Κούλα Αδαλόγλου: Αφήγηση δεύτερη (IV)
[Ενότητα Αφήγηση δεύτερη]
IV
Από εκείνη τη μέρα
να, κάτι σαν ζέστη είχε καθίσει πάνω στους ανθρώπους,
άντρες και γυναίκες, και
μαλάκωνε τις ψυχές τους.
Αρκετοί, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν τον λόγο,
έδιναν στα παιδιά τους το όνομα «Νικηφόρος».
Άλλοι έγραφαν κάτι περίεργες επιστολές, ανορθόγραφες
και ασύνταχτες πολλές φορές,
με μια δύναμη όμως εξαιρετική,
και ζητούσαν ειρήνη και ανθρωπιά.
Άλλοι πάλι εκδήλωναν ξαφνικό ενδιαφέρον
για ανθρώπους σε χώρες μακρινές, σχεδόν άγνωστες,
μερικοί μάλιστα έφευγαν να βοηθήσουν.
Και άλλοι, με ένα θάρρος που ποτέ πριν δεν είχαν,
μάζευαν γύρω τους τον κόσμο σε μικρές και σε μεγάλες πόλεις
και τους μιλούσαν. Τα λόγια τους
φθόγγοι δωρικοί
φθόγγοι αιολικοί και ιωνικοί.
Έτσι, εκείνοι που είδαν τον ήλιο της 21ης Ιουνίου
μάθαιναν στους άλλους να βάζουν στο παιχνίδι
τους δικούς τους δίκαιους όρους
– κύματα κύματα η φωνή μου
και πού θα φτάσει
ένα βινύλιο η ψυχή μου
τρέμω μη σπάσει...
Από τη συλλογή Μαθητεία στην αναμονή (2001)