Translation - Μετάφραση

Favourite texts, movies, lyrics, quotations, recipes => Favourite Poetry => Favourite Music and Lyrics => Poetry of Thessaloniki => Topic started by: wings on 03 Apr, 2007, 15:01:27

Title: Γιώργος Καφταντζής
Post by: wings on 03 Apr, 2007, 15:01:27
Γιώργος Καφταντζής (1920-1998)

(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fwww.serrelib.gr%2Fimages%2Fserraioi%2Fk3.jpg&hash=92917aab5e2864a7f09fe8034f017ba43b1f4e37)

Γεννήθηκε στην Ηράκλεια Σερρών το 1920 και δικηγόρησε στις Σέρρες. Πήρε μέρος στη μάχη της Κρήτης, όπου αναφέρεται το μυθιστόρημά του «Δώδεκα μέρες» (1955 ) και στην Εθνική Αντίσταση ως κορυφαίο στέλεχος της ΕΠΟΝ (Μαλέας). Έζησε στις Σέρρες, την αγαπημένη του πόλη, όπου και πέθανε στις 12 Μαρτίου 1998, αφήνοντας πλούσιο λογοτεχνικό και ιστορικό έργο.

Ποιητικές συλλογές:
«Τα μοιρολόγια της Ιωάννας», 1940
«Ουράνια στάχυα», 1952
«Το πανηγύρι της φωτιάς (Αναστενάρια)», 1959
«Δύσκολες χρονιές», 1959
«Η μπαλάντα του φεγγαριού», 1961
«Αναθήματα», 1966
«Ελεγείες», 1971
«Νίκος Μπελογιάννης», 1977
«Τα παραλειπόμενα», 1985
«Τα ποιήματα 1940-1987» (συγκεντρωτική έκδοση), 1988
«Περίπλους», 1991
«Το πόδι του παγονιού», 1992

Πεζογραφία:
«Ματωμένη γη» (νουβέλα), 1947
«Δώδεκα μέρες» (μυθιστόρημα), 1955
«Τα διηγήματα Α'», 1991

Ιστορία:
«Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφερείας της» (3 τόμοι) - 1967, 1972 & 1996
«Φυλές της περιφέρειας Σερρών», 1969
«Σερραϊκή προσωπογραφία», 1972
«Ιστορία της Ηράκλειας Ν. Σερρών», 1973
«Τα δημοτικά τραγούδια του Ν. Σερρών» (ανθολογία), 1978
«Η σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυναδινού», 1982
«Το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον καιρό της Κατοχής», 1983
«Οι Σέρρες άλλοτε και τώρα» (αφιέρωμα), 1985
«Τα νομίσματα της αρχαίας Αμφίπολης», 1989
«Θέατρο στα βουνά της Δ. Μακεδονίας τον καιρό της Κατοχής», 1990
«Ορφέας Σερρών 1905-1991», 1991

Θέατρο:
«Ό,τι θέλει ο λαός» (επιθεώρηση), 1944
«Εαμική παρέλαση» (επιθεώρηση), 1945
«Η Ελληνίδα ψηφίζει» (επιθεώρηση), 1953
«Σερραϊκές τρέλες» (επιθεώρηση), 1950
«Η προίκα» (μονόπρακτο), 1960
«Το πηγάδι» (μονόπρακτο), 1978
«Ο βασιλιάς και το σκουλήκι» (μονόπρακτο), 1978
«Το φονικό» (μονόπρακτο), 1979
«Η πύλη» (μονόπρακτο), 1990
«Ο λαβύρινθος» (δίπρακτο), 1992

[Πηγή για τη φωτογραφία, το βιογραφικό και την εργογραφία: δημόσια βιβλιοθήκη Σερρών (http://www.serrelib.gr/kaftantzis2.htm)]

Ανθολογημένα ποιήματα:


[ Επιστροφή στο ευρετήριο της ανθολογίας «Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα» (https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=9084.0) ]
Title: Γιώργος Καφταντζής, Ultima ratio
Post by: wings on 30 Aug, 2008, 21:44:14
Γιώργος Καφταντζής, Ultima ratio

Νωχελικές σκιές, βαθύφωνο φεγγάρι
και λαξευτό χαμόγελο ιώδες, γαλάζιο βυσσινί
στα μάτια τους πηγμένη νύχτα
στα χείλη λέξεις που μιμούνται λέξεις
η πόρτα κλειδωμένη πίσω τους.
Δε σας ακούω
διπλασιάστε τη φωνή σας
ίσως να φταίει ο θόρυβος του κόσμου
ίσως η αστρική σκόνη να στούπωσε το λαρύγγι σας
Ποιητικά Ρόδα της αδιάκοπης ηλιοφάνειας
άγρια τραγούδια, ζυγιασμένες προτροπές
τελευταίο επιχείρημα ο θάνατος.
 
Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Εικοσιτρείς εκτελέσεις (Ενδέκατη)
Post by: wings on 03 Dec, 2008, 18:38:18
Γιώργος Καφταντζής, Εικοσιτρείς εκτελέσεις

Ενδέκατη


Ο πέμπτος μελλοθάνατος
ένας τοσοδά κοντούλης
ανθρωπάκος
με κοιλίτσα
συλληφθείς τυχαίως
άδικα προσπαθούσε
να καταλάβει
αυτά που διάβαζαν
ένας Γερμανός αξιωματικός
και ο παπάς.
Πολύ περισσότερο
για ποια αιτία
ο επί κεφαλής
σηκώνοντας ένα σπαθί
τσίριξε
και η φωνή του
χύθηκε
σαν παγωμένο νερό
σ’ αναμμένο μαγκάλι με κάρβουνα
«Επί σκοπόν!
Έτοιμοι!
Πυρ!»
Τότε
σχεδόν χάραζε
και ο ανθρωπάκος
χωρίς κίνηση
χωρίς ήχο
δηλαδή τα «ζήτω η λευτεριά»
και τα τοιαύτα
έπεσε
αρχίζοντας αμέσως
να σκουριάζει.
Όταν έφεξε καλά
ο ανθρωπάκος
ήταν
ένας σπασμένος κοριός
στο άσπρο πουκάμισο
του Γενάρη.
 
Από τη συλλογή Αναθήματα (1966)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Εικοσιτρείς εκτελέσεις (δέκατη όγδοη)
Post by: wings on 30 Dec, 2008, 21:23:58
Γιώργος Καφταντζής, Εικοσιτρείς εκτελέσεις

Δέκατη όγδοη


Σα λεμονιά κίτρινη την πλαγιά που ευεργετούσε
σείστηκες, το πράο κελάρυσμα της φλέβας
ως να σβήσει ο σκοτεινός άνεμος
το φως των μαλλιών σου ξεφυλλίζοντας.

Μέσα στο Μύρκινο ήσουνα μια δανεισμένη
μολπή, τώρα ούρλιασμα έχεις γίνει
κι ο μέγας κηπουρός που τα μάτια αναποδογυρίζει
με αχνιστές κοπριές σ’ ανακατώνει.
 
Από τη συλλογή Αναθήματα (1966)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Κλειώ
Post by: wings on 25 Jan, 2009, 01:13:37
Γιώργος Καφταντζής, Κλειώ

Τον βρήκε ήσυχο στη φυλακή
με ανοιγμένο τον μέγα ονειροκρίτη στη λέξη αίμα.
Επαίρονταν πως ήταν παρανοϊκός
ταξίδευε διαρκώς με το χρυσό του άρμα
μεταξύ Καλαμαριάς και μεγάλης Άρκτου.
Αγαπούσε την Κλειώ, έκπαγλος όρμος, μαγνητικό γαλάζιο
και μια νύχτα στραγγισμένη από σχήματα
τη χτύπησε με το σπαθί του γαλαξία στην καρδιά.
Εκείνη έγειρε βουβή κι έμεινε ακίνητη
για ένα δισεκατομμύριο τουλάχιστον αιώνες.
Τ’ άλλα ας μείνουν στο σκοτάδι.
 
Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Η γραμμή της ζωής
Post by: wings on 15 Mar, 2009, 14:03:43
Γιώργος Καφταντζής, Η γραμμή της ζωής

Εκείνη τη γυναίκα δεν τη γέννησε γυναίκα
το αίμα της δεν το νανούρισαν πουλιά
ένας σκοτεινός εγκολπωτής φιδιών διαλαλούσε
το κομμένο κεφάλι της σε δίσκο μπακιρένιο
τριγυρισμένο χάρτινα τριαντάφυλλα
έσταζε κίτρινο χαμόγελο στον κακό αέρα
η γραμμή της ζωής, είπε κρύα κοιτάζοντας
την τρυφερή παλάμη της γελαστής κοπέλας
χορδή τραγουδισμένη από βουνίσιες ανεμώνες
στίχος περίλαμπρος που δεν ανάβρυσε ακόμα
κόβεται από νεκρό μαχαίρι νεκρής στιγμής.

Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Ποιητική
Post by: wings on 21 Mar, 2009, 20:22:46
Γιώργος Καφταντζής, Ποιητική

Το κάθε ποίημα είναι...
δεν τραγουδά κλειδώνει τη φλεγόμενη παραφορά
και περιμένει.
 
Αυτές που στόλιζαν τα στήθη με χρυσόψαρα
υφαίνουν στις φάμπρικες του καιρού
μια ελάχιστη αιωνιότητα.
 
Ήσυχο ήσυχο κυλάει το χορτάρι γύρω στο χορτάρι
ποτάμι κοραλλιού και κει αχάτης.
Λοιπόν εσείς κυρίες μου πώς βολευτήκατε με το θάνατο;
 
Υπήρξαν και άλλες που λαχτάρησαν πολύ
μια νέα λάμψη από άλλο πράσινο
όπως το αρπαχτικό κλαδί την άνοιξη.
Έτσι πικράθηκε ο κόσμος. Για μια σκιά.
Μα τι απόμεινε απ’ αυτές;
Κομμένα ρόδα υπνοβατικά
στη αγωνία του πέρα φεγγαριού
ξερή βροχή κουβαριασμένη
στο υπόγειο της νύχτας.
 
Τα μοναχικά τους χέρια
αμυδρές ανάβρες μεταξιού
κάτω από γκρίζα φύλλα, κρύα φύλλα βροχοφαγωμένα
συνάζουν τους σκιερούς ανθούς της Περσεφόνης
που όμως μυρίζουν μάταια.
Θαμπωμένο δρέπει και το δειλινό
κίτρινους κρόκους. Τι σιωπή εβένινη!
Έγιναν όλα ότι έγιναν τραγούδι
που αποζητά κι αυτό τη μούχλα του.
 
Το κάθε ποίημα είναι η ψυχή κάποιου πεθαμένου
δεν αναπνέει, δανείζει το ξένο πρόσωπο στον ουρανό
και περιμένει.
 
Από τη συλλογή Ελεγείες (1971)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Θύμηση
Post by: wings on 20 Apr, 2009, 22:35:28
Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι (Brendan Behan & Μίκης Θεοδωράκης) - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=A7jvObgay-w)

Brendan Behan | Βασίλης Ρώτας & Μίκης Θεοδωράκης, Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι (http://thepoetsiloved.wordpress.com/2011/11/20/kostas-papadopoulos-ton-septemvrio-thymamai-brendan-behan-vassilis-rotas-mikis-theodorakis-maria-farantouri-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%83%CE%B5%CF%80%CF%84%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%B8%CF%85/)
(τραγούδι: Μαρία Φαραντούρη / έργο: Ένας όμηρος (1966))


Γιώργος Καφταντζής, Θύμηση

Θα τους θυμάμαι πάντοτε από σκιές δεμένους
στα σκοτεινά δρομάκια του Κουλέ-Καφέ.
Από τότε άλλαξαν πολλά
σβήστηκαν τα ονόματα
τα σύννεφα πνίγουν τα καράβια και τα τρένα
το αίμα τους δεν κοιμάται τρομάζει το βράδυ τα παιδιά.

Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Περίπατος
Post by: wings on 14 May, 2009, 17:48:47
Γιώργος Καφταντζής, Περίπατος

Απάτητος ο δρόμος στον δαιμονικό Απρίλιο
τα τελευταία όνειρα πέτρες πεταμένες
στο πιο βαθύ πηγάδι του αίματός μου
το φως ξεχνιέται παίζοντας
τριγύρω απ’ την αέρινη περπατησιά σου
από καιρό η αγάπη μας δε μοιάζει με αγάπη
αστράφτει σαν τον σπόρο μες στη γη.
 
Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Στολισμένοι
Post by: wings on 04 Jun, 2009, 20:05:47
Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης Θεοδωράκης, Της αγάπης αίματα - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=s8RTyQd5yFE)

Οδυσσέας Ελύτης & Μίκης Θεοδωράκης, Της αγάπης αίματα (https://thepoetsiloved.wordpress.com/2011/10/29/kostas-papadopoulos-tis-agapis-aimata-odysseas-elytis-mikis-theodorakis-grigoris-bithikotsis-to-axion-esti-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%80%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/)
(τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Μικτή Χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου / δίσκος: Το άξιον εστί (1964))


Γιώργος Καφταντζής, Στολισμένοι

Στολισμένοι με τα αιμόφυρτα ρόδα της αγάπης
από έκθαμβα φύλλα και σμήνη εκστατικών στιγμών
προσπερνούμε ανώφελες περιοχές που σκοτώνουν τα όνειρα
γερασμένες σκιές, ξεστρατισμένες εποχές
και το φοβερό μυστήριο της σπασμένης λάμπας
κάτω απ’ τις στοιβαγμένες νύχτες όλων των ανθρώπων
γεμάτες τρύπες στουπωμένες με ξερές ψυχές
αφήνοντας πίσω μας ανέγγιχτη τη λήθη.

Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Παλίρροια που σκέπασες
Post by: wings on 18 Jun, 2009, 23:08:41
Γιώργος Καφταντζής, Παλίρροια που σκέπασες

Παλίρροια που σκέπασες την άργιλο του κορμιού μου
άρωμα που ξενυχτάς στους φράχτες των καιρών
στα μάτια σου μεσουρανεί το μενεξελί του ονείρου
σ’ αναζητάω άλλοτε σαν μαργαριτάρι βυθισμένο
κι άλλοτε σαν φωτιά στα χείλη ενός ορίζοντα
για το άνθος σου που καταστερίζεται
πηγαινοέρχεται το αίμα, βγάζουν φτερά οι μέλισσες
αναδύεσαι στάζοντας φως και καταχνιά
ζυμωμένη με τον πέτρινο αφρό του γιασεμιού
και την άλλη μισή λύπη του απείρου.
 
Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Μνημόσυνα
Post by: wings on 07 Oct, 2009, 15:09:24
https://www.youtube.com/watch?v=jYzz1CvYnmQ

Μοιρολόι (κλαρίνο: Πετρολούκας Χαλκιάς / δίσκος: Δρόμοι της ψυχής (1995))

Γιώργος Καφταντζής, Μνημόσυνα

I


Το σπίτι μνήμα σε πενθεί
και τα πορτοπαράθυρα χορτάριασαν κι ο τοίχος
αράχλιασε και δεν ανθεί
στον κήπο λούλουδο μηδέ γρικιέται πουλιών ήχος.

Κρέμονται μαύρα, θλιβερά
τα ρούχα, τα στολίδια σου που τα ’βρεξα στο δάκρυ
δροσιά και μόσχος μια φορά
μα τώρα σου τα σκέπασε η σκόνη σε μιαν άκρη.

Της πικροδάφνης το ζουμί
όλη τη μέρα το ρουφώ στάλα με στάλα κι όλη
τη νύχτα τής ζωής καημοί
σειούνται σαν τον απήγανο στο έρημο περβόλι.

II

Στίχος και ρίμα και ρυθμός
ω, μάταιος κόπος κι αχαμνός πόθος για να σε ζήσω!
Λιώνεις, αλάλητος καημός
κυπαρισσόκορμη ποτέ που δε θα σ’ αντικρίσω.

Τον ήχο τον πραγματικό
δε βρίσκω της φωνής σου πια και μες στη φαντασία
μέρα τη μέρα το γλυκό
χάδι σ’ αγγίζει πιο θολή, πιο μακρινή οπτασία.

Χρώματα, μύρα και χυμοί
τριαντάφυλλο στο εντάφιο σου αίμα ευωδιάζει
εσύ ’σαι το πικρό ψωμί
εσύ και το λιαστό κρασί που το τραπέζι αγιάζει.

Από τη συλλογή Τα μοιρολόγια της Ιωάννας (1940)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Του ήλιου και της πανέμορφης
Post by: wings on 18 Jan, 2010, 17:40:02
https://www.youtube.com/watch?v=36Oe12OY47Q

Federico Garcia Lorca & Χρήστος Λεοντής, Αχ... έρωτα (http://thepoetsiloved.wordpress.com/2010/06/14/kostas-papadopoulos-ah-erwta-federico-garcia-lorca-christos-leontis-%CE%B1%CF%87-%CE%AD%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B1-federico-garcia-lorca-%CF%87%CF%81%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BB%CE%B5%CE%BF/) (απόδοση στα Ελληνικά: Λευτέρης Παπαδόπουλος)
(τραγούδι: Μανώλης Μητσιάς & Τάνια Τσανακλίδου / δίσκος: αχ... έρωτα (1974))


Γιώργος Καφταντζής, Του ήλιου και της πανέμορφης

Αρμέγει τις πορτοκαλιές ο Έλληνας ο ήλιος
στο ρόδο το αμάραντο χρυσοφόρες μέλισσες.

Τρέμοντας από γλύκα και φιλί κάθισες και προγεμάτισες
μ’ ένα καρβέλι ουρανό κι ένα ποτήρι ήλιο.

Μα πότε κιόλας στολίστηκες με ψηφί μαργαριτάρι
πότε γιόμισες τον κόρφο σου άνθια και λιακάδα;

Αν είναι πικρή η αγάπη σου τον ήλιο μην τον συνορίζεσαι
ήλιος είναι κι ας χαμογελά ήλιος είναι κι ας λάμπει.

Από τη συλλογή Ελεγείες (1971)
Title: Re: Γιώργος Καφταντζής, Του ήλιου και της πανέμορφης
Post by: Ion on 18 Jan, 2010, 18:28:46
Έχω την εντύπωση πως τέτοιες εικόνες δεν θα μπορέσουν να ξαναζωντανέψουν στο μέλλον από χέρια Ελλήνων ποιητών. Είναι εικόνες, εμπειρίες και αισθήσεις ενός κόσμου που χάνεται. Ελπίζω να έχω άδικο...
Title: Re: Γιώργος Καφταντζής, Του ήλιου και της πανέμορφης
Post by: wings on 18 Jan, 2010, 18:34:50
Έχεις δίκιο, Γιάννη. Πανέμορφη η κοπέλα και πανέμορφες οι εικόνες που μας δίνει ο σπουδαίος Σερραίος των γραμμάτων μας. Και να σκεφτείς ότι μιλάμε για έναν βαθύτατα στρατευμένο αγωνιστή.

Δεν ξέρω αν θα μας ξαναδώσουν οι ποιητές μας τέτοιες εικόνες. Ίσως φταίει που καταστρέφουμε τη φύση μέρα με τη μέρα, ίσως φταίει που αλλάξαμε τρόπο ζωής και δεν βλέπουμε καν την ομορφιά γύρω μας...

Ωστόσο, έχεις ένα μέρος αδίκου. :-)  Σε μερικά από τα ποιήματα του Σταύρου Ζαφειρίου, εκπροσώπου των νεότερων γενεών της ποίησης, θα βρεις παρόμοιες εικόνες.
Title: Γιώργος Καφταντζής, Εικοσιτρείς εκτελέσεις (Τρίτη)
Post by: wings on 01 Apr, 2010, 20:50:07
Γιώργος Καφταντζής, Εικοσιτρείς εκτελέσεις

Τρίτη


Κι αυτή την αυγή όπως τις προηγούμενες
όλα γκρεμίστηκαν εδώ
η γέφυρα, η κρήνη, το σπιτάκι
των σταχυών οι χορδές
ο βράχος, το δέντρο και ο τοίχος.

Πιο πέρα, τα σπασμένα ματογυάλια
ένα λασπωμένο παπούτσι
κι η κίτρινη ζακέτα
με τα μερμήγκια που σεργιάνιζαν.
 
Από τη συλλογή Αναθήματα (1966)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Από τότε
Post by: wings on 17 Jul, 2010, 13:09:53
https://www.youtube.com/watch?v=ANRBQEYIZiA

Γιάννης Σπάθας & Ευγένιος Αρανίτσης, Ένα κόκκινο σημάδι
(τραγούδι: Βασίλης Λέκκας / δίσκος: Σύντομα όνειρα (1989))


Γιώργος Καφταντζής, Από τότε

Από τότε που μ’ αγάπησες
η νύχτα στέκεται μακριά μου
σαν καράβι αραγμένο σ’ έρημα νερά
ήλιος μυστικός μεσουρανεί στη σκέψη μου
ρουφάει τα μάτια μου ως τη λήθη
έναστρος ανταλλάζω τη θλίψη με τη θλίψη.
Γυναίκα μακρινή και τρομαγμένη
από αγάλματα σπασμένα
φευγαλέα φυλλορροήματα
νεκρούς που κουβαλούν τον τάφο τους
σχισμένους ανέμους με σιωπηλά χείλη∙
άλλοτε μπαίνει ο γαλαξίας ανάμεσά μας
και άλλοτε τα καθημερινά τριμμένα μικροπράγματα
που σπαρταρούν σαν τους φαρμακωμένους σκύλους.
Εδώ σε ξετυλίγω απ’ το φως όταν σε θυμάμαι
το αίμα μου παίρνει το σχήμα του κορμιού σου
και την καρδιά σου σέρνει ένα όνειρο
με πένθιμο μανδύα χωρίς να τη σκοτώνει.
Είναι μια χώρα μακρινή με παλιούς δρόμους
και σταματημένα ρολόγια στις πλατείες
Το σούρουπο ευωδιάζει απ’ την κατατομή σου
ανίκητο ρόδο εκατόφυλλο
τυλιγμένο σκοτεινές φλόγες και λυγμούς
αυτόφωτο σκιά με τη διάρκεια του καπνού
φυλακισμένη στο υπόγειο των ονείρων.
Μακάρι να μην είχα κλάψει με τα μάτια σου
να μην είχες τιναχτεί σαν βρεγμένο περιστέρι
σε υγρό σεντόνι από άσπρες αγωνίες.
Ένα, ένα ξεδιπλώνω τα αινίγματα
τρομαγμένα πουλιά που δεν έγιναν χαμόγελα
βλέπω τα ερωτήματα των καιρών αναρτημένα
στην ελευθερία του νερού και στη δύναμη της λήθης.
 
Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Έλεγχος διαβατηρίου
Post by: wings on 21 Nov, 2010, 14:47:30
https://www.youtube.com/watch?v=cHz4G3buMdw

Δήμος Μούτσης & Γιάννης Λογοθέτης, Με ξένο διαβατήριο
(τραγούδι: Μανώλης Μητσιάς & Βασιλική Λαβίνα / δίσκος: Μαρτυρίες (1974))


Γιώργος Καφταντζής, Έλεγχος διαβατηρίου

Διάβαζε σιωπηλός κοιτάζοντας
πότε τη φωτογραφία, πότε τον ταξιδιώτη.
«Ισχύει για πολλά ταξίδια μετ’ επιστροφής
και για όλες τις χώρες του κόσμου.
Πρόσωπο, ρευστό, πιθανόν ωοειδές.
Ανάστημα 1.700 μ. (φανερό το λάθος).
Χρώμα οφθαλμών, λευκό.
Κόμη, στατική.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά :
Εγκάρσια ρωγμή. Διαρρέει πίσσα.
Τοπίο με καρδερίνες.
Λάρυγξ αδρανής.
Έσωθεν επιπολάζον έλος.
Υπογλώσσιο σκουριασμένο.
Διάσπαρτα λέπια οι χαμένες ευκαιρίες».
Θάνατέ μου, είπε ο ελεγκτής
και έδωσε το σήμα να περάσει.
 
Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Το ξέρω
Post by: wings on 08 Jul, 2011, 17:43:35
https://www.youtube.com/watch?v=Q1nzqiTQxIY

Γιώργος Χατζηνάσιος & Ανδρέας Θωμόπουλος, Ξέρω δε θα ’ρθεις
(τραγούδι: Δήμητρα Γαλάνη / δίσκος: Ένα γελαστό απόγευμα (1979))


Γιώργος Καφταντζής, Το ξέρω

Σαν ένας πρωτόγονος θεός το ξέρω
ότι θα γράφω με το χέρι σου
θα μιλώ με τη φωνή σου
θα περπατώ με την περπατησιά σου
κοιτάζοντας με το βλέμμα σου
στις λαμπερές προθήκες των βιβλιοπωλείων
τις νέες εκδόσεις των ποιητών
όταν το άπειρο θα ξεπηδάει απ’ την καρδιά μου
και μπροστά στο αιώνιο η νύχτα θα με ντύνει.

Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Τετέλεσται
Post by: wings on 02 May, 2013, 13:40:37
(https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/b/b0/El_Greco_-_Christ_on_the_Cross_with_the_Two_Maries_and_St_John_-_WGA10470.jpg)

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Η Σταύρωση (1588)
[Πηγή: wikipedia (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%BF%CE%BC%CE%AE%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%98%CE%B5%CE%BF%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82)]



Γιώργος Καφταντζής, Τετέλεσται

Ανάμεσα σε βράχο και φιδόχορτο
γεμάτος όνειρα και χλαλοή σέρνεται ο άνεμος.
Από τη νότια πύλη έρχονται τα πλήθη.
Είναι μαζί τους ο Χολμπάιν, ο Λενάου,
ο Γκριούνεβαλτ, ο Θεοτοκόπουλος,
ο Πασκάλ, ο Σωκράτης, ο νέγρος Γκαλαπάι.
Οι γυναίκες βγάζουν τα μάτια με τα νύχια τους
τα παιδιά καταπίνουν τη σκιά τους ξεφωνίζοντας.
Τέσσερα ήσυχα καρφιά
ένα κεφάλι κρεμασμένο από περίλυπες καμπύλες
και σάρκα να πηδά σαν το μικρό ελάφι.
Πέρα στις έρημες πλαγιές βελάζει θλιβερά
το μισοφτιαγμένο πρόβατο του χρόνου.
Στάχτη ανεβαίνει και στάχτη κατεβαίνει.
Ένας χορός από σιωπή, ένας χορός από θρήνο.
Η θλίψη σαλεύει λόγχες, σαλεύει χαλίκια
σαλεύει ρείκια, τάφους και μυλόπετρες.
Στάχτη από ελιές, στάχτη από θώρακες, στάχτη από κέδρα
ένα βουνό από τρόμο, ένα βουνό από δάκρυ
αμέτρητες παλάμες τρυπημένες
κι η αγωνία από καρφί σε καρφί, από σταγόνα σε σταγόνα
τεντώνει τα ξύλα του σταυρού, τις κορφές των τοίχων
μουσκεύει τα ρουθούνια, τα γόνατα
μουσκεύει τις πέτρες, τα κουνάβια και τα σύγνεφα.
Το χρώμα χάνει το χρώμα του, ο ήχος τον ήχο του.
Γύφτοι απ’ τις καταχνιές χτυπώντας νταϊρέδες και κουδούνια
ξεδιπλώνουν το σάβανο του φεγγαριού.
– Ίνα τι με εγκατέλιπες...
Τ’ άκουσε η Οβριά η Μαρία
το εργόχειρό της παρατάει όπου κεντούσε
τον αρχάγγελο με κρίνους και πυγολαμπίδες
κι έρχεται πατώντας από φραουλιά σε φραουλιά.
– Ιησού μου, Ιησούλη μου.
Τα παιδιά δεν πρέπει να τη δουν πως κλαίει
με τα μαλλιά ξεριζωμένα
μήτε και τα καρφιά ετούτα που δεν έχουν άκρη ν’ αντικρίσουν
καθώς τρυπούνε φλογισμένα τους ζητιάνους, τα καΐκια
τις αλεπούδες, τα δαμάσκηνα, τους τοίχους της μεγάλης Ρώμης
φτάνοντας μέχρι την καρδιά της γης.
– Ιησού μου, Ιησούλη μου.
Τρέχει το αίμα απ’ τις χούφτες του Ιησού και της Μαρίας
τέσσερα καρφιά, τέσσερις ορίζοντες, τέσσερις άνεμοι
τέσσερις πυρκαγιές, τέσσερις καμπάνες, τέσσερις γάγγραινες
τέσσερις άγγελοι, τέσσερις πλανήτες, τέσσερα δισκοπότηρα.
– Ω γλυκύ μου έαρ!
Το φεγγάρι γίνεται μισό από ξίδι, μισό από χολή.
– Άφες αυτοίς.
Η θάλασσα γίνεται μισή από ξίδι, μισή από χολή.
– Άφες αυτοίς.
Το πλήθος σύγνεφο πικρό.
– Τετέλεσται!
Η σελήνη μένει ακίνητη για πάντα.
Τα ποτάμια σταμάτησαν για πάντα.
– Τετέλεσται!
Η λόγχη, το στεφάνι, το σφουγγάρι
πάντα η αγωνία και για πάντα
τα καρφιά και πάλι και πάντα και για πάντα.
Τετέλεσται.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Ξέρω τον λαό
Post by: wings on 07 Sep, 2014, 17:31:14
Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Ο εχθρός λαός | Vasilis Papakonstantinou - O exthros laos - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=QDImY_GTyAU)

Μίκης Θεοδωράκης & Ιάκωβος Καμπανέλλης, Ο εχθρός λαός
(τραγούδι: Βασίλης Παπακωνσταντίνου / δίσκος: Ο εχθρός λαός (1975))


Γιώργος Καφταντζής, Ξέρω τον λαό

Ξέρω τον λαό αυτό
τον καυχησιάρη και τον ευκολόπιστο
που όλα τα φτιάχνει με τα χέρια του
και το καρβέλι και τα στέμματα
και το βιολί και τα ντουφέκια
και το αλφαβητάρι και τις χειροπέδες.
Ό,τι ελπίζει κάποτε θα γίνει
ό,τι έχει λειψό θα συμπληρωθεί
και τη σαπίλα ο ίδιος ο λαός
με τον καιρό από πάνω του θα καθαρίσει.
 
Από τη συλλογή Το πανηγύρι της φωτιάς (Αναστενάρια) [1959]
Title: Γιώργος Καφταντζής, Δύσκολες χρονιές
Post by: wings on 27 Feb, 2015, 18:40:35
Ήρθαν τα βάσανα νωρίς (Μ. Θεοδωράκης & Μ. Ελευθερίου) - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=MFoD6hKpCsM)

Μίκης Θεοδωράκης & Μάνος Ελευθερίου, Ήρθαν τα βάσανα νωρίς
(τραγούδι: Μανώλης Μητσιάς / δίσκος: Τα λαϊκά (1974))


Γιώργος Καφταντζής, Δύσκολες χρονιές

Τώρα το βλέπω, φτάσανε
σκληρές και δύσκολες χρονιές
οι άνθρωποι με απόγνωση
μαραίνονται, υποφέρουν
η απελπισμένη βροχή, ο άνεμος
μπρος-πίσω καθημερινά.
Καθένας μας έχει βέβαια
απ’ τη λύπη και τη χαρά
σ’ αυτή τη γη το μερδικό του
μα όλοι το ξέρουν, όλοι
πως το κάθε τι είναι καλό
στην ώρα του μονάχα.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Ο χαρούμενος καιρός της νιότης
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 02:11:08
Γιώργος Καφταντζής, Ο χαρούμενος καιρός της νιότης

Υγρό, σεμνό και καθαρό
το μάτι σου το φως του ήλιου είχε ξεπεράσει
κι ήταν σε δίσκο αργυρό
τ’ αχείλι το παιδιάστικο φρέσκο μοσχοκεράσι.

Της νιότης σου τα τρυφερά
μαγιάπριλα εμύρωναν τα γελαστά σου χρόνια
σ’ όλα πετούσες με χαρά
και στ’ άσχημα πλημμύριζαν τα μάτια σου συμπόνια.

Στοιχειόδαρτη, μεθυστική
λιγνή μου δεντρολιβανιά στην άκρη της αβύσσου
ποια σε κεραύνωσε κακή
μπόρα και τεντωθήκανε τα χάη του παραδείσου;

Από τη συλλογή Τα μοιρολόγια της Ιωάννας (1940)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Στη μακριά και τυραννική αρρώστια της
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 02:22:25
Γιώργος Καφταντζής, Στη μακριά και τυραννική αρρώστια της

Σαν ήλιος φθινοπωρινός
θάμπωνε το ματάκι σου θωρώντας λυπημένο
σαν τρεμουλιάρικος φανός
καταμεσής σε πέλαγο βαθύ, τρικυμισμένο.

Τη δύναμή σου τη στερνή
τη σκόρπισες όλους φιλιά, χάδια να μας κεράσεις
όταν ψυχούλα ταπεινή
ένιωσες πως δεν έμενε καιρός να μας χορτάσεις.

Βασανισμένη μου αδερφή
παρθένα λεπτοκάματη, κρουσταλλοβραχιονάτη
πώς της αρρώστιας η κρυφή
θέρμη, σα να ’σουν σ’ έλιωσε παραμυθιού χιονάτη;

Από τη συλλογή Τα μοιρολόγια της Ιωάννας (1940)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Ο θάνατος
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 02:32:55
Γιώργος Καφταντζής, Ο θάνατος

Έσβησε τ’ άστρο του ματιού
κι έπεσε νύχτα κι άπλωσε σκοτάδια στην καρδιά σου
κι απ’ τη μαυρίλα του σπιτιού
που ’γινε μνήμα, χύθηκαν τα νεκρολίβανά σου.

Βλαστάρι δρόσιας ομορφιάς
τη νιότη που καθρέφτιζες στα μάτια σου με χάρη
βασίλειο μαύρης λησμονιάς
του πικροχάρου στόλισες κι έγινες το καμάρι.

Φτωχή παιδούλα, ερημιάς
αιώνιο δρόμο τράβηξες λευκοσαβανωμένη
κι ο βασιλιάς της καταχνιάς
στη γη του σε κατέβασε την κρυοπαγωμένη.

Άσπρα μπουμπούκια λεμονιάς
στο παγερό το μέτωπο σε φόρεσε στεφάνι
της άρνης ο παιδοφονιάς
και πήγες προίκα το κερί, το στάρι, το λιβάνι.

Βουβή νυφούλα, νεκρικά
του πόνου το συντρόφι σου κρεβάτι ανθοστρώσαν
κι οι Χάρες όλες νευρικά
με νάρδο και μοσχόλαδα τον ύπνο σου μυρώσαν.

Χλωμά χειλάκια σφαλιχτά
και φως στα μάτια που γλυκό βασίλεψες, ωιμένα!
Διάφανα χέρια σταυρωτά
στήθια που γλυκοσάλευαν και στέκουν πετρωμένα.

Από τη συλλογή Τα μοιρολόγια της Ιωάννας (1940)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Μοιρολόγια
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 03:57:59
Γιώργος Καφταντζής, Μοιρολόγια

Η μάνα

Πώς τα παινέματα να πω
νύφη λουλουδοκοίμητη με πέπλο και με χάντρα;
Τα έξω μαύρα τα κοιτώ
δυο πόνοι μέσα με τσιμπούν, όχεντρα και γαλιάντρα.

Εσύ ’σουν τόσο ντροπαλό
τις μέρες τις παρθενικές και τώρα που με μύρο
γυμνό σου πλύνουν τ’ απαλό
κι αγνό κορμί σου δεν κοιτάς, δε νοιάζεσαι τριγύρω;

Γιατί σε ντύνουνε, γιατί
βιολέτες βάζουν γύρω σου, τι σ’ έκαναν ψυχή μου;
Τι κόσμος, τι βουή ’ν’ αυτή;
Για ποιον γάμο παράξενο σ’ ετοίμασαν παιδί μου;

Ξύπνα να δεις πως αγκαλιές
φέρνουν οι φιλενάδες σου τα ρόδα και τα κρίνα
ολόχρυσες τριανταφυλλιές
μοιάζουν κι εσύ μάτσο ξερό τσουκνίδες κι άγρια πρίνα.

Ήσουν και συ μια λυγερή
κάποτε μυριοχάριτη γλυκούλα, μαγιοπούλα
ποιος έλπιζε να σε θωρεί
κέρινη να μου κείτεσαι λιόκαλή μου κορούλα;

Σπέρνω με κλάμα και φιλιά
κήπους αλλόκοτους στα δυο κίτρινα μάγουλά σου
κόρη μου! Κάτω απ’ τα φιλιά
δεν άνθισαν τα κόκκινα μαγιοτριαντάφυλλά σου.

Ξεφύλλισα το μενεξέ
και το σγουρό βασιλικό, το γιασεμί, το δυόσμο
κι όλες τις γλάστρες του μπαξέ
στο χώμα τις κομμάτιασα που σ’ άρπαξε τον κόσμο.

Προσήλια πετροβυσσινιά
σμαραγδοφιλντισένια μου πριν δέσουν οι καρποί σου
άγρια σε χτύπησε χιονιά
και σάπισε τα βύσσινα κι έριξε το κορμί σου.

Στο πανηγύρι της καρδιάς
έσταζαν τα ματάκια σου ροδόσταμα της αγάπης
τώρα σε κάσα καρυδιάς
μου σφράγισε τους θησαυρούς ο άσπλαχνος αράπης.

Σ’ έτρεφα μέλι και δροσιά
σ’ έπλενα με τ’ ανθόνερο σ’ έλουζα με το γάλα
φαρμακερόπιοτα κρασιά
τώρα ρουφάς και κουρνιαχτό και δάκρυα στάλα, στάλα.

Τόσο σ’ αγάπησε πολύ
ο Μάης, που μαυροφόρεσε για σένανε κυρά μου
βουβό πώς είσαι το πουλί
χρυσόψαρο χωρίς νερό πώς κείτεσαι χαρά μου;

Τ’ άσπρα ξερίζωσα μαλλιά
κι έδεσα τα χεράκια σου μ' αυτά τα σταυρωμένα
οχ, να τα πέρναγα θηλιά
να μη σας νιώθω χείλη μου σε μέλη παγωμένα.

Μια γριά

Εκεί που κίνησες να πας
αστόχαστα κι όπου κανείς δεν πήγε να γυρίσει
μη σε ξεμάθουν ν’ αγαπάς
όταν θα σε ποτίσουνε στης αρνησιάς τη βρύση.

Ήσουνα σκίρτημα λαφιού
σιντριβανιού μουρμουρητό, άρωμα της μυρσίνης
παραθυράκι τ’ ουρανού
πώς άμετρο σε τύλιξε σάβανο λησμοσύνης;

Άλλη γριά

Σε ξενυχτώ και σε κοιτώ
σαν ψέμα, σαν απίστευτο στης σάλας το τραπέζι
δίπλα να καίει το θυμιατό
και το κερί που λύγισε και με τη σκιά σου παίζει.

Άγουρα στήθια και σφιχτά
τ’ ανείδωτα τ’ αχάιδευτα τα παραπονεμένα
στέκουν δυο σάπια, δυο ριχτά
μήλα στη γης απ' άγρια θύελλα χτυπημένα.

Άλλη γριά

Παν οι κοπέλες για νερό
κι αχολογάει το γέλιο τους κρουστάλλινο, δροσάτο
κι εσύ το δόλιο και πικρό
σταμνί στον ώμο κουβαλάς με δάκρυα γεμάτο.

Στ’ αντρίκια στήθια τα πλατιά
γέρνουν με πόθους και γλυκιά παρθενική τρεμούλα
στην αλουλούδιαστη οχτιά
γέρνεις εσύ την κεφαλή σε χώμα μια σακούλα.

Άλλη γριά

Σαν το σκουλήκι στη μηλιά
μες στην καρδιά σου ο θάνατος εγέννησε τ’ αυγό του
κι ο Απριλομάης αγκαλιά
έφερε τ’ άνθη κρύβοντας την όψη στο φτερό του.

Ήσουν καντήλα, μελιχρό
έκαιγε το ροδέλαιο στα σμαλτομάγουλά σου
τώρα σβησμένη και σταυρό
μ’ άσπρα κουφέτα νυφικά κεντούν στα κόλυβά σου.

Άλλη γριά

Σε ραίνω γιούλια και γαντζιές
για να ’σαι γλυκομύριστη στ’ Αμίλητου τη χώρα
κι αν δεις τη Χρύσα οι νεραντζιές
μην πεις ανθούν και πως αυτός μ’ άλλη κοιμάται τώρα.

Χρύσα μου βεργολυγερή
άφησες τη μανούλα σου το νεκρανθό να τρέφει
κι έδυσες αυγινό μου αστρί
σαν κύκνος χάθηκες λαμπρός πίσω από μαύρα νέφη.

Άλλη γριά

Γαλανομέθυστο δεντρί
στάχτη κι αντάρα σκόρπισε το μυρωδάτο ανθί του
στον πάγο αμάθητη ψυχή
που μίσησες τ’ αφτέρουγο χωμάτινο κορμί σου.

Σε ποια σπηλιά αραχνιαστή
με το σκληρό τον άντρα σου θα κάθεσαι στο γέμα
που πίνει δάκρυα κι αχνιστή
τρώγει καρδιά που ράγισε μυροβολώντας αίμα;

Άλλη γριά

Σου φέρνω ρόδια και ρακί
και μήλο στο χεράκι σου το κρύο σου ’χω βάνει
στο γιο μου να τα πας εκεί
στον πύργο του Αδάκρυτου στ’ αγέλαστο σεργιάνι.

Σαν κρίνο, σαν μικρό πουλί
σ’ έκαψε τ’ αγριοπάγονο ξενοιάστηκε η καρδιά σου
όμως αλί και τρισαλί
σ’ εκείνους π’ απομείνανε να κλαιν στην κάμαρά σου.

Άλλη γριά

Αν απαντήσεις νιους και νιες
βαθιά στα κρύα τάρταρα στ’ αφώτιστο κονάκι
πες τον Απρίλη με χιονιές
κρύο τον ήλιο και κακό τον έρωτα φαρμάκι.

Κι αν σε ρωτούν μικρά παιδιά
αν είναι πλιο γλυκύτερο τ’ απάνω απ’ το σκοτάδι
μην τα ραΐσεις την καρδιά
και μαρτυρήσεις τι ζεστό που ’ναι του ηλιού το χάδι.

Από τη συλλογή Τα μοιρολόγια της Ιωάννας (1940)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Η ταφή
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 04:02:43
Γιώργος Καφταντζής, Η ταφή

Ο λάκκος σου ο σκοτεινός
έλαμψε αγκαλιάζοντας τη σιωπηλή σου χάρη
σαν άγριος τόπος, μακρινός
που ξαφνικά απ’ το κίτρινο φωτίζεται φεγγάρι.

Σε κλαιν οι έρωτες σκυφτοί
πάνω στο μνήμα τ’ ανοιχτό, παιδούλα συμφορά σου
αμυγδαλίτσα βιαστική
μας πήρες τ’ άνθη αφήνοντας τα πικραμύγδαλά σου.

Από τη συλλογή Τα μοιρολόγια της Ιωάννας (1940)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Νυχτερινό
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 04:13:58
Γιώργος Καφταντζής, Νυχτερινό

Νύχτα από ερημιά και παγωνιά
νύχτα βουλιαγμένη μες στη γη
νύχτα τρυπημένη από βροχή
σταυρωμένη στα παράθυρα
βάστα καρδιά. Ας κάνουμε,
θα κάνουμε κουράγιο.

Νύχτα από χυμούς και ξαστεριά
νύχτα που γλυκά τρέμει γυμνή
νύχτα ευωδιασμένη από σιωπή
στολισμένη με φεγγάρια
βάστα καρδιά. Μα ποιος μπορεί
να κάνει πια κουράγιο.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Ερωτικό
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 04:21:48
Γιώργος Καφταντζής, Ερωτικό

Απ’ το κατώφλι της κ' εδώ
σέρνει το αίμα του στους πέντε δρόμους.
Ρόδι σπασμένο η μαχαιριά
στο βασιλεμένο του φεγγάρι χρυσοκοκκινίζει.
Απάνω σε γλυκόριζα κι απήγανο
πετρώνει ο χορός των άστρων.
Δέρνονται οι καλαμποκιές
τραβώντας τα πυρά μαλλιά τους
ο άνεμος με κάρβουνο από νυχτερινά
φτερά και πεπονολούλουδα
στεγνώνει την ανάβρα της ζωής του.
Δυο νύχτες και δυο μέρες του Μαγιού
μάτι δεν έβρεξε με δάκρυα
το ακατοίκητο κορμί του απ’ την αυγή.
Κι όταν τον βρήκε ο αγροφύλακας
μοσχοβολούσε ακόμα η χούφτα του
παρθενικό βυζί κι αγιόκλημα.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Σκοτεινά τόξα
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 23:22:14
Γιώργος Καφταντζής, Σκοτεινά τόξα

Σκοτεινά τόξα καρπερά σε μουσική
κατά τον αστροπόταμο ανατινάζουν
αίμα νανουρισμένο από σιτάρι.
Κλειστός ο κάθε νόμος καιροφυλακτεί
να σβήσει μια φωνή απ’ την κόλαση.
Έτσι κι αυτό που ξεθεμελίωσε
το σπόρο απ’ την τροχιά του νοσταλγεί
βροχές αλλοτινής ευδαιμονίας.
Φουσκώνει αργά το δίκορφο κερί
των κοριτσιών στη χούφτα του ασβέστη.
Όμως την πίσσα πια δεν γεύεται
ο ουρανός με χαμόγελο παλιό.
Αν και πατρίδα έχουν αυτόν τον κόσμο
στη λάσπη κιόλας άρχισαν
ξένο να νιώθουν οι χαρές το βήμα.
Γιατί κάθε τόσο η λύσσα της αιωνιότητας
δημιουργεί ιστορίες. Για την ώρα
η αγωνία πετάει ρίζες.
Μα με τον καιρό
σ’ ένα βουβό σωρό
το στυφό το γάλα
κι όλα τ’ άλλα
όπως και να ’ναι θα περάσουν.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Εισαγωγή στην ιστορία
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 23:30:04
Γιώργος Καφταντζής, Εισαγωγή στην ιστορία

Για την Ελλάδα τη νεότερη συμβόλαιο χαράς
με τη μεσιτεία του σύμπαντος.
Ολόμαυρος άγγελος την αστρική τάξη θα σαλέψει
και γρήγορα η επανάσταση θα τελειώσει.
Στο μεταξύ μπορείς τους πόνους σου όπως όπως
στη γήινη αγκαλιά σου να φροντίζεις.
Γιατί στην άσφαλτο της νύχτας παραδέρνει
ο βλογιοκομμένος της δουλειάς, ο ετοιμοθάνατος της βίας.
Το βάρος των δακρύων τους υποψιάζεσαι
απ’ τους βαθείς λάκκους που ανοίγουν.
Τώρα ο άνεμος σωπαίνει και απαίσια λάμψη
το ματωμένο παρελθόν της γης ανασκαλεύει.
Έτσι αρχίζεις πια σιγά-σιγά και καταλαβαίνεις
το χοροπήδημα της αιωνιότητας πίσω από κάθε στέρνο.
Α! Σίγουρα δεν απόμεινε κανείς σ’ αυτή τη χώρα
που να μη μούσκεψε τα χέρια του στο ξένο αίμα.
Παράξενο σε τι χαμό βυθίζονται οι δρόμοι
πόσο φριχτός και σκοτεινός ο ίσκιος μας εγίνη.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Ύμνος
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 23:38:07
(https://www.translatum.gr/forum/proxy.php?request=http%3A%2F%2Fwhc.unesco.org%2Fuploads%2Fthumbs%2Fsite_0310_0001-750-0-20090924132936.jpg&hash=858a9415fbb7dfbd3e0043779f25d0577f8180a5)

Cave of Altamira and Paleolithic Cave Art of Northern Spain © UNESCO
Πηγή: unesco.org (http://whc.unesco.org/en/list/310)


Γιώργος Καφταντζής, Ύμνος

Άνθρωπε χωρίς όνομα
τρομερός κι ωραίος
το μονοπάτι ανεβαίνεις
απ’ τη σκοτεινή σπηλιά
της Αλταμίρα
ως το φωτεινό βράχο
της Ακρόπολης.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Κυριακή
Post by: wings on 27 Dec, 2015, 23:44:56
Γιώργος Καφταντζής, Κυριακή

Στον χρυσό μίσχο της αυγής περίτρομη
η ένα μέρα ταλαντεύεται και παραμιλάει.
Στους δρόμους της αβύσσου πετρωμένα βήματα
κι ανάστατες ευθείες. Μάταια ζητάς
μια εποχή γεμάτη από χαμόγελο,
οι ρίζες σου τη γη πια δεν αγγίζουν
μήτε τα χέρια σου τον ουρανό φτάνουν
να στολίσουν. Σε φονικά εργαστήρια
σε πλούσια τραπέζια, σε συντροφιές εμπόρων
τον Χριστό δε θα τον απαντήσεις
τις σχισμένες του σάρκες θλιμμένος να κοιτά
και να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Κι όπως ο άδειος ουρανός
σάπιο τον ήλιο του πετάει
στης δύσης το βαλτόνερο, αναπηδούν λοξά
σκιές δαρμένες
αλκοολικοί εργάτες τραγουδούν, γεμίζουν
κίνηση τα πορνεία φωταγωγημένα.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Ζητιάνοι
Post by: wings on 28 Dec, 2015, 00:11:26
Γιώργος Καφταντζής, Ζητιάνοι

Κατ’ εικόνα και ομοίωσιν.
Αγία Γραφή


Μέσ’ από λαγούμια και χαλάσματα
έρχονται καταπάνω μας οι ζητιάνοι των μεγαλουπόλεων
πότε σέρνονται με την κοιλιά τους στα σκουπίδια
πότε πηδούν με ξύλινα δεκανίκια.

Όταν οι ψείρες βάζουν αυγά στις αμασχάλες τους
σαλεύουν όπως τα σκουλήκια στα σάπια μούσμουλα
λιάζονται με μισόκλειστα κοκκινωπά βλέφαρα
και με κοιλιές πρησμένες, μαυροκίτρινες
που το πύο κυλάει βαριά μυρίζοντας.

Ατάραχοι στους ήχους των φιλιών
κρατσανίζουν τ’ αποφάγια με την ησυχία τους
αλαφιάζοντας τα παιδιά που τσιροκοπούν
κρεμασμένα σε βυζί με ήρεμο γάλα.

Τα κουρέλια τους ανεμίζουν στο άπειρο
τους ουρανούς φοβερίζοντας κρουσταλλιάζουν από πυρετό
μας έφραξαν το δρόμο. Ανάγκη πια
Θεέ στολισμένε με ανθούς αποβροχάρηδες
να σκύψεις για να δεις την ίδια σου την εικόνα.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Θαλασσινό
Post by: wings on 28 Dec, 2015, 00:22:22
Γιώργος Καφταντζής, Θαλασσινό

Τώρα το ένα κύμα στ’ άλλο δίνει το κορμί του
το ένα θαλασσοπούλι στ’ άλλο τη φωνή του.
Ανεβοκατεβαίνει, ανεβοκατεβαίνει.
Η αλμύρα του γλείφει τον ουρανίσκο, την καρδιά
νεροσαλεύει
κι αδιάφορα του είναι πια εδώ και πέντε μέρες
εκείν’ η σταχτοπράσινη στεριά όπου τα φύκια
λικνίζονται, λικνίζονται
αυτός ο καπνός π’ αναπηδά καθώς το πλοίο
σκαμπανεβάζει.
Με τα τρεμουλιαστά της δάχτυλα η θάλασσα
τον σέρνει απ’ το πουκάμισο, απ’ τις φτέρνες
και πλέκει, πλέκει τα μαλλιά του με χρυσάφια.
Δεν ξέρω σε ποια λιόδεντρα ονειρεύονταν
μήτε και σε ποια φάμπρικα μοχτούσε
όμως η θάλασσα γι’ αυτόν δεν έχει τέλος
ούτε άκρη, ούτε άκρη, ούτε κι άκρη
κι ύστερ’ από χρόνια κι από χρόνια
μάταια θ’ αναζητά τις γραμμές και τον εαυτό του
από αφρό σε χρυσόψαρο, από κοχύλι σε δελφίνι.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Στο έλεος του χρόνου
Post by: wings on 28 Dec, 2015, 00:28:46
Γιώργος Καφταντζής, Στο έλεος του χρόνου

Εμπρός τώρα οι διάσημοι κι οι παραπεταμένοι
στριμωγμένοι καθένας στη σελίδα του
και οι κριτικοί με τα βγαλμένα μάτια
και οι μεταφραστές με τα σπασμένα ελληνικά.
Εμπρός τώρα οι κηφήνες με όλα τα κηφήνια
κι ο μαστροπός της τέχνης, ο ζήτουλας της δόξας
η σκοτεινή δάφνη στ’ ανάξιο κεφάλι
και η Αθήνα η πόρνη.
Εμπρός τώρα το χτυποκάρδι ενός λαού
οι συνωμότες της σιωπής
και οι μεγάλοι με τους ιμπρεσάριους.
Στο έλεος του χρόνου που τα κόκαλα αλέθει!

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Θρήνος για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Post by: wings on 28 Dec, 2015, 01:16:29
Γιώργος Καφταντζής, Θρήνος για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Θά ’ρθει η εποχή των δολοφόνων
A. Rimbaud

I

Τον αγγελοπαλίκαρο το Λόρκα τραγουδάω.

Πιστάγκωνα τον σέρνουνε δεμένο
το γιο της γύφτισσας Σελήνης
και του τρυπούν το γένος και τ’ αυτιά
αξούριστοι στρατιώτες.
Τριγύρω λιόδεντρα βογκούν, τσιρίζουν ροδοδάφνες
καθώς πιστάγκωνα τον σέρνουνε δεμένο
και του τρυπούν το γένος και τ’ αυτιά
αξούριστοι στρατιώτες.

II

Πες μου Γρενάδα το κακό πώς έγινε στον κόσμο.

Αυτός ο Ισπανός έκλεισε τα μάτια
γιατί δεν ξέρει πού να πρωτοκοιτάξει
σκύβει κατά το μέσα του και τρομάζει
όλοι περιμένουν να τραγουδήσει
είναι σαν το μοναχικό δέντρο που ξεράθηκε ξαφνικά.
Κι έχει τόσο γλυκά μάτια, τόσο γλυκά.
Είναι σα να λένε στην πορτοκαλιά:
Λύσε μου τα χέρια.
Στο βράχο:
Δώσε μου κουράγιο.
Στον άνεμο:
Πάρε με μαζί σου.

III

Στου μισοσκόταδου τις όχτες
που οι γριές ιτιές του ονείρου
από θλίψη σε θλίψη παραδέρνουν
βλέπω δαφνόφυλλα που πίνουνε τα δάκρυά του
βλέπω λιοτρόπια που μαζεύουν τις κραυγές του
τι θα τις πάρει ο άνεμος να τις σκορπίσει
βλέπω παπαρούνες που γλείφουνε το αίμα του
βλέπω μολόχες που μασούν τις φτέρνες του
γιατ’ είναι βιαστικό τ’ αρχαίο χώμα
κι ορέγεται την ορμή του.

IV

Τώρα πια δε σαλεύουν οι ελιές
δεν ανεβαίνει κανένας ήλιος
τώρα πια δε φουρφουλίζουν τ’ άστρα
δεν αναστενάζει το χαλίκι.
Το αίμα δε σφυροκοπάει πια
με νάρδο και βασιλικό
το μπρούτζινο κυματισμό σου
ζητάς να κρυφτείς κάτω απ’ τα γαρίφαλα
με τα φτερά στο μέλλον απλωμένα.

V

Έπεσες και σταμάτησαν
οι μηχανές και τα ρολόγια
οι άνεμοι έκοψαν το ταξίδι τους
στο αργυρό κρανίο της θάλασσας
σφυροκοπούν με την αστροφεγγιά
οι φοινικιές τα ξίφη τους
τα κορίτσια και οι μέλισσες
κεντούνε τ’ όνομά σου
και μες στις πένθιμες καμπάνες
σε κλαίει μια γριά, δυο γριές
οι γριές όλου του κόσμου.

VI

Η μια στην άλλη τη γενιά θα λέει το φονικό.

Ήσουν ουρανοπρίγκιπας μα πια δεν το γνωρίζεις
αυτό το χάλκινο το φως που έχασε τα φτερά του.

Κι οι τύραννοι, Φεντερίκο, οι τύραννοι
τα δόντια κροταλίζουν
φριχτές, παράφωνες καστανιέτες.

VII

Παπαρούνες χιονίζει στην Ευρώπη
μέρα και νύχτα παπαρούνες
στ’ αμπέλια το σταφύλι ξερωγιάζεται
ο γαλανός αέρας κιτρινοφυλλιάζει
των κοριτσιών τα κυδώνια μαραγκιάζουν
πίσω γυρνούν οι ποταμοί
τα μούσμουλα σπάζουν τα κουκούτσια τους
τρίζουν οι πάγοι οι πολικοί
στριφογυρνούν των πλοίων οι πυξίδες
οι δρόμοι όρθιοι σηκώνονται
οι λεμονιές στύβουν τα λεμόνια
ιδρώνουν αίμα οι φάμπρικες
και τα πουλιά, τα τούνελ, οι τηλέγραφοι
τα δέντρα, τα σκαλιά, οι χωραφόδρομοι
τώρα πια ξεκινούν απ’ την καρδιά σου.

VIII

Μένεις ακίνητος, ακίνητος, ακίνητος
κάτω απ’ αυτό τ’ αδιάκοπο τικ-τακ των αστεριών
ακίνητος, ακίνητος, ακίνητος
μπροστά στην ταραγμένη θάλασσα
με τ’ άσπρα τσαντίρια των αφρών
και τις σταχτιές καμήλες των κυμάτων.

IX

Θάλασσα του νότου
θάλασσα μοναχική
θάλασσα κονταροχτυπημένη
από πράσινους αγγέλους
λίκνιζε το καράβι του ανάλαφρα
μαύρο καράβι που κινάει
απ’ τη Βαρκελώνα
στη Μαύρη Θάλασσα να πάει
σάβανα για πανιά του απλώνει
κι απ’ το πλωριό κατάρτι
δεμένο μ’ ένα παλαμάρι το φεγγάρι
κουνιέται πέρα δώθε, χρυσό ναπολεόνι
μισοφαγωμένο απ’ την πολυκαιρία.

X

Σε πήγαινε σεργιάνι ένας αρχάγγελος
με πύρινες πλεξίδες
σε πολιτείες γεμάτες βούρκο
γεμάτες άδεια κουτιά κονσέρβες
για να λαξεύεις τ’ όνειρο
με το σφυρί του ανέμου.
Στέγη σκεπασμένη με παγόνια
βουνό βουλιαγμένο στο θειάφι
βασιλική ροδοσταμιά ξεριζωμένη
αγγελόχτιστο κάστρο κουρσεμένο
κοκαλένιο βουερό φλάουτο
σπασμένο στα δυο
ριγμένο δέντρο παντέρημο
με το φιλί της αστραπής στα χείλη.
Φανέρωσέ μου το κορμί σου να τ’ αλείψω
με βελουδένια φεγγαρόσκονη αστραφτερή.

XI

Δεν έχει πια ανάπαψη γι’ αυτόν, δεν έχει.
Λυπητερά χτυπούν των βράχων οι καμπάνες
οι ρίζες όλων των δασών ρουφούν
τη μακρινή σοφία της σιωπής του.

XII

Ο θρήνος μου ρόδο αμάραντο
καρφιτσωμένο σε σταχτί σύγνεφο.
Καλοδεμένο παράστημα
και προσήλια σκέψη
δίχως να βλέπω τις κούφιες κόγχες
με τα ξεχειλισμένα δάκρυα
τους στίχους που απ’ το στόμα σου
κρέμονται μαραμένοι
στον ομφαλό σου σπέρνω
μια μαύρη δαμασκηνιά
και σου πλέκω ένα κάτασπρο
νυχτικό από πυγολαμπίδες.
Ε, φλογερέ Σπανιόλε, που στόλιζες τη γη.
Πού είναι το παιδικό σου πρόσωπο
των στραφτερών μαλλιών σου οι μενεξέδες;
Η νυχτερίδα κρεμάστηκε
βαριά στα ματόφυλλά σου
και τυλιγμένος σφιχτά
τον γκρίζο μανδύα της σιωπής
κοιμάσαι Γκαρθία διάφανε
αηδόνι της Γρενάδας
και ποιος να τραγουδήσει πια
την άμοιρη Ισπανία.

XIII

Καβάλα στη γαλάζια ράχη
του πελαγίσιου ανέμου
πάνω από κίτρινα λιοτρόπια
πάνω από άσπρες εκκλησιές
πάνω από ρόδα κόκκινα
πάνω από πράσινες μυρτιές
καλπάζει μεθυσμένη η μέρα
και στη λιγνή της μπακιρένια μέση
το διάφανο ζουνάρι της βροχής
εφτάφωνο ανεμίζει.

Εκεί, σε φρέσκα κληματόφυλλα
με την ξεσκέπαστη κοιλιά
γεμάτη από κεράσια
ξαπλώνει ακίνητος, βουβός
και γύρω απ’ την όψη του
τη θυελλόμορφη όψη
με το ευγενικό πηγούνι
αλειμμένα λάδι
απ' του φεγγαριού το πιάτο
χιλιάδες λυγερά
χρυσόψαρα κολυμπάνε.

Τι έπαθε αυτός ο Ανταλουτσιάνος;

XIV

Ξελυτρωμένος, Φεντερίκο, είσαι βαθιά στο κάθε τι
με τους συντρόφους της αρχέγονης φωτιάς
των ριζωμένων βράχων και του ανέμου
που πάντα ψάχνει, πάντα τραγουδάει.
Ω, φως που το λουλούδιαζε η ατελείωτη μέρα
σε τόπους δαρμένους από θάνατο
δαρμένους από φθόνο
κανέναν δε φοβούνταν αυτοί όσο εσένα.
Και συ τ’ ανάσκελα στις καταχνιές
τη ρίζα μιας μανταρινιάς μασώντας
στους πεθαμένους μαθαίνεις να ’ναι ανήσυχοι
κάνοντας πιο γρήγορο το σφυγμό τους.

XV

Από λιθάρι σε λιθάρι δέρνεται
ο έφηβος ο ήλιος
και γω ολόρθος και κατάμονος
κάτω απ’ αυτό το άπειρο
που ’ναι γεμάτο θλίψη και σκοπό κρυμμένο
καρφώνω φέρετρο πικρό
κούφιο σαν τον άνεμο
ήσυχο σαν το λάδι.

Με τα μαλλιά σου τα λυτά
στις πεδιάδες των άστρων απλωμένα
ξάπλωσε, γύφτε μου, μοναχοπαίδι
της φτερωτής του μύλου
και πάνω σου θα σκορπίσω
ελιές απ’ την Πελοπόννησο
δάφνη απ’ τη Σικελία
ζάχαρη ουκρανική
καναδικό αραβόσιτο
βύσσινα γιαπωνέζικα
και καρβουνόσκονη απ’ το Κάρντιφ.

Ω, τώρα πια ούτε η φθίση
ούτε και το πετρέλαιο σε φτάνει.
Διαβαίνεις τρομερός κομήτης με τροχιές θριάμβου
κρεμώντας στα κλαδιά του κεραυνού
τους πυρπολημένους στίχους σου.

XVI

Ε, πρωτομάστορα των ουρανών
σου στρώνω το συγνεφοσέντονο
και μου το τσαλακώνεις
φιλντίσι σε ταΐζω και βογκάς
σε μαλαμοκαπνίζω και κρυώνεις.
Ας έρθει εκείνος που σου μοιάζει
να δούμε πόσο πιο μεγάλος στέκεις,
Φεντερίκο.

Από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Το τραγούδι της σκόνης
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 19:22:42
Γιώργος Καφταντζής, Το τραγούδι της σκόνης

Μες στην αιώνια σύναξη
αναπηδάω, σέρνομαι
κουλουριάζομαι, ανεμίζω
παίρνω αρίφνητες μορφές
με δάχτυλα ευκίνητα
γεωγραφίζω το σκοτάδι
κλειδώνω το φώσφορο
αλέθω τους πλανήτες
ξεθωριάζω τα χρώματα.
Δεν κουράζομαι να δουλεύω
το κάθε τι από μένα ξεκινά
και σε μένα τελειώνει
όλα με γεννούν κι όλα τα γεννάω
και τυφλή τη σκόνη
με τη σκόνη μου σκεπάζω.
 
Από τη συλλογή Το πανηγύρι της φωτιάς (Αναστενάρια) [1959]
Title: Γιώργος Καφταντζής, Ανοιξιάτικο
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 19:27:45
Γιώργος Καφταντζής, Ανοιξιάτικο

Η αλλοπαρμένη Άνοιξη
από τη λιόκρουση άναψε
το κόκκινο φιτίλι της ζωής.
Δάχτυλα και ρίζες ψηλαφούν
πλάι στη λουλουδιασμένη τρύπα
του μερμηγκιού και της οχιάς
αναριγάει ο νερόλακκος,
ο Στρυμόνας αρματώθηκε
με την άγρια λάμψη της βροχής
κι ο ήλιος βοσκάει σεργιανίζοντας
στη μουσκεμένη χλόη
της Αγίας Ελένης
ανάμεσα σε 1.000.000 παπαρούνες
600.000 καλαμποκιές
120.000 ηλιοτρόπια
90.000 καναδικές λεύκες
και 20.000 ρόδα που μοσχοβολούν!
 
Από τη συλλογή Το πανηγύρι της φωτιάς (Αναστενάρια) [1959]
Title: Γιώργος Καφταντζής, Η θυσία του ταύρου
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 19:33:53
Γιώργος Καφταντζής, Η θυσία του ταύρου

Το βλέμμα του ταύρου είναι θλιμμένο
κι ο ταύρος είναι νέος
μουκανίζει με παράπονο
καθώς τον σέρνουν στη σφαγή.
Τεντώνει το σχοινί του, το τεντώνει
δε μπόρεσε να το κόψει
κι ο ταύρος είναι νέος.
Το αίμα του αναπηδάει ολόμαυρο.
Σε λίγο θα ’ναι ξεραμένο
θα ’ναι σκόνη και σιωπή
κάτω απ’ τους αιώνιους καταρράχτες
των αστεριών και των ανέμων
και τι θ’ απογίνουν
το κρανίο και το άχυρο
οι σπόροι που συνάζει ο πηλός.
Πάρτε αυτόν τον ταύρο τώρα
που ο θάνατος στολίζει
με αόριστες καμπύλες.
Πάρε το στεφανωμένο ταύρο
γυρίστε τον, γυρίστε τον παντού
κάτω απ’ τον κλειδωμένο ουρανό
ώσπου να μοσχοβολήσει θάνατο.
Δείτε την πέτρα, δεν ανησυχεί
για ό,τι μέλλεται να γίνει.
Εμείς μονάχα ξαγρυπνούμε
και σαστίζουμε
όταν κι ένα μόνο ξερό φύλλο πέσει
γεμίζοντας ξαφνικά
τα κοιμισμένα νερά
με οδυνηρές κραυγές.
 
Από τη συλλογή Το πανηγύρι της φωτιάς (Αναστενάρια) [1959]
Title: Γιώργος Καφταντζής, Θα 'ρχομαι
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 19:45:58
https://www.youtube.com/watch?v=42p2gULw3uA

Λυκούργος Μαρκέας & Θάνος Σοφός, Βόηθα Χριστέ και Παναγιά
(τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης / δίσκος: Χαλάλι σου ζωή (1971))


Γιώργος Καφταντζής, Θα ’ρχομαι

Θα ’ρχομαι με τα λουλούδια της μηλιάς
με το γλυκό μουρμούρισμα της βροχής
θα ’ρχομαι με το τραγούδι του κορυδαλλού
με το ζεστό χαμόγελο των παιδιών.
Τα φεγγάρια θα τρέχουν μες στα μάτια μου
η θάλασσα το ρούχο μου θα υφαίνει
θα βοσκάω τ’ αστέρια στα λιβάδια τους
θα χορεύω με τον άνεμο στα περιβόλια του.
Κανένας δε θα με γνωρίσει, κανένας
τόσο πολύ ελεύθερο, τόσο πολύ αλλαγμένο
γιατί όλοι θα ’χουν τις έγνοιες τους
το ψωμί βγαίνει πολύ δύσκολα σήμερα
κι απ’ τον έρωτα δεν απόμεινε πια
παρά μόνο η ατέλειωτη πίκρα του.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Σ' αυτή την ανηφόρα
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 20:02:28
Ήλιε Ήλιε Αρχηγέ Διονύσης Σαββόπουλος YouTube - YouTube (https://www.youtube.com/watch?v=KgEVcjLm_GI)

Διονύσης Σαββόπουλος, Ήλιε ήλιε αρχηγέ (δίσκος: Φορτηγό (1966))

Γιώργος Καφταντζής, Σ’ αυτή την ανηφόρα

Σ’ αυτή την ανηφόρα κόπηκε η δουλειά
κι ο δρόμος που χαράζαμε απόμεινε στη μέση.
Το ματωμένο σύνορο είν’ εδώ
που λύγισες αδερφέ μου παρατώντας
την προδομένη αποστολή σου.
Θλίψη σε δέρνει να κοιτάς
τα ρημαγμένα μας νοικοκυριά
τόσα σχέδια για το μέλλον σκορπισμένα.
Ωστόσο μη δακρύζεις, φτάνει
ο καταραμένος δισταγμός
κι αν έχεις τέτοιο χάρισμα αφουγκράσου
παρέα με το φίλο μας τον ήλιο
που ήρεμα δουλεύει ακατάπαυστα
για νέα στάχυα, νέους ποταμούς
αυτά τα βήματα των αγέννητων ανθρώπων
πλάι στων φουρνέλων τους αλαλαγμούς
στο μελωδικό κουβεντολόι της αξίνας.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Τώρα
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 20:14:07
Γιώργος Καφταντζής, Τώρα

Τώρα που σκουριάζει το σπαθί
και πάνω στα πλευρά των σκοτωμένων
κάνουν σαματά χορεύοντας τα νέα ζευγάρια.
Τώρα που λάμπει το δρεπάνι
και λησμονήθηκαν ήρωες και μάρτυρες
στη φούρια της ζωής π’ αλλάζει το πετσί της.
Τώρα που με τα σταθερά του βήματα
τις πληγές της γης σκεπάζει το χορτάρι
και τα τραγούδια των ποιητών
στράγγιξαν απ’ τα αίματα.
Τώρα που όλα τα ’χουμε
τόσο ακριβά ξεπληρωμένα
ας πούμε πως είμαστε καλά.
Ε, υπάρχει κλάμα φυσικά παντού
και αγωνία κρυμμένη
μόνο που για τη θλίψη χρειάζεται
μεγάλη θλίψη να την καταλάβεις.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 20:24:22
Γιώργος Καφταντζής, Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου

Όταν επιστρέψω τη σάρκα μου
πάρτε την εσείς καλαμποκιές
όταν επιστρέψω το αίμα μου
πάρτε το εσείς κληματαριές
όταν επιστρέψω τη φωνή μου
πάρτε την εσείς άνεμοι∙
αλύπητα σκορπάτε με
εδώ και κει σκορπάτε με
στους αιώνες των αιώνων.
Μονάχα την αγάπη
αρνούμαι να επιστρέψω
σε τούτο το απέραντο
χωρίς αγάπη σύμπαν
στους αιώνες των αιώνων.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Αυτός ο τάφος
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 20:34:16
Γιώργος Καφταντζής, Αυτός ο τάφος

Πυρπολημένος απ’ τον ήλιο
ραντισμένος απ’ το φεγγάρι
το ίδιο πάντα ήσυχος
αυτός ο τάφος ξεχασμένος
πνίγεται στο χιόνι
πνίγεται στο χορτάρι.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Παράπονο σκοτωμένου στρατιώτη στην Κρήτη
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 20:51:20
Γιώργος Καφταντζής, Παράπονο σκοτωμένου στρατιώτη στην Κρήτη

Στις πράσινες κοιλάδες του Καλόκαστρου
που σαλεύουν ρείκια, παπαρούνες, καλαμιές
αγελαδάρης ήμουν, μια παλιοζωή θα πεις
πότε νηστικός, πότε ξαγρυπνισμένος
μα είχα το κυνήγι, το ψάρεμα
ήταν και οι κοπέλες με το γλέντι τους.
Τώρα σ’ αυτό το ξένο μέρος κι από πάνω μου
ερείπια κι ερείπια
και του Βαθύλακκου οι λεμονιές καψαλισμένες
απ’ τον άγριο πόλεμο.
Σύννεφα πάνε και σύννεφα έρχονται
οι μέρες συνάζονται αδιάκοπα μια-μια
η θάλασσα πότε χαρούμενη, πότε λυπημένη.
Κι εκεί στα μέρη του βορρά η μάνα μου
σαν χτες και σαν προχτές
σήμερα κι αύριο και μεθαύριο
θε να μου γράφει ώρες δακρυσμένη γράμματα
εκείνα τ’ ανορθόγραφα θαυμάσια γράμματα
που παίρνει κανείς απ' την πατρίδα του
μα εγώ ποτέ δε θα τα πάρω, πότε
για να μάθω αν η μοδίστρα η Ελένη
αρραβωνιάστηκε ή με περιμένει ακόμα.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Η Πασχαλία
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 21:11:26
Γιώργος Καφταντζής, Η Πασχαλία

Είν’ ένα πλάσμα άθλιο
αυτή η Πασχαλία
μια μπαλωματού εκεί
ασουλούπωτη
χαμηλόκωλη
βλογιοκομμένη.
Να φορούσε τουλάχιστο
κανένα ρούχο της προκοπής...
Πάντα ξεβαμμένους αλατζάδες.
Κι ολοένα έτσι, να, κρατάει άχαρα
κατά μέσα
τις ξεφλουδισμένες της παλάμες
τα μάτια της στη γη.
Βάζω στοίχημα
θα φαντάζεται
πως κανένας δεν την αγαπά.
Κι όμως Πασχαλία
Πασχαλιούλα
εγώ σ’ αγαπώ αδερφή μου!
Α, μην κρύβεις τα χέρια σου.
Γιατί τα κρύβεις;
Και τα μάτια σου;
Τι κατεβάζεις τα μάτια σου;
Ποιος σε καταφρόνεσε συντρόφισσα;
Ποιος σε πίκρανε;
Ξεθεώνεσαι στη δουλειά μα λάμπεις
σαν ανθισμένη αμυγδαλιά
που μάχεται την παγωνιά του κόσμου.
Το ρούχο σου είναι ιερότερο
από άμφια χρυσοκεντημένα
το σφυρί σου πιο μελωδικό
από ένα ορατόριο.
Σύντροφοι εσείς με τα θυελλώδη όνειρα
να θυμάστε τη γυναίκα αυτή του παιδεμού
και σεις οι καλοτυχισμένοι
σας παρακαλώ μην την κακολογάτε
κι όπως εγώ τη βλέπω να τη δείτε.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής: Ε, συ σταμνά
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 21:18:38
Γιώργος Καφταντζής: Ε, συ σταμνά

Ε, σταμνά μου ξεροκέφαλε
με την κοκαλιάρικη παρέα σου
γόνατα, μπράτσα, όλα σας παράλυσαν.
Και τώρα εγώ θα τραγουδώ για σας
και οι σπιούνοι θα με παρακολουθούν
και σεις δεν τον είδαμε, δεν τον απαντήσαμε.
Μα πώς να σας εγκαταλείψω αδέρφια
πώς να καταπιώ τη γλώσσα μου;
Μόνο που θα ’ναι τα τραγούδια μου
από σκουπίδια φρίκης και θανάτου
απ’ ό,τι βρω τριγύρω στα τσανάκια μας.
Για να τροχίσει η λέξη με τη λέξη
ένα κοφτερό σπαθί
να γίνει ο στίχος με το στίχο
μια ανεμόσκαλα πανύψηλη
πυξίδα σε καράβια μεσοπέλαγα
γεφύρι σε οργισμένο ποταμό
με τη μεγάλη χάρη μιας δίκαιης άνοιξης
στης αληθινής ομορφιάς τη βασιλεία.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Θάνατος σε γιαπί
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 21:27:04
Γιώργος Καφταντζής, Θάνατος σε γιαπί

Με τσακισμένα κόκαλα
σχεδόν αγνώριστος
εκείνα τα δυνατά χέρια
για κάθε δουλειά
πίσω του κουλουριασμένα.

Έπεσε από χίλιες σκαλωσιές
τώρα θα ξεκουραστεί για καλά.

Στο αίμα του
ζουζουνίζουν μύγες.

Αντίκρυ
σίδερο
αμμοχάλικο
τσιμέντο
σωροί
ακίνητοι
ψυχροί
ανήμποροι.

Ο ήλιος έχτιζε μαζί μας
φώτιζε για αύριο.

Τριγύρω του περίεργοι
αυτός δεν είναι γη ακόμα
δεν κάνουν καλά που μας τον κρύβουν.
Ε, πού τον πάτε
δεν είναι δικός σας
τώρα πιο πολύ δεν είναι δικός σας.
Αφήστε τον κάτω
εδώ είναι το πόστο του
αστέρια φωλιάζουν
στα ξεριζωμένα μάτια
ο γαλαξίας τυλίγεται
στα χυμένα σπλάχνα του.

Γρατσουνιούνται, μαδιούνται
οι αδερφές, η μάνα του
θέλουν να τον πάρουν
αναρωτιέμαι
τι θα τον κάνουν
τόσο πολύ σκοτωμένο;

Τρυπώνει πια παντού
δεν τον παίρνουν
όσο κι αν τον πλύνουν
όσο κι αν τον χτενίσουν
όσο κι αν τον στολίσουν.
Ας τον αφήσουν καλύτερα εδώ
ας τον αφήσουν για μας
να τον βλέπουμε
και να τραγουδούμε
τις σκόρπιες του αποθυμιές
τον παιδεμό και την ελπίδα του.
Ω, άμα τον πάρουν από δω
πώς θα ξαναβρεί το αίμα του;
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Η ώρα μιας εταίρας
Post by: wings on 31 Oct, 2016, 21:43:49
Γιώργος Καφταντζής, Η ώρα μιας εταίρας

I


Τώρα σε θέλω τέχνη μου
τις ιδανικές εκπλήξεις σου
κάν’ τες ουρλιαχτό
γι’ αυτή τη σάρκα
την ανθρώπινη
που ο έμπορός της
τυλίγει μαστορικά
σαν μια μαύρη αράχνη
τη ζαλισμένη μύγα.

II

Προσπαθούσε να μ’ αγκαλιάσει
μα δεν έβρισκε τα χέρια της
προσπαθούσε να με φιλήσει
μα είχε χάσει τα χείλη της
λαχταρούσε να με δει
μα είχαν χυθεί τα μάτια της.
Το κρεβάτι
έλιωνε απ’ τα δάκρυα
το κατώφλι
έλιωνε απ’ τα δάκρυα
το φεγγάρι
έλιωνε απ’ τα δάκρυα
δε θέλει ρώτημα
ήταν πια χαμένη.
Θα σου δώσω τα χέρια της γυναίκας μου
θα σου δώσω τα χείλη της κόρης μου
θα σου δώσω τα μάτια της μάνας μου.
Να πώς θα ξοφλήσουμε το χρέος
σ’ αυτή την αδελφή μας.

III

Από μέσα της άδειασε η νύχτα
κάτι μακρινό την προσκαλεί
που σμίγει με το αίμα της.
Μην την αποχαιρετάτε
μην την περιμένετε
ο ίσκιος της χάθηκε
σαν πουλί κυνηγημένο
από νηστικό γεράκι.

IV

Μιλούμε για τα σπίτια μας
τις αγάπες, τις δουλειές μας
αυτή ακατάδεχτη
απέραντη
ανήξερη
ποιος ξέρει τι πράγματα μπορεί
ακόμα να την περιμένουν
άγνωστα και σκοτεινά!
Έλα, μη σκιάζεσαι
άπλωσε τα πελώρια χέρια σου!
Ένα κοχύλι βουίζει
στην πιο έρημη γωνιά του κόσμου!
Γέρνει λυπημένη το κεφάλι
μέσα της δε σαλεύει τίποτα
ούτ’ ένα φυλλαράκι.
Δε με νοιάζει
όλα θα κυλήσουν καταπώς πρέπει
δε γίνεται αλλιώς
γι’ αυτό δε με νοιάζει.
Αν δε γίνει σήμερα, θα γίνει αύριο
μια φορά θα γίνει.
Μονάχα να, που άλλος πολύ, άλλος λίγο
υποφέρουμε.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Η αγορά των Σερρών
Post by: wings on 01 Nov, 2016, 00:38:04
Γιώργος Καφταντζής, Η αγορά των Σερρών

Αν μου ζητούσε κανένας ξένος να του δείξω
το πιο αξιοθέατο μέρος της πατρίδας μου
στην αγορά των Σερρών θα τον πήγαινα
να τον σεργιανίσω, να την καμαρώσει.

Κάθε πρωί όταν ξυπνά η ζωή
παπλωματάδες, γανωτήδες, σιδεράδες, μαραγκοί
για τα εργαστήριά τους τραβούν κουβεντιάζοντας
κανάτια, πόρτες, κλειδαριές
πετούν χαρούμενους ήχους.

Ω, αγορά μου περήφανη
εγώ που σε ξέρω καλά
ξεχωρίζω το γέλιο απ’ το κλάμα σου.
Να, ακούστε κει που καρφώνουν πέταλα
βαρά το ντέφι της η αχνή Σελήνη
σ’ αυτή την αποθήκη του ρυζιού
στράφτει ένας σωρός από δάκρυα.

Α, μεγάλο πράμα αυτή η αγορά
η ίδια η ζωή που παλεύει είναι.
Μ’ αρέσει να περπατάω στα σοκάκια της
ψάχνοντας τα παιδικά μου χνάρια
σ’ αυτά τα μαγαζιά γλέντησα, δούλεψα
πότε αφεντικό, πότε δούλος.
Ε, Σερραίε χωριάτη
που κουβαλάς το βιος σου αποσταμένος
σε καλημερίζω ανοιχτόκαρδα.
Κι εγώ να ξέρεις
από τη φύτρα σου κρατώ
γι’ αυτό πηδώ σαν γλεντοκοπάς
πονώ σαν υποφέρεις.
Μπροστά στις ζυγαριές του δόλου
όταν παζαρεύουν τη δούλεψή σου
μπορώ ν’ αποδείξω πως σε κλέβουν.
Μα την αδικία δεν μπορούν αλίμονο
να σταματήσουν τα τραγούδια μου.

Ω, πόσο είναι αγορά μου όμορφα τα μαγαζιά σου
τι κουβαλητές οι δουλευτές σου.
Κοίταξε πώς υπομένουν καλόβολα
τη μαύρη συννεφιά του κόσμου
με πόση εμπιστοσύνη
εγκαταλείπονται στον ήλιο.
Εμείς οι δυο αγορά τα πάμε μια χαρά
ας ντρέπονται οι ντυμένοι για τη γύμνια
ας φοβούνται οι χορτάτοι για την πείνα
περιττό από μένα να φυλάγεσαι
άσε με να σε μελετάω
και να χαρτογραφώ τη θλίψη σου.

Μαγεία λεν και Μοναξιά
τα δυο ποτάμια που σε διασχίζουν.
Κι απ’ τον κάμπο που σε τριγυρίζει
έρχονται μυρίζοντας ήλιο και βροχή
το στάρι, το βαμβάκι, τα σταφύλια, οι ελιές
το κάρβουνο και το μέλι απ’ τα βουνά μας.

Πίσω απ’ τους στολισμένους μπάγκους
χρυσάφι συνάζει ο δανειστής
μαύρο φίδι τσιμπάει τον οφειλέτη.
Το ξέρω, τη ζωή πολλές φορές
την ξεγελάς αγορά μου
μα τι φταις εσύ αν την ξεγελάς;
Δες τα ρολόγια σου πότε-πότε
κουράζονται, σταματούν
μα ο χρόνος διαβαίνει.
Όταν πέσει το σκοτάδι
έξω απ’ τα κλεισμένα μαγαζιά
το βαρύ βήμα του νυχτοφύλακα
μετράει τη βουβή ελπίδα
που σε σκεπάζει με χίλια όνειρα.

Έτσι είναι, κλείνεις, ανοίγεις
πότε γιορτάζεις, στολίζεσαι
πότε θρηνοκοπάς τυλιγμένη πένθος
για το θάνατο κάποιου μαγαζάτορα.
Και πονάς, δε γίνεται, πονάς.
Τον πόνο σου να τον δει κανένας
δεν είναι δύσκολο
φτάνει να σε προσέξει.
Γιατί όλα πονούν σ’ αυτή την αγορά
κι αυτός ο μάγερας ο γελαστός
με γαλάζια ριγωτή ποδιά
κι αυτό το καπνισμένο φανάρι της πλατείας
κουβαριάζονται από πόνο.

Μ’ αυτή την αγορά πολλές φορές
μπορεί κανείς να χάσει το κέφι του.

Εδώ γεννιούνται, πεθαίνουν
αλογάριαστη σειρά τους περιζώνει.

Αχ, όλοι εσείς τριγυρνάτε
πάνω-κάτω ασταμάτητα
γιατί τη ζωή αγαπάτε, τίποτ’ άλλο.

Άντε τώρα σας παρακαλώ
διαλαλήστε το βιος σας δυνατά
δυόμιση χιλιάδες χρόνια αγορά μου
ακούω τη μελωδική φωνή σου.

Αυτή ’ναι η αγορά που πρέπει ν’ αγαπήσετε.
Καλημερίστε την.
Βάσανα και λαχτάρες ακούονται μέσα της.
Φτάνει αγορά μου.
Όταν σωπαίνεις και θυμάσαι
ανάμεσα στον καπνό και στ’ όνειρο
τότε καταλαβαίνω πως ζητάς βοήθεια.
Σάμπως πόσοι απομείναμε θαρρείς
απ’ τους ποιητές που μπορούν να σε καταλαβαίνουν;

Γι’ αυτό ίσως πιο πολύ να σε πονώ
και όταν ξαποστάσω θέλω
το φέρετρό μου να ’ναι αγορά μου από σένα
γεμάτο απ’ τη βουή σου.
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)
Title: Γιώργος Καφταντζής, Το τραγούδι του καπνού
Post by: wings on 01 Nov, 2016, 23:36:55
Γιώργος Καφταντζής, Το τραγούδι του καπνού

Βουνά ψηλά
μαύρα βουνά
βουνά γεμάτα φρίκη
και πίσω απ’ τα βουνά
ένα φτωχικό σπιτάκι.
Μια γκαζόλαμπα
το μαχαιρώνει
το ταρακουνάει.

Στη σάλα τη γυμνή, τη χαμηλή
εφτά νομάτοι σπιτικοί
θρηνούν έναν πεθαμένο.

— Ε, σεις
πάψτε να τον κλαίτε.
Πάψτε να τον κλαίτε
γερμένοι απάνω του
σαν ιτιές κλαίουσες.
— Αυτός ο πεθαμένος
ήταν ένα ποτάμι αίματα
ήταν ένα κουβάρι όνειρα
ήταν οι άσπρες μέρες μας.

Κάνε κάτι φιτίλι εσύ
που λιώνεις το μπακίρι
στα ξεραμένα μούτρα τους.
Κάνε κάτι ερημιά εσύ
που υφαίνεις την καταχνιά
στις ρίζες τ’ ουρανού.

— Εσύ που τραγουδάς
αν είσαι ποιητής
έπρεπε να ξέρεις
πώς τον σπείραμε
πώς τον αναστήσαμε!
Ήταν άνοιξη
και οι γυναίκες μας
τον έσπειραν με τη φλόγα τους
τον θυμιάτισαν με τη σάρκα τους
τον νανούρισαν με τα σκέλια τους
τον πότισαν με το γάλα τους.
Σ’ αυτό το κοκκινόχωμα
το ξερό
το αγκαθερό
το ανυπότακτο
πάλεψε με την αγριοφωτιά
πάλεψε με τη μελίγκρα
πάλεψε με τους γυμνοκοχλιούς.
Α, εσύ που τραγουδάς
πολλά θα μάθαινες
αν άνοιγες τ’ αυτιά σου
στο γλυκό φουρφούλισμα
που έκαμνε ο άνεμος
στην πικρή καρδιά του
στις ορθάνοιχτες παλάμες του.
— Κι όμως πρέπει
να μην τον κλαίτε.
Άι τώρα, πάψτε
μην τον κλαίτε
πάψτε, πρέπει.
Γιατί τον κλαίτε
ανώφελα;
— Αυτός ο πεθαμένος
ήταν η ελπίδα μας
ήταν το ψωμί μας
ήταν το μερίδιό μας.

Να, εκεί τον τραγουδούσαμε
κάνοντας νυχτέρι.
Το κιτρινοκίτρινα
φύλλα του
φύλλο το φύλλο
αρμαθιάσαμε.
Να τον βλέπατε
στη λιάστρα έξω
κρεμασμένο
πώς χάιδευε το νοτιά
πώς ρουφούσε τον ήλιο
πώς ίδρωνε!
Να τον βλέπατε
ζεστό σα στήθος
λαμπερό σα φλουρί!
— Ω, μην τον ξενυχτάτε
μην τον βρέχετε με δάκρυα.
— Αυτό το λείψανο
ήταν το σπλάχνο μας
ο ιδρώτας μας
η ανάσα μας.
— Ένα χρόνο τον κλαίτε
εκεί ξαπλωμένο
δεν κουραστήκατε;
— Ώσπου να ’ρθουν οι έμποροι
να τον εκτιμήσουν
να τον κουβαλήσουν
να ησυχάσουμε.
— Φέτος οι έμποροι
δε θα κάνουν αγορές
το δήλωσαν στις εφημερίδες
επίσημα. Είναι πικρό
μα έμποροι
δε θά ’ρθουν στο σαλόνι σας
να πιουν ρακί
να συμφωνήσουν
να τον πάρουν.
Καλύτερα να τον πετάξετε...
— Το Κράτος μάς είπε:
«Κάψτε τον.»
Μα εμείς
ώσπου να σαπίσει
θα τον κλαίμε.
Καλύτερα να σαπίσει
παρά να τον κάψουμε.
Τι επιτέλους
την καρδιά μας θα κάψουμε;
 
Από τη συλλογή Δύσκολες χρονιές (1959)