού τού αγαπημένου. Ναι, να μείνεις.

Εδώ είναι σα να βρίσκεσαι σε μια καινούργια κιβωτό όπου σύναξες
μνήμες και πράξεις και όνειρα, για να τα σώσεις
και να σωθείς κι εσύ μαζί τους, -δέντρα και φυτά κι αγαθά ζώα
και σπόρους λουλουδιών∙ μπορείς να φαντάζεσαι
την άνθηση τους σα μικρές εκρήξεις από χρώματα,
σα μικρά πολύτιμα ηφαίστεια- τα βλέπεις κιόλας να φωτίζουν με τα χρώματά τους
τα χέρια σου, τη σόμπα, τη ντουλάπα, το τραπέζι
και τα παπούτσια σου πάνω στη καρέκλα∙ κ' έτσι φωτισμένα
τ' άδεια σου χέρια, μοιάζουνε και πάλι σα γεμάτα.

Τότε το ξύλινο τραπέζι με το χοντρό στρατσόχαρτο
γίνεται ένα μεγάλο δάσος όπου τέσσερις νέοι ξυλοκόποι
κόβουν τα δέντρα για να φτιάξουν το τραπέζι∙ βλέπεις
κ' ένα μικρό επιπλοποιείο όπου τέσσερις νέοι ξυλουργοί
σκυμμένοι με πολλή φροντίδα φτιάχνουν το τραπέζι. Εδώ θα τρώμε. Κάποτε,
την ώρα που βραδιάζει, οι σκιές ανεβαίνουν με μικρές κυριαρχικές κινήσεις
σαν αχινιοί, εντελώς σαν αχινιοί, απ τα πόδια των επίπλων
ως τη ράχη της καρέκλας, ως επάνω σ αυτό το τραπέζι
ανάμεσα στα φλιτζανάκια, τα ποτήρια, το σταχτοδοχείο
κ' υποχρεώνεσαι να δεις και να σωπάσεις∙ μα η σιωπή σου
είναι κιόλας μια ομολογία πως είδες, μια μαρτυρία
πως κρατάς κάποιο μυστικό ή πως κάτι δεν ξέρεις,
μια κατανόηση ανεπάρκειας που πέφτει μ' έναν κούφιο θόρυβο
στο βασικό κενό σαν έναν αναμμένο αποτσίγαρο στη θάλασσα.

Κάποτε πάλι, τις νύχτες με φουρτούνα, τούτο το τραπέζι
καμπυλώνει τη ράχη του σαν ήμερος ελέφαντας
για να σε σεργιανίσει σ' ένα παραμύθι. Μη νομίσεις
πως πρόκειται για λησμονιά και αδράνεια. Υπάρχουν κ' εδώ πέρα
ένα σωρό δουλειές, καθήκοντα κ' ευθύνες, όπως λένε.

...
  
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Νύξεις (απόσπασμα)
Post by: and33 on 16 Sep, 2009, 19:55:30
[Από τη σειρά Νύξεις (1970)]
                                  
Στον Γιώργο Σαββίδη

Γιάννης Ρίτσος, Νύξεις (απόσπασμα)

Λιόγερμα. Λάμποντα χρώματα. Αγέρας. Αυτός
πλεύρισε τον παλιό τοίχο ν' απαγκιάσει. Ξάφνου
πάνω στο μαύρο λόφο πρόβαλε η λευκή σελήνη.
Οι δυο αριθμοί στο μάρμαρο ήταν μαύροι.
                              
                           *
Βαθειά νηνεμία. Μια βάρκα σκιώδης
κάτω ακριβώς από κείνο το αστέρι –
γι' αυτά που χάθηκαν, για κείνα που δεν ήρθαν.

                           *
Στην άδεια τσέπη του ένα νόμισμα αρχαίο, λησμονημένο –
η αφή του αναγνωρίζει στα τυφλά τού θεού τα γυμνά μέλη.

                           *
Λαξεύει κόκαλα αλόγων. Φτιάχνει
ένα μικρό άσπρο άλογο. Το αφήνει στο τραπέζι
πλάι στο χαρτί που περιμένει το ποίημα.

                           *
Το κίτρινο λεωφορείο τής παραλίας.
Ένα κορίτσι με κόκκινο φόρεμα. Αυτός, κουρασμένος,
διακρίνει και πάλι άθελα του τον καπνό τής Ιθάκης.

                           *
Το δέντρο, το άγαλμα, ο κήπος, η γερόντισσα –
να συλλογιέσαι τη διάρκεια των λέξεων, να βγαίνεις
έξω απ' το χρόνο, απ' την πύλη τού ποιήματος.

                           *
Ένδοξη διαύγεια της μέρας. Πάνω απ' τα στάχυα
ψηλές κολόνες ο μεγάλος καπνός 
απ' το φούρνο τού μικρού αγγειοπλαστείου.
Σε μια άσπρη λήκυθο, γαλανό θα σχεδιάσω
γυμνό το σώμα σου μ' ένα σπάγκο στη μέση.

                           *
«Τέλος», φωνάζει το πουλί ψηλά στο λιόγερμα
«τέλος», φωνάζουν λάμποντας τα τζάμια στ' ακρογιάλι –
λάμψη τυφλή, μελετημένη αντιστροφή τού χρόνου.

                           *
Βράδυ βαθύ. Και απρόσμενα ο χτύπος
απ' τα φτερά ενός γλάρου καθυστερημένου.
Ύστερα γίνεται πιο εύκολη η νύχτα.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978 )
Title: Γιάννης Ρίτσος, Η ώρα των ποιμένων (απόσπασμα)
Post by: and33 on 24 Sep, 2009, 19:45:42
[Από τη σειρά Η  ώρα των ποιμένων (1962-1971)]

Γιάννης Ρίτσος, Η ώρα των ποιμένων (απόσπασμα)

Στον Στρατή Τσίρκα

Ήταν ωραία εκεί στην επαρχία - μια βαθειά λησμοσύνη. Είχαν αρχίσει
ατέλειωτες βροχές, τα χωράφια μαλάκωναν, μουσκεύαν τα δέντρα,
μικρά σαλιγκάρια σεργιανούσανε στους μέσα τοίχους
αφήνοντας πίσω τους μιαν ασημένια γραμμή καθώς μένει
μετά τον πόνο μια κλωστή σάλιο πλάι στο στόμα του κοιμισμένου.
Ο μπάρμπα-Λάμπης
χαμογελούσε απόμακρα. Ένα ελάχιστο πράσινο φύλλο
κρυβόταν μέσα στα γένια του, με κάποια πονηρή τρυφερότητα.

Ίσως αυτός κάτι πιότερο νάξερε, ίσως νάχε συμφωνήσει
μ' εκείνη τη σκιά πούβγαινε κάπως πλάγια απ’ την πόρτα μόλις άναβαν τη λάμπα
ή μόλις κάποιος έλεγε σιγά, μα καθαρά, «θυμάμαι».

Τίποτα δε μεσολαβούσε απ' την μιαν ώρα στην άλλη,
απ' τη σιωπή στη φωνή. Μονάχα ο ήχος τής βροντής ομοιόμορφος,
δίκαιος, ισοπεδωτικός (γι αυτούς που λείπουν και γι’ αυτούς που μένουν) -
μεγάλη, υδάτινη πολιορκία, ασφαλίζοντας
τη ζωή μέσα στα σπίτια. Μια τεράστια ησυχία
κατέβαινε απ' τα σύννεφα. Οι εσπερινές καμπάνες
δεν ακουγόταν διόλου σχεδόν. Τα χρώματα σβήναν
κίτρινα, καστανά, σταχτιά, και κάποια ιδέα μενεξεδένιο,
στίγματα σκόρπια, εκεί που λήγει η αμφιβολία. Η Μαρία
κρατούσε πάντα τη θέση της μες στην τραπεζαρία ή στα μέσα δωμάτια
με το μαύρο της φόρεμα -πιο αθόρυβη τώρα-
ένα χέρι χλωμό με την τσιμπίδα που αναδεύει τα κάρβουνα  
μες στο μεγάλο πανάρχαιο μπρούντζινο μαγκάλι ή ετοιμάζει
τα γλυκά στην κουζίνα δίχως ν’ ακούγεται κρότος
από μαχαίρια, κουτάλια, ποτήρια, χαλκώματα
ή μυρωδιά από μέλι, ζάχαρη, μοσχοκάρφι, κανέλα.

...

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Δελφοί (απόσπασμα)
Post by: and33 on 29 Sep, 2009, 00:32:18
[Από τη σειρά Δελφοί (1961-1962)]

Γιάννης Ρίτσος, Δελφοί (απόσπασμα)

...

Κάποτε, τούτες οι κολώνες, μέσα στο θειαφένιο φεγγαρόφωτο, μοιάζουν
με τα σπασμένα δόντια ενός θεόρατου θεού, κ' οι κερκίδες τού θεάτρου
είναι σαν τα γυμνά σαγόνια πεθαμένων γιγάντων
γυμνά σαγόνια, γαλήνια κι αδιάφορα
χωρίς καθόλου πια την ταπεινωτική ανάγκη
της τροφής, του φιλιού, της ιαχής, χωρίς καθόλου
τον εξευτελισμό τής ήττας, την υπεροψία τής νίκης, μόνο
με την ασάλευτη κι απρόσωπη νίκη τής γυμνότητας.

Λοιπόν, τι χρειάζονται όλα αυτά; -σχόλια, επαναλήψεις,
ερμηνείες, μεταφράσεις, αναβιώσεις, μιμήσεις; Το απόγευμα, πρόσεξα
πάνω στα μάρμαρα του αρχαίου θεάτρου στηριγμένα
τα σύγχρονα μας σκηνικά, φτηνά, μπογιατισμένα, από χαρτί και λινάτσα,
μέσα στο φως τής μέρας που έφευγε- χαρτονένιες κολώνες,
χαρτονένιοι πυρσοί για μια παράσταση του Αισχύλου ή του Ευριπίδη -δεν καλοπρόσεξα
τέλειωνε το έργο, οι θεατές χειροκροτούσαν, θορυβούσαν,
στριμώχνονταν κιόλας στην έξοδο, αγόραζαν στραγάλια
ενώ το λιόγερμα έπεφτε τριγύρω ροδίζοντας τις σκιές και τα μάρμαρα.

Κι όμως, επάνω απ' όλο αυτό το θόρυβο, τη σύγχυση, τις μεταφράσεις
θαρρείς κι απομένει αναλλοίωτη κι ακέρια η σιωπηλή ιαχή του Αμετάφραστου
ανήκουστη, βαθειά, επιβλητική, μακρινή, ξένη,
ωστόσο δική μας -σου γεννάει και πάλι
τη νέα επιθυμία να τη μεταφράσεις κι ανακαλύπτεις κιόλας
κάποια γλυκιά συγγένεια ανάμεσα στο φως τής εσπέρας και στα μάρμαρα,
ανάμεσα στις φτωχιές χαρτονένιες κολώνες και στο ναό τού Απόλλωνα,
ανάμεσα στις αρχαίες προσωπίδες, τους κοθόρνους, τα σκήπτρα
και σε τούτα τα ραβδιά των χωρικών και στα μαύρα μαντήλια των μανάδων.  

Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω απ' τις συγκινήσεις μας,
όταν αδειάζει ο χώρος απ' τους ξένους κ' η μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της,
όταν σ' ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουν δυο άδεια μπουκάλια λεμονάδας
αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των άστρων.

Τι ήσυχη που κατεβαίνει η νύχτα. Σώπασε κ' η κρήνη.
Αδελφική σιωπή, ξεκούραστη κούραση, απέραντη,
ύστατη ευπείθεια, ολιγαρκής απελπισία -ίσως και ολιγωρία. Και πάντα
αυτή η ευγένεια και η γενναιότητα να κοιτάμε κατάματα τη Μοίρα.
Άκου, στο δρόμο κάτω, φωνές, αυτοκίνητα, οι προβολείς στα δέντρα
κι αυτό το τραγούδι, -σε τι τάχα αποκρίνονται;
σε τι τάχα αντιστέκονται; Το φεγγάρι ανεβαίνει.
Μια μυρωδιά από ψάρι και ρετσίνι -τη νοιώθεις;-
πλανιέται πάνω στα μάρμαρα. Σα νάχω πεινάσει.
Ώρα να κατεβούμε. Τι λες; Πέφτει λίγη υγρασία.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Επανάληψη
Post by: and33 on 03 Oct, 2009, 19:55:42
[Από τη σειρά Κάτοψη (1971)]

Γιάννης Ρίτσος, 6. Επανάληψη

Πάλι τα ξεχασμένα εκείνα
τα περιφρονημένα
η μη-ομολογία
η μη δήλωση
το δάγκωμα της γλώσσας
το χάραγμα στον τοίχο με το νύχι
η ανάσα τής κρυμμένης σημαίας
κάτω απ' το πουκάμισο
ερωτικά
σύριζα στη ρώγα τού στήθους.

Άνθρωπος πάλι
ο πιο κυνηγημένος
ο πιο συμμέτοχος
ο πιο μόνος.

Υπεύθυνος
Άνθρωπος.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ακεραίωση
Post by: and33 on 05 Oct, 2009, 17:47:49
[Από τη σειρά Κάτοψη (1971)]

Γιάννης Ρίτσος, 18. Ακεραίωση

Όταν μεταφέρεσαι
απ' τον ακέραιο χώρο
στα προεξέχοντα στίγματα
απ' το κρεβάτι στο δρόμο
απ' το φέρετρο στο παράθυρο

α εκείνο πάλι
το ράγισμα στα χείλη
απ' όπου μπαίνει ο κόσμος
τεμαχισμένος
διαθλασμένος
αλλιώς ακέραιος
τούτος ο κατασυντριμμένος κόσμος
με τις πολύχρωμες βιτρίνες του γεμάτες
ηλεκτρικές σκούπες ψυγεία ραδιόφωνα
ηλεκτρικές καρέκλες και σημαίες.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978 )
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ελευθερία
Post by: and33 on 12 Oct, 2009, 00:20:57
[Από τη σειρά Κάτοψη (1971)]

Γιάννης Ρίτσος, 19  Ελευθερία

Θα ξαναπείς την ίδια λέξη
γυμνή
αυτήν
που γι' αυτήν έζησες
και πέθανες
που γι' αυτήν αναστήθηκες
(πόσες φορές;)
την ίδια.

Έτσι όλη νύχτα
όλες τις νύχτες
κάτω απ' τις πέτρες
συλλαβή-συλλαβή
σαν τη βρύση που στάζει
στον ύπνο τού διψασμένου
στάλα-στάλα
ξανά και ξανά
κάτω απ' τις πέτρες
όλες τις νύχτες

μετρημένη στα δάχτυλα
απλά
όπως λες πεινάω
όπως λες σ' αγαπώ
έτσι απλά
ανασαίνοντας
μπροστά στο παράθυρο

ε-λευ-θε-ρί-α.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ' Τόμος] (1978 )
Title: Γιάννης Ρίτσος, Οι γειτονιές τού κόσμου (Γ')
Post by: and33 on 17 Oct, 2009, 17:33:41
[Από τη σειρά Οι γειτονιές τού κόσμου (1949-1951)]

Γιάννης Ρίτσος, Οι γειτονιές τού κόσμου (απόσπασμα)

Στον Μάρκο Αυγέρη

Γ'

Ερχόταν η άνοιξη.
Μια δυνατή κραυγή ανηφόριζε μέσα στη νύχτα
όπως ανηφορίζει η σκοτεινή κραυγή τής βλάστησης μες απ' το χώμα.
Οι φίλοι μας φεύγαν την αυγή.
Το βράδυ δεν ματάρχονταν. Ξέραμε.
Σφίγγαμε την καρδιά μας σαν γροθιά. Δεν κλαίγαμε.
Σφίγγονταν κι οι καρποί στα δέντρα. Χρειάζονταν πολλή
πολλή αγάπη ανάμεσα μας, πολλή προσοχή
για να μην ακούγεται ο θάνατος που σεργιανούσε στα βήματα μας.

Τα χτεσινά λόγια, τα ίδια λόγια
βάραιναν πιότερο στα χείλη. Στρώσε το κρεβάτι.
Συγύρισε μια στάλα το σπίτι,
τώρα που θα ‘ρθει η άνοιξη να μη μας εύρει άνω-κάτω.
Η Μαρία έλεγε: «Μη φοβάσαι, θ' ανθίσουνε τα δέντρα.»

Α, ναι, θ' ανθίσουνε. Νάτη στο μεσοπόρτι
σκυμμένη κιόλας η Άνοιξη. Μη φοβάσαι.
Η άσπρη στοργή ενός πιάτου στο τραπέζι.
Λίγο ψωμί που το μοιράζονται δυο.
Ένα όνειρο που το μοιράζονται όλοι.
Η πιατοθήκη γίνεται μια μικρή σκάλα
που ανεβοκατεβαίνει αμίλητη η έγνοια του σπιτιού.
Αχ, να 'ταν ήσυχη η καρδιά τού ανθρώπου
να 'ταν ήσυχα το βράδυ τ' αστέρια πάνου στη σιγαλιά
όπως είναι τα πλυμένα ποτήρια πάνω στο ράφι.
Θα πρέπει να αγαπιόμαστε πολύ,  
γιατί 'ναι πολύ θάνατος μέσα στα σπίτια και στους δρόμους
και πάντα είναι ένας θάνατος μέσα στον ίσκιο μας
κι αύριο μπορεί να 'ναι πια αργά για να πεις σ' αγαπώ.
Μα οι σύντροφοι προφταίνανε να δώσουν το παρών στην ελπίδα τού κόσμου
τινάζαν την καρδιά τους σαν χειροβομβίδα κατάμουτρα στο θάνατο
και πάντα ήταν νωρίς για όλη τη ζωή και για όλη την αγάπη.

Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές τού κόσμου.
Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορίζοντα.
Μες απ' τον θάνατο οι καρδιές χειροκροτούσανε τον ήλιο.
Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν' αγαπιόμαστε πολύ.
«Σύντροφε κράτα μου το χέρι.
Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.
Θε μου τι απέραντος που 'ναι ο κόσμος .
Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,
θα κουραστούμε,
μπορεί να τσακιστούμε κιόλας». Ο Αλέκος είπε:
«Φτάνει να μου κρατάς το χέρι,
φτάνει να με λες σύντροφο,
και τότες το βράδυ που θα γυρνάμε απ' τη δουλειά -
φτάνει να μου κρατάς το χέρι,-
και τότες τ' αστέρια θα 'ναι κοντά μας και θα γυαλίζουν
όπως τα μπρίκια κι οι κατσαρόλες στην κουζίνα της θειας-Καλής,
εκεί που μαζευόμαστε τις παράνομες Κυριακές μας και κουβεντιάζαμε για το μέλλον,
και τότες τ' αστέρια θα 'ναι φιλικά και χαμογελαστά
σαν τα κουμπιά στο μπλουζάκι της συντρόφισσας Μαρίας
κείνο το βράδυ που μας έφερε τα νέα για τη κατάληψη των Μεταλλείων τού Δομοκού απ' τον ΕΛΑΣ,
και τότες τ' αστέρια θα 'ναι δικά μας, θα 'ναι χαρούμενα και δυνατά
σαν τα πλήκτρα κείνης της γραφομηχανής όπου γράφαμε
το χρονικό τής λευτεριάς τις πρώτες μέρες τής Αντίστασης.
Φτάνει να μου κρατάς το χέρι.

... 

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Στον Άρη (I)
Post by: and33 on 22 Oct, 2009, 15:52:37
[Από τη σειρά Το υστερόγραφο της δόξας (1945) ]

Γιάννης Ρίτσος, στον Άρη

Ι


Άρη
Στα βουνά
πάνου ψηλά
τ' άλογα
ο καλπασμός σου
Ζήτω.

Άρη
τ' όνομα σου
η σάλπιγγα
η ανηφόρα τής ψυχής σου
ψηλά-ψηλά
-πού πας
αγγόνι τού Κολοκοτρώνη;

Άρη
ρωμιέ λεβέντη
ασίκη τής παλικαριάς
οι Άγγελοι σε παράταξη
δείχνουν όπλα
καθώς ανεβαίνεις.

Άρη
τα δέντρα κλαίνε
κλαίνε τα βουνά
κλαιν τα ποτάμια μας
νυχτώνει ο ίσκιος τούς κάμπους
νυχτώνει τον αγέρα
γδέρνει τα στήθια της η Ελλάδα
δέρνεται η Λευτεριά
η Λευτεριά η μητέρα σου
που σου κανάκιζε τα γένια
στον ίσκιο τού πλάτανου.

Άρη
σε κλαιν τ' άλογα
κλαιν τ' αρνιά
κλαιν τα τρυγόνια
σε κλαίει κι ο Χάρος δίχως να τον βλέπεις
καθώς σε πάει καβάλα στο φαρί του
εσύ μπροστά στη σέλα πάνου
και κείνος πίσω στα καπούλια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Άρης Βελουχιώτης (IV)
Post by: and33 on 27 Oct, 2009, 08:13:29
[Από τη σειρά Το υστερόγραφο της δόξας (1945)]

Γιάννης Ρίτσος, Άρης Βελουχιώτης

IV


Ω τι τσουβάλια ονείρατα κουβάλησες πάνου στη ράχη σου από το 'να στ' άλλο κορφοβούνι
από πέτρα σε πέτρα κι από δέντρο σε φως κι από χιόνι σε φλόγα
ω τι ζεστά ψωμάκια μπουκώσανε τα σκλαβωμένα στόματα
τι μήλα και τι φώτα πέσαν στις ποδιές των κοριτσιών μας
τι βόλια αστράψανε στις φούχτες τής Ελλάδας
καθώς ξεκλείδωνες  τα δώδεκα σεντούκια τού Κανάρη
ως άναβες τις πυρκαγιές μέσα στις θύμησης τα δάσα
και φεγγοβόλαγαν τα Μισολόγια και τα Χάνια της Γραβιάς
και σπάθιζε η φωτιά στα δυο το μεσονύχτι
και μες στη λάμψη φτάνανε οι καβαλλαρέοι
και σταύρωναν διπλά σπαθιά μπροστά στη φλόγα δίνοντας τον όρκο:
Λευτεριά για θάνατος.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο
Post by: and33 on 02 Dec, 2009, 19:11:54
[Από τη σειρά Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1952)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (απόσπασμα)

...

Αύριο μεθαύριο θα επιστρέψουμε απ' το μεγάλο πόνο μας στις καθημερινές δουλειές μας,
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που θα τρώμε θα 'μαστε έτοιμοι. Το ξέρουμε
είναι βαριά η κληρονομιά σου, Μπελογιάννη -
θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας.

Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο -
θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.
Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.

Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη.

Καλημέρα αδέλφια μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.

Ο Μπελογιάννης μάς έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.

Μ' ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ' ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.

Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.

Τώρα ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα και οι σάλπιγγες.

Καλημέρα Μπελογιάννη.

Ακόμη μια φορά. Ακόμη μια φορά
εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας
εσύ νίκησες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτήν την ώρα τα μικρά όνειρα,
η ψάθινη πολυθρόνα τού περιβολιού, το πράσινο τραπεζάκι,
η σιγουριά απ' τα κάγκελα του κρεβατιού τις νύχτες - πόσο μικρά
μπροστά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις
για τη χαρά τού κόσμου.
Εσύ απόδειξες
πόσο μικρή είναι η λευτεριά να φιλάς ένα στόμα
να κάθεσαι βουβός στο πεζούλι τής βραδιάς
δίχως να δίνεις λόγο πού κοιτάζουν τα μάτια σου,
να βάζεις κάτου απ' την καρδιά σου δυο ζεστά αστρουλάκια
όπως βάζεις πριν κοιμηθείς, κάτου απ' το προσκέφαλό σου,
το κλειδί τού σπιτιού σου και το ρολόι σου.

Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις τη καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ' τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.

Α, ναι, πονάμε απ' τη χαρά να 'μαστε οι άνθρωποι,
κρατώντας τη βάρδια μας μερόνυχτα σε μια κορφή τού κόσμου,
βόσκοντας το κοπάδι των άστρων πάνω απ' τα ερείπια,
βράζοντας στο μεγάλο καζάνι τής νύχτας
το πηχτό γάλα τής χαράς για τα παιδιά που αύριο θα γεννηθούνε.
Νίκο, πονάμε καθώς πόνεσες και συ, απ’ τη χαρά να 'μαστε οι άνθρωποι.

Καλημέρα άνθρωποι μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ο Μαύρος Άγιος (VII)
Post by: and33 on 04 Dec, 2009, 16:40:15
[Από τη σειρά Ο Μαύρος άγιος (1961)]

Γιάννης Ρίτσος, Ο Μαύρος Άγιος

VΙΙ


Απόψε ο Μαύρος Άγιος στα δεξιά του Άσπρου Χριστού,
μπροστά σ' ένα γυμνό τραπέζι από αφρικανικό μπαμπού, όπου κείτονται
τα λιγοστά ματωμένα του ποιήματα, μαθαίνει στον Κύριο:
«Το αίμα πού εχύθη απ' τις πληγές και των δυο μας
κάτω απ' τα ίδια καρφιά, κάτω απ' την ίδια λόγχη, κάτω απ' τα ίδια αγκάθια,
έχει το ίδιο χρώμα, Κύριε - όχι μαύρο, όχι άσπρο - κόκκινο χρώμα, Κύριε,
σαν το λάβαρο της δικαιοσύνης». Ο Χριστός ακούει,
καταλαβαίνει και σωπαίνει. Αλήθεια, κόκκινο.
Και κοκκινίζει το χλωμό του πρόσωπο από ντροπή κι από θυμό. Κοκκινίζει.
Φέρνει τις δυο παλάμες του επάνω στις παλάμες
του Μαύρου "Αγίου, αντικριστά, σα να δίνει τον όρκο∙
- τα ίδια σημάδια και στις τέσσερις παλάμες
κι απ' την οπή των τέσσερων ενωμένων χεριών
μια δέσμη αχτίνες πέφτει στο γυμνό τούτο τραπέζι
πού συνεχίζουμε τα κόκκινα τραγούδια Του και το άσπρο Του γέλιο.
Απόψε, ο Μαύρος Άγιος, στα δεξιά των Λαών, υπαγορεύει:
Το αίμα δεν είναι μαύρο ούτε άσπρο - είναι κόκκινο
όπως το χρώμα της αδελφοσύνης. Δεν πρέπει να χύνεται το αίμα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ημερολόγιο εξορίας (1)
Post by: and33 on 05 Dec, 2009, 22:22:06
[Από τη σειρά Ημερολόγια εξορίας (1948-1950)]

Γιάννης Ρίτσος, Ημερολόγιο εξορίας

1


1 Νοεμβρίου
Η καταχνιά έχει μαύρες φτερούγες σαν τις κάργιες
δεν έχει διόλου μάτια
ψάχνει με την τυφλότητά της τα μάτια μας τις τσέπες μας
όπως η γριά χαρτορίχτρα την παλάμη μας.
Τίποτα δεν μπορούμε πια να κρύψουμε.
Εδώ τα πράματα βγαίνουν τα μέσα έξω
όπως μια λερωμένη κάλτσα πού τη βγάζουμε πριν απ' τον ύπνο
κι όλα τα πόδια είναι γυμνά και τα πρόσωπα το ίδιο.
Μέρα τη μέρα όλοι μιλάμε πια στον ενικό.
Κάθε ίσκιος έχει το σχήμα του θυμήσου
μα ο ίσκιος απ' το άφαντο χέρι της μητέρας
παίρνει το σχήμα κάθε φωνής που δε σου αντιστέκεται
γίνεται το φλιτζάνι ο καφές, ένα κομμάτι ψωμί, το θερμόμετρο
ακόμα κι η ξυριστική μηχανή πλάι στο κύπελλο μες στο μικρό καθρέφτη.
Οι λάμπες τού θαλάμου είναι δύο.
Παστρεύουμε μ' εφημερίδες τα γυαλιά τους
τόνα εσύ, τ' άλλο εγώ - είμαστε - της υπηρεσίας σήμερα.
Οι κινήσεις μας είναι όμοιες σχεδόν.
Δεν κοιταζόμαστε.
Χαιρόμαστε αυτή την ομοιότητα.
Κοιτάμε απ' το παράθυρο τον ουρανό χαμένο στην ομίχλη.
Όλα τα πράγματα λοιπόν έχουν την έκφραση του πάντα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Παντού μας περίμενε η Ελλάδα
Post by: and33 on 06 Dec, 2009, 21:06:31
[Από τη σειρά Η αρχιτεκτονική των δέντρων (1958)]

Γιάννης Ρίτσος, Παντού μας περίμενε η Ελλάδα

Ποιος άνεμος μετέφερε τούτα τα αγάλματα
κρατώντας τα με δυο πελώρια χέρια κάτω απ' τις μασχάλες
αυτά τα πιθάρια με τη στρογγυλή αυτοπεποίθηση
αυτά τα δοχεία του λαδιού και του κρασιού
αυτή την πετρωμένη ευγένεια των αμφορέων
όπου ή ελληνική ομορφιά έχει χαράξει με το μικρό της δάχτυλο
το στέρεο τρίγωνο, την οριζόντια σπείρα, το σοφό τετράγωνο;

Ποιος έφερε, ποιος πήρε, ποιος αντάλλαξε απ' τα πέρατα
γραμμές και χρώματα και λευκές χειρονομίες,
σταυρούς στα ράμφη των αητών, ένα μακρόσυρτο χαμόγελο,
μια ωχρότητα βυζαντινή πού συνεχίζεται μέσα στη νύχτα
μια ωχρότητα ντυμένη το χρυσάφι, την πορφύρα, το σμαράγδι;

Βήματα των Ελλήνων πλανώμενα στους χώρους και στους αιώνες
σταθερά βήματα, πικρά βήματα, σιωπηλά βήματα
διατηρώντας το σχήμα τους καθάριο,
καθάριο αχνάρι τού γυμνού ποδιού σ' όποιο χώμα τής γης
με το μεγάλο δείχτη τού ποδιού αποχωρισμένο απ' το λουρί τού αρχαίου σανδάλου.

Και το άσβηστο αχνάρι τού σανδάλου ανάλαφρο πάνω στην πέτρα
και το άλλο του βυζαντινού,
τ' αχνάρια απ' τα συγκεντρωμένα βήματα της Φιλικής Εταιρίας
κι αυτά τα ελληνικά ιστία διασχίζοντας αθόρυβα
το νύχτιο αγέρα και τα δάση τής Ρουμανίας
αυτά τα ιστία φωτίζοντας με τρίγωνες λάμψεις
πρόσωπα, σπίτια, χρόνια και γιγάντιους κορμούς δέντρων.

Η Ελλάδα μάς περίμενε παντού σ' όλο τον κόσμο
καθώς ταξιδεύαμε με την 'Ελλάδα σταυρωμένη στην καρδιά μας,
η 'Ελλάδα στην Ίστρια, στο Γαλάτσι, στην Κονστάντσα
μες στις στοές και στις καμπάνες τής Αγκάπια
μες στα ψηλά εργαστήρια της ταπητουργίας όπου άνθιζαν
επίπεδα άνθη γαλανά και κόκκινα
μες στα εργαστήρια αγγειοπλαστικής
όπου ένα σχήμα αφηρημένης γεωμετρίας
αναπολούσε τη συγκεκριμένη σκέψη τής Ελλάδας.

(Είναι ένας σπόρος πάντα ελληνικός που σπάει τη στενότητα της πέτρας
ν' ανθίσει μες στην απεραντοσύνη όλα τα φύλλα του και τους καρπούς του —
κι η πέτρα η συντριμμένη από το σπόρο γίνεται μια πομπή από αγάλματα).

Σταθερές σκιές τού παρελθόντος μες στην πρωινή κατάνυξη,
όταν η μοναχή, εγερμένη, μόλις, απ' το κάδρο μιας εικόνας
με το χρυσόν αχνό τού χρόνου στη μορφή της
με τη στάχτη ενός ύπνου απαρνημένου στα ματόκλαδά της
και με το μαύρο πτυχωτό μανδύα της
μόλις ξεκρεμασμένον απ' τη στοά των αιώνων,
καλούσε στην Αγκάπια τούς αντίλαλους
απ' το φτερούγισμα των σβησμένων δικέφαλων
χτυπώντας τελετουργικά το ξύλο το εργασμένο απ' τα δάχτυλα της σιωπής
ενώ η σκιά της σέρνονταν στις πλάκες του μοναστηρίου σαν φάσμα
αυτοκρατόρισσας
κι ενώ οι καμπάνες σώπαιναν εμβρόντητες
σα φωλιές αντεστραμμένες πού άδειασαν απ' τα χάλκινα πουλιά τους.

Η Ελλάδα μάς περίμενε παντού μέσα στον κόσμο,
κάτω από τις ολάνθιστες μηλιές μες στα κολχόζ τής Ρουμανίας,
μες στα Μουσεία, μες στη σιωπή, μέσα στις ντόινες.
Κι εγώ, διασχίζοντας τον κόσμο και το χρόνο συνεχίζω το δρόμο της Ελλάδας
τραβώντας το σκοινί του στίχου μου και ειδοποιώντας την αγάπη
όπως τραβούσε ως τη στερνή στιγμή του ο Βασίλε Ροάιτα τον κρίκο
του συναγερμού για μια παγκόσμια συνάντηση ειρήνης.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Πέτρινος χρόνος
Post by: and33 on 07 Dec, 2009, 17:05:40
[Από τη σειρά Πέτρινος χρόνος (1949)]

Γιάννης Ρίτσος, Πέτρινος χρόνος

Πάντα

Πιάνουμε μια κουβέντα - κόβεται στη μέση.
Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο - δε μας αφήνουν να τελειώσουμε.
Και το τραγούδι μας κομμένο.    
Όλα τ' αποτελειώνει ο ορίζοντας.

Πάνω απ' τα αντίσκηνα περνάνε τα μπουλούκια των άστρων
κάποτε κουρασμένα, κάποτε πικραμένα, ωστόσο σίγουρα
για το δρόμο τους, για το δρόμο μας.

Κι η μέρα, ακόμα κι η πιο άδικη, σου αφήνει στην τσέπη
μιαν ασπρογάλαζη σημαιούλα απ' τη γιορτή τής θάλασσας,
σου αφήνει στο στόμα μια γουλιά ξάστερο αγέρα,
σου αφήνει στα μάτια το ευχαριστώ δυο ματιών
που κοίταξαν μαζί σου την ίδια πέτρα,
που μοιράστηκαν δίκαια τον ίδιο πόνο, το ίδιο σύγνεφο, τον ίδιον ίσκιο.
Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,
το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα
τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε
απλά κι όμορφα - πολύ όμορφα -
σα ν' ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί
και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Το χρέος των ποιητών
Post by: and33 on 08 Dec, 2009, 19:45:38
[Από τη σειρά Άνθρωποι και τοπία (1958)]

Γιάννης Ρίτσος, Το χρέος των ποιητών

Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.
Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.
Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.

Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.
Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ' τ' ανθισμένα δέντρα.
Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.

Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν' ακούγονται.
Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια.
Άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.

Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία.
Εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα
κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.

Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα -
όπλα πεταμένα στο χώμα
κι όπλα στραμμένα στην καρδιά τού εχθρού.

Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ' τη σιωπή
σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ' τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου -
κοιτάζουν μακριά, μες στη βροχή - δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.

Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα
άλλα σαν κυπαρίσσια σ' ένα λιόγερμα θλίψης
άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ' ένα κολχόζ.

Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες -
πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.

Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες πού μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.

Υπάρχουν ποιήματα πού καλπάζουν μες στο χρόνο
σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη
ποιήματα καβαλάρηδες πού αφήνουν  τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα.

Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση τού δρόμου,
πολλά ποιήματα άνεργα μ' αδούλευτα χέρια,
πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους.

Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών
ή σα δαχτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις
κι άλλοι πού πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες.

Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα μες στην ερημιά -
βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάχτυλα των στίχων τους σ' ένα ρυάκι,
ύστερα χάνονται ονειροπαρμένοι μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν.

Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων -
αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.

Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα∙ δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι τής σελήνης.

Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά τού ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο  πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος τού χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια τού Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ απόκρημνα Ιδανικά.

Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ -
το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους το ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.

Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά τού δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου,
ας κρατάμε τ' αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, -
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρη ανέτοιμους η μεγάλη ώρα,
- ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διάδρομους της Μπίστριτζας.

Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τους σταυρωμένα,
σιωπηλά, πένθιμα, ταριχευμένα - διακόσμηση ξένων παλατιών -
με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ' τα κόκκινα φρύδια τους.

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, - ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ε' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Το παράθυρο (απόσπασμα)
Post by: and33 on 09 Dec, 2009, 10:04:15
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Το παράθυρο (απόσπασμα)

[...]

Αν ανέβεις λίγο πιο πάνω από κείνο το δρόμο ως το λοφίσκο τού Αη-Βασίλη,
βλέπεις ακέριο το λιμάνι κάτω απ' τα μάτια σου
βλέπεις ν' αστράφτουν μες στο σκοτεινό νερό, άκρη-άκρη τής απέραντης θάλασσας,
οι μεγάλοι πρασινόχρυσοι ιριδιστοί λεκέδες από λάδι ή πετρέλαιο,
λαμπροί λεκέδες, κι αμόλευτοι θαρρείς, σα φωτεινά, κινούμενα νησίδια αδιάφορης γαλήνης
ανάμεσα σε ψόφια σκυλιά, σάπιες πατάτες, άχερα, κουκουνάρια και βάρκες.

Μπορείς λοιπόν να κοιτάζεις αδίστακτα απ' αυτό το παράθυρο
ή και να βγεις στο δρόμο. Μια σιωπηλή αγιότητα
μένει κάτω απ' τις πράξεις των ανθρώπων. Μια σκιά μενεξεδένια
σωπαίνει στον αριστερό ώμο μιας γυναίκας κουρασμένης απ' τον έρωτα
που γύρισε απ' τ' άλλο της πλευρό κι αποκοιμήθηκε μονάχη. Μπορείς να κοιτάζεις
τα χοντρά σώβρακα στη διπλανή αυλή λεκιασμένα από ονειρώξεις
ή τις ξεδιπλωμένες καπότες κάτω απ' τα παγκάκια του πάρκου
ή τα κουμπιά απ' τούς στηθόδεσμους των γυναικών που έπεσαν στο χορτάρι
σα μικρά, φιλντισένια λουλούδια, λιγάκι πικραμένα
που τίποτ' άλλο δεν έχουν πια να δώσουν — άρωμα, γύρη, σπόρο.
Τίποτα.

Σε κείνο το δρόμο είπα να πάω και γω κάποτε
να πουλήσω αυτό το παράθυρο και κείνο το μεγάλο κασόνι
όχι για τίποτ' άλλο, μόνο για ν' απαλλαγώ απ' την έγνοια τους,
ν' αναμιχθώ κ' εγώ σε αγοροπωλησίες,
 
ν' ακούσω τη φωνή μου όταν μιλάει μια ξένη γλώσσα. Το 'νιωσα γρήγορα
πως τίποτα δεν είχα να πουλήσω. Μια υστεροβουλία ήταν μονάχα:
η αναζήτηση μιας νέας δοκιμασίας που πάλι
θα την επόπτευα απ' αυτό το παράθυρο, το έστω και δίχως τζάμια.

Ποτέ δεν τα κατάφερα στο εμπόριο. Άλλωστε δεν έχω
τίποτα που ν' αξίζει πληρωμή, τίποτα
που να μπορώ να το πληρώσω. Και τούτες οι παλιές φωτογραφίες
τίποτα δεν αξίζουν για τούς άλλους, μ' όλο που οι κορνίζες τους τουλάχιστον
είναι από ατόφιο χρυσάφι. Όμως εμένα μου χρειάζονται.

Κι ούτε είναι πεθαμένες - όχι. Όταν βραδιάζει
κ' είναι ακόμη ζεστές οι καρέκλες έξω απ' τα καφενεία
κι όλοι (κ' ίσως και γω) ζητούν να καταφύγουν μέσα σ' έναν άλλον,
αυτές κατεβαίνουν σιωπηλά απ' τις κορνίζες τους σα να κατεβαίνουν
μια ταπεινή ξύλινη σκάλα, πηγαίνουν στην κουζίνα,
ανάβουν τη λάμπα, στρώνουν το τραπέζι, (ακούγεται
ο φιλικός ήχος από 'να πιρούνι που χτύπησε στο πιάτο),
ταχτοποιούν τα λίγα μου βιβλία κι ακόμη τις σκέψεις μου
με συγκρίσεις και εικόνες (παλιές και καινούργιες), με σεμνά επιχειρήματα
και κάποτε με αρχαίες, ακλόνητες, βιωμένες αποδείξεις.

Γι' αυτό κιόλας κρατώ μ' ευγνωμοσύνη αυτό το παράθυρο.
Δε μ' εμποδίζει διόλου να βλέπω και να είμαι, - το αντίθετο μάλιστα.

Όσο για κείνο πού σου 'λεγα : «πιεσμένος ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι»,
ήταν μια υπερβολή τής άνοιξης, μια υπερβολή
απ' τη σαρκική αφθονία των πράσινων φύλλων. Το παράθυρο
είναι μια εξυπηρετική, τετράγωνη γαλήνη και διαύγεια.

Όταν οι τοίχοι θαμπώνουν το απόβραδο, αυτό το παράθυρο
φέγγει ακόμη σαν από μόνο του∙ διατηρεί κ' επεκτείνει
την τελευταία ανταύγεια του ηλιογέρματος,
ρίχνει την αντανάκλασή του στον ισκιωμένο δρόμο,
φωτίζει τα πρόσωπα των περαστικών σα να τα συλλαμβάνει επ' αυτοφώρω
στην πιο ανυπόκριτη στιγμή τους, φωτίζει τους τροχούς των ποδηλάτων
ή τη χρυσή αλυσίδα που βυθίζεται στο στήθος μιας γυναίκας
ή το περίεργο όνομα ενός καραβιού που αράζει στο λιμάνι.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Χειμερινή διαύγεια (απόσπασμα)
Post by: and33 on 10 Dec, 2009, 20:34:34
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Χειμερινή διαύγεια (απόσπασμα)

Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή χειμωνιάτικη λιακάδα
λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον καρόδρομο
κ' η επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο κενό, μες στην ασφυκτική διαφάνεια

Το σπίτι τού συμβολαιογράφου με τα μεγάλα του παράθυρα
τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς τα έξω,
μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,
ολόκληρο κερδισμένο απ' το χειμώνα,
με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του, την κουζίνα του,
με το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι τής τραπεζαρίας -
κ' οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο μαγκάλι θυμιατίζοντας
παλιές εικόνες, παλιούς καιρούς, που χάσανε τη δύναμή τους και το χρώμα τους
και λίγο - λίγο χάσανε το νόημά τους
κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους
κι αργότερα τη νοσταλγία τους -

Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Πότε; Πού; Γιατί;
Και τι να τα κρατήσεις; Τι να τα κάνεις;
Τι να τον κάνεις το χρόνο; Να διατηρήσεις τι;

Έγνοιες για τα χαλιά, για τις κουβέρτες, για τα μάλλινα ρούχα -
χρόνια και χρόνια, κάθε χρόνο, στο έμπα τής άνοιξης,
να τα μαζεύεις, να τα τινάζεις, να τα βουρτσίζεις,
να τα καταχωνιάζεις στα μπαούλα, στις ντουλάπες, στρώμα - στρώμα με παλιές εφημερίδες,
σα να θάβεις κάτι αγαπημένο για να το διαφυλάξεις
κ' είναι μια λύπη να το θάβεις - μα τι να γίνει;
Ύστερα είναι το φως τής άνοιξης και το πράσινο της άνοιξης,
ύστερα το φως τού καλοκαιριού κ' η θάλασσα του καλοκαιριού,
ύστερα μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα,
μονάχα το φως κ' οι χειρονομίες του μες στο άπειρο,
το κάτασπρο φως που όλα τα καίει, τα πνίγει, τ' αφανίζει,
παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα,
δόξες κ' αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις.

Τότε και συ ξεχνούσες λύπη, τύψη, σχέδια και μετάνοια - ξανάρχιζες
τα ίδια σφάλματα, τα ίδια φιλιά, την ίδια γύμνια έτσι καλά ντυμένη,
ώσπου να ‘ρθουν οι πρώτες υγρασίες,
τα πρώτα μεγάλα μετανιωμένα αστέρια,
η σιωπηλή, όλο θάμβος, λεηλασία τού φθινοπώρου.

Κ' έφτανε αργή κι αθόρυβη, κι όχι θλιμμένη, η άλλη μέθη, της περισυλλογής,
να συγκεντρώνεις τα διασκορπισμένα, να εκβιάζεις
ένα κέρδος μαγικό απ' τ' απωλεσμένα - κι όχι να εκβιάζεις
μονάχα τους προσφέρονταν διπλά και τρίδιπλα,
κήποι και γέλια κοριτσιών ανάμεσα στις ακακίες πού ήταν κάποτε
εχθρικά ή αδιάφορα ανθισμένες
κ' ήταν πάλι ανθισμένες - ολόκληρες λευκές στρατιές, σύμμαχες τώρα, στο αραιό σκοτάδι.

Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,
μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ' τα ωχρά χωράφια τής φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ' ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα 'χεις
είναι σχεδόν σα να τα 'χεις, - τα 'χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ' ίσως με ειλικρίνεια.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ορέστης
Post by: and33 on 12 Dec, 2009, 18:40:36
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Ορέστης

Άκου, - δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,
μέσα σ' αυτή τη νύχτα την ελληνική - τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μάς κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας
μιαν άνεση - να 'μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ' τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνοί ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ως τις ελάχιστες φρικιάσεις τού μαύρου δέρματός της.

Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ' εμείς, με την ωραία
χαρά τής αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ' τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας - μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει ή όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο
να βλέπω το λουρί τού σανδάλου σου, που μου χωρίζει
το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεμπτο, προς μια δική μου θέση,
προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,
και τ' ασημένια φύλλα τής νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου
κι ο ήχος τής κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ' τα νύχια μας.

Άκου την, - η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κ' είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο η άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία τού κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, που γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ' αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.

Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει η φωνή τής γυναίκας
ας σταθούμε πιο κάτου - όχι στους τάφους των προγόνων
όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου
δε θέλω να τα κόψω, - εδώ πάνω
συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τι όμορφη νύχτα -
κάτι δικό μας, που μακραίνει, αποσπασμένο από μάς, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε - πότε κάτω απ' τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) - αυτή η μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,

μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κ' ετοιμαζόμουνα γι' αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος -
τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια - τάδες; - τιθασεύτηκαν,
αυτά, που ξεκίνησαν απ' τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,
άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,
κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες τής εξώθυρας
με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, - δεν τρομάζουν κανένα, - με
μιαν έκφραση σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,
πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,
γλείφοντας πότε - πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα τής νύχτας.

Ανέτοιμος, ναι - δεν το μπορώ μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα - όχι λιγοψυχία, - ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι τής πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο - λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κ' εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ' ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ' το κεφάλι ως τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπό μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι - ολότελα άγνωστο - και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας, -
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται
να το αποδέχεται η δική μας μοίρα, ν' αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,
αλλά μιας μόνον - όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Να την, που μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη - το 'να της μάτι κλειστό και τ' άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντάς μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντεμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.

Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν' αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,
κ' η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ' την άλλη
φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ως τον διαμελισμό και το κεφάλι
είναι ένας κόμπος που κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,
ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται
ένα - ένα μόνο του, σ' ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,
στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ως τον ορίζοντα
πέρα που ροδίζει,
μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας - ή μήπως
γι' αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε
πάνω απ' τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ' τούς τάφους και τον τάφο μας;
Δεν ξέρω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Το νεκρό σπίτι (απόσπασμα)
Post by: and33 on 14 Dec, 2009, 23:35:25
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Το νεκρό σπίτι (απόσπασμα)

Φανταστική κι αυθεντική ιστορία μιας πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας

(Απ' όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυο αδελφές. Κ' η μια τρελάθηκε.
Φαντάστηκε πως το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον,
στο Άργος - σύγχυζε τη μυθολογία, την Ιστορία και την Ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν
και το παρόν, όχι το μέλλον. Αυτό μόνον. Αργότερα συνήλθε. Κ' είναι αυτή που μου
μίλησε το βράδυ που τους έφερα απ' την ξενιτειά ένα μήνυμα του θείου τους
- αδελφού τού πατέρα τους. Η άλλη δεν παρουσιάστηκε καθόλου.
Πότε-πότε μονάχα ακουγόταν σιγανό περπάτημα με παντόφλες στη διπλανή κάμαρα, όσο μιλούσε η μεγάλη):

Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυο μικρές αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι -
μικρές, που λέει ο λόγος, - από χρόνια γεράσαμε κ' εμείς,
είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας κ' οι μόνες, άλλωστε, που απομείναμε.
Δεν ξέρουμε
πώς να βολέψουμε τούτο το σπίτι, πώς να βολευτούμε
να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο - μια ζωή περάσαμε δω μέσα -
είναι κι ο χώρος των νεκρών μας εδώ - δεν μπορείς να τούς πουλήσεις -
κι άλλωστε ποιος τους παίρνει τους νεκρούς; Μα πάλι να τους κουβαλάμε
απ' το ‘να σπίτι στ' άλλο, απ' τη μια συνοικία στην άλλη, -
πολύ κουραστικό κ' επικίνδυνο - βολεύτηκαν εδώ
άλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω απ' το τραπέζι,
άλλος πίσω απ' τη ντουλάπα ή πίσω απ' τα τζάμια τής βιβλιοθήκης,
άλλος μες στο γυαλί τής λάμπας — τόσο σεμνός κι ολιγαρκής πως πάντα του,
άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ' τούς δυο λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιους
που γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες τής μικρής αδελφής μου.

Τα μεγάλα έπιπλα τα κλείσαμε στο κάτω πάτωμα,
το ίδιο και τα βαριά χαλιά και τα βελούδινα ή μεταξωτά παραπετάσματα,
τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια, κρύσταλλα, σερβίτσια,
μεγάλους δίσκους ασημένιους που καθρέφτιζαν άλλοτε
ολόκληρο το πλατύ πρόσωπο της φιλοξενίας,
κουβέρτες και μεταξωτά παπλώματα κι ασπρόρουχα,
μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,
δικά μας και μαζί των πεθαμένων - όλα ανάκατα -
γάντια, δαντέλες και φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα καπέλα τής μητέρας,
το πιάνο, τις κιθάρες, τους αυλούς, τα ταμπούρλα,
και ξύλινα άλογα και κούκλες απ' τα παιδικά μας χρόνια,
επίσημες στολές τού πατέρα και το πρώτο μακρύ παντελόνι τού μεγάλου αδελφού μας,
η φιλντισένια κασετίνα με τις ξανθές μπούκλες τού μικρού, το χρυσοποίκιλτο μαχαίρι,
κοστούμια ιππασίας και σακίδια και μανδύες - όλα ανάκατα,
χωρίς ναφθαλίνη ή κλωνάκια λεβάντας σε τούλινες θήκες.

Καρφώσαμε και τα δωμάτια. Κρατήσαμε μονάχα
αυτές τις δυο δυτικές κάμαρες του πάνω πατώματος,
το διάδρομο και το κλιμακοστάσιο βέβαια,
αν χρειαστεί καμιά φορά να βγούμε το βραδάκι να σεργιανίσουμε στον κήπο
ή να ψωνίσουμε κάτι βιαστικά απ' τα περίχωρα.

Κι ούτε να πεις πως κ' έτσι ησυχάσαμε. Απαλλαχτήκαμε οπωσδήποτε
από κινήσεις περιττές, ανόητα συγυρίσματα, μάταιους κόπους,
για μια τάξη ακατόρθωτη, για μια ανεφάρμοστη οργάνωση. Ωστόσο
το σπίτι, έτσι γυμνό και κλειστό, έχει αποχτήσει
μια τρομερή, λεπτότατη αντήχηση
σε κάθε πέρασμα ποντικού, κατσαρίδας ή νυχτερίδας.

Κάθε σκιά στο βάθος τού καθρέφτη, κάθε τρίξιμο
απ' τα μικρά δόντια τού ξυλοφάγου ή του σκόρου,
συνεχίζεται απέραντα ως τα λεπτότατα, ινοειδή αγγεία της σιωπής, ως μέσα στις φλέβες
της πιο απίθανης παραίσθησης. Ακούγεται ευδιάκριτα
ο χτύπος απ' τον αργαλειό τής πιο μικρής αράχνης, κάτω στα υπόγεια, ανάμεσα στα κιούπια,
ή το πριόνι τής σκουριάς στο χέρι των μαχαιροπίρουνων
κι άξαφνα ο μέγας γδούπος στον κάτω προθάλαμο
Όταν ένα κομμάτι από λιωμένη τσόχα ξεκολλάει και πέφτει
σα να γκρεμίζεται ένα αρχαίο, αγαπημένο κτίριο.

Κι όταν, καμιά φορά, το χάραμα, περνάει ο σκουπιδιάρης στο πέρα προάστιο,
το μακρινό κουδούνι του αντηχεί σ' όλα τα γυάλινα ή μετάλλινα σκεύη,
στους μπρούντζους των κρεβατιών, στα κάδρα των προγόνων,
στα κουδουνάκια απ' το κοστούμι τού πιερότου, που 'χε φορέσει ο μικρός αδελφός μας
μιαν όμορφη νύχτα μασκαράτας - κι όταν γυρίζαμε σπίτι τρομάξαμε,
μας γαύγισαν κάτι σκυλιά, το φόρεμά μου πιάστηκε στο φράχτη,
έτρεξα να προφτάσω τούς άλλους το φεγγάρι κόλλησε το πρόσωπό του
τόσο σφιχτά πάνω στο πρόσωπό μου - δεν μπορούσα πια να περπατήσω
κ' οι άλλοι με φώναζαν πίσω απ' τα δέντρα
κι ακούγονταν σ' έναν άλλο χώρο οι γυάλινες χάντρες των μεταμφιεσμένων
και τα γυάλινα κρόσσια των άστρων πέρα, μακριά, πάνω απ' το αόρατο Μυρτώον πέλαγος,
κι όταν έφτασα τέλος με κοίταζαν όλοι σαστισμένοι
γιατί έφεγγε το πρόσωπο μου βαμμένο με χρυσόσκονη
σαν εκείνη πού βάφαν τις παλιές, κρεμαστές λάμπες της τραπεζαρίας
ή τούς καθρέφτες των σαλονιών με τις κομψές, χιλιοσκάλιστες κονσόλες -

Τις κλείσαμε κι αυτές στα κάτω δωμάτια. Μπορούσαμε, βέβαια,
να κρατήσουμε κάτι απ' όλα αυτά και για προσωπική μας χρήση,
καμιά πολυθρόνα κουνιστή, ξεκούραστη, κανέναν καθρέφτη
να χτενίζουμε πότε - πότε τα μαλλιά μας. Μα ποιος να τα φρόντιζε;
Τουλάχιστον έτσι,
μπορεί να τ' ακούμε να φθείρονται, μα δεν τα βλέπουμε. Όλα μάς παράτησαν.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Η επιστροφή τής Ιφιγένειας (απόσπασμα)
Post by: wings on 15 Dec, 2009, 22:59:01
[Από τη συλλογή Η επιστροφή τής Ιφιγένειας (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Η επιστροφή τής Ιφιγένειας (απόσπασμα)

[...]

Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πορεύονται έτσι
ανύποπτοι για κείνους που έφυγαν, γι' αυτούς που φεύγουν, για τους ίδιους
που φεύγουν κι αυτοί∙ — κυκλοφορούν με φυσικότητα
ανάμεσα στο θάνατό τους.
                                      Το πιρούνι ή το κουτάλι
βρίσκει το στόμα τους αλάθευτα, χωρίς δισταγμό, χωρίς παύση,
ενώ σιμά τους, πλευρό με πλευρό, οι πεθαμένοι
κοιτάζουν τις μηχανικές κινήσεις των χειλιών τους, χωρίς να τρώνε εκείνοι. Και το μήλο
πούχε κυλήσει κάτω απ' το τραπέζι κ' ύστερα
κάτω απ' τον καναπέ κ' εξαφανίστηκε — πιθανόν σε μια τρύπα στο πάτωμα
ή μέσα στον τοίχο, — τόχε κλωτσήσει με το πόδι του ο μικρός πεθαμένος
κ' ίσως το βρήκαν στο δρόμο τα παιδιά, μες στη λιακάδα,
και το μοιράστηκαν δαγκώνοντας με τη σειρά τους ένα-ένα —
λογής-λογής αποτυπώματα δοντιών, — κ' είταν εκείνο το ίδιο
που βρήκαμε προχτές στον κήπο μέσα στις ξερές πευκοβελόνες.

Τι περιμένουμε, λοιπόν, μέσα σ' αυτή την ερήμωση; Τι περιμένουμε ακόμη; —
γιατί (δεν ωφελεί να το κρύψουμε): περιμένουμε ακόμη
πίσω απ' την πόρτα, πίσω απ' τα ρούχα μας, πίσω απ' το θάνατό μας,
πίσω απ' τα μάτια μας, μέσα στο κυμαινόμενο σκοτάδι,
μέσα στις γερασμένες κάμαρες με τις μακριές, ετοιμόρροπες κουρτίνες
κατεβασμένες μ' έμφαση ως κάτω, για να δείχνουν
ότι τάχα δεν περιμένουμε.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Κάτω απ' τον ίσκιο τού βουνού (απόσπασμα)
Post by: wings on 16 Dec, 2009, 11:09:35
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Κάτω απ' τον ίσκιο τού βουνού (απόσπασμα)

[...]

Ποιος τάζησε όλ' αυτά; Πώς έγιναν; Πώς έληξαν;
Είμαστε τάχα εμείς που τα ζήσαμε; Πριν πόσους αιώνες;
Κ' η αγωνία: ένα τίποτα. Κι ο πόνος:
ένα ελάχιστο στίγμα σκοτεινό, μια κουτή μύγα
ασπαίροντας ασήμαντα σ' ένα πάμφωτο θέρος, και γύρω
επίσημη, αδιάλλακτη, γαλήνια, ανεπηρέαστη
η υπέροχη ακινησία τού θανάτου.

Πόσοι βασιλιάδες άλλαξαν από τότε; Πόσες επαναστάσεις έγιναν;
Είχαμε, λέει, και σύντομες περιόδους μιας απίθανης οχλοκρατίας.
Και μια στιγμή γνήσιας δημοκρατίας. Δεν ξέρω.
Θαρρώ πως κάποιον που τον εκτελέσαν, τον ξεθάψαν με τιμές
και τον στήσαν, σκελετό, πάνω στο θρόνο — είχαν στεριώσει
με σύρματα τα οστά του και τον είχαν ντύσει
μ' ένα μανδύα ολοπόρφυρο — είχαν ραντίσει μ' ανθόνερο την αίθουσα,
μιλούσαν απ' τους εξώστες, κανείς δεν καταλάβαινε. Έναν άλλον
τον κηδέψαν μ' αφάνταστες τιμές — ολόκληρο δάσος μεσίστιες σημαίες,
δεν έμεινε πλατεία ή πάρκο χωρίς το άγαλμά του. Σε λίγο
κάποια μανία τούς κυρίευσε όλους — μήτε καλοθυμάμαι —
χειρονομούσαν, τρέχαν, φώναζαν, σπάζαν τους ανδριάντες του
κ' είταν παράξενο να βλέπεις τους ανθρώπους να πολεμούν με τ' αγάλματα.
Άλλοι μετέφεραν τη νύχτα κομμάτια απ' τα μάρμαρα,
τάφτιαχναν σκαμνιά ή χτίζαν το τζάκι τους. Βρήκαν
κ' έναν στρατιώτη πούχε κρύψει κάτω απ' το μαξιλάρι του
το μαρμάρινο χέρι τού εκπτώτου με σφιγμένα δάχτυλα
σαν κάτι νάκρυβε, σαν κάτι να κρατούσε ακόμη απ' την παλιά εξουσία του
ή από μιαν άλλη — την αιώνια εξουσία τού θανάτου. Τι μπορείς να πιστέψεις
μέσα σε τόσες διηγήσεις; Μια άλλη αντίρροπη ανταρσία ξέσπασε,
τα τύμπανα χτυπούσαν όλη νύχτα, τα χαράματα οι σάλπιγγες,
άλλαζαν χρώματα οι σημαίες στα δημόσια μέγαρα,
δεν ήξερες ποιοι έρχονταν, ποιοι έφευγαν,
άλλαζαν οι φρουροί στην πύλη των στρατώνων,
νέοι πάντα, με αδέξιες στολές, κτηνώδεις και ανόητοι,
ωστόσο συμπαθητικοί μες στην ανεύθυνη νεότητά τους,
κι όταν τους φώτιζαν άξαφνα, τη νύχτα,
οι προβολείς των μεγάλων, σκεπασμένων αυτοκινήτων
έβλεπες, στη λεπτή χλωμάδα τους, πως είταν αθώοι,
πως το μόνο που θέλαν είταν να κοιμηθούν κι αυτοί με τα ρούχα τους έστω και με τις αρβύλες τους —
κι όταν νυστάζουν οι άνθρωποι είναι τόσο καλοί κι αξιαγάπητοι —
έτσι δεν είναι, Νένα; Τους νεκρούς και τους κοιμισμένους
μπορούμε να τους αγαπούμε ελεύθερα – δεν είναι αντίπαλοι πια.
είναι απ' τα πριν παραδομένοι. Έτσι κι εμείς μπορούμε
χωρίς ταπείνωση να τους παραδοθούμε. Νύσταξες, Νένα.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Χρυσόθεμις (απόσπασμα)
Post by: and33 on 16 Dec, 2009, 14:19:00
[Από τη συλλογή Χρυσόθεμις (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Χρυσόθεμις (απόσπασμα) 

[...]

Αργά το απόγευμα, χειμώνα - καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παράθυρο, κάτω
απ' την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ' αριστερό μου χέρι
ν' αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω - γύρω,
σα να 'ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να 'ταν
να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.
Κείνα τα χρόνια,
πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μου 'χε τύχει
να ‘ρχεται αθόρυβα πίσω απ' τη ράχη μου η σελήνη, και ξάφνου
να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιος είμαι;», ρωτούσε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.

Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.
Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλό της
πάνω στο μάγουλό μου — κι όλο το χαμόγελό της — της το άρπαζα κ' έτρεχα
με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.
Κάποια νύχτα
μ' έπιασε επ' αυτοφώρω η μητέρα: («Με ποιον κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,
είπε η μητέρα («δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,
όντως ή γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο
τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα
και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —
(τρόμαξα μη μου φάει τόνα χέρι τής σελήνης) — κ' ή μητέρα με πίστεψε.

Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,
πώς να μιλήσουμε, σε ποιόν, και τι να πούμε. Μένουμε μόνοι
με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,
με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο
και με πολλούς συμμάχους — αφανείς κι αυτούς — καθώς η σελήνη
του παλιού κήπου, καθώς το χρυσόψαρο ή ακόμη κ' η γάτα.

Μιαν άλλη νύχτα, (έκανε ζέστη αφόρητη μες στην τραπεζαρία —
καλοκαίρι
ολάνοιχτα παράθυρα τραβηγμένες κουρτίνες), η μητέρα
φαινόταν οργισμένη, το ίδιο κι ο πατέρας, κ' η μεγάλη αδελφή
μου μιλούσαν δυνατά — μεγάλωνε το στόμα τους γεμάτο σκοτάδι πότε -πότε
φωτίζονταν απ' τις λυχνίες ή γλώσσα τους σα να πασκίζαν
να καταπιούν μια γουλιά φως δεν τα κατάφερναν πνίγονταν
έπνιγε ο ένας τον άλλον. Τους κοιτούσα. Δεν ξεχώριζα λόγια.

Κείνη την ώρα μπήκε απ' το παράθυρο μια νυχτερίδα
κουβαλώντας μαζί της λίγα αστέρια, ένα κομμάτι βελούδινη νύχτα,
δυο φύλλα μουριάς, (ναι, μουριάς), το ελάχιστο βέλασμα
ενός μικρού προβάτου πλάι στο ποτάμι, την ώρα που το άστρο των ποιμένων
τρέμει μες στο νερό τόσο φιλέρημο, τόσο συγκινημένο
που τα σπουργίτια αναστενάζουν στον ύπνο τους, γυρνώντας
απ' τ' άλλο τους πλευρό, και τα πρόβατα υπόσχονται στο θεό τους
να γίνουν ακόμη πιο καλά. Μεμιάς οι μεγάλοι σώπασαν.

Μπορεί και ν' αφουγκράστηκαν κείνο το βέλασμα. Μπορεί να φοβήθηκαν
το μακρινό, το ωραίο, το άγνωστο. Ωστόσο το ακούσανε. Τότε, η μητέρα
άρπαξε μια πετσέτα απ' το τραπέζι και κυνήγησε τη νυχτερίδα
παρά λίγο να σβήσουν κ' οι λυχνίες.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Περσεφόνη (απόσπασμα)
Post by: wings on 17 Dec, 2009, 12:42:32
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Περσεφόνη (απόσπασμα)

[...]

Ποτέ δεν επαρκούμε στις επιθυμίες μας. Η επιθυμία δεν επαρκεί. Απομένει
η κούραση, η παραίτηση, — μια ευτυχισμένη σχεδόν αβουλία,
ο ιδρώτας, η διάσπαση, η ζέστη. Ώσπου φτάνει, επιτέλους, η νύχτα
να σβήσει τα πάντα, να τα σμίξει σ' ένα στέρεο και άυλο σώμα, δικό σου,
να φυσήξει μια στάλα απ' το πευκόδασος ή κάτω απ' τη θάλασσα,
να βουλιάξουν τα φώτα, να βουλιάξουμε.
                                                        Έξω απ' τα παράθυρα
ακούς να περνάει ο πλανόδιος βιολιστής, ο κουτσός φανοκόρος,
εκείνοι οι αμίλητοι, αργοπορημένοι οδοιπόροι κρατώντας στα χέρια τους
δρύινα κιβώτια δεμένα με κόκκινες ταινίες, και οι άλλοι
πεσμένοι μπρούμυτα, χτυπώντας με τις δυο παλάμες τους το χώμα.

Ακούς και τ' άλογα στο σταύλο, και το νερό που πέφτει
καθώς υψώνουν οι προσκυνητές δυο πήλινα δοχεία,
τόνα προς την ανατολή και τ' άλλο προς τη δύση, χύνοντας υδρομέλι
ή κριθαρόνερο ανακατεμένο με άγρια μέντα
πάνω στο λάκκο με τις δάφνες, ενώ μουρμουρίζουν
διφορούμενα λόγια, παρακλήσεις και ξόρκια. Κ' η φωνή τής μητέρας
κάτι να λέει για τ' «ολόχρυσο στάχυ, το θερισμένο στη σιωπή». Μήτε η νύχτα
δεν ξεκουράζει∙ — ένας απέραντος διάδρομος, κρυψίνοος,
με αγάλματα τεράστια, με ζωγραφιστά παραπετάσματα, προσωπίδες, καθρέφτες,
απάτες οπτικές, μεταλλικά αντικείμενα, κρύσταλλα, πόρτες, πέτρες,
μια στο σκοτάδι, μια στο φως, — η ίδια εκείνη σκάλα,
τόνα σκαλί χρυσό και τ' άλλο μαύρο.
                                                  «Σπάσ' την», τούλεγα.
Κ' οι τρεις γυναίκες πάντα εκεί, με γυρισμένες πλάτες,
με σκεπασμένα πρόσωπα, σκυμμένες πάνω απ' το άδειο πηγάδι,
φωνάζοντας λόγια ακατανόητα∙ κ' οι αντίλαλοι πολλαπλασιάζοντας
την ανεξήγητη φωνή τους μες απ' το πηγάδι. Δεν αντέχω εδώ πέρα.

Τούτο το φως το αναστάσιμο, θάνατος. Τράβηξε τις κουρτίνες.
Μεγάλο, αμείλικτο, εχθρικό καλοκαίρι. Ο ήλιος
σε αρπάζει απ' τα μαλλιά, σε κρεμάει στο γκρεμό. Ποιος με ορίζει;
Εκείνος; Το σκυλί του; Η μητέρα; Καθένας
για κάποιο δικό του σκοπό που με αφορά και που εγώ δεν τον ξέρω.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη (απόσπασμα)
Post by: and33 on 17 Dec, 2009, 14:14:59
[Από τη συλλογή Ισμήνη (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Ισμήνη (απόσπασμα)

[...]

Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες η αδελφή μου.
Θαρρώ πως είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερε
πάνω σ' ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδα
δυο λευκές κότες κ' ένας κόκορας πολύχρωμος — μου 'κανε εντύπωση
η άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κούραση;
μήπως υποταγή; γλυκειά σοφία τού αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.

Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα. Ίσως αυτό
να 'ταν ή δυστυχία της. Κ' ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσως
θα 'θελε να 'ναι κάτι άλλο απ' ότι είναι. Άλλος τ' αντέχει περισσότερο ή λιγότερο,
άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο τού ακατόρθωτου
να τριγυρνάμε γύρω - γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει
κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας. Η αδελφή μου
αρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη ή απελπισμένη.

Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόνταν,
την ώρα που κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδα
μπρος στο κελάρι τής τραπεζαρίας, με μια γαβάθα πετιμέζι στην ποδιά της,
να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κ' έφυγα.
Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια που φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.

Ποτέ δεν της το 'πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.
Πεινούσε κ' εκείνη (και το 'ξερε). Μπορεί και ν' αγαπούσε. Δεν το ανεχόταν
να σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία, που δεν ήταν, βέβαια,
δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατό της, — όχι∙
μόνο την ώρα και τον τρόπο τού θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.
Κι αλήθεια, διάλεξε. Κ' εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,
ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν η μόνη της ομολογία,
η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, η μόνη θηλυκή της γενναιότητα,
η τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπως
την πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.

Κ' εκείνο τ' άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζι
και το 'βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)
μια κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλά της. Εγώ κοίταζα αλλού. Στα παράθυρα
η μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο που ευχήθηκα μέσα μου
την τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαν
από τον κήπο ως το περβάζι. Κ' ένιωσα, πρώτη μου φορά, πως ο θάνατος
δεν είναι μαύρος, αλλά άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέτριες
τιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότε
είχε αποφασισμένο πια το θάνατό της, — παραμόνευε, περίμενε.

Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία — ποια αμαρτία; —
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ της
δεν ήταν ή αδελφή μου τόσο ωραία, όσο νεκρή∙ εγώ μόνη μου
της έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκα
εκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),
της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστια
με καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσα
πενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι τού λαιμού της,
τα σκουλαρίκια εκείνα με τους δυο γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βραχιόλια,
και μια φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. Έτσι, βαμμένη, στολισμένη,
είχε αποχτήσει μια παράξενη ομοιότητα μ' εμένα.
«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώρα
είχε παραιτηθεί απ' τις τρομερές της αποφάσεις, απ' τούς ηθικούς κανόνες,
απ' όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,
είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.
Και πλάι της ο μνηστήρας της
γυμνός — (πώς γίνεται, με τόση ακρίβεια, μες απ' το θάνατο,
να διακρίνουμε το κάλλος τού σώματος; — ίσως
γιατί ευωδιάζαν τα πορτοκαλάνθια που τους είχαν ραντίσει)
κι αυτή η γαμήλια νεότητα, ολοκληρωμένη κι απροστάτευτη — απόρθητη —

Κανείς σχεδόν δεν πρόσεχε το λείψανο της Ευρυδίκης. Οι γυναίκες
αργούσανε πολύ να σαβανώσουν τον Αίμονα, επιμέναν
να του πλένουν προσεχτικά πάλι και πάλι ένα - ένα τα δάχτυλα
στα πόδια και στα χέρια, τις μασκάλες, τα στήθη, τα σκέλη,
κ' η κίνησή του μαλακή (καθώς τον γύριζαν) της εγκατάλειψης,
ή μάλλον της παράδοσης, μου θύμισε κείνη τη νύχτα στον κήπο,
το μεγάλο φεγγάρι, το νερό που μ' έβρεχε∙ — θα 'θελα πάλι
να του φορέσω τα ρούχα μου, — δεν τόλμησα. Μια πεταλούδα
πορτοκαλιά με μαύρες βούλες μπήκε απ' το παράθυρο
και στάθηκε στο φύλο του. Τότε οι γυναίκες βάλαν μονομιάς τούς θρήνους
και τον έντυσαν γρήγορα. Τότε έγινε στ' αλήθεια νεκρός.

Έξω, στο περιστύλιο, ακούστηκε ο άγριος βόγγος τού Κρέοντα
κ' η κλαγγή τού σπαθιού του υπογραμμίζοντας τη σιωπή των φρουρών του.

Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται ή ζωή μας.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Αίας (απόσπασμα)
Post by: and33 on 17 Dec, 2009, 18:00:42
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Αίας (απόσπασμα)

[...]

Ακόμα και την ώρα τού έρωτα, τη νύχτα, στο κρεβάτι, ξάφνου
ν' αναθυμόμαστε που ξεχάστηκαν στην αυλή τα μανταλάκια της πλύσης
και θα σαπίσουν απ' την υγρασία. Αχ, ανόητες, έτσι
μας διώχνετε έξω απ' το κρεβάτι, έξω απ' το σπίτι, έξω απ' τον κόσμο,
έξω απ' το πραχτικό, σοφό μυαλό σας, το δοκιμασμένο
με συνταγές μαγειρικής, γλυκών, ποτών, φαρμάκων έξω
από την ίδια τη ζωή με τα μικρά, ιερά, καθημερνά συμβάντα,
με τα μικρά, χεροπιαστά αντικείμενα πού ξεκουράζουν απ' τ' άπιαστα μεγάλα.

Εμένα δε με ρώτησε ποτέ κανένας σας πού στρέφει το μυαλό μου και το μάτι, ποιους τρόμους,
ποιες αδικίες, ποιους φθόνους αντικρίζω (ο ατρόμητος, βλέπετε) ή έστω
αν με πονάει το δόντι ή το κεφάλι, σάμπως να μην έχω
δόντια κ' εγώ ή κεφάλι, παρά πέτρα ή σκέτο αγέρα. Τι κοιτάζεις, έτσι;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Κ' η μαύρη μύγα, να 'τη, στου βοδιού το κέρατο τα νύχια της τροχίζει.

Ε, να, λοιπόν, ο δυνατός εγώ, ο αδάμαστος∙ — κοιτάχτε με. Κανένας
μερίδιο απ' τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κ' υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Να με, σωριασμένος εδώ χάμου κ' οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμόνευαν, κυκλοφέρναν το σπίτι∙ με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ' τα παντζούρια, απ' τις κουρτίνες, απ' τις κλειδαρότρυπες, απ' τα ντουλάπια —
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γρατζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ' τα δέντρα. Με παραμόνευαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,
άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ' την Ίδη∙ μια άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια  ξεχάστηκα, — τι  ήταν; — ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά πού παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις
ποιος κι από πού σε φωνάζει μ' αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ‘σαι
μέσα σε μιά μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κ' οι εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ' ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα πού στάζει
απ' την άκρη τής λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια.
       Είπα να κάνω πίσω —

Ποιο 'ναι το μπρος; ποιο το πίσω; Το φεγγάρι είχε ασβεστώσει το δρόμο
έλαμπε ολάκερος ο δρόμος, κ' εγώ φαινόμουν πελώριος∙ με βλέπαν
από παντού. Πώς να γυρίσω ; Ακόμα κ' η σκιά μου
μ' είχε παρατημένο — είχε λιώσει στη λάμψη τού ασβέστη —
εκτός αν ήταν αλάτι. Μεγάλα χταπόδια, ξερά, σταυρωμένα
επάνω σε καλάμια, κρέμονταν στους τοίχους. Το σπαθί μου
πότε μεγάλωνε λαμποκοπώντας ασήκωτο, φωτίζοντας με ακέριον
κι  άλλοτε μίκραινε πολύ σα βγαλμένο, παιδιάστικο νύχι.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Όλα τα σπίτια κλειδωμένα, — εμένα μ' είχαν κλείσει απ' έξω. Χάλκινοι χαλκάδες
γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια
κυλούσαν απ' τους λόφους∙ — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι κύκλους - κύκλους
άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω μέσα. Δεν μπορούσα
μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματά μου
στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι
ακούστηκε να σέρνουν μια αλυσίδα, και σώπασαν τα πάντα.

Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα∙ — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι∙
επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οι φωτιές∙ τριγύρω οι μάντρες
σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες
κρεμόντανε στον αέρα, — κ' ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,
αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας
τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ' άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να μου ξεφύγουν
περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκάνιζαν
μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν
επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,
άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ' όνομά μου,
πάλι και πάλι τ' όνομά μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ' άδεια πιθάρια,
μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους τ' όνομά μου
άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη
μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ο Αίας, ο Αίας, ο Αίας»,
με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ο Αίας, ο Αίας», τόσο
που μίσησα για πάντα τ' όνομά μου, — ω, πια, να μην τ' ακούω,
κανένας να μην το προφέρει πια να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,
δεμένος κάτω απ' την κοιλιά του αλόγου μου. Δεν άντεξα τότε,
σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τούς μάντρωσα όλους,
τούς έσυρα εδώ μέσα — κοίταξέ τους — κ' ήτανε τα ζώα ετούτα.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Φιλοκτήτης (απόσπασμα)
Post by: wings on 18 Dec, 2009, 11:55:57
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Φιλοκτήτης (απόσπασμα)

[...]

Σεβάσμιε φίλε, είμουνα βέβαιος για τη βαθειά σου κατανόηση. Εμείς οι νεότεροι
που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα
τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα,
με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο,
γνωρίζουμε κ' εμείς κι αναγνωρίζουμε, κ' έχουμε, ναι, κ' εμείς τις πληγές μας
σ' άλλο σημείο τού σώματος — πληγές αθώρητες,
χωρίς το αντίβαρο της περηφάνειας και του αξιοσέβαστου αίματος
του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα.

Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε∙ — ποιος τους την ζήτησε;
Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας
τα χρέη και τις υποθήκες άλλων. Μήτε καν προφτάσαμε
να δούμε μιαν αυγή ένα ήσυχο χέρι ν' ανοίγει το παράθυρο απέναντι
και να κρεμάει απ' έξω, στην πρόκα τού τοίχοι, ένα κλουβί καναρίνια
με τη σεμνότητα μιας περιττής κι αναγκαίας χειρονομίας.

Όλες οι ομιλίες των μεγάλων, για νεκρούς και για ήρωες.
Παράξενες λέξεις, τρομερές, μας κυνηγούσαν ως μέσα στον ύπνο μας
κερνώντας κάτω απ' τις κλεισμένες πόρτες, απ' την αίθουσα των συμποσίων
όπου άστραφταν ποτήρια και φωνές, κ' ένας πέπλος
αόρατης χορεύτριας κυμάτιζε αθόρυβα
σαν ένα διάφανο, στροβιλιζόμενο χώρισμα
ρυθμική διαφάνεια του πέπλου, παρηγορούσε κάπως
τις παιδικές μας νύχτες, αραιώνοντας τις σκιές των ασπίδων
που γράφονταν στους άσπρους τοίχους με τ' αργό φεγγαρόφωτο.

Μαζί με τη δική σας τροφή ετοιμάζανε
και την τροφή των νεκρών. Την ώρα τού γεύματος
έπαιρναν πάνω απ' το τραπέζι υδρίες με μέλι και με λάδι
και τις μετέφεραν σ' άγνωστους τάφους. Δεν ξεχωρίζαμε
τους αμφορείς τού κρασιού απ' τις νεκρικές ληκύθους. Δε γνωρίζαμε
ποιο το δικό μας και ποιο των νεκρών. Ένας χτύπος
του κουταλιού μες στο πιάτο, είταν ένα άξαφνο δάχτυλο
επιτιμητικό, που μας χτυπούσε στον ώμο. Στρέφαμε να δούμε. Τίποτα.

Απ' έξω απ' τις κρεββατοκάμαρές μας τύμπανα και σάλπιγγες,
κόκκινες σπίθες και μουγγές σφυριές σε μυστικά σιδηρουργεία
όπου νυχτοήμερα σφυρηλατούσαν ασπίδες κι ακόντια,
κι άλλες σφυριές σε υπόγεια εργαστήρια
για προτομές κι ανδριάντες πολεμικών θεών, πολεμικών ανθρώπων, κι όχι διόλου
αθλητών και ποιητών∙ μαζί κ' εκατοντάδες επιτύμβιες στήλες
με ωραίους, γυμνούς εφήβους, πάντοτε όρθιους,
μεταμφιέζοντας, με την κάθετη στάση τους,
το αιώνιο οριζόντιο της νεκρότητας. Μονάχα, πότε - πότε,
έγερναν το κεφάλι, καμπυλώνοντας ελαφρά τον αυχένα,
σαν άνθος σε χείλος γκρεμού∙ κι ο γκρεμός δε φαινόταν∙ — οι τεχνίτες
είχαν μάθει (ή μήπως τάχα τους το επέβαλλαν;)
να παραλείπουν γκρεμούς και κάτι τέτοια.

Είταν ένας μακρύς, λευκός διάδρομος (κι απόμεινε έτσι)
ντυμένος όλος μ' επιτύμβιες στήλες. Κι ούτε επιτρεπόταν
ν' αργοπορήσουμε για λίγο το βλέμμα στα εύγραμμα μέλη τους
ή στους μαρμάρινους βοστρύχους που έπεφταν κάποτε στο μέτωπό τους
σαν φυσημένοι απ' τα χείλη ενός αιφνίδιου, μυροφόρου ανέμου
σ' ένα πάγχρυσο, θερινό μεσημέρι, — θαρρώ, ναι, πως ευώδιαζε
λεμονανθούς και ζεσταμένη απ' τον ήλιο λυγαριά. Μεγάλα πρότυπα
μας κληροδότησαν∙ — ποιος τους τα ζήτησε; — ας μας άφηναν
μέσα στο ελάχιστο, στο δικό μας ελάχιστο∙ δε θέλουμε
να μετρηθούμε μ' αυτά∙ — τι κερδίσατε άλλωστε; τι κερδίσαμε;

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Η Ελένη (απόσπασμα)
Post by: and33 on 18 Dec, 2009, 18:01:00
[Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Η Ελένη (απόσπασμα)

Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι∙
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες — κάτι θέλουν να πουν, — ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ' το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ' τα δέντρα, — ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού — μα το σπίτι αντιστέκεται μ' όλες τις γωνιές του
και μαζί του κ' εγώ, παρ' ότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ' τούς νεκρούς μου κι απ' τον ίδιο τον εαυτό μου κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα∙ — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ' αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.

Αυτή την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —
μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει
μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν βουλιάζω,
όχι στον κάτω βυθό, σ' έναν επάνω βυθό∙ από κει πάνω
διακρίνω χαμηλά την κάμαρά μου, εμένα, τη ντουλάπα, τις δούλες
να διαπληκτίζονται άφωνες  βλέπω τη μια ανεβασμένη
σ' ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ' τη φωτογραφία τής Λήδας
με ύφος τραχύ, εκδικητικό∙ βλέπω το ξεσκονόπανο ν' αφήνει
μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν και σπάζουν
με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατά μου.

Βλέπω κ' εσένα μ' ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο, τεθλασμένο
απ' τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, — πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται το πρόσωπό σου
με κίτρινες ραβδώσεις. Τα μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω
σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω: «είναι μονάχα μια πέτρα,
μια μικρή, πολύτιμη πέτρα». Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,
στεγνώνει κ' εντοπίζεται σ' έναν ελάχιστο κόμπο, — τον νιώθω εδώ,
λίγο πιο κάτω απ' το λαρύγγι μου. Και να με πάλι
στην κάμαρά μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια
που με κοιτούν ένα - ένα κατανεύοντας∙ — είναι οι μόνοι βοηθοί μου
στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.

Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τι να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να 'χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου
στα πισινά πόδια ενός αλόγου κ' ή ουρά του κρεμόταν ως κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.

Πέρασε πια ό καιρός των ανταγωνισμών στερέψανε οι επιθυμίες
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις — έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές — ή νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν' αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε - πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.

Λίγο - λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια πού πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων —
απ' έξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα πού περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.

Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μιά πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μιά τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν
τίποτα πίττες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ' τις δυο κάτω γωνιές του- το τινάζει στον αέρα-
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει- ασπρίζουν τα μαλλιά του-
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν περιμένουν ν' ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα- φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ' ένα σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανα του.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Φαίδρα (απόσπασμα)
Post by: and33 on 18 Dec, 2009, 20:45:08
Από τη σειρά Τέταρτη διάσταση (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Φαίδρα (απόσπασμα)

[...]

                                                                   Όλη μέρα
περιμένω τη νύχτα μήπως οι ίσκιοι μου αφομοιωθούν απ' το σκοτάδι
για να μπορέσω να πιάνω λιγότερο χώρο, να κλειστώ στον πυρήνα μου,
να 'μαι σαν ένας κόκκος στάρι μες στο χώμα. Δεν τα καταφέρνω.
Οι σκιές μου δεν απορροφιούνται απ' το σκοτάδι∙ αντίθετα μάλιστα
κυριεύουν ολόκληρη τη νύχτα. Και τότε
διευρύνομαι μαζί τους κ' εγώ, απορημένη, βουβή, βυθισμένη,
μ' όλη την επιφάνειά μου τανυσμένη απ' την πυκνότητα του βάθους, ενώ
γυμνή η επιθυμία μου, στίλβουσα, ολόλευκη, επιπλέει
επάνω στο σκοτάδι σαν πνιγμένη γυναίκα με κοιλιά τυμπανισμένη,
με διογκωμένο αιδοίο — μια γυναίκα με μάτια κλεισμένα, φωτισμένη απ' το φεγγάρι —
όχι πνιγμένη, απλώς επιπλέουσα ανάσκελα — μια έγκυος γυναίκα.

Και να ξανά να περιμένω πώς και πώς τη μέρα, να λαλήσουν
οι πετεινοί στους φράχτες, ν' ακουστούν έξω στο δρόμο
τα βήματα του τροχιστή, του αγγειοπλάστη, του πλανόδιου μανάβη, του ιχθυοπώλη,
οι χτύποι των σφυριών στα μαρμαράδικα ή στα ξυλουργεία, να ξεχωρίσουν
μια-μια οι σκιές μου για να μοιραστώ τις σκιές μου, να μην είμαι μόνη με μόνη.

Δεν τις αντέχω αυτές τις νύχτες τής άνοιξης. Οι ατμοί ανεβαίνουν απ' τη γη, πυκνώνουν,
σε πιέζουν μαλακά-μαλακά, σάρκα με σάρκα. Ένα φρικίασμα
διατρέχει τον αέρα, περνάει απ' τη μια κάμαρα στην άλλη εισδύει
στο τρίτο δωμάτιο, το ρόδινο, εκεί πού κοιμάσαι. Οι  οπλές των άλογων
χτυπούν στον υπαίθριο σταύλο∙ — ίσως κ' εκείνο
το ολόλευκο άλογο που σου 'λεγα — τώρα κουτσό (δε διακρίνω τέταρτο χτύπο) —
τι λόγια αποσιωπημένα ακούγονται, τι κραυγές κρατημένες,
ήχοι από αυλούς, κιθάρες, άστρα. Ένα μονό κουπί στο νερό — αυτό που με σκάβει
σε ισόχρονα διαστήματα, ως το σπασμό τής ηδονής και πιο πέρα
ως τον καινούργιο σπασμό και τον άλλον — ανεξάντλητος.

Και τα σεντόνια μουσκεμένα από νερά χλιαρά, σπέρμα κ' ιδρώτα,
και τα φορέματα, τα εσώρουχα, ριγμένα στο πάτωμα χάμω
και τ' άλλα μέσα στα σεντούκια ή στις ντουλάπες συσπασμένα να στάζουν, να στάζουν
μικρές σταλαματιές που αμέσως πήζουν, κρυσταλλώνουν, σταλαχτίτες, σταλαγμίτες
σε βαθιά σπήλαια μέσα μας — περίεργα γυάλινα δάση,
γυάλινα αγάλματα πουλιών, ανθρώπων, δέντρων, ζώων,
γυάλινα ερωτικά συμπλέγματα σε μιαν υπόγεια, πυρετική υγρασία.

Καμιά φορά περνάει συρτά μια πράσινη σαύρα από κει μέσα
με μάτια ξαφνικά μεγαλωμένα — καταπράσινα μάτια
αφήνοντας μιά πράσινη ανταύγεια στα υπόλευκα κρύσταλλα
στους κάθετους, θαμπούς, στενόμακρους καθρέφτες. Η σαύρα
παρατηρεί με αμήχανη έκσταση, με μια καχύποπτη προφύλαξη, και μένει
ασάλευτη, μαρμαρωμένη, χάνοντας το πράσινο χρώμα της. Άλλοτε πάλι

ένα έντομο μαύρο, στρογγυλό, ξετρυπώνει απροσδόκητα από κάπου
με τα φτερά του μαζεμένα κάτω απ' το σκληρό του κέλυφος ψαύει
με χίλια λεπτεπίλεπτα πόδια τη γλιστερή επιφάνεια
δεν προχωρεί∙ στέκεται εκεί — ένα μαύρο μάτι
όχι τυφλού, — ένα μάτι βγαλμένο, αποκομμένο
απ' τα προσωπικά του νεύρα∙ — ένα μάτι
καμπύλο, πανεποπτικό.
                                Στέκεται, ορά, αποτρέπει — ένας κόμπος
όπως αυτός στο λαιμό, πού σ' εμποδίζει να μιλήσεις,
πού σ' εμποδίζει και να δεις, — ένα κάτι
σαν καρδιακή συγκοπή∙ — κ' είναι το τέλος που βλέπει το τέλος.

[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Κωδωνοστάσιο (απόσπασμα)
Post by: wings on 19 Dec, 2009, 15:06:39
Από την ενότητα Κωδωνοστάσιο (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Κωδωνοστάσιο (απόσπασμα)
 
Ήρθαν ύστερα μέρες μουγγές ξαπλωμένες στα πεζοδρόμια
πάνω απ' τους κρυφούς οχετούς με τα σκεβρωμένα παπούτσια∙
τα ξυλοπόδαρα στη γωνιά τής κάμαρας σκεπασμένα με σεντόνι —
αυτά φορούσε ο εφιάλτης τη νύχτα ως πάνω απ' την κορνίζα τής κουρτίνας,
κ' οι απεργοί πείνας με το κομμένο λεμόνι στη φούχτα
περίμεναν περίμεναν κλείνοντας όλο και πιο βαθιά τα μάτια τους∙

«μην είναι πεθαμένοι;», ρώτησε. Φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά∙
ο άλλος τον πλησίασε∙ τούβγαλε τα γυαλιά∙ τον κοίταξε κατάματα∙
του φόρεσε πάλι τα γυαλιά∙ πισώστρεψε να φύγει∙ — στη ράχη του
ένα μεγάλο χαρτί καρφιτσωμένο με το νούμερο 11,

και τα παιδιά να μη σταματάνε μήτε μέσα στον ύπνο τους
αμίλητα να ρωτάνε με στυλωμένα μάτια
πάλι και πάλι απ' την αρχή∙ μπαστάρδια τού κερατά∙ ναν τους βουλώσεις τ' αυτιά με κερί∙ να κάνεις
πως δεν άκουσες τίποτα∙ δεν είδες∙
να κοιτάς το πηγάδι εκεί πούπεσε η πέτρα
εκεί που η πέτρα τρύπησε το βολβό τ' ουρανού∙
η τρύπα απόμεινε πιο μέσα κάτω απ' το νερό κάτω απ' τη λάμψη
γιατί πάντοτε το νερό κλείνει από πάνω∙
η τρύπα μένει στον πάτο, φωνάζει τις νύχτες∙ οι γυναίκες σωπαίνουν∙
ανάθεμα την ώρα∙ χαράκι στο φρύδι∙ σφίγγουν τα λιγοστεμένα κλειδιά τους∙
η μυρωδιά ζεστού ψωμιού ανεβαίνει ανερώτητη απ' το φούρνο
σκοντάφτει πάνω στα καλώδια χωρίζεται στη μέση
το μισό δεν είναι αρκετό∙

                                   λοιπόν σωπαίνουν
μήπως και βρουν τον καιρό κι αποφασίσουν∙ κοιτάνε
τη σφαίρα που χτύπησε τον τοίχο δίπλα στ' αυτί τού Σωτήρη
πέφτει στο χώμα λιγοστός σουβάς∙ παίρνουν τη σκούπα σκουπίζουν
σηκώνουν κουρνιαχτό μήπως και δουν οι φρουροί απ' αντίκρυ
που το φουστάνι τους και το σαγόνι τους είναι μαύρα. Τίποτα δε σημαίνει∙ — από μέσα τους λένε —
το φως δεν ντουφεκιέται — δοκίμασε ντε ναν το κόψεις
με το σουγιά με το χασαπομάχαιρο∙ αμ δε.


                                                            Με κάτι τέτοια
στις φυλακές το απόγευμα ως το σούρπωμα που ξεμυτίζει τ' άστρο τού τσοπάνου
πάνου απ' τα λίγα λιόδεντρα του λόφου και πιο πάνου απ' τα πεύκα
με τις μεγάλες κάμπιες τυλιγμένες στο μπαμπάκι
και το ντουφέκι κρυμμένο κάτου απ' τη στέγη — κακός μπελάς —
ο κόκκινος σταυρός στο αχούρι κάτου απ' τ' άχερο του σκοτωμένου αλόγου∙

απ' την ταράτσα φαίνονταν τα βαποράκια τού καλοκαιριού στρίβοντας το μουράγιο,
η ακρίδα καθόταν στο ποτήρι με τόνα χάλκινο πόδι σηκωμένο
στη χάλκινη γενιά.

                          Πάντα ξεχνάγαμε
γιατί έπρεπε μαθές να κοιμηθούμε να ξυπνήσουμε να πάμε στη δουλειά να γεννήσουμε
χρειάζονταν πολλά ξυπνητήρια στο τραπέζι στην καρέκλα∙
τα τζιτζίκια είχαν ακόμη κάτι να κάνουν με τους αιώνες
τα μάρμαρα παρ' ότι σακατεμένα είταν άσπρα
στη ρώγα τού βυζιού είχε μείνει λίγο κόκκινο
το κομμένο πήλινο χέρι είταν κούφιο
το φορούσες στο χέρι σου σαν άκαμπτο γάντι
χαιρόσουν την εφαρμογή τη μεταμφίεση της γροθιάς —
αυτά τα γάντια ξέρεις σκεβρώνουν απ' το μηχανόλαδο, τη βενζίνα, το τιμόνι,
μπαλσαμωμένα σε στάση οδήγησης, χαστουκίζουν τον άνεμο.

           Ψευτοπαλληκαριές — είπε∙
χαρτονένια προάστια σημαιοστολισμένα,
νταβατζιλίκια, σφίξιμο του κρασοπότηρου στην παλάμη,
το αίμα στο καλό σου κοστούμι∙
                                             κι ο Πέτρος
κολλούσε το στόμα του απ' το σάλιο
κάνοντας να πει λευτεριά ή ουρανός ή αύριο
ενώ το χέρι τής γυναίκας πλένοντας τα τζάμια τής μπυραρίας
είταν σχεδόν πιωμένο απ' το φως
με το βρεγμένο πανί της έξω απ' το χρόνο.

Ανάθεμα την ώρα — ξανάλεγε ο Βαγγέλης,
μισός μες στο νερό μισός στον ήλιο — στο τέλος-τέλος
έτσι κι αλλιώς τα κυπαρίσσια∙ πάνω τους κάθονται
ένα κουτσό σπουργίτι ένα σύννεφο η σκούφια τού Ανέστη
οι ασημένιες παλάμες απ' τα τάματα
οι κομμένες πλεξούδες τής Άρτεμης —

                                                     Αχού
τι στράτες ξετρυπώνει η ολπίδα — είπε η γερόντισσα —
οι ανθρώποι — μόνη της περφάνεια να μην έχουν τίποτες
τα παιδιά ποτισμένα το ξύδι τής γκορτσιάς. Να μου λείπει —
είπε η Κατίνα τινάζοντας το παπούτσι της. Οι άλλοι
έμειναν στα ψηλά βουνά ξαγρυπνισμένοι απ' τις ντουφεκιές τού γαλαξία∙
όταν είδαν τη γάτα στο θάμνο κατάλαβαν πως τους είχαν προδώσει,
τ' αχαμνά τους μαζεύτηκαν απ' τ' αγιάζι μες στις μαύρες τρίχες,
τους κάψανε με τσιγάρα τ' αυτιά το φαλλό τα ρουθούνια∙ δε βγάλανε λέξη∙

Μωρέ λεβέντες φιλότιμα παιδιά με πέντε κουτσογράμματα πατρίδα
δίχως προπαίδεια ηρωισμού πολιτική οργάνωση κοινωνιολογία
κ' η νύχτα μ' ένα φεγγάρι-μαχαίρι καρφωμένο ολόρθο στην πόρτα
αυτοί κλειδωμένοι απ' όξω
οι άλλοι κλειδωμένοι από μέσα
κοιτάζοντας απ' τα στενά παράθυρα τη θάλασσα
ανεβαίνοντας τη στριφτή σκάλα τού φάρου — μεγάλη μαρμάρινη σκάλα
τα ίδια ακριβώς σκαλοπάτια προς τα κάτου
πηγάδια πάνου πηγάδια κάτου κλεισμένα, φουρνέλο, φιτίλι,
μπαμ δεν ακούστηκε τίποτα
η αρκούδα νύχτα περπατούσε στο δάσος σπάζοντας τα δέντρα
η αρκούδα ιστορία. Τι όνειρα κάναμε —   
όνειρα με τη σέσουλα. Τι κορμιά πέσανε —

Όλα τα δαγκωμένα μήλα στρωμένα καταγής τής μεγάλης εξορίας
μισή ώρα περίπατο με άδεια πίσω απ' το συρματόπλεγμα
σκοντάφτεις στα μήλα, φυλάγεσαι μην τσακιστείς∙
φυλάγεσαι; — λάθος ∙ τσακίζεσαι; — λάθος∙
φυλάγεσαι απ' το λάθος; φυλακίζεσαι; δε φυλακίζεσαι; — λάθος∙
άιντετε ωρέ με τα λάθη σας με τα λάθη τους με τα λάθη μας,
εδώ θα μείνουμε ωρέ;

Πού 'ναι το τύμπανο το τύμπανο ωρέ με το γδαρμένο πετσί τής Ηλέκτρας;
   
[...]

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Το δίχτυ (απόσπασμα)
Post by: and33 on 19 Dec, 2009, 17:32:32
[Από τη σειρά Το δίχτυ (1970)]

Γιάννης Ρίτσος, Το δίχτυ (απόσπασμα)

[...]

Έτσι, λοιπόν,
αυτός,
μόνος, μοναδικός, μονήρης,
άδειος,
πλήρης,
αποκλεισμένος, εξαναγκασμένος
αντίστροφα ελεύθερος —
                                   Αυτός,
ρίχνοντας το μεγάλο δίχτυ
βαθιά, βαθιά,
στο πιο κατακόρυφο μέρος τής νύχτας, ανεβάζοντας
ως τη στάθμη των μυστικών νερών,
ως τη στάθμη τής σιδερένιας κλίνης,
τη γυμνή γυναίκα
το γυμνόν άντρα
σμιγμένους σ' ένα σώμα,
στο δικό του το σώμα,
λάμποντας όλος,
λάμποντας όλοι,
λάμποντας όλα
με τα δικά του τα μάτια —

Δεν μπορεί να τα κλείσει,
δεν μπορεί να πεθάνει,
γιατί ή γυναίκα φορούσε
στο μικρό δάχτυλο του αριστερού ποδιού της
ένα λεπτό δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα,
γιατί ο άντρας φορούσε
ολόγυρα στη μέση του
τρεις γύρους
το σκοινί απ' το κατάρτι τού Οδυσσέα —
η μια του άκρη κρεμόταν στο μηρό του.
Αυτό ήθελε να πει
Τίποτε' άλλο.

Κ' έλεγε : φτάνει.

Κι αυτό ακριβώς δικαιολογούσε τη μεγάλη λάμψη παρ' όλα τα κακά συμβάντα
τα σημερνά
τα  χτεσινά         
τ' αυριανά,
με τούς φρουρούς εντειχισμένους στις εφτά πύλες των Θηβών
με τα σπίτια μετέωρα στα βίντζια,
με τις Μυκήνες βουλιαγμένες στις πέτρες.

Τις χρυσές προσωπίδες τις κατέβαζαν, νύχτα,
από την πίσω σιδερένια σκάλα της υπηρεσίας
σε σχήμα σκουριασμένης σπείρας.
Τ' αστέρια κοίταζαν άλλου.

Κι αυτός
συντροφευμένος, ασυντρόφιαστος πάντα, επικοινωνώντας
(διά μέσου της κοινής μοναξιάς μας — έλεγε)
μ' αυτούς πού ανάστησε,
μ' αυτούς πού είχαν πνιγεί
στον ουρανό ή στη θάλασσα ή στο χώμα —
γιατί, βέβαια, όλοι
είχαν πνιγεί
κι αυτός μαζί,
και, βέβαια, όλοι
κι αυτός μαζί
χρειάζονταν μιαν ανάσταση,
το ίδιο και τα κουμπιά τού σακακιού τους,
το ίδιο και το σταχτοδοχείο κ' η λάμπα τους,
κι ο καπνός τού τσιγάρου τους.

Κ  ίσως γι' αυτό
κανένας δεν πεθαίνει
μέσα στην ποίηση —
μήτε το μπρίκι πού ψήναμε καφέ
Ιούλιος μήνας στο πευκόφυτο της Καλαυρίας
ανάβοντας μικρές ευωδιαστές φωτιές με ξερό θρούμπι

Έτσι,
με το 'να χέρι του στα φρύδια να σκιάζει τα μάτια, αγναντεύοντας
τα βενζινόπλοια πού αρμένιζαν στον Ελλήσποντο,
με τ' άλλο βυθισμένο στην τσέπη του,
σφίγγοντας τα κλειδιά του
ζεσταμένα απ’ το ίδιο του το σώμα.

Καλημέρα, — είπε.
Κι ο άλλος (παράξενο) αποκρίθηκε,
μακριά, απ' το καράβι,
κι ο άλλος απ' το άλλο καράβι,
πιο πέρα :

Καλημέρα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας
Post by: and33 on 19 Dec, 2009, 18:13:14
Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

1. Αναβάφτιση      

Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες

2. Κουβέντα με ένα λουλούδι    

Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

3. Καρτέρεμα    

Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ" και βγαίνει φύλλο λεύκας

4. Λαός    

Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια

5. Μνημόσυνο    

Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει

6. Αυγή    

Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ' ανώφλι της πατρίδας

7. Δε φτάνει    

Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι

8. Πράσινη μέρα      

Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό-γιαλό βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι

9. Συλλείτουργο      

Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ' αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο

10. Το νερό      

Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα

11. Το κυκλάμινο      

Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ' αρχίσεις το τραγούδι

12. Λιγνά κορίτσια      

Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ - το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του

13. Τ' άσπρο ξωκλήσι    

Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη

14. Επιτύμβιο    

Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους

15. Εδώ το φως      

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε

16. Το χτίσιμο      

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που 'ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι

17. Ο ταμένος    

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του

Και άπα στην πέτρα τής σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος

18. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις      

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο

Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Γκραγκάντα (4)
Post by: and33 on 20 Dec, 2009, 14:11:54
[Από τη σειρά Γκραγκάντα (1972)]

Γιάννης Ρίτσος, Γκραγκάντα


4.

Πώς έγιναν — είπε — με τον καιρό για σένα οι άνθρωποι —
ύποπτοι, μακρινοί ψηφοφόροι σ' ένα αόριστο μέλλον,
αυτό μονάχα∙ κι ούτε αυτό∙ ούτε ψηφοφόροι∙
και τότε ακόμη που μπορούσες να πιστέψεις
στο ελάχιστο άχυρο φυλαγμένο στη μασκάλη τού πελαργού,
μονάχα ψηφοφόροι∙ κι ούτε∙ — χαμένοι κ' οι ψήφοι.

Αυτό που στέκεται όρθιο, αυτό που κρέμεται ανάποδα,
το ανάποδο κεφάλι, το ανάποδο ποτήρι,
γρατζούνισμα στο τζάμι με το νύχι τού γέρου,
βαριά φορτία χωρίς βάρος —
τα τελευταία σαλιγκάρια ανηφορίζουν τον απέναντι τοίχο
πάνω ακριβώς απ' τη φωνή τού γαλατά σ' ώρα απογεύματος
κ' ή γριά τυλίγει με τις κομμένες κλωστές από παλιά ραψίματα
ένα δικό της άστρο, μιαν αράχνη ή το στεγνό τζιτζίκι∙

Έχουν ακόμη πόδια τα όνειρα — λέει — τ' ακούς στο πάνω πάτωμα
με το μεγάλο καναπέ παρατημένο σαν καράβι στη μέση τής νύχτας,
αναποδογυρίζεις το σιδερένιο κουτί, πέφτουν τα κουμπιά, κυλάνε,
όλα γίνονται κατά λάθος, αναγνωρίζονται κατά λάθος, μένουν μισοφτιαγμένα κατά λάθος,
ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ' όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι,
ξυπνούν οι ένοικοι, σκύβουν απ' τα παράθυρα∙ κανείς δεν είναι∙
κανείς δεν είταν ποτέ∙ — τι φοβάσαι; τι έχεις; τι θα χάσεις;
μονάχα η νύχτα μόνη με χιλιάδες αποστρατευμένα κλειδιά
από  βαλίτσες, κασέλες, χρηματοκιβώτια, αποθήκες, φέρετρα, ακατοίκητα σπίτια,
χιλιάδες και χιλιάδες κλειδιά, απεριόριστο πλήθος, απεριόριστοι κρότοι,
αυτό το απεριόριστο που σταματάει τούς ναύτες με τη ράχη γυρισμένη στη βιτρίνα γυναικείων εσώρουχων
κι ο νεκροθάφτης που κατουράει στη μάντρα ξεχνάει να κατουρήσει
σηκώνει το κεφάλι, κοιτάει, στήνει τ' αυτί, αφουγκράζεται
ψάχνει στην τσέπη του για το δικό του κλειδί — δεν το βρίσκει
κι άξαφνα κατεβάζουν απ' το φορτηγό μιαν άγκυρα
την κουβαλάνε οι πέντε δύτες στο διανυκτερεύον φαρμακείο
ο πέμπτος έχει δεμένο στο λαιμό του ένα κόκκινο μαντίλι
ο μέσα γλόμπος είναι πράσινος
το κόκκινο και το πράσινο είναι 1 και 2
αντίθετα, συνεννοημένα, προδοτικά, αυστηρά, ανεξέλεγκτα
1 και 2 ή 1 και 1, δεν ξέρεις ποιο είναι πρώτο,
ποια η άδεια, ποια η απαγόρευση,
και η άδεια: απαγόρευση — παραχωρημένη, προσταγμένη∙

Θυμάσαι το χορτάρι, το αίμα, το ποτάμι, τη συνουσία,
την είσοδο, την έξοδο — ο μεγάλος κόκκινος φαλλός,
η δαγκωμένη γυναίκα, ο νιπτήρας, ο στενός καθρέφτης,
η λεκάνη με το ζεστό νερό που ανέβαζε απ' την ξύλινη σκάλα η άλλη γυναίκα
η τρίτη γυναίκα ήταν πεθαμένη με τα ρούχα της μες στο μπαούλο με ναφθαλίνη
μαζί κ' οι φωτογραφίες της κ' ένα ζευγάρι καφετιά σκαρπίνια,

Τ' αναστημένα ψάρια στριφογύριζαν ψηλά στους φανοστάτες
οι ομπρέλες ήταν αφημένες στη σοφίτα με τη σκισμένη κουρτίνα
η μια γαλότσα με ξεραμένη λάσπη.  Εδώ — είπε –
τα ποντίκια είναι ελεύθερα, κυλούν τις κουβαρίστρες, τρώνε τις καρέκλες∙
εγώ είμαι ψηλός, εσύ κοντός — λέει —
η γη είναι στρογγυλή, το μηδέν στρογγυλό — είπε —
ή ο κύκλος του χορού από κορίτσια με άσπρα φορέματα και γαλάζια μαλλιά∙ —
τι πονηριές μας ξεγελάσανε, πώς αντιστρέψαμε τα πράγματα, τα γάντια καπέλα —
είμαστε όμοιοι λοιπόν, το ίδιο ελεύθεροι — λέει — μες στη φθορά μας
μες στο διαφορετικό μας θάνατο — τον ένα,
αυτός φτερνίζεται, αυτός βήχει, αυτός τραγουδάει,
το ίδιο πεθαίνουμε όλοι
στη σκάφη, στο χρηματιστήριο, στο καμπαναριό, στο ρίζωνα,
πουλιά μου, καράβια μου, σκοινένιες σκάλες μου — είπε —
το ψόφιο σκυλί στο πηγάδι μαζί με το ρολόι τού χεριού μου. Εγώ

μάζεψα πούπουλα απ' τις κότες, απ' τις χήνες, απ' τους αητούς, απ' τα σπουργίτια,
έφτιαξα φτερά, τα δοκίμασα γυμνός μπροστά στον καθρέφτη τού υπνοδωματίου,
τα φόρεσα τις αποκριές, τα φόρεσα στο θέατρο,
έπαιξα τον αγγελιαφόρο, τον άγγελο, τον αρχάγγελο,
κατέβηκα, ανέβηκα πραγματικά, δεμένος με γερό σκοινί απ' τη μέση —
ο θόρυβος απ' τις τροχαλίες σχεδόν δεν ακουγόταν
τις κινήσεις των φτερών καλά τις μιμήθηκα
ολόκληρη την πτήση τη μιμήθηκα πλάι σ' ένα χάρτινο φεγγάρι
με χειροκρότησαν αρκετά — δεν τ' αρνιέμαι — παράπονο δεν έχω —

Γυρίζοντας μόνος με τα πόδια σπίτι μου περασμένα μεσάνυχτα
άκουσα τον ασπιδωτό θόρυβο απ' τα κλειστά σιδηρουργεία
το παλιό φυσερό το 'χαν έξω στο δρόμο, κοντοστάθηκα,
δοκίμασα να παίξω αρμόνιο, εκεί στο δρόμο,
ξέροντας πως η μουσική έχει περάσει ανάμεσα στο πυρωμένο σίδερο
αλλά με κοίταξε η βαμμένη γυναίκα — και δεν έπαιξα —
αυτή είχε δει πως τα φτερά μου είναι ψεύτικα —
απ' την πολλή απελπισία είχε αγγίξει την αδιαφορία εκείνη
που θα μπορούσε να μου το πει κατάμουτρα∙ κ' ήξερε
πως το σκοινί που με σήκωνε απ' τη μέση ήταν το ίδιο σκοινί του κρεμασμένου
δε μίλησε διόλου∙ δε με κοίταξε∙ άπλωσε το χέρι της
και μου 'δωσε λίγα στραγάλια ιδρωμένα απ' τη φούχτα της. «Εγώ
δεν μπορώ — λέει — να τα μασήσω∙ έχω μασέλες».
«Κ' εγώ το ίδιο», της είπα.

                                   Βγάλαμε τις μασέλες μας
και τις κοιτούσαμε στο φεγγάρι∙ κοιταχτήκαμε∙ χαμογελάσαμε
γελάσαμε∙ γελάσαμε πολύ∙ στο Σταθμό σκύβαμε ως κάτω από τα γέλια∙
γελούσε μαζί μας κι ο Σταθμάρχης. Φτάσαμε σπίτι∙ πλαγιάσαμε∙
κάναμε αμίλητοι έρωτα, δεύτερη, τρίτη φορά,
ωραία, βαθιά, απροσποίητα, πιο μέσα απ' το χρόνο, πιο κάτω απ' το θάνατο. Τα χαράματα
ντύθηκε κ' έκανε να φύγει. Μια στιγμή πισωγύρισε,
μου ανέβασε στους ώμους το σεντόνι. «Εγώ το ξέρω — μουρμούρισε στ' αυτί μου —
τα φτερά σου είναι αληθινά∙ μη μου το κρύβεις εμένα∙
το φέρετρο πρέπει να ‘ναι μεγάλο, να χωράει και τα φτερά σου.
Κοιμήσου». Βγήκε απ' την πόρτα,

κ'  η πόρτα ήταν πολύ αποσταμένη όπως η μητρική φωνή «κοιμήσου»
κι όλα ήταν πολύ αποσταμένα. Η αυγή σταχτιά-τριανταφυλλένια χνώτιζε τα τζάμια
και το μικρό μπαλκόνι της Μαρίας με τις τέσσερις γλάστρες
κρεμόταν μες στη φούχτα τ' ουρανού. Στη σκάλα του Ταχυδρομείου θα συναντούσαμε πάλι
κείνη τη γάτα με το ξεθωριασμένο τρίχωμα κολλημένο με την ψαρόκολλα των μοχθηρών παιδιών
την ίδια γάτα, καθισμένη κοντά στη χελώνα, πλάι-πλάι, παρέα οι δυο τους, καταμόναχες,
με τις πολύ μεγαλύτερες, πολύ πιο διάφανες πρωινές σκιές τους
την ώρα που τα βαρέλια μέσα στα υπόγεια αισθάνονται εγκαταλειμμένα απ' όλους
κι ο μαθητευόμενος ξυλουργός περιμένει μπρος στην κλεισμένη πόρτα τού ξυλουργείου
εκεί που ετοιμάζουν τις μεγάλες ντουλάπες με τους εσωτερικούς καθρέφτες
να καθρεφτίζονται στα σκοτεινά τ' άδεια ρούχα, απαλλαγμένα απ' τα σώματα
διατηρώντας τη μυρωδιά τού ιδρώτα και το ύφος τού σώματος
σαν κέλυφος παλιού τζιτζικιού φαγωμένου απ' τα μερμήγκια κι από αόρατα έντομα,
εκεί που φτιάχνουν τα μεγάλα φέρετρα για να χωρούν και τα φτερά σου.

Κι άκουγες κείνα τα στραγάλια να πέφτουν ένα - ένα στο ποτάμι.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Αναβάφτιση)
Post by: wings on 20 Dec, 2009, 14:43:23
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΑΝΑΒΑΦΤΙΣΗ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=su16I7B3RrI)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Αναβάφτιση
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

1. Αναβάφτιση     

Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Κουβέντα μ' ένα λουλούδι)
Post by: wings on 20 Dec, 2009, 14:45:42
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΚΟΥΒΕΝΤΑ Μ' ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=hIxDmqpQaIc)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Κουβέντα μ' ένα λουλούδι
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

2. Κουβέντα με ένα λουλούδι      

Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος, Ημερολόγιο μιας βδομάδας
Post by: and33 on 20 Dec, 2009, 17:51:46
[Από τη σειρά Ημερολόγιο μιας βδομάδας (1973)]

Γιάννης Ρίτσος, Ημερολόγιο μιας βδομάδας

Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 1973

Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, — πώς μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα κ' η παλάμη του ανθρώπου —

17 Νοεμβρίου

Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ' τους πυροβολισμούς∙ πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το  ξύδι —
ποιος θα πει : περιμένω μες απ' το μέσα μαύρο;
μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ' έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο∙ κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ' αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ' τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ' τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς,
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;


Κάλαμος, 18 Νοεμβρίου

Λιόλουστη μέρα∙ Κάλαμος∙ η θάλασσα∙ σπουργίτια στον ελαιώνα∙
κάλεσμα, πρόκληση, κάλλος, μακρινή προδομένη μακαριότητα —
α, εσύ, δραπέτη, λιποτάχτη, κρυμμένε
ανάμεσα στ' αγάλματα, πίσω απ' τ' αγάλματα, μέσα στ' αγάλματα —
αγάλματα κούφια, χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα, —
αρνήσου, αρνήσου, — όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις∙  
το δέντρο, το πουλί, το γαλάζιο, — αμαρτία, αμαρτία. Πώς μπορείτε να  κοιμάστε;
Εσείς ο ίδιος ο έρωτας∙ — κι ο έρωτας  αμαρτία —
Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, παιδιά μας,
πόσες γενιές παιδιά μας, σε αδιαίρετο χρόνο, χωρίς χρόνο,
στα στάχυα και στα σύρματα, στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα,
έρωτές μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας —

Για τίποτ' άλλο να μην έχουμε μάτια, παρά μόνο για σάς. Τίποτ' άλλο.

Ω, ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο,
επάνω από δυο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω.

ΒΡΑΧΟΣ, το μέγα κόκκινο∙ δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα, κ' η δωδέκατη κλεισμένη∙
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο, χτύπημα της πέτρας στην πέτρα —
Μ' ακούς; Άκουσε με. Εγώ σ' ακούω —
δυο σιωπές κάνουν μια φωνή κ' ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι —


Αθήνα, 19 Νοεμβρίου

Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες —
Ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει.

Σκοτωμένοι επιτόπου, μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ' η φωνή τους ακόμη :
αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ' το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα, — πώς μπορείτε λοιπόν, πώς μπορείτε;

20 Νοεμβρίου

Μαζεύαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα. Τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο.
Οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, (στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο). Πλύναν τα ρούχα,
τ' άπλωσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά — μη φανούνε
σαν άλλες σημαίες. Κλειστά νοικοκυριά — το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι —
το αλάτι χυμένο στο δρόμο∙ το ίδιο και τ' αλεύρι. Μες στο ψυγείο
το κόκκινο πουλί μ' όλα του τα φτερά. Απ' το θάνατο αρχίζουμε —
έτσι έλεγε — απ' το θάνατο αρχίζουμε πάλι,
επάνω απ' τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα. Τι να κάνουμε; — είπε.
Θα ξεχαστούμε; Θα ξεχάσουμε πάλι; Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα
ως πάνω στα μάτια. Λίγο-λίγο θα βγάλεις το 'να πόδι
δοκιμάζοντας τον αέρα, τη σιωπή, το σκοτάδι. Αργότερα τα χέρια
τελευταίο το κεφάλι — απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα, τα σπίρτα
και το φως κολλημένο στον τοίχο μια τεράστια κίτρινη αφίσα.

Και μες στους πυροβολισμούς, πάνω απ' το φόβο, πάνω απ' τον πόνο,
πάνω απ' την ένοχη θλιμμένη αλληλεγγύη, — το πρόσωπο εκείνο και το χέρι,
το ένα σώμα κατάχλωμο μες στη γυμνότητά του
πλαγιασμένο ή όρθιο, αφημένο ή τεντωμένο — σώμα ερωτικό
μες στο μοναχικό του απόλυτο. Τα παπούτσια κ' οι κάλτσες στο λουτρό,
τα ρούχα στο πάτωμα, ένα τσιγάρο πνιγμένο στον καπνό του — μνήμες και μνήμες,
πικρά απογεύματα παιδιών∙ η άσπρη κουρτίνα κ' ή σκιά τού χεριού με το μήλο
διαδοχή από ξύλινα αλογάκια με ρόδες ως το ξύλινο της Τροίας
κούφιο μπροστά στην πύλη, πάνοπλο, μ' έναν ξεδοντιασμένο ουρανό στα γυάλινα μάτια
και τ' άλλα τ' άλογα στο δάσος με υψωμένους λαιμούς να κόβουν φύλλα απ' τα ψηλότερα κλωνιά.

Το άσκοπο και το μεγαλείο τής πράξης, η αψήφιστη τόλμη σκέτη πράξη
η στύση τού όμορφου εφήβου πέρα απ' την ιδέα όποιας γέννησης
και κάτω οι καμπάνες σημαίνοντας μια γιορτή χωρίς άγιο.
Μόνη γέννηση.

Ώρα μεγάλη, ώρα σκληρή, ώρα αδειασμένη απ' τη δειλή μακροθυμία των στίχων —
εδώ ό,τι πια θα πει θα ‘ναι το αίμα. Ω, κακόφημη ζωή, ληστεμένη.

21 Νοεμβρίου


Τα κορίτσια πονάνε περισσότερο απ' τ' αγόρια, με τον πόνο
νικάνε το φόβο∙ — είναι οι μικρές μητέρες, έτοιμες κιόλας. Τ' αγόρια
είναι πολύ μονάχα κάτω απ' το χάδι, — φοβούνται,
είναι από μόνα τους μόνα — κάνουν πως χαμογελάνε, κοιτάζουν αλλού,
κάνουν πως δέχονται, λείπουν στα δικά τους, κρυμμένοι
στον ίσκιο τής μεγάλης σημαίας∙ — αυτά δε γκαστρώνονται, δε γεννάνε, φοβούνται,
μονάχα η θέληση τούς μένει∙ — μ' αυτή θα παλέψουν, μ' αυτή θα γίνουν ό,τι γίνουν, ό,τι φτιάξουν
οι πιο λυπημένοι είναι οι ήρωες — κι αυτοί  λείπουν, κρυμμένοι
κάτω απ' την πράξη τους, βαμμένοι με το αίμα τους, — απ' τα πριν πεθαμένοι,
σώζοντας μες στο φόβο το χαμόγελό τους για τούς άλλους. Τα κορίτσια κλαίνε,
ζητούν τυραννικά τον έρωτα των ωραίων νεκρών. Μαζί περνούν την Πύλη
εκείνοι με το στόμα τους σαρκώδες, σφραγισμένο μ  ένα σβηστό τσιγάρο
αυτές με μια τσατσάρα, μ' ένα τσέρκι, με μια σκισμένη κάλτσα
και με μια χάρτινη σημαιούλα  πιεσμένη στα μικρά τους στήθη.

22 Νοεμβρίου

Αργά πού μαλακώνει το μαχαίρι. Αυτός που σωπαίνει
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει, δεν είναι
τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι —
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Το σώμα και το αίμα (XII)
Post by: and33 on 20 Dec, 2009, 23:09:00
Από τη σειρά Το σώμα και το αίμα (1976)]

Γιάννης Ρίτσος, Το σώμα και το αίμα

XII

Αυτό που λέγαν περιληπτικά δόξα ή εξέγερση ή θυσία
μια μέρα τόσο διάφανη σα να μην είχε γίνει τίποτε αξιοκατάκριτο την προηγούμενη νύχτα
λίγο πιο πέρα ακουγόντανε κιόλας τα ζήτω
αλλάζανε χρώματα τα τζάμια το κόκκινο κυριαρχούσε
η μουσική γυρνούσε αλλού ψηλά σκαμνιά μέναν άδεια
τα παράθυρα μεταποιούνταν σε πόρτες έλεγε θα βγω κ' έβγαινε στον ουρανό με μεγάλη ευκολία
προπάντων με πλήρη φυσικότητα ύστερα πάλι
τα παράθυρα γίνονταν παράθυρα
πιο στενά από πριν πιο κλειστά
ύστερα μόνο τοίχος
ύστερα καρφιά, στον τοίχο
άπλυτα πουκάμισα κρεμασμένα στα καρφιά
εδώ θα μείνουμε λοιπόν εδώ θα τριγυρνάμε είχε ρωτήσει
το μόνο που μάζεψε μιαν ανθοδέσμη που έπεσε με θόρυβο στο φως
άσπρα λουλούδια κανένα δεν είχε ξεφύγει απ' το βρεγμένο σπάγκο
φέραν τη γυάλα βγάλαν το χρυσόψαρο ήπιαν το νερό
απ' την απέναντι πολυκατοικία κουνούσαν τις πετσέτες σα να ξεσκόνιζαν μιαν ανύπαρχτη λάμπα
κανένας δεν έχει διόλου διάθεση όταν πέφτει το βράδυ
όπως ένα κομμένο χέρι μέσα στο φευγαλέο προβολέα τής πυροσβεστικής υπηρεσίας
η πολιτεία συνειδητοποιείται στην άκρη του καπνού με τα καμένα δοκάρια
παράξενα κίνητρα δημιουργούν απροσδόκητες καταστάσεις
όπως τα πάμπολλα στεφάνια στα προπύλαια του νεκροταφείου
όπως ένα γυάλινο φέρετρο πού σηκώνεται όρθιο και περπατάει μαζί με τις σημαίες
κι ο νεκρός ανεβαίνει τις κερκίδες τυλιγμένος με καλώδια και ζήτω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Ζ' Τόμος] (1978)
Title: Γιάννης Ρίτσος, Στην οδό που δεν ονομάστηκε «οδός Παζολίνι»
Post by: and33 on 21 Dec, 2009, 10:45:56
[Από τη σειρά Ο κόσμος είναι ένας (1978-1980)]

Γιάννης Ρίτσος, Στην οδό που δεν ονομάστηκε «οδός Παζολίνι»


Πλατύ πρωινό τής Ρώμης που πλαταίνει το σύμφωνο λάμδα  
μες στις φωνές των μικροπωλητών, στα λάστιχα των λεωφορείων,
και στη σιωπή των αγαλμάτων,
Ώχρα σκιασμένη στις ανατολικές προσόψεις
των μαγαζιών και των μεγάρων. Πόρτες και πόρτες
συγκρατούν τα ημικύκλια των ίσκιων σ' ένα κάποτε. Παράξενο, — είπε —
σε μιαν αρχαία πολιτεία, με κόκκινα και κίτρινα σκοτεινά χρώματα,
να υπάρχουνε παιδιά κρατημένα απ' το χέρι της μάνας τους
σ' αυτούς τούς πολυσύχναστους δρόμους, κάτω από αναρίθμητα παράθυρα, εδώ
που ο Παζολίνι σεργιανούσε τις νύχτες του, — Στατσιόνε Tέρμινι, εδώ
που σ' ένα υπαίθριο σανιδένιο κιόσκι ένας χοντρός σύγχρονος Νέρων
πουλούσε στους περιηγητές πολύχρωμα φουλάρια. Αγόρασα ένα κόκκινο
το 'δεσα στο λαιμό μου, και καταμεσής του δρόμου σφύριξα:
Εμπρός της γης οι κολασμένοι, Εμπρός της γης οι κολασμένοι

Από την Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου (2000)  
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Καρτέρεμα)
Post by: wings on 21 Dec, 2009, 12:31:17
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΚΑΡΤΕΡΕΜΑ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=ITYpdg13STk)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Καρτέρεμα
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

3. Καρτέρεμα      

Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ" και βγαίνει φύλλο λεύκας

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος, Επιλογικό
Post by: and33 on 21 Dec, 2009, 18:16:12
(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fimg684.imageshack.us%2Fimg684%2F9379%2Fritsosepilogikoi.jpg&hash=e886599d319765f55fab3813f5604c3bbc88af13)

[Από τη σειρά Τα αρνητικά της σιωπής (1987)] 

Γιάννης Ρίτσος,  Επιλογικό

Να με θυμόσαστε — είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά
ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρινάκι τού αγρού
τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη: Θα 'θελα
ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι τού φεγγαριού να θερίσω
ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω
και να μασώ σπυρί - σπυρί το στάρι με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που αφήνω,
θαυμάζοντας κι  Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό
δεν διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι' αυτό προπάντων θ' άξιζε να με θυμάστε.

Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Λαός)
Post by: wings on 22 Dec, 2009, 00:07:29
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΛΑΟΣ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=KXstB4HOY0I)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Λαός
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

4. Λαός      

Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος. Δευτερόλεπτα (απόσπασμα)
Post by: and33 on 22 Dec, 2009, 09:49:58
[Από τη σειρά Δευτερόλεπτα (1988-1989)] 

Γιάννης Ρίτσος, Δευτερόλεπτα (απόσπασμα)

1

Το βράδυ πέρασε στο δρόμο
ο τυφλός γέρος.
Κρατούσε μια μαργαρίτα —
το τελευταίο μου επιχείρημα.

2

Κι η τεφροδόχος κάποτε,
την ώρα που πέφτει το δείλι,
κοιτιέται στον καθρέφτη.
Τα πρόσωπα ροδίζουν.

3

Στο κέντρο της αίθουσας
ένα μεγάλο τραπέζι
πάνω του η άδεια θήκη
ενός βιολοντσέλου.
Θυμάσαι;

4

Καθώς κατέβαινε απ' τη σκάλα
έπεσε απ' τα μαλλιά της
ένα τριαντάφυλλο.
Δεν το σήκωσα.

5

Καλύτερα, λοιπόν, να σωπάσεις
Αν έλεγες «αύριο»,
θα 'λεγες ψέματα.
Η νύχτα δε σε κρύβει.

6

Σφυρίγματα πλοίων διασταυρώνονται
με καμπανοκρουσίες. Τα καράβια
βγήκανε στη στεριά. Οι εκκλησίες
μπήκαν στη θάλασσα. Κι ένα σκυλί
γαβγίζει καταμόναχο μες στο φεγγάρι.

7


Εφέτος τα ηλιοτρόπια
δε στρέφουν προς το μέρος του ήλιου,
σκυφτά κοιτούν το στεγνό χώμα.

8

Τι να σκέφτονται τάχα τα πουλιά
αρχές φθινοπώρου
όταν το χειραμάξι τού κήπου
με τις άδειες γλάστρες
προσηλώνεται στη σκιά του
κι οι γυμνές πέτρες
έχουν τον πρώτο λόγο;

9


Ένα άσπρο πούπουλο
διαβατικού πουλιού
έπεσε στ' αγκάθια —
ένας κόσμος ελάχιστος,
ολόκληρος ο κόσμος.
   
10

Έφυγαν άλλοι με βαπόρια,
άλλοι με τραίνα.
Έμεινε η γριά με τη ρόκα της
και με μια στάμνα.
Ο χάρτης στον τοίχο μένει άδειος.

11

Ψάχναν με λαδοφάναρα όλη νύχτα.
Άφησαν στο λιμάνι τους πνιγμένους.
Φόρτωσαν στο καράβι  τ' άλογα.
Το μεγάλο ρολόι τού Τελωνείου
δεν έχει δείχτες.

12

Οι χτεσινοί στρατιώτες γέρασαν.
Λίγο- λίγο πεθαίνουν κι οι λέξεις.
Πάνω στο τραπέζι
ένα αυγό καταμόναχο.

13

Πέτρες ζωγραφισμένες.
Ωραίες μορφές, ωραία σώματα.
Δε σε συγκινούν.
Ένα τσιγάρο μόνο του καίγεται στο σταχτοδοχείο -
καπνός στη στέγη μιας χαμένης Ιθάκης,
κι η Πηνελόπη, μπροστά στον αργαλειό της,
νεκρή.

14

Τα πιο πολλά χρυσά σου νομίσματα
τα 'κρυψες στις οπές του τοίχου.
Όταν θα γκρεμιστεί το σπίτι
ίσως τα βρουν.

15

Άνθισαν πάλι τα τριαντάφυλλα πολύχρωμα.
Λευκές πεταλούδες τα επισκέπτονται.
Γιατί, λοιπόν, θα πρέπει να πεθάνουμε;

16

Τον πνιγμένο τον ξάπλωσαν στην προκυμαία.
Νέος ωραίος, ολόγυμνος.
Στ' αριστερό του χέρι, το ρολόι
δουλεύει ακόμα.

17

Κάποτε, ακόμη και τώρα, τις νύχτες,
ένα αηδόνι μού υπαγορεύει
να πω και πάλι «ναι»

18

Αν δεν υπήρχε ο θάνατος,
ποιος γλύπτης, ποιος ποιητής θα δούλευε
για την αθανασία.

19

Ασάλευτο, αυστηρό σκοτάδι
υπογραμμίζει το άστρο.
Α, εσύ, πονηρέ μου.

20

Αν σου 'πα ψέματα, δεν ήταν
για να σε ξεγελάσω.
Ήταν για να σε προστατέψω
απ' τον ίσκιο σου.

21

Όλα του τα χρυσά μετάλλια
κρεμασμένα στους τοίχους.
Κι αυτός, κάτω απ' το χώμα,
μόνο με δυο χρυσές κι ολόγυμνες
οδοντοστοιχίες.

22

Ποιος άφησε αυτό το λουλούδι
πλάι στο τσιγάρο μου;
Ίσως για να πιστέψω.

23

Άνοιξε ή πόρτα μόνη της.
Κανείς δεν ήταν.

[...]

Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Μνημόσυνο)
Post by: wings on 22 Dec, 2009, 12:21:49
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=DTDMSBCeQJM)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Μνημόσυνο
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

5. Μνημόσυνο      

Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος, Το τελευταίο καλοκαίρι
Post by: and33 on 22 Dec, 2009, 15:08:43
(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fimg269.imageshack.us%2Fimg269%2F5533%2Fkalokairi1.jpg&hash=8d2919ad4725b557aff51506f0c5dffb2a8ab793)  (https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fimg269.imageshack.us%2Fimg269%2F5533%2Fkalokairi1.jpg&hash=8d2919ad4725b557aff51506f0c5dffb2a8ab793)

[Από τη σειρά Σφυρίγματα πλοίων (1989)]

Γιάννης Ρίτσος, Το τελευταίο καλοκαίρι

Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες — τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ' ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο.

Καρλόβασι, 3.IX.89

Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
Title: Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Σημείωμα στην έκδοση «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα»
Post by: wings on 22 Dec, 2009, 16:35:39
Απόσπασμα από το σημείωμα στην έκδοση «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα» (από την Αικατερίνη Μακρυνικόλα)

… Το καλοκαίρι του 1989, ό Ρίτσος μιλούσε συχνά για μια νέα σειρά ποιημάτων που είχε αρχίσει να γράφει στο Καρλόβασι με τίτλο «Σφυρίγματα πλοίων». Βρέθηκε η πρώτη γραφή τους, η οποία, αν λάβουμε υπόψη τις ημερομηνίες — 2 Ιουλίου έως 3 Σεπτεμβρίου 1989 — , κατά πάσαν πιθανότητα είναι και η μόνη. Επομένως, αν και από τη συγκρότηση των ποιημάτων η σειρά φαίνεται ολοκληρωμένη, πρέπει να την θεωρούμε ημιτελή ως προς την τελική της μορφή, γι' αυτό και δεν την συμπεριέλαβα στον κατάλογο των έργων που ήταν έτοιμα για έκδοση, …

Άγνωστο με ποια σειρά ο ποιητής σκόπευε να παρουσιάσει το σύνολο αυτής της παραγωγής, ποια ποιήματα θα κυκλοφορούσαν σε αυτοτελείς εκδόσεις και ποια θα εντάσσονταν κατ' ευθείαν στους τόμους.

Την ευθύνη της απόφασης να εκδοθούν εκτός σειράς αυτές οι τέσσερις ποιητικές συλλογές και το ποίημα «Το τελευταίο καλοκαίρι» από τα «Σφυρίγματα πλοίων» την μοιράστηκα με τη Χρύσα Προκοπάκη. Πρόθεση μας ήταν να παρουσιάσουμε έναν τιμητικό τόμο στην πρώτη επέτειο του θανάτου του ποιητή με τα τελευταία έργα του, που έχουν θεματική ενότητα κι ένα χαρακτήρα υποθήκης στους επερχόμενους. Ο τίτλος του τόμου, δανεισμένος από μία από τις συλλογές, είναι βέβαια δική μας επιλογή…
Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Αυγή)
Post by: wings on 22 Dec, 2009, 19:33:29
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS ΒΙΣΣΗ VISSI " ΑΥΓΗ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=8Uy7p3_0jyo)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Αυγή
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & Άννα Βίσση / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

6. Αυγή      

Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ' ανώφλι της πατρίδας

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Δε φτάνει)
Post by: wings on 23 Dec, 2009, 11:01:28
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=7tvmDY1aC7k)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Δε φτάνει
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & χορωδία / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

7. Δε φτάνει      

Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Πράσινη μέρα)
Post by: wings on 23 Dec, 2009, 19:17:04
ΒΙΣΣΗ VISSI ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΠΡΑΣΙΝΗ ΜΕΡΑ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=q7hmw6qEYcg)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Πράσινη μέρα
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & Άννα Βίσση / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

8. Πράσινη μέρα     

Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό-γιαλό βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Συλλείτουργο & Το νερό)
Post by: wings on 23 Dec, 2009, 21:18:46
Μαρία Φαραντούρη - Συλλείτουργο & Το νερό (live - 1974) - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=SMiFs_2GkdA)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Συλλείτουργο & Το νερό
(τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη, μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης /
από το ντοκιμαντέρ Τραγούδια της φωτιάς του Νίκου Κούνδουρου (1975))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

9. Συλλείτουργο     

Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ' αλώνι τής πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο

10. Το νερό     

Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Το κυκλάμινο)
Post by: wings on 24 Dec, 2009, 12:37:20
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΤΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=x7QIDP8x1cQ)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Το κυκλάμινο
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))

Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

11. Το κυκλάμινο     

Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ' αρχίσεις το τραγούδι

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Λιγνά κορίτσια)
Post by: wings on 24 Dec, 2009, 19:23:49
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS ΒΙΣΣΗ VISSI " ΛΙΓΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=XVgUg26qxLw)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Λιγνά κορίτσια
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας & Άννα Βίσση / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))

Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

12. Λιγνά κορίτσια     

Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ - το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας
Post by: wings on 26 Dec, 2009, 15:04:59
https://www.youtube.com/watch?v=Mt6B620M_zo

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Τ' άσπρο ξωκλήσι, Επιτύμβιο, Εδώ το φως, Το χτίσιμο
(Ωδείο Ηρώδου τού Αττικού, Ιούνιος 2009 με τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» και τους: Νένα Βενετσάνου, Καλλιόπη Βέττα, Τεό Λαζάρου, Δημήτρη Μπάση, Αλέξανδρο Χατζή)

Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

13. Τ' άσπρο ξωκλήσι      

Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη

14. Επιτύμβιο      

Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους

15. Εδώ το φως      

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε

16. Το χτίσιμο     

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που ‘ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Επιτύμβιο)
Post by: wings on 27 Dec, 2009, 15:23:54
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=EUDw_xpqVW4)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Επιτύμβιο
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))


Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

14. Επιτύμβιο      

Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Εδώ το φως)
Post by: wings on 28 Dec, 2009, 11:46:13
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΕΔΩ ΤΟ ΦΩΣ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=r8hliBm-TSc)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Εδώ το φως
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))

Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

15. Εδώ το φως      

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Το χτίσιμο)
Post by: wings on 29 Dec, 2009, 22:39:27
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=dkseD68KAdk)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Το χτίσιμο
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))

Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

16. Το χτίσιμο     

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που 'ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Ο ταμένος)
Post by: wings on 30 Dec, 2009, 15:21:00
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " Ο ΤΑΜΕΝΟΣ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=PFVo-0JDBDI)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Ο ταμένος
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))

Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

17. Ο ταμένος      

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του

Και άπα στην πέτρα τής σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις)
Post by: wings on 31 Dec, 2009, 19:17:05
ΝΤΑΛΑΡΑΣ DALARAS " ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΜΗΝ ΤΗΝ ΚΛΑΙΣ " 1974 - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=noYNcSW-9Tc)

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις
(τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας / δίσκος: 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1974))

Γιάννης Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

18. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις     

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο

Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Από τη συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973)

Title: Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) - Ο ποιητής της Ρωμηοσύνης
Post by: wings on 01 Jan, 2010, 14:30:37
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) - Ὁ ποιητὴς τῆς Ῥωμηοσύνης

(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fwww.phys.uoa.gr%2F%7Enektar%2Farts%2Ftributes%2Fgiannhs_ritsos%2Fritsos2.jpg&hash=cabc62f120b818512817ff01ebbeb4ee959e8ef0)

Τεράστιο σὲ ποσότητα καὶ πολὺ σημαντικό σε ποιότητα εἶναι τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου μας ποιητῆ Γιάννη Ρίτσου. Θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους ἐκπροσώπους τῆς νεότερης ἑλληνικῆς ποίησης. Πάνω ἀπὸ ἑκατὸ ποιητικὲς συλλογὲς καὶ συνθέσεις, ἐννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τὰ ὀνομάζει), τέσσερα θεατρικά, ὅπως καὶ μελέτες γιὰ ὁμοτέχνους συγκροτοῦν τὸ κύριο σῶμα τοῦ ἔργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα καὶ ἄλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν τὴν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένεια τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.


Πηγή: http://www.phys.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/giannhs_ritsos/index.htm
Title: Ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει τον επίλογο από τη συλλογή «Τρακτέρ»
Post by: wings on 01 Jan, 2010, 14:33:23
O Γιάννης Ρίτσος διαβάζει τον "Επίλογο" - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=VIHiJCWAQqQ)

(από το αρχείο Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη)

Επίλογος

Έτοιμη λάμπει η πολύχρωμη κ' έμψυχη εικών
και την κρεμάω στης Ελλάδας το μούχλιο ντουβάρι
στη μυωπία την προσφέρω αφελών κριτικών
να κοιταχτούν σιωπηλοί και οι κουτοί και οι βαρβάροι.
Μια κοινωνία που σάπισε στον ξεπεσμό
και που βρωμάει το λεπρό της κορμί σαν ψοφίμι
θα με ίδει εχθρό, μα το στήθος μου εγώ θα κοσμώ
με τις βρισιές της: επαίνους, τη μούντζα της: φήμη".
Οι ποντικοί που κοιμούνται στο φως νηστικοί
θα ξεμυτίσουν για λεία καθώς θα μουχρώνει
μα είναι από μέταλλο ο στίχος μου λάμψη και αλκή
και σπουν τα δόντια τους πάνω του ακόμα και οι χρόνοι.

Από τη συλλογή Τρακτέρ (1930)
Title: Επιστολή του Γιάννη Ρίτσου προς τον Jacques Lacarrière (16 Σεπτεμβρίου 1972)
Post by: Frederique on 21 May, 2010, 16:18:03
Επιστολή του Γιάννη Ρίτσου προς τον Jacques Lacarrière (16 Σεπτεμβρίου 1972)

Αντιγράφω από το Jacques Lacarrière, «Dictionnaire amoureux de la Grèce», Editions Plon, pages: 443-444

« […]Son pays, Ritsos l’aimait passionnément, je dirai presque religieusement. D’un amour qui allait bien au-delà d’un attachement patriotique.[…]
[επιστολή]

C’est toute l’essence et la substance de la Grèce qu’il aimait, une Grèce sensible et sensuelle où passé et présent sont les deux rives bordant un fleuve unique d’histoire et de légende.[...]»
Title: Γιάννης Ρίτσος, Σάρκινος Λόγος
Post by: crystal on 16 Oct, 2013, 13:04:06
Γιάννης Ρίτσος, Σάρκινος Λόγος

Γιάννης Ρίτσος - Σάρκινος Λόγος - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=qrFeFDRnmxw)
Μουσική και τραγούδι Ηλίας Στέργιος

Ι.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.

Ἀθήνα 18.11.80

Από τη συλλογή Τα ερωτικά (1981)

Πηγή: Γιάννης Ρίτσος - Τα ερωτικά (http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/giannhs_ritsos/ta_erwtika.htm)
Title: Re: Γιάννης Ρίτσος
Post by: dimace on 24 Nov, 2013, 13:40:59
Εξαιρετική η παρουσίαση για τον ποιητή της ρωμιοσύνης. Αυτό που ίσως λείπει - είμαι σίγουρος πως κάποτε τον είχα δει ή ακούσει - είναι ο Κατράκης να απαγγέλει Ρίτσο. (φυσικά μπορεί να τον έχετε κάπου αλλού. Είναι πολύ πλούσιο σε θεματολογία το φόρουμ και δεν το έχω ψάξει πλήρως...)

*Αλήθεια, τι σχέση έχει η δολοφονία του ναζί αξιωματικού, με το αντικείμενο του παρόντος;
Title: Re: Γιάννης Ρίτσος
Post by: wings on 24 Nov, 2013, 16:33:12
Η δολοφονία του αξιωματικού των ναζί έχει σχέση με την ισοπέδωση του Λίντιτσε για την οποία έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος το ποίημα «Ο τελευταίος κι ο πρώτος τού Λίντιτσε (Δεν ήθελα να θυμάμαι...) (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=34211.msg190727#msg190727)» που προηγείται της επεξηγηματικής παράθεσης πληροφοριών για το Λίντιτσε. Δεν μπορούν να ξέρουν όλοι κάθε λεπτομέρεια της παγκόσμιας ιστορίας και συχνά οι επεξηγήσεις είναι απολύτως αναγκαίες.

Η παρουσίαση του έργου του Ρίτσου είχε συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης, όπως θα δεις στη συζήτηση με θέμα Το Translatum τιμά τον Γιάννη Ρίτσο! (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=35039.0), μια και το 2009 ήταν έτος Γιάννη Ρίτσου.

Τον Κατράκη δεν τον θυμάμαι να διαβάζει Ρίτσο γιατί συνήθως στους δίσκους και στις συναυλίες συμμετείχε ο ίδιος ο ποιητής. Ωστόσο, αν βρεις σχετικό υλικό, μπορείς να μας το φέρεις εδώ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν κρίνω ότι μας λείπει το εν λόγω υλικό. Όταν παρουσιάζουμε έναν ποιητή που έγραψε πάνω από 3.000 ποιήματα, τον πρώτο λόγο έχουν αυτά καθαυτά τα γραπτά του. Αυτό που θεωρώ παράλειψη είναι η απουσία δειγμάτων της ζωγραφικής του Γιάννη Ρίτσου. Αν κάποια στιγμή ευκαιρήσω, θα προσπαθήσω να τα βρω.
Title: Re: Γιάννης Ρίτσος
Post by: dimace on 24 Nov, 2013, 16:59:54
Δίκιο έχετε. Υπάρχει και μια ταινία για το γεγονός (Τσέχικη). Υπάρχει όμως και μια χολυγουντιανή, για τη δολοφονία του αξιωματικού, με γνωστούς πρωταγωνιστές, ο τίτλος της οποίας μου διαφεύγει.

Title: Re: Γιάννης Ρίτσος
Post by: wings on 24 Nov, 2013, 17:02:16
Ναι, αλλά ο Σπύρος κι εγώ προτιμούμε να μην ανοίγουμε συζητήσεις για γλωσσικά θέματα κάτω από τα γραπτά σπουδαίων ποιητών. Δόξα τω θεώ, έχουμε πάμπολλες γλωσσικές ενότητες για τα ζητήματα αυτά.
Title: Re: Γιάννης Ρίτσος
Post by: spiros on 10 Apr, 2015, 12:47:35
[Από τη σειρά Εαρινή συμφωνία (1937-1938)]

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή συμφωνία

Ι


Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ' τα χείλη των παιδιών
απ' την άγνοια των χελιδονιών
απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που 'χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που 'χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου
τι θα 'τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)
Title: Re: Γιάννης Ρίτσος
Post by: spiros on 20 Feb, 2018, 15:19:43


Γιάννης Ρίτσος, Μονοβασιά

Ο βράχος. Τιποτ’ άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδερόπετρα.
Πάνοπλη Θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία.
Έξω απ’ την πύλη του Ελκομένου πορφυρό πορφυρό μέσα στο μαύρο.
Οι γριές με τα καζάνια τους λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους
απ’ τις σαράντα τέσσερις βυζαντινές καμάρες.
Ο ήλιος αμείλιχτος φίλος με το δόρυ του κατάντικρυ στα τείχη
και ο θάνατος απόκληρος μέσα σ’ αυτή την τεράστια φωταψία
όπου οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους
με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας
σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα.
Τα τσακμάκια τους κροτούν στην κόψη της παλάμης τους, σπιθοβολούν. Εγώ – είπε –
θ’ ανέβω πιο ψηλά, πάνω από τη μαλακή συνέχεια, πατώντας
στον τρούλο της μεγάλης υποβρύχιας εκκλησίας με τα’ αναμμένα μανουάλια.
Εγώ με το γαλάζιο κόκαλο, το κόκκινο φτερό και τα κάτασπρα δόντια.

[Μονοβασιά 28.9.74]