kieshaltig → αμμώδες, αμμώδης, γεμάτος βότσαλα, γεμάτος πετραδάκια, σκυρώδης, σκυρώδες, χαλικώδες, χαλικώδης, ψαμμώδης, ψαμμώδες

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 856564
    • Gender:Male
  • point d’amour
kiesartig
kiesig
kieselig
kieshaltig → χαλικώδης, σκυρώδης
« Last Edit: 31 Mar, 2023, 12:10:25 by spiros »
Look up Multiple Greek, Ancient Greek and Latin dictionaries — Οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον· ἄνουν γὰρ καὶ ὀλιγόφρον, διὰ τοῦτο καὶ πολύφωνον (Plutarch)


 

Search Tools