Ελληνοαγγλικό Γλωσσάριο Φιλοσοφικών Όρων / English-Greek Glossary of Philosophical Terms (Richard McKirahan) [φιλοσοφία, λεξικό, όροι, γλωσσάρι, philosophy]
Με μια μικρή επιμέλεια από εμένα.
English | Greek |
a fortiori | κατά μείζονα λόγο |
a posteriori | α ποστεριόρι, εκ των υστέρων |
a priori | α πριόρι, εκ των προτέρων |
abduce | απάγω |
abduction | απαγωγή |
absolute (adj.) | απόλυτος |
absolute (n.) | απόλυτο |
absorb | απορροφώ |
absorption | απορρόφηση |
abstract (adj.) | αφηρημένος |
abstract (v.) | αφαιρώ |
abstraction | αφαίρεση |
acceptance | αποδοχή, παραδοχή |
access | πρόσβαση |
accident | συμβεβηκός |
accidental | κατά συμβεβηκός, συμπτωματικός, τυχαίος |
accidentalism | τυχαιοκρατία |
accuracy | ακρίβεια |
accurate | ακριβής, επακριβής |
acosmism | ακοσμισμός |
acquaintance | γνωστική επαφή, εξοικείωση |
acquire | αποκτώ |
acquired | επίκτητος |
acquisition | απόκτηση, πρόσκτηση |
act | πράξη |
action | δράση, ενέργεια, πράξη |
activate | ενεργοποιώ |
activation | ενεργοποίηση |
active | ενεργητικός, ενεργός |
actual | αληθινός, ενεργεία, ενεργός, πραγματικός |
actualism | ενεργειοκρατία |
adapt | προσαρμόζω, προσαρμόζομαι |
adaptation | προσαρμογή |
adapted | προσαρμοσμένος |
adaptive | προσαρμόσιμος, προσαρμοστικός |
add | προσθέτω |
addition | πρόσθεση, προσθήκη |
additive | προσθετικός |
additivity | προσθετικότητα |
adequacy | επάρκεια |
adequate | επαρκής |
adherence | εμμονή, πίστη, προσκόλληση, υπακοή |
adherent | θιασώτης, οπαδός, υπερασπιστής, υπέρμαχος, υποστηρικτής |
adiaphoristic | αδιαφοριστικός, θεολογικά αδιάφορος |
adjunction | προσάρτηση, πρόσζευξη |
adventitious | συμπτωματικός |
adverb | επίρρημα |
adverbial | επιρρηματικός |
adverbialism | επιρρηματικοποίηση |
adversative | αντιθετικός, εναντιωματικός |
aesthete | αισθητής |
aesthetic | αισθητικός |
aestheticism | αισθητισμός |
aesthetics | αισθητική |
affirm | βεβαιώνω, καταφάσκω |
affirmation | βεβαίωση, κατάφαση |
affirmative action | επιβεβαιωτική πράξη, θετική δράση |
affirmative | επιβεβαιωτικός, καταφατικός |
affirming the consequent | επιβεβαίωση της επομένης |
after-image | μετείκασμα |
afterlife | μετά θάνατον ζωή, μεταθανάτια ζωή |
agent intellect | δρων νους, ποιητικός νους |
agent | δρων, δρων υποκείμενο, πράττων |
aggregate (adj.) | αθροιστικός, συνολικός |
aggregate (n.) | σύμπλεγμα, σύνολο |
aggregate (v.) | αθροίζω, συμπεριλαμβάνω |
agnosticism | αγνωσιαρχία, αγνωστικισμός |
akrasia | ακρασία |
alethic modality | αληθειακή τροπικότητα |
algorithm | αλγόριθμος |
alienation | αλλοτρίωση, αποξένωση |
allowable | επιτρεπτός |
alogical | εξωλογικός |
alteration | μετατροπή |
alternate (adj.) | εκ περιτροπής, εναλλακτικός, εναλλάξ |
alternate (v.) | εναλλάσσομαι |
alternation | αλληλοδιαδοχή, εναλλαγή |
alternative | εναλλακτικός |
altruism | αλτρουισμός, φιλαλληλία |
ambiguity | αμφισημία, διφορούμενο, ομωνυμία |
ambiguous | αμφίβολος, αμφίσημος, ασαφής, διφορούμενος |
amphiboly | αμφιβολία, αμφιλογία |
analogous | ανάλογος |
analogy | αναλογία |
analyse | αναλύω |
analysis | ανάλυση |
analytic | αναλυτικός |
analytical | αναλυτικός |
analyticity | αναλυτικότητα |
anaphora | αναφορά |
anaphorism | αναφορικότητα |
anarchism | αναρχισμός |
anomalism | ανώμαλος χαρακτήρας |
anomalous | ανώμαλος |
anomaly | ανωμαλία |
anosognosia | ανοσογνωσία |
antecedent (n.) | ηγούμενη, ηγούμενο, προγενέστερο, προηγούμενο, προκείμενη |
anthropomorphism | ανθρωπομορφισμός |
anticipation | προάγγελος, προαναγγελία, πρόληψη |
anticipatory | προληπτικός, προνοητικός |
anti-essentialism | αντι-ουσιοκρατία |
anti-factualist | αντι-πραγματιστής |
anti-holism | αντι-ολισμός |
antilogism | αντιλογισμός |
antinomianism | αντινομισμός |
antinomy | αντινομία |
antiphasis | αντίφαση |
antirealism | αντιρεαλισμός |
antisymmetrical | αντισυμμετρικός |
anxiety | άγχος, αγωνία |
anxious | αγχομένος |
aphasia | αφασία |
apodeictic | αποδεικτικός |
apodosis | απόδοση |
appearance | εμφάνιση, φαινόμενο |
appearing | εμφάνιση |
apperception | επαναντίληψη, κατάληψη |
applicative | εφαρμοστικός |
approbation | επιδοκιμασία |
appropriate (adj.) | κατάλληλος, πρέπον |
appropriate (v.) | ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι |
arational | άλογος, ανορθολογικός, μη ορθολογικός |
arbitrary | αυθαίρετος, τυχαίος |
archetype | αρχέτυπο |
argument | επιχείρημα |
argument | όρισμα |
argumentation | επιχειρηματολογία |
argumentative | επιχειρηματολογικός |
arithmetization | αριθμητικοποίηση |
articulate | αρθρωμένος |
artifact | τεχνούργημα |
artificial | τεχνητός |
ascetic | ασκητικός |
asceticism | ασκητική ζωή, ασκητισμός |
ascribe | αποδίδω |
ascription | απόδοση |
ascriptivism | καταλογισμός |
aspect | όψη, πλευρά, πτυχή |
assert | βεβαιώνω, ισχυρίζομαι |
assertability | βεβαιωσιμότητα |
assertion | απόφανση, βεβαίωση, επιβεβαίωση, ισχυρισμός |
assertive | βεβαιωτικός, κατηγορηματικός |
assertoric | βεβαιωτικός |
assessment | αποτίμηση |
association | προσεταιρισμός, συνειρμός, συσχέτιση, συσχετισμός |
associationism | θεωρία του συνειρμού, συνειρμισμός |
associative | προσεταιριστικός, συνειρμικός |
associativity | προσεταιριστικότητα, συνειρμικότητα |
assume | υποθέτω |
assumption | άποψη, θέση, παραδοχή, προϋπόθεση, υπόθεση |
asyllogistic | ασυλλογιστικός |
asymmetric | ασύμμετρος |
asymmetrical | ασυμμετρικός |
asymmetry | ασυμμετρία |
atomism | ατομική θεωρία, ατομισμός |
attention | προσοχή, σημασία |
attitude | διάθεση, στάση |
attribute (n.) | απόδοση, γνώρισμα, ιδιότητα, κατηγόρημα, κατηγορούμενο, χαρακτηριστικό |
attribute (v.) | αποδίδω |
attribution | απόδοση, κατηγόρηση |
attunement | συντονισμός |
authentic | αυθεντικός |
authenticate | πιστοποιώ την αυθεντικότητα |
authenticity | αυθεντικότητα |
authoritarian | απολυταρχικός, αυταρχικός |
authoritarianism | απολυταρχία, αυταρχισμός |
authority | αυθεντία |
autonomous | αυτεξούσιος, αυτόνομος |
autonomy | αυτονομία |
avenge | εκδικούμαι |
avowal | αναγνώριση, αποδοχή, επιβεβαίωση, παραδοχή |
awareness | επίγνωση |
axiom | αξίωμα |
axiomatic | αξιωματικός |
axiomatization | αξιωματικοποίηση |
axiomatize | αξιοματικοποιώ |
backward | οπισθοδρομικός, οπισθόδρομος, πίσω |
balance (n.) | ισορροπία |
balance (v.) | ισορροπώ |
bare particular | γυμνό επιμέρους, γυμνό καθέκαστο, σκέτο επιμέρους, σκέτο καθέκαστο |
base | βάση |
basic statement | βασική δήλωση |
basic | βασικός, θεμελιώδης |
basis | βάση |
bayesian | μπεϋζιανός |
Bayesianism | μπεϋζιανισμός |
be acquainted | γνωρίζω, έχω εξοικείωση, έχω γνωριμία |
be aware | έχω συνείδηση |
be sympathetic | διάκειμαι ευμενώς |
bearer | φορέας |
begging the question | λήψη του ζητουμένου, ψευδώνυμος συλλογισμός παρά την λήψιν του ζητουμένου |
behavior | συμπεριφορά |
behaviorism | θεωρία της συμπεριφοράς, μπιχεβιορισμός, συμπεριφορισμός |
being | είναι, ον |
belief attribution | απόδοση πεποίθησης |
belief | πεποίθηση, πίστη |
biconditional | αμφίδρομη συνεπαγωγή, διπλή συνεπαγωγή, ισοδυναμία |
binary | διθέσιος, διμελής, διπλός, δυαδικός |
binding variable | δεσμεύουσα μεταβλητή |
bioethics | βιοηθική |
bivalence | δισθένεια |
bivalent | δισθενής |
Boolean function | συνάρτηση Μπουλ |
borderline | συνοριακός |
bound (adj.) | δεσμευμένος, συνδεδεμένος |
bound (n.) | όριο, πέρας, σύνδεση, φράγμα, φραγμός |
bound variable | δεσμευμένη μεταβλητή |
boundary (adj.) | οριακός |
boundary (n.) | όριο, πέρας, σύνορο |
bounded | οριακός |
bracket (n.) | αγκύλη |
bracket (v.) | θέτω εντός παρενθέσεως, θέτω σε παρένθεση |
bundle theory | θεωρία δέσμης |
calculus | λογισμός |
canon | κανόνας |
canonical | κανονικός, κανονιστικός |
capitalism | καπιταλισμός, κεφαλαιοκρατία |
cardinal number | πληθικός αριθμός |
cardinal | απόλυτος, βασικός, θεμελιώδης, κύριος |
cardinality | πληθικότητα |
case | περίπτωση |
casuistry | καζουιστική, περιπτωσιοκρατία |
categorematic | κατηγορηματικός |
categorical | κατηγοριακός, κατηγορικός |
categoricity | κατηγορικότητα |
category mistake | κατηγοριακό σφάλμα |
category | κατηγορία |
catharsis | κάθαρση |
causal | αιτιακός, αιτιώδης |
causality | αιτιατό, αιτιότητα |
causation | αιτιακή σύνδεση, αιτιότητα, αιτιώδης-αιτιακή επενέργεια |
cause (n.) | αιτία, αίτιο |
censor (v.) | λογοκρίνω |
censorship | λογοκρισία |
censure | επικρίνω, επιπλήττω |
central state (adj.) | κεντρικών καταστάσεων |
central | κεντρικός |
certain | βέβαιος |
certainty | βεβαιότητα |
chain argument | αλυσιδωτό επιχείρημα |
chain of being | αλυσίδα του είναι, αλυσίδα του όντος |
challenge (n.) | αμφισβήτηση, πρόκληση |
challenge (v.) | αμφισβητώ, προκαλώ |
chance | τύχη |
change (n.) | αλλαγή, μεταβολή |
change (v.) | αλλάζω, αλλάσσω, αλλοιώνω, μεταβάλλω, τροποποιώ |
characteristic (adj.) | χαρακτηριστικός |
characteristic (n.) | χαρακτηριστικό |
charity | γενναιοδωρία |
choice | αίρεση, επιλογή |
choose | διαλέγω, επιλέγω |
choosing (n.) | επιλογή |
circle | κύκλος |
circuit | κύκλωμα, περιοδεία |
circumstance | περίπτωση, περίσταση |
circumstantial | περιστασιακός |
claim (n.) | αξίωση, ισχυρισμός |
clarity | διαύγεια, ενάργεια, καθαρότητα, σαφήνεια |
class | κατηγορία, κλάση, σύνολο, τάξη, ταξινόμηση |
classification | κατάταξη, ταξινόμηση |
classificatory | ταξινομητικός, ταξινομικός |
classify | ταξινομώ |
clear | πρόδηλος, σαφής, φανερός |
clearness | ενάργεια, σαφήνεια |
closed | κλειστός |
closure | κλείσιμο, κλειστότητα |
cluster | δέσμη, ομάδα, πλέγμα, σύνολο |
coenaesthesis | συναίσθηση |
coextensionality | συνεκτασιμότητα |
coextensive | ιδίας εκτάσεως, ισόκυρος, ομοεκτατός, συνεκτασιακός |
cognition | αντίληψη, γνώση, γνωστικές διεργασίες |
cognitive | γνωσιακός, γνωστικός |
cognitivism | γνωσιοκρατία |
cognitivist (adj.) | γνωσιαρχικός, γνωσιοκρατικός |
cognitivist (n.) | γνωσιοκράτης |
cognize | αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω |
cohere | έχω συνοχή, συνενώνομαι |
coherence | συνοχή |
coherent | συνεκτικός |
coherentism | συνεκτικισμός |
cohesion | συνοχή |
coincide | συμπίπτω |
coincidence | σύμπτωση |
co-instantiation | συνέκφανση, ταυτόχρονη εκδήλωση |
collection | συλλογή, συναγωγή |
collectivity | συλλογικότητα |
combination | συνδυασμός |
combinatorial | συνδυαστικός |
combinatory logic | συνδυαστική λογική |
combine | συνδυάζω, συνδυάζομαι |
communitarian | κοινοτικός |
communitarianism | κοινοτικό πνεύμα, κοινοτισμός |
commutation | αντιμεταθεση, εναλλαγή, μετάθεση, συμμετάλλαξη |
commutative | αντιμεταθετικός |
commutativity | αντιμεταθετικότητα, μεταθετικότητα |
compact (adj.) | συμπαγής |
compactness | συμπάγεια |
comparability | συγκρισιμότητα |
comparable | συγκρίσιμος |
comparative | συγκριτικός |
compatibilism | συμβατοκρατία |
compatibility | συμβατότητα |
compatible | συμβατός |
complement (n.) | συμπλήρωμα |
complement (v.) | συμπληρώνω |
complementary | συμπληρωματικός |
complete (adj.) | ολόκληρος, πλήρης |
complete (v.) | συμπληρώνω |
completeness | πληρότητα |
complex (adj.) | περίπλοκος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, σύνθετος |
complex (n.) | σύμπλεγμα, σύνθεση |
complexity | πολυπλοκότητα, συνθετότητα |
component (n.) | συνθετικό, συνιστώσα, συστατικό |
composite (adj.) | σύνθετος |
composite (n.) | σύνθεση |
composition | σύνθεση |
compositionality | συνθεσιακότητα |
compossible | από κοινού δυνατόν |
compound (adj.) | συμμιγής, σύνθετος |
compound (v.) | συνδυάζω, συνθέτω |
comprehend | καταλαβαίνω, κατανοώ |
comprehension | συμπερίληψη |
comprehensive | διεξοδικός, ευρύς, περιεκτικός, συνεκτικός |
computability | υπολογισιμότητα |
computable | υπολογίσιμος |
computation | υπολογισμός |
computational | υπολογιστικός |
compute | υπολογίζω |
computing | υπολογιστικός |
conation | ενόρμηση |
conative | ενορμικός |
conceivability | νοητικότητα |
conceivable | διανοητός |
conceive | διανοούμαι, συλλαμβάνω |
concentrate | συγκεντρώνω |
concentration | συγκέντρωση |
concept | έννοια |
conception | σύλληψη |
conceptual | εννοιολογικός |
conceptualism | εννοιοκρατία |
conclude | καταλήγω στο συμπέρασμα, συμπεραίνω, τελειώνω |
conclusion | αποτέλεσμα, συμπέρασμα |
concomitant | επακόλουθος, συνακόλουθος |
concrete (adj.) | συγκεκριμένος |
concretism | συγκεκριμενοκρατία, συγκεκριμενοποίηση |
condition | συνθήκη |
conditional (adj.) | δεσμευτικός, κατά συνθήκη, υποθετικός |
conditional (n.) | υπόθεση, υποθετική πρόταση, υποθετικό |
conditionalization | συνθηκοποίηση |
conditioning | εξαρτημένη μάθηση |
conduct | συμπεριφορά |
confidence | αξιοπιστία |
configuration | σχηματισμός |
confinement | περιορισμός |
confirm | επιβεβαιώνω, επικυρώνω |
confirmation | επιβεβαίωση, επικύρωση |
confused | συγκεχυμένος |
conjecture (n.) | εικασία |
conjecture (v.) | εικάζω |
conjoin | συζευγνύω, συναρμόζω, συνδέω |
conjunct | σύζευγμα, συζευκτικό μέρος |
conjunction | σύζευξη, σύνδεση, σύνδεσμος |
conjunctive | συζευκτικός |
connate | συμφυής, σύμφυτος |
connected | συνεκτικός |
connection | επαφή, σύνδεση, συνοχή |
connectionism | συνδετισμός |
connective (n.) | σύνδεσμος, συνδετικό |
connotation | συνδήλωση |
connotative | παραδηλωτικός, συνδηλωτικός |
conscience | συνείδηση |
conscious | συνειδητός |
consciousness | συνειδέναι, συνείδηση |
consecutive | διαδοχικός |
consensus | κοινή συγκατάνευση, ομοφωνία |
consensus | συναίνεση |
consent (n.) | συναίνεση |
consent (v.) | δέχομαι, συγκατατίθεμαι, συναιvώ |
consequence | ακόλουθο, επίπτωση, συνέπεια |
consequent (adj.) | ακόλουθος, επόμενος, συνακόλουθος |
consequent (n.) | διαιρέτης, επόμενη, επόμενο |
consequentialism | συνεπειοκρατία |
consequently | κατά συνέπεια, εν συνέχεια |
conservation | διατήρηση, συντήρηση |
conservatism | συντηρητισμός |
consist | συνίσταμαι |
consistency | συνέπεια |
consistent | συνεπής |
constant (adj.) | σταθερός |
constant (n.) | σταθερά |
constate | διαπιστώνω |
constative | διαπίστωση, διαπιστωτικός |
constituent | συστατικό |
constitute | συνιστώ |
constitution | συγκρότηση, σύνταγμα, σύσταση |
constitutional | συνταγματικός, συστατικός |
constitutionalism | συνταγματισμός |
constrain | αναγκάζω, εξαναγκάζω, περιορίζω |
constrained | περιορισμένος |
constraining | περιοριστικός |
constraint | καθορισμός, καταναγκασμός, περιορισμός |
construct (n.) | κατασκευή, σχεδιασμός |
construct (v.) | κατασκευάζω |
constructability | κατασκευασιμότητα, κατασκευοκρατία |
construction | κατασκευή |
constructive | δημιουργικός, κατασκευαστικός |
constructivism | εποικοδομητισμός, κατασκευασιοκρατία |
construe | εκλαμβάνω, ερμηνεύω |
consummation | ολοκλήρωση |
contemplate | θεάζομαι |
contemplation | ενατένιση, θέαση, θεώρηση |
contents (n.) | περιεχόμενο |
context | πλαίσιο, πλαίσιο αναφοράς, συμφραζόμενα, σύμφραση |
contextual | πλαισιακός, συμφραστικός |
contextualism | πλαισιοκρατία, συμφρασιοκρατία |
continental | ηπειρωτικός |
contingency | ενδεχομενικότητα, ενδεχόμενο |
contingent (adj.) | ενδεχόμενος |
contingent (n.) | ενδεχομενικό |
continuant (n.) | συνεχές |
continuity | συνέχεια |
continuous | συνεχής |
continuum | συνεχές |
contract (n.) | συμβόλαιο |
contractarianism | συμβολαιοκρατία |
contractualism | συμβολαιοκρατία |
contradict | αντικρούω, διαψεύδω |
contradiction | αντίφαση |
contradictory | αντιφατικός |
contraposition | αντιθετοαναστροφή, αντιμετάθεση |
contrapositive (adj.) | αντιθετικός |
contrapositive (n.) | αντιθετοανάστροφο, αντίστροφο του αντιστρόφου |
contraries | αντίθετα |
contrary to fact (adj.) | αντιπραγματικός |
contrary to fact | αντιπραγματικός |
contrary | αντίθετος |
contrast (n.) | αντιπαραβολή |
contrast (v.) | αντιπαραβάλλω |
contrast | αντίθεση |
controversial | αμφιλεγόμενος, επίμαχος |
controversion | αντιδρομή |
controversy | αντιγνωμία, διαμάχη, έριδα |
controvert | διαμφισβητώ |
convention | σύμβαση |
conventional | συμβατικός |
conventionalism | συμβασιοκρατία |
converge | συγκλίνω |
convergence | σύγκλιση |
convergent | συγκλίνουσα, συγκλίνων |
conversation | διάλογος, συζήτηση, συνομιλία |
conversational | συνομιλιακός |
converse (adj.) | αντίστροφος |
converse (n.) | αντίστροφο |
converse (v.) | συζητώ, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ |
conversion | αντιστροφή, μεταστροφή, μετατροπή |
convert (n.) | προσήλυτος |
convert (v.) | προσηλυτίζω |
convert | μετατρέπω |
convertibility | μετατρεψιμότητα |
convince | πείθω |
coordinate (adj.) | συντεταγμένος |
copula | συνδετικό |
copulative | συνδετικός |
corner | γωνία |
corollary | απόρροια, πόρισμα, συνέπεια |
corporeal | ενσώματος, σωματικός, υλικός, υλομορφικός |
correct (adj.) | ορθός |
correct (v.) | διορθώνω |
correction | διόρθωση |
correctness | ορθότητα |
correlate (n.) | αντίστοιχος σχετικός όρος |
correlate (v.) | συσχετίζω |
correlation | συσχέτιση, συσχετισμός |
correspond | ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ |
correspondence | αντιστοιχία |
corresponding | αντίστοιχος |
corrigibility | μη διορθωσιμότητα |
cosmic | κοσμικός |
cosmogony | κοσμογονία |
cosmological | κοσμολογικός |
cosmology | κοσμολογία |
count noun | αριθμητό ουσιαστικό |
countability | αριθμησιτότητα |
countable | αριθμήσιμος |
counterexample | αντιπαράδειγμα |
counterfactual (adj.) | αντιγεγονικός |
counterfactual conditional | αντιγεγονικός υποθετικός λόγος |
counterfactual implication | αντιγεγονική συνεπαγωγή |
counterinstance | αντιπαράδειγμα |
counterpart | αντίστοιχο, ομόλογο |
courage | ανδρεία |
courageous | ανδρείος |
co-variation | συμπαραλλαγή |
co-variational | συμπαραλλακτικός |
covering law | επικαλύπτων νόμος |
create | δημιουργώ |
creation | δημιουργία |
creationism | δημιουργισμός |
creative | δημιουργικός |
creativity | δημιουργικότητα |
criteriology | κριτηριολογία |
criterion | κριτήριο |
critical | κρίσιμος, κριτικός |
criticism | κριτική |
criticize | ασκώ κριτική |
cumulative | αθροιστικός, σωρευτικός |
custom | έθιμο, συνήθεια |
customary | εθιμικός, συνήθης |
cybernetics | κυβερνητική |
cynic (adj.) | κυνικός |
cynical | κυνικός |
cynicism | κυνισμός |
decadence | παρακμή |
decadent | παρακμαίος |
decidability | αποκρισιμότητα, αποφασισιμότητα, ελεγξιμότητα |
decidable | αποκρίσιμος, αποφασίσισμος |
decide | αποφασίζω |
deciding (n.) | απόφαση, αποφασίζειν |
decision | απόφαση |
declaration | δήλωση |
declarative | δηλωτικός |
declare | δηλώνω |
decomposition | ανάλυση |
deconstruct | αποδομώ |
deconstruction | αποδόμηση |
deconstructionism | αποδόμηση |
deduce | παράγω |
deducible | παραγώγιμος |
deduction | παραγωγή |
deductive argument | παραγωγή, παραγωγικό |
deductive argument | παραγωγή, παραγωγικό επιχείρημα |
deductive | παραγωγικός, συμπερασματικός |
deductive-nomological | παραγωγικό-νομολογικός |
deductive-statistical | παραγωγικό-στατιστικός |
deep grammar | βαθιά γραμματική (δομή) |
deep grammar | βαθιά γραμματική, βαθιά γραμματική δομή |
default | προεπιλογή |
defeasibility | ακυρωσιμότητα, κατανικησιμότητα |
defeasible | ακυρώσιμος, κατανικήσιμος |
defect | ατέλεια, ελάττωμα, μειονέκτημα |
definability | ορισιμότητα |
definable | ορίσιμος, που μπορεί να οριστεί, που μπορεί να προσδιοριστεί, προσδιορίσιμος |
define | ορίζω, προσδιορίζω |
definiendum | οριζόμενο |
definiens | ορίζον |
definism | ορισιμότητα, ορισμικότητα |
definist | οριστής |
definite description | όριστική περιγραφή |
definite | ορισμένος, οριστικός |
definition | ορισμός |
deflationary | συσταλτικός |
deflationism | συσταλτικότητα |
degree | βαθμός |
degrees of truth | βαθμοί αληθείας |
deism | ντεϊσμός |
deliberate (v.) | διαβουλεύομαι |
deliberation | διαβούλευση |
demiurge | δημιουργός |
demonstrate | αποδεικνύω, δείχνω, φανερώνω |
demonstration | απόδειξη |
demonstrative (adj.) | αποδεικτικός |
demonstrative (n.) | δεικτική έκφραση, δεικτικό |
denial | άρνηση |
denominative | προσηγορικός |
denotation | καταδήλωση |
denotative | καταδεικτικός, καταδηλωτικός |
denote | δηλώνω, καταδεικνύω, καταδηλώνω |
denoting | καταδηλωτικός |
dense | πυκνός |
densely ordered | πυκνά διατεταγμένος |
density | πυκνικότητα |
denumerable | αριθμήσιμος |
deny | αρνούμαι |
denying the antecedent | άρνηση της ηγούμενης |
deontic | δεοντικός |
deontological | δεοντοκρατικός, δεοντολογικός |
deontologism | δεοντολογισμός |
deontology | δεοντοκρατία, δεοντολογία |
dependency | εξάρτηση |
dependent | εξαρτημένος |
derivability | δυνατότητα παραγωγής, παραγωγή, παραγωγικότητα |
derivable | παραγώγιμος, που μπορεί να παραχθεί, που μπορεί να προκύψει, που παράγεται |
derivation | απόδειξη, παραγωγή |
derivative (adj.) | παράγωγος |
derive | παράγω, συμπεραίνω, συνεπάγομαι |
derived | επαγόμενος, προκύπτων |
descending | απορρέων, φθίνων |
describe | περιγράφω |
description | περιγραφή |
descriptional | περιγραφικός |
descriptionalism | περιγραφισμός |
descriptive | περιγραφικός |
descriptivism | περιγραφιοκρατία, περιγραφισμός |
descriptor | περιγραφέας |
design (n.) | σχεδιασμός, σχέδιο |
design (v.) | σχεδιάζω |
designate | υποδεικνύω |
designation | αναφορά, καταδήλωση, προσδιορισμός, χαρακτηρισμός |
designator | καταδηλωτής |
desire (n.) | επιθυμία |
desιre (v.) | επιθυμώ |
detach | αποσπώ |
detachment | απόσπαση |
detensed | αποχρονικοποιημένος |
determinable (adj.) | προσδιορίσιμος |
determinable (n.) | προσδιορίσιμο |
determinacy | καθορισιμότητα, προσδιοριστικότητα |
determinate (adj.) | καθορισμένος, προσδιορισμένο |
determinate (n.) | προσδιορισμένο |
determination | καθορισμός, προσδιορισμός |
determine | καθορίζω, προσδιορίζω |
determined | καθορισμένος |
determinism | αιτιοκρατία, ντετερμινισμός |
deviant | αποκλίνων, παρεκκλίνων |
diagnose | διαγιγνώσκω |
diagnostic | διαγνωστικός |
diagonal proposition | διαγώνια πρόταση |
dialectic (n.) | διαλεκτική |
dialectical | διαλεκτικός |
dichotomy | διχοτομία |
diction | εκφώνηση, προφορά, ρήση |
difference | διαφορά |
differentia | ειδοποιός διαφορά |
differential | διαφορικός |
differentiate | διαφορίζω |
differentiation | διαφόριση |
dimension | διάσταση |
dimensionality | διάσταση |
direct | άμεσος |
disagreement | ασυμφωνία, διαφωνία |
disanalogy | δυσαναλογία |
discontinuity | ασυνέχεια |
discontinuous | ασυνεχής |
discourse (n.) | διάλογος, λόγος, πραγματεία, συζήτηση |
discrete | διακεκριμένος, διακριτός |
discreteness | διακριτότητα |
discriminate | διακρίνω |
discrimination | διάκριση |
disembodied | αποσωματωμένος, ασώματος, εξαϋλομένος |
disinterestedness | ανιδιοτέλεια |
disjoint | ασυνάρτητος, ασύνδετος, ξένος |
disjunction | διάζευξη, διαχωρισμός |
disjunctive | διαζευτικός |
displacement | μετατόπιση |
disposition | προδιάθεση |
dispositional | προδιαθεσιακός |
dispositionalism | προδιαθετικότητα |
disproof | αναίρεση |
disprove | διαψεύδω |
dispute (v.) | αμφισβητώ, λογομαχώ |
disquotational | απεισαγωγικός |
disquotationalism | απεισαγωγικότητα, απεισαγωγισμός |
dissemination | διάδοση |
dissonance | ασυμφωνία |
distance | απόσταση |
distinct | διακριτός, ευκρινής |
distinction | διάκριση |
distinctness | διακριτότητα |
distortion | διαστρέβλωση, παραμόρφωση, παραποίηση |
distribute | διανέμω, κατανέμω |
distributed | κατανεμημένος |
distribution | επιμερισμός, καταμερισμός, κατανομή |
distributive | διανεμητικός, επιμεριστικός |
distributivity | επιμεριστικότητα |
division | διαίρεση |
docetism | δοκητισμός |
doctrine of the mean | θεωρία της μεσότητας, θεωρία του μέσου |
dogma | δόγμα |
dogmatism | δογματισμός |
domain of a definition | πεδίο ορισμού |
domain of a relation | σχεσιακό πεδίο |
domain | πεδίο |
dominate | κυριαρχώ |
domination | επιβολή, κυριαρχία |
doubt (n.) | αμφιβολία |
doubt (v.) | αμφιβάλλω, αμφισβητώ |
doxastic | δοξαστικός |
dualism | διαρχία, δυϊσμός |
dualist (adj.) | δυϊστικός |
dualist (n.) | δυϊστής |
duality | δυαδικότητα |
dummy | βουβός |
duration | διάρκεια |
duty | καθήκον |
dyadic | δυαδικός |
dynamic | δυναμικός |
dynamical | δυναμικός |
dynamics (n.) | δυναμική |
dynamism | δυναμισμός |
eclectic | εκλεκτικός, εκλεκτιστικός |
eclecticism | εκλεκτικισμός |
ecstasy | έκσταση |
eduction | εξαγωγή |
effect (n.) | αποτέλεσμα |
effective | αποτελεσματικός |
effectiveness | αποτελεσματικότητα |
efficient cause | ποιητικό αίτιο |
egalitarian (adj.) | ισοκρατικός |
egalitarianism | εξισωτισμός, θεωρία της ισότητας, ισότητα |
ego | εγώ |
egocentric | εγωκεντρικός |
egoism | εγωισμός |
egoist | εγωιστής |
element | στοιχείο |
elementary | στοιχειώδης |
eliminability | εξάλειψη |
eliminate | εκμηδενίζω, εξαλείφω |
elimination | απαλοιφή, εξάλειψη |
eliminative | εξαλειπτικός |
eliminativism | εξαλειπτισμός |
emanate | απορρέω |
emanation | απορροή |
emanationism | θεωρία της απορροής |
embodiment | ενσάρκωση, ενσωμάτωση, πραγμάτωση |
embody | ενσωματώνω |
emerge | αναδύομαι |
emergence | ανάδυση |
emergent | αναδυόμενος, αναδυτιστικός |
emergentism | αναδυτισμός |
emotion | συγκίνηση, συναίσθημα |
emotional | συγκινησιακός, συναισθηματικός |
emotive | συγκινησιακός |
emotivism | συγκινησιοκρατία |
empathy | ενσυναίσθηση |
empirical | εμπειρικός |
empiricism | εμπειρισμός |
empiriocriticism | εμπειριοκριτικισμός, εμπειριοκριτισμός |
empty | άδειος, κενός |
enantiomorphic | εναντιόμορφος |
end | σκοπός, τέλος |
energetic | ενεργητικός |
energeticism | ενεργητικισμός |
energy | ενέργεια |
enjoy | απολαμβάνω |
enjoyment | απόλαυση |
enlightened | διαφωτισμένος, πεφωτισμένος, φωτισμένος |
enlightenment | διαφωτισμός |
enounce | εξαγγέλλω |
entail | κατεπάγομαι |
entailment | κατεπαγωγή |
entelechy | εντελέχεια |
entheism | ενθεϊσμός |
enthymeme | ενθύμημα |
entity | οντότητα |
entropy | εντροπία |
enumerable | αριθμήσιμος |
enumerate | απαριθμώ |
enumeration | απαρίθμηση, αρίθμηση, καταμέτρηση |
enunciative | εξαγγελτικός |
epiphenomenalism | επιφαινομενισμός |
epistemic | επιστημικός |
epistemology | γνωσιοθεωρία, γνωσιολογία |
equal | ισοδύναμος, ίσος |
equality | ισότητα |
equalize | εξισώνω |
equate | εξισώνω |
equation | εξίσωση |
equational | εξισωτικός |
equilibrium | ισορροπία |
equipollence | ισοσθένεια |
equipollent | ισοπληθικός |
equiprobable | ισοπίθανος |
equity | επιείκεια, ισότητα |
equivalence class | κλάση ισοδυναμίας |
equivalence | ισοδυναμία |
equivalent | ισοδύναμος |
equivocal | αμφίσημος |
equivocate | γράφω αμφίσημα, μιλώ αμφίσημα |
equivocation | αμφιλογία, αμφισημαντότητα, αμφισημία |
equivocity | αμφισημία |
eristic (adj.) | εριστικός |
eristic (n.) | εριστική, εριστική τέχνη |
erotetic (n.) | ερωτητική |
error | λάθος, πλάνη, σφάλμα |
eschatology | εσχατολογία |
essence | ουσία, ουσιότητα |
essential | ουσιώδης |
essentialism | ουσιοκρατία |
estimate (v.) | εκτιμώ |
estimation | εκτίμηση |
eternal | αιώνιος |
eternity | αιωνιότητα |
ethics | ηθική |
ethnocentrism | εθνοκεντρισμος |
etiology | αίτια, αιτιολογία |
eudaemonism | ευδαιμονισμός |
eugenics | ευγονική |
euthanasia | ευθανασία |
evaluate | εκτιμώ |
evaluation | αξιολόγηση, αποτίμηση, εκτίμηση |
event | γεγονός, συμβάν |
evidence | απόδειξη, μαρτυρία, τεκμήριο |
evident | έκδηλος |
evidential | αποδεικτικός |
evidentialism | τεκμηριοκρατία |
evolution | εξέλιξη |
evolutionary | εξελικτικός |
evolutionism | εξελικτικισμός, εξελικτισμός |
evolve | εξελίσσομαι |
exact | ακριβής |
exception | εξαίρεση |
excess | υπερβολή |
exclude | αποκλείω |
excluded middle | αποκλειόμενος μέσος, αποκλειόμενος τρίτος |
exclusive | αποκλειστικός, ασυμβίβαστος |
exemplarism | παραδειγματικοκρατία |
exemplification | δειγματισμός |
exemplify | αποτελώ παράδειγμα, δίνω παράδειγμα |
exist | υπάρχω |
existence | ύπαρξη |
existent | υπαρκτός |
existential | υπαρκτικός |
existentialism | υπαρξισμός |
expansiveness | διασταλτικότητα, επεκτατικότητα |
experience (n.) | εμπειρία |
experience (v.) | βιώνω |
experientialism | εμπειριαρχία |
experiment (n.) | πείραμα |
experiment (v.) | δοκιμάζω, κάνω ένα πείραμα |
experimental | πειραματικός |
experimentalism | πειραματική μέθοδος |
experimentation | πείραμα, πειραματισμός |
explain | εξηγώ |
explanandum | εξηγητέο |
explanans | εξηγούν |
explanation | εξήγηση |
explanatory | εξηγητικός |
explicature | επεξήγηση |
explicit | προφανής, ρητός |
exponible | εκθετός |
export | εξάγω |
exportation | εξαγωγή |
expression | έκφραση |
expressionism | εξπρεσιονισμός |
expressive | εκφραστικός |
expressiveness | εκφραστικότητα |
extend | εκτείνω, εκτείνομαι |
extension | έκταση, επέκταση, εύρος, πλάτος |
extensional | εκτασιακός |
extensionalism | εκτασιοκρατία |
extensionalist | εκστασιοκρατικός |
extensionality | εκτασιακή αντίληψη, εκτασιακότητα, εκτασιοκρατία |
extensive | εκτασιακός |
external | εξωτερικός |
externalism | εξτερναλισμός |
extreme | ακραίος, άκρος, οριακός |
extremism | εξτρεμισμός |
extrinsic | εξωγενής, εξωτερικός |
fact | γεγονός |
facticity | γεγονικότητα, γεγονότητα |
factitious | πλασματικός, τεχνητός |
factor | παράγοντας, συντελεστής |
factual | γεγονικός, γεγονοτικός, πραγματικός, πραγματολογικός |
factualist | πραγματιστής |
fair (adj.) | αμερόληπτος, δίκαιος |
fairness | ακριβοδικία |
fallacious | εσφαλμένος |
fallacy | παραλογισμός, πλάνη, σόφισμα, σφάλμα |
fallibilism | φαλλιμπιλισμός |
fallible | υποκείμενος σε σφάλματα |
false | εσφαλμένος, ψευδής |
falsehood | ψεύδος |
falsifiability | διαψευσιμότητα |
falsification | διάψευση |
falsity | ψεύδος |
family resemblance | οικογενειακή ομοιότητα |
fantastic | φαντασιακός |
fascism | φασισμός |
fascist (adj.) | φασιστικός |
fascist (n.) | φασίστας |
fatalism | μοιρολατρία, φαταλισμός |
fatalist | μοιρολάτρης, φαταλιστής |
fatalistic | μοιρολατρικός, φαταλιστικός |
fate | ειμαρμένη, μοίρα |
faultless | αλάνθαστος, άψογος |
faultlessness | απουσία σφάλματος |
feature | γνώρισμα |
feedback | ανάδραση, ανατροφοδότηση |
feeling (n.) | αίσθημα, συναίσθημα |
fiction | μυθοπλασία |
fictional | μυθοπλαστικός, πλασματικός |
fictionalism | μυθοπλασιοκρατία, φιξιοναλισμός |
fideism | πιστιοκρατία, φιντεϊσμός |
field theory | θεωρία πεδίου |
field | πεδίο |
final cause | τελικό αίτιο |
fine structure | ακριβής δομή, άρτια δομή, καλή δομή, λεπτή δομή |
finitary | πεπερασμένος, περατοκρατικός |
finite (adj.) | πεπερασμένος |
finite (n.) | πεπερασμένο |
finitism | περατοκρατία |
finitistic | περατοκρατικός |
first order | πρώτη τάξη, πρώτης τάξεως |
first person authority | πρωτοπρόσωπη αυθεντία |
firstness | πρωτότητα |
fixed | σταθερός |
flux | ροή |
focal | εστιακός |
focus (n.) | εστία |
focus (v.) | εστιάζω |
focusing (n.) | εστίαση |
force (n.) | βία, δύναμη, ισχύς, ροπή |
forced | εξαναγκασμένος |
forcing (n.) | εξαναγκασμός, μέθοδος επιβολής |
form | είδος, ιδέα, μορφή, φόρμα |
formal language | τυπική γλώσσα |
formal system | τυπικό σύστημα |
formal systems | τυπικά συστήματα |
formal | ειδητικός, μορφικός, τυπικός, τυποκρατικός, τυποποιημένος |
formalism | φορμαλισμός |
formalizability | δυνατότητα τυποποίησης |
formalization | τυποποίηση |
formalize | τυποποιώ |
formalized | τυποποιημένος |
formation rule | κανόνας σχηματισμού |
formation | σχηματισμός |
formula | τύπος |
foundationalism | θεμελιοκρατία |
foundations | θεμέλια |
frame of reference | σύστημα αναφοράς |
frame | πλαίσιο |
framing (n.) | πλαισίωση |
free occurrence of a variable | ελεύθερη εμφάνιση μιας μεταβλητής |
free variable | ελεύθερη μεταβλητή |
free will | ελεύθερη βούληση |
freedom | ελευθερία |
fulfillment | εκπλήρωση |
function | λειτουργία, συνάρτηση |
functional | λειτουργικός, συναρτησιακός |
functionalism | λειτουργισμός, φανξιοναλισμός |
fundamental | βασικός |
fusion | συγχώνευση, συνένωση, σύντηξη |
future (n.) | μέλλον |
fuzzy logic | ασαφής λογική |
general | γενικός |
generality | γενικότητα |
generalization | γενίκευση |
generalize | γενικεύω |
genetic | γενετικός |
genetics | γενετική |
genus | γένος |
gnostic (adj.) | γνωστικιστικός, γνωστικός |
gnostic (n.) | γνωστικιστής |
gnosticism | γνωστικισμός |
goal | στόχος |
goal-directed | προσανατολισμένος σε κάποιο στόχο, στοχο-κατευθυνόμενος, στοχο-προσηλωμένος |
golden rule | χρυσός κανόνας, χρυσούς κανών |
good (n.) | αγαθό |
grace | χάρη, χάρις |
grammar | γραμματική |
greatest lower bound | μέγιστο κάτω φράγμα, μέγιστος κάτω φραγμός |
group theory | θεωρία ομάδων |
group | ομάδα, σύμπλεγμα |
grouping | κατηγοριοποίηση, ομαδοποίηση |
guarantee (n.) | εγγύηση |
guaranteed | εγγυημένος |
guilt | ενοχή |
guilty | ένοχος |
guise | αμφίεση |
haecceity | αυτότητα |
happiness | ευδαιμονία, ευτυχία |
harmonious | αρμονικός |
harmony | αρμονία |
harrass | παρενοχλώ |
harrassment | ενόχληση, παρενόχληση |
hedonic | ηδονικός |
hedonism | ηδονισμός, ηδονοκρατία |
hedonist | ηδονιστής |
henological | ενολογικός |
henology | ενολογία |
henotheism | ενοθεϊσμός |
hereditary | κληρονομικός |
heredity | κληρονομικότητα |
heresy | αίρεση |
hermeneutic (adj.) | ερμηνευτικός |
hermeneutics | ερμηνευτική |
hermetic | ερμητικός |
hermeticism | ερμητική διδασκαλία |
hermeticism | ερμητισμός |
heuristics | ευρετική |
hierarchy | ιεραρχία |
historicism | ιστορικισμός |
historicity | ιστορικότητα |
holism | ολισμός |
holistic | ολιστικός |
homogeneity | ομογένεια |
homogeneous | ομογενής |
homomorphism | ομομορφισμός |
homonym | ομώνυμο |
homonymity | ομωνυμία |
homonymous | ομώνυμος |
homuncular | ανθρωπάκος, ανθρωπάκι |
homunculus | ανθρωπάριο |
horned syllogism | κερατίτης, κερατίτης λόγος, κερατίνης συλλογισμός |
human (adj.) | ανθρώπινος |
human (n.) | άνθρωπος |
humane | ανθρώπινος, ανθρωπιστικός |
humanism | ανθρωπισμός, ουμανισμός |
humanity | ανθρωπιά, ανθρώπινη φύση, ανθρωπισμός, ανθρωπότητα |
humanity | ανθρώπινη φύση |
hylomorphic | υλομορφικός |
hylomorphism | υλομορφισμός |
hylozoic | υλοζωικός |
hylozoism | υλοζωισμός |
hyperintensional | υπερεντασιακός |
hypostasis | υπόσταση, υποστασιοποίηση |
hypothesis | υπόθεση |
hypothesize | υποθέτω |
hypothetical (adj.) | υποθετικός |
hypothetico-deductive | υποθετικο-παραγωγικός |
I and thou | εγώ κι εσύ |
iconic | εικονικός |
iconoclastic | εικονοκλαστικός |
id | αυτό |
idea | είδος, ιδέα |
ideal (adj.) | ιδανικός, ιδεατός, ίδεώδης |
ideal (n.) | ίδανικό, ιδεώδες, ίνδαλμα |
idealism | ιδεαλισμός, ιδεοκρατία |
idealist (adj.) | ιδεαλιστικός |
idealist (n.) | ιδεαλιστής |
idealization | εξιδανίκευση |
ideation | ιδεασμός, ιδεατό |
ideational | ιδεαλιστικός, ιδεοποιητικός |
idempotence | ταυτοδυναμία |
idempotency | ταυτοδυναμία |
identical | ίδιος, ταυτιζόμενος |
identity (adj.) | ταυτοτικός |
identity (n.) | ταυτότητα |
identity of indiscernibles | ταυτότητα των αδιακρίτων, ταυτότητα των μη διακρίσιμων |
identity statement | δήλωση ταυτότητας |
ideology | ιδεολογία |
ideomotor | ιδεοκινητικός |
idiolect | ιδιόλεκτος |
iff (if and only if) | ανν (εάν και μόνο εάν) |
I-it relationship | σχέση εγώ-αυτό |
illative | συμπερασματικός |
illicit | αθέμιτος |
illocutionary act | ενδολεκτικό ενέργημα |
illocutionary | ελλεκτικός, ενδολεκτικός |
illumination | έλλαμψη, φώτιση, φωτισμός |
illuminationism | θεωρία της φώτισης |
illusion | αυταπάτη, ψευδαίσθηση |
illusionism | ιλουζιονισμός |
image (n.) | απείκασμα, είδωλο, εικόνα, ίνδαλμα |
image (v.) | απεικονίζω |
imagery | απεικόνιση, εικόνες, εικονολογία, σχηματισμός εικόνων |
imaginary | φανταστικός |
imitate | μιμούμαι |
imitation | μίμημα, μίμηση |
imitationism | μιμησιοκρατία |
immanence | εμμένεια |
immanent | εμμενής |
immaterial | άϋλος |
immaterialism | αντιυλισμός, αϋλοκρατία |
immediacy | αμεσότητα |
immediate | άμεσος |
immutability | αναλλοίωτο |
immutable | ακίνητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απαράλλαχτος, άτρεπτος |
impanation | εναρτισμός |
impartial | αμερόληπτος |
impartiality | αμεροληψία |
imperative | προστακτική |
impetus | ορμή |
implicate | υποσημαίνω |
implication | προκύπτουσα πρόταση, συνεπαγωγή, υποδήλωση |
implicature | υπονόηση |
implicit | έμμεσος, ενδιάθετος, μη ρητός, πεπλεγμένος, σιωπηρός, υπόρρητος |
imply | συνεπάγομαι, υπαινίσσομαι, υποδηλώνω, υπονοώ |
import (n.) | αξία, βαρύτητα, δέσμευση, σημασία, σπουδαιότητα, συνέπεια |
imposition | επιβολή |
impredicative | μη κατηγορηματικός, μη κατηγορικός |
imprinting | αποτύπωση |
improvisation | αυτοσχεδιασμός |
improvise | αυτοσχεδιάζω |
inclination | έφεση, κλίση, παρόρμηση, προδιάθεση, πρόθεση, ροπή, τάση |
include | περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω |
inclusion | εγκλεισμός, ένταξη, συμπερίληψη |
inclusive | περιεκτικός, συμπεριλαμβανόμενος, συμπεριλαμβάνων |
incoherence | ασυνεκτικότητα, έλλειψη συνοχής |
incoherent | ανακόλουθος, ασυνάρτητος, ασυνεκτικός |
incommensurability | ασυμμετρία |
incommensurable | ασύμμετρος |
incompatibility | ασυμβατότητα |
incompatible | ασύμβατος, μη συμβατός |
incompletability | μη πληρότητα |
incomplete | ατελής |
incompleteness | μη πληρότητα |
inconsistency | ασυνέπεια |
inconsistent | ασυμβίβαστος, ασυνεπής, μη συνεπής |
incontinence | ακρασία |
incorporeal | ασώματος, άϋλος, μη σωματικός |
incorporeality | ασώματη φύση, ασωματότητα, μη σωματικό, μη σωματικότητα |
incorrigibility | αδυναμία διόρθωσης, αδυνατότητα διόρθωσης, ανεπίδεκτο διόρθωσης, μη διορθωσιμότητα, μη επιδεχόμενο διόρθωση |
incorrigible | μη επιδεχόμενος διόρθωση |
increment | αύξηση |
indefinable | απροσδιόριστος, μη ορίσιμος |
indefinite | ακαθόριστος, αόριστος, απροσδιόριστος |
independence | ανεξαρτησία |
independent | ανεξάρτητος |
indeterminacy | απροσδιοριστία |
indeterminate | ακαθόριστος, αόριστος, απροσδιόριστος |
indeterminism | απόρριψη του ντετερμινισμού, απροσδιοριστία |
index | δείκτης, ευρετήριο, κατάλογος, πίνακας |
indexical (n.) | δεικτική έκφραση, δεικτικό |
indexicality | δεικτικότητα |
indicate | υποδεικνύω |
indication | δήλωση, ένδειξη |
indicative mood | οριστική έγκλιση |
indicative | δηλωτικός, ενδεικτικός, οριστική |
indicator | δείκτης |
indifference | αδιαφορία |
indifferent | αδιάφορος |
indirect discourse | πλάγιος λόγος |
indirect proof | πλάγια απόδειξη |
indirect | έμμεσος |
indiscernibility | απαραλλαξία, μη διακρισιμότητα |
indiscernible | μη διακρίσιμος |
individual constant | ατομική σταθερά |
individual | ατομικός, άτομο, επιμέρους, καθέκαστον |
individualism | ατομικισμός, ατομισμός |
individuality | ατομικότητα, ιδιοπροσωπία |
individuation | εξατομίκευση |
indubitability | αδιαμφισβήτητο |
indubitable | αδιαμφισβήτητος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος |
inductive | επαγωγικός |
inductivism | επαγωγισμός |
ineffable (adj.) | ανείπωτος, ανέκφραστος, απόρρητος, άρρητος, άφραστος |
ineffable (n.) | άρρητο |
inequality | ανισότητα |
inertia | αδράνεια |
infallibility | αλάθητο, αλάνθαστο |
infallible | αδιάψευστος, αλάθητος, αλάνθαστος |
infer | συμπεραίνω, συνάγω |
inferability | συναγωγιμότητα |
inference | συμπέρασμα, συμπερασμός, συναγωγή |
inferential justification | συναγωγική δικαιολόγηση |
inferential | συναγωγικός |
infima species | ειδικότατο είδος, κατώτατο είδος |
infinitary | απειροκρατικός |
infinite (adj.) | άπειρος |
infinite (n.) | άπειρο |
infinitesimal | απειροελάχιστος, απειροστικός, απειροστός |
infinitude | απειρία, άπειρο, απεραντοσύνη |
infinity | άπειρον, απειρότητα |
informal | άτυπος |
informatics | πληροφορική |
information | πληροφορία |
informational | πληροφοριακός |
informative | ενημερωτικός, πληροφοριακός, πληροφορικός |
ingenuity | επινοητικότητα, ευφυΐα, εφευρετικότητα |
inhere | ενυπάρχω |
inherent | εγγενής, έμφυτος |
inhibit | αναστέλλω, εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω |
inhibition | αναστολή, αποτροπή |
innate | εγγενής, έμφυτος |
innateness | έμφυτη φύση, έμφυτο, έμφυτος χαρακτήρας |
innatism | εμφυτοκρατία, ύπαρξη έμφυτης γνώσης |
inner sense | εσωτερική αίσθηση, εσωτερική σημασία |
inner | εσωτερικός, εσώτερος |
input | εισαγωγή, είσοδος, εισροή |
inquiry | διερεύνηση, έρευνα |
inscribe | εγγράφω |
inscription | αναφορά, επίγραμμα, επιγραφή, καταγραφή |
inscriptional | επιγραφικός |
inscrutability | ανεξιχνίαστο, μη ανιχνεύσιμο |
insight | αντίληψη, βαθύνοια, διαίσθηση, διαισθητική άποψη, διόραση, διορατικότητα, ενόραση, ιδέα, κατανόηση, οξυδέρκεια, σύλληψη |
inspiration | έμπνευση |
inspire | εμπνέω |
instance | δείγμα, παράδειγμα, περιστατικό, στιγμιότυπο |
instant (adj.) | στιγμιαίος |
instant (n.) | βαθμίδα, στιγμή, χρονική στιγμή |
instantaneous | στιγμιαίος |
instantiability | πραγμάτωση παραδειγματική, πραγματώσιμος παραδειγματικά |
instantial | πραγματώσιμος |
instantiate | συγκεκριμενοπιώ |
instantiation | συγκεκριμενοποίηση |
instinct | ένστικτο |
instinctive | ενστικτώδης |
instruction | διδασκαλία, διδαχή, εκπαίδευση, καθοδήγηση, οδηγία |
instrumental | εργαλειακός |
instrumentalism | εργαλειοκρατία |
insufficient | ανεπαρκής |
integral (adj.) | αναπόσπαστος, ενσωματωμένος, ενύπαρκτος, ολοκληρωτικός, ολοκληρωμένος |
integral (n.) | ολοκλήρωμα |
integrate | ενσωματώνω, ολοκληρώνω |
integration | ενσωμάτωση, ολοκλήρωση |
integrity | ακεραιότητα, ολοκλήρωση |
intellect | διάνοια, νόηση, νους |
intellectual | διανοητικός, διανοούμενος, νοερός, νοητικός, πνευματικός |
intelligence | διάνοια, ευφυΐα, νοημοσύνη, νόηση, νους, πνεύμα |
intelligibility | δυνατότητα κατανόησης, κατανόηση, κατανοησιμότητα, κατανοητότητα, νοητό, νοητότητα |
intelligible | διανοητικός, καταληπτός, κατανοήσιμος κατανοητός, νοήμων, νοητικός, νοητός, πνευματικός |
intend | έχω την πρόθεση, σκοπεύω |
intended model | κύριο μοντέλο |
intension | βάθος, ένταση |
intensional logic | εντασιακή λογική |
intensity | ένταση |
intention | προαίρεση, πρόθεση |
intentional | αποβλεπτικός, προθεσιακός, προθετικός, σημασιακός |
intentionality | αποβλεπτικότητα, προθεσιακότητα, προθετικότητα |
intention-based semantics | πρόθεση βασισμένη στην σημασιολογία, σημασιολογία βασισμένη στην πρόθεση |
interact | αλληλεπιδρώ |
interaction | αλληλεπίδραση, διάδραση |
interactionism | θεωρία της αλληλεπίδρασης |
interchange | ανταλλαγή, αντικατάσταση, συναλλαγή |
interchangeability | αμοιβαία ανταλλαξιμότητα, εναλλαξιμότητα |
interdependent | αλληλοεξαρτώμενος |
interest (n.) | ενδιαφέρον, όφελος, συμφέρον |
intermediate (adj.) | ενδιάμεσος |
internal | εγγενής, εσωτερικός |
internalism | εσωτερικισμός, ιντερναλισμός |
internalist (adj.) | ιντερναλιστικός |
internalist (n.) | ιντερναλιστής |
internality | εσωτερικότητα |
internationalism | διεθνισμός |
interpret | ερμηνεύω, μεταφράζω |
interpretation | ερμηνεία |
interpretationist | ερμηνευτής |
interpreted | διερμηνευμένος, ερμηνευμένος |
interpreter | διερμηνέας |
interrogate | ανακρίνω, υποβάλλω σε εξέταση |
interrogation | ερώτημα, ερώτηση |
interrogative | ερωτηματικός |
intersect (v.) | τέμνω |
intersection | σημείο τομής, τομή |
intersubjectivity | διυποκειμενικότητα |
intertext | διακείμενο |
intertextuality | διακειμενικότητα |
interval (adj.) | ενδιάμεσος |
interval (n.) | διάκενο, διάστημα, μεσοδιάστημα |
intervening | παρεμβαίνων |
intolerance | αδιαλλαξία, έλλειψη ανεκτικότητας |
intransitive | μη μεταβατικός |
intransitivity | αμεταβατότητα, μη μεταβατικότητα |
intrinsic | εσωτερικός |
intrinsics | ενδογενείς ιδιότητες |
introspection | ενδοσκόπηση |
introspectionism | ενδοσκοπισμός |
introspective | ενδοσκοπικός |
introversion | ενδοστρέφεια, εσωστρέφεια |
introvert | εσωστρεφής |
intuit | διαισθάνομαι |
intuition | ενόραση, εποπτεία |
intuitionalism | ενορασιοκρατία, θεωρία της ενόρασης, ιντουισιονισμός |
intuitionism | ενορασιοκρατία, ιντουισιονισμός |
intuitive | ενορατικός |
invalid | άκυρος |
invalidate | ακυρώνω |
invalidity | ακυρότητα |
invariance | αμεταβλητότητα, αναλλοίωτο, μη μεταβλητότητα |
invariant | αμετάβλητος, αναλλοίωτος, μη μεταβλητός, σταθερός |
inverse (adj.) | αντίστροφος |
inversion | αναστροφή, αντιστροφή |
inverted | ανεστραμμένος, αντεστραμμένος |
involuntary | ακούσιος |
irrational | άλογος, ανορθολογικός, ανορθόλογος |
irrational | άρρητος, παράλογος |
irrationalism | αλογοκρατία, ανορθολογισμός, αντιορθολογισμός, ιρασιοναλισμός |
irrationality | αλογία, άλογο, ανορθολογικότητα |
irreducible | μη ανάγωγος |
irreflexive | αντιανακλαστικός, μη ανακλαστικός |
irreflexivity | μη ανακλαστικότητα |
irregular | μη κανονικός |
irrelevance | έλλειψη συνάφειας |
irrelevant | άσχετος, μη συναφής |
irreversible | μη αναστρέψιμος |
is the case | ισχύει |
isolate | απομονώνω |
isolated | μεμονωμένος |
isolation | απομόνωση |
isolationism | απομονωτισμός |
isomorphic | ισόμορφος |
isomorphism | ισομορφισμός |
isosthenia | ισοσθένεια |
iterate | επαναλαμβάνω |
iterated | επαναλαμβανόμενος |
iteration | επανάληψη |
iterative | επαναληπτικός |
joint denial | σύζευξη αρνήσεων |
joint | κοινός, συνδυαστικός |
judge (v.) | κρίνω |
judgment | κρίση |
judicative | δικαστικός, κριτικός |
judicial | δικαιικός, δικανικός, δικαστικός, νομολογικός |
juridical | δικαιικός, δικανικός |
jurisprudence | νομική επιστήμη |
justice | δικαιοσύνη |
justification | δικαιολόγηση, δικαίωση |
justificational | δικαιολογητικός |
justified | δικαιολογημένος |
justify | δικαιολογώ |
kairological | καιρολογικός |
kind term | ειδητικός όρος |
kind | είδος |
kinematics | κινηματική |
kinetic energy | κινητική ενέργεια |
kingdom of ends | βασίλειο των σκοπών |
kinship | συγγένεια |
know | γνωρίζω, ξέρω |
knowable | γνώσιμος |
knowing how | γνωρίζω πώς |
knowing that | γνωρίζω ότι |
knowledge by acquaintance | γνώση εξ άμεσου γνωριμίας |
knowledge by description | γνώση μέσω περιγραφής |
language game | γλωσσικό παίγνιο, γλωσσικό παιχνίδι |
language | γλώσσα |
latency | λανθάνουσα κατάσταση, λανθάνουσα περίοδος |
latent | λανθάνων |
law of the excluded middle | νόμος του αποκλειόμενου μέσου, νόμος του αποκλειόμενου τρίτου |
lawlike | νομοειδής |
learnability | δυνατότητα εκμάθησης, ικανότητα για μάθηση |
least action | ελάχιστη δράση |
least upper bound | ελάχιστο άνω φράγμα, ελάχιστος άνω φραγμός |
legal | νομικός |
legalism | νομικισμός |
legitimacy | εγκυρότητα, νομιμότητα |
leisure | άνεση, ελεύθερος χρόνος |
lemma | λήμμα |
level (n.) | επίπεδο |
level-numbers | αριθμοί επιπέδου |
levels theory | θεωρία επιπέδων |
lexical | λεκτικός, λεξικογραφικός, λεξικός |
liberal arts | ελευθέριες τέχνες |
liberal | φιλελεύθερος |
liberalism | φιλελευθερισμός |
liberation theology | θεολογία της απελευθέρωσης |
liberation | απελευθέρωση |
libertarianism | ελευθεριασμός, ελευθεριοκρατία, ελευθεροκρατία |
liberty | ελευθερία |
likelihood | πιθανοφάνεια |
limit (adj.) | οριακός |
limit (n.) | όριο, πέρας |
limit number | περιορισμένος αριθμός |
limitation | περιορισμός |
limitative | περιοριστικός |
limited | πεπερασμένος, περιορισμένος |
limiting | οριακός |
linear ordering | γραμμική διάταξη |
linear | γραμμικός |
linguistic | γλωσσικός |
literal | κυριολεκτικός |
literalism | κυριολεκτισμός, κυριολεξία |
literalness | κυριολεξία |
locutionary | λεκτικός |
logic | λογική |
logical | λογικός |
logicism | λογικισμός |
logistic (adj.) | λογιστικός |
logocentrism | λογοκεντρισμός |
lower bound | κάτω φράγμα, κάτω φραγμός |
macrocosm | μακρόκοσμος |
major premise | μείζων προκείμενη |
major term | μείζων όρος |
Manichaeism | Μανιχαϊσμός |
manifestation | εκδήλωση, εμφάνιση, φανέρωση |
manner | ήθος, τρόπος |
many valued | πλειότιμος, πολύ-τιμος |
many-one correspondence | αντιστοιχία πολλά-εν |
marxism | μαρξισμός |
mass (adj.) | μαζικός |
mass (n.) | μάζα |
mass term | μαζικός όρος |
material (adj.) | υλικός |
material (n.) | ύλη |
material conditional | υλικός υποθετικός |
material conditional | υλικός υποθετικός |
material consequence | υλική συνέπεια |
material consequence | υλική συνέπεια |
material equivalenc | υλική ισοδυναμία |
material equivalence | υλική ισοδυναμία |
material implication | υλική συνεπαγωγή |
materialism | ματεριαλισμός, υλισμός |
materialist (adj.) | υλιστικός |
materialist (n.) | υλιστής |
matrix | μήτρα, πίνακας |
matter | ύλη |
matters of fact | γεγονότα, γεγονότα της πραγματικότητας |
maxim | απόφθεγμα, αφορισμός, γνώμη |
maximal | σε μέγιστο βαθμό |
mean (adj.) | μεσαίος, μέσος |
mean (n.) | μέσο, μεσότητα |
meaning | νόημα, σημασία |
meaningless | χωρίς νόημα, χωρίς σημασία |
means | μέσα |
mechanical | μηχανικός |
mechanistic | μηχανιστικός |
mediate inference | έμμεση συναγωγή |
medium | μέσο |
meliorism | βελτιοδοξία |
member | μέλος |
membership | ιδιότητα μέλους |
memory | μνήμη |
mental imagery | νοητικά σχήματα |
mental representation | νοητική αναπαράσταση |
mental | νοητικός |
mentalese | νοητική |
mentalism | νοησιαρχία |
mentalist (adj.) | νοησιαρχικός |
mentalistic | νοησιαρχικός |
mereological | μερεολογικός, μερολογικός |
mereology | μερεολογία, μερολογία |
meritarian | αξιοκράτης |
meritocracy | αξιοκρατία |
metacriticism | μετακριτική |
metaethical | μεταηθικός |
metaethics | μεταηθική |
meta-inquiry | μετα-έρευνα |
metalanguage | μεταγλώσσα |
metamathematics | μεταμαθηματικά |
metaphor | μεταφορά |
metaphysical | μεταφυσικός |
metaphysics | μεταφυσική |
metatheorem | μεταθεώρημα |
metatheory | μεταθεωρία |
methexis | μέθεξη |
method | μέθοδος |
methodological | μεθοδολογικός |
metontology | μεταοντολογία |
metrical | μετρικός |
microcosm | μικρόκοσμος |
micro-reduction | μικρο-αναγωγή |
middle term | μέσος όρος |
middle | μέσος |
mimesis | μίμηση |
minimalism | μινιμαλισμός |
minimalization | ελαχιστοποίηση |
minor premise | ελάσσων προκείμενη |
minor term | ελάσσων όρος |
misrepresentation | σφαλερή αναπαράσταση |
mistake | σφάλμα |
mixed hypothetical syllogism | μεικτός υποθετικός συλλογισμός |
mnemic | μνημικός |
modal | τροπικός |
modality | τροπικότητα |
mode | τρόπος |
model | μοντέλο, πρότυπο |
modularity | αρθρωτότητα |
moment | στιγμή |
momentary | στιγμιαίος |
monad | μονάδα |
monadic | μοναδιαίος, μοναδικός |
monadology | μοναδολογία |
monism | μονισμός |
monotheism | μονοθεϊσμός |
monotonic | μονοτονικός |
monotony | μονοτονία |
mood | διάθεση, έγκλιση, τρόπος |
moral (adj.) | ηθικός |
moral (n.) | επιμύθιο, ηθική, ηθικό δίδαγμα |
moral sense | ηθική αίσθηση |
moralism | ηθικισμός |
morality | ηθική, ηθικότητα, ήθος |
motion | κίνηση |
motionless | ακίνητος |
motivation | κίνητρο, παρακίνηση |
motivational | κινητήριος, παρακινητικός |
motive (adj.) | κινητήριος, κινητικός |
motive (n.) | κίνητρο |
multiculturalism | πολυπολιτισμικότητα |
multidimensional | πολυδιάστατος |
multifunctionalism | πολυλειτουργικότητα |
multivocal | πολύσημος, πολψσήμαντος |
mutual | αμοιβαίος |
mutualism | αμοιβαιότητα |
mutually exclusive | αμοιβαία αποκλειόμενος |
name (n.) | όνομα |
name (v.) | ονομάζω |
naming | ονομάζειν, ονομασία, ονοματοδοσία |
nativism | εμφυτοκρατία |
natural kind | φυσικό είδος |
natural law | φυσικό δίκαιο, φυσικός νόμος |
natural right | φυσικό δικαίωμα |
natural sign function | φυσικο-σημειακή λειτουργία, φυσικο-σημειακή συνάρτηση |
natural | φυσικός |
naturalism | νατουραλισμός, φυσιοκρατία |
naturalistic | νατουραλιστικός, φυσιοκρατικός |
naturalized | φυσικοποιημένος |
necessary and sufficient | αναγκαίος και επαρκής |
necessary | αναγκαίος |
necessitarianism | αναγκαιοκρατία |
necessitation | αναγκαιοποίηση, αναγκαιότητα |
necessity | αναγκαιότητα |
need (n.) | ανάγκη |
negation | άρνηση |
nemesis | νέμεσις |
nested modality | ένθετη τροπικότητα |
nested | ἐγκιβωτισμένος |
nesting | εγκιβωτισμός, εμφώλευση, ένθεση, ενσωμάτωση |
neutral | ουδέτερος |
neutrality | ουδετερότητα |
nihilism | μηδενισμός |
nihilist | μηδενιστής, νιχιλιστής |
nihilistic | μηδενιστικός |
noetic | νοητικός |
nominal | ονομαστικός, ονοματικός, ονοματοκρατικός |
nominalism | νομιναλισμός, ονοματοκρατία |
nomological | νομολογικός |
nonbeing | μη είναι, μη ον |
noncognitivism | μη γνωσιοκρατία |
noncognitivist (adj.) | μη γνωσιοκρατικός |
noncognitivist (n.) | μη γνωσιοκράτης |
non-conscious | μη συνειδητός |
noncontradiction | μη αντίφαση |
non-declarative | μη δηλωτικός |
nondescriptivism | μη περιγραφισμός |
non-existence | ανυπαρξία, μη υπάρχειν |
non-existent | ανύπαρκτος, μη υπαρκτός |
non-inferential | μη συμπερασματικός, μη συναγωγικός |
nonintrinsic good | μη εγγενές αγαθό |
non-literalness | μη κυριολεξία |
nonnaturalism | μη φυσιοκρατία |
nonsense | ανοησία |
nonstandard | μη κανονικός |
norm | κανόνας, κανονιστική αρχή |
normal | κανονικός |
normative | κανονιστικός |
normativity | κανονιστικότητα |
nothingness | μηδέν, μηδενικότητα |
noumenal | νοούμενος |
null | κενός |
number | αριθμός |
object (n.) | αντικείμενο |
object (v.) | αντιτίθεμαι σε, αντιτίθεμαι προς, έχω αντίρρηση |
objective (adj.) | αντικειμενικός |
objectivism | αντικειμενισμός |
objectivity | αντικειμενικότητα |
obligation | αίσθηση χρέους, υποχρέωση |
oblige | καθιστώ υπόχρεο, υποχρεώνω |
obliged | υπόχρεος, υποχρεωμένος |
oblique | έμμεσος, πλάγιος |
obverse | αντίθεση |
obversion | μεταστροφή |
occasion | περίπτωση |
occasionalism | οκκαζιοναλισμός, περιπτωσιοκρατία, περιστασιοκρατία |
occur | συμβαίνω |
occurrence | εμφάνιση, συμβάν |
occurrent | έκδηλος, εμφανιζόμενος, συμβαίνων |
Ockham’s razor | ξυράφι του Όκκαμ |
omnipotence | παντοδυναμία |
omnipotent | πανίσχυρος, παντοδύναμος |
omniscience | παντογνωσία |
omniscient | πάνσοφος, παντογνώστης |
omnitemporal | παντοτινός |
one-many correspondence | αντιστοιχία εν-πολλά, αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, αντιστοιχία έν προς έν |
ontic | οντικός |
ontological | οντολογικός |
ontologism | οντολογισμός |
ontology | οντολογία |
onymatic system | ονυματικό σύστημα |
opacity | αδιαφάνεια |
opaque | αδιαφανής |
open texture | ανοιχτή σύσταση, ανοιχτή υφή |
operant | συντελεστικός |
operate | λειτουργώ |
operational | λειτουργικός, οπερασιοναλιστικός, τελεστικός |
operationalism | οπερασιοναλισμός, τελεσιοκρατία |
operationism | οπερασιονισμός |
operator shift | μετατόπιση τελεστή |
operator | τελεστής, τελεστικός |
opinion | άποψη, γνώμη, δόξα |
oppose | ανθίσταμαι, άντιτίθεμαι εις |
opposite | αντίθετος |
opposition | αντίθεση, αντιπαραβολή, αντιπαράθεση, εναντίωση |
optative (adj.) | ευκτικός |
optative (gram.) | ευκτική έγκλιση |
optative mood | ευκτική έγκλιση |
optimism | αισιοδοξία, οπτιμισμός |
order (n.) | βαθμός, διάταξη, ευταξία, τάξη |
order (v.) | διατάσσω |
ordered pair | διατεταγμένο ζεύγος |
ordered | διατεταγμένος |
ordering | διάταξη, ιεράρχηση, τάξη |
ordinal number | διατακτικός αριθμός |
ordinal | βαθμιδωτός, διατακτικός |
ordinally similar | διατακτικά όμοιος |
ordinary language | καθημερινή γλώσσα, κοινή γλώσσα |
organ | όργανο |
organic | οργανικός |
organicism | οργανικισμός |
organism | οργανισμός |
organization | οργάνωση |
origin | απαρχή, αρχή, καταγωγή, πηγή, προέλευση |
original | αρχικός, αυθεντικός, γνήσιος, πρωταρχικός, πρωτότυπος |
originality | αυθεντικότητα, πρωτοτυπία |
originate | κατάγω, πηγάζω, προέρχομαι |
ostensible | καταδεικτικός |
ostensive | δεικτικός, καταδεικτικός |
ostention | κατάδειξη |
otiose | μάταιος |
otiosity | ματαιότητα |
output | εκροή, έξοδος, παραγωγή |
overdetermination | υπερκαθορισμός, υπερπροσδιορισμός |
pacifism | ειρηνισμός, πασιφισμός |
pacifist | ειρηνιστής |
pair | ζεύγος |
pairing axiom | αξίωμα ζεύγους |
palingenesis | παλιγγενεσία |
pan-essentialism | παν-ουσιοκρατία |
panlogism | πανλογισμός |
panphysician | πανίατρος |
panpsychism | παμψυχισμός |
pansomatism | πανσωματισμός |
pantheism | πανθεϊσμός |
paraconsistency | παρασυνέπεια |
paradigm (adj.) | παραδειγματικός |
paradigm (n.) | παράδειγμα |
paradigm case | παραδειγματική περίπτωση |
paradigmatic | παραδειγματικός |
paradox | παράδοξο |
paradoxical | παράδοξος |
parallel | παράλληλος |
parallelism | παραλληλισμός |
paralogism | παραλογισμός |
parameter | παράμετρος |
paraphrastic | παραφραστικός |
parapsychology | παραψυχολογία |
paratactic | παρατακτικός |
parenthesis | παρένθεση |
parsimony | οικονομία |
part | μέρος |
partial identity | μερική ταυτότητα |
partial | μερικός |
partiality | μερικότητα, μεροληψία |
partially ordered | μερικώς διατεταγμένος |
participation | μέθεξη, μετοχή, συμμετοχή |
particular (adj.) | επιμέρους |
particular (n.) | επιμέρους, καθέκαστο |
partition | κατάτμηση |
passive | παθητικός |
patent (adj.) | εμφανής, πρόδηλος, προφανής |
pathetic fallacy | συναισθηματική πλάνη |
patriarchalism | πατριαρχισμός |
patristic | πατερικός |
percept | αίσθημα, αισθητηριακή πρόσληψη, αισθητό, αντιληπτικό ερέθισμα, νοούμενο |
perceptible (adj.) | αισθητός, αντιληπτός |
perceptible (n.) | αισθητό |
perception | αντίληψη |
perceptive | αντιληπτικός |
perceptiveness | αντιληπτικότητα |
perceptual | αντιληπτικός |
perfect (adj.) | τέλειος |
perfect (v.) | τελειοποιώ |
perfection | τελειότητα |
perfectionism | τελειοθηρία, τελειοκρατία |
perform | εκτελώ |
performance | απόδοση, εκτέλεση, επίδοση, επιτέλεση, τέλεση |
performative | επιτελεστικός |
peripheralist | περιφερειαλιστής |
perlocutionary | περιλεκτικός, προσλεκτικός |
permissible | επιτρεπτός |
permissive | επιτρεπτικός |
permutation | αντιμετάθεση, μετάθεση, μετασχηματισμός, παραλλαγή |
perpetual | αέναος |
perpetuity | αιωνιότητα |
persistence | διάρκεια, εμμονή, παραμονή |
person | άτομο, πρόσωπο |
personal | προσωπικός |
personalism | περσοναλισμός |
personalistic | περσοναλιστικός |
personality | προσωπικότητα |
perspectivalism | προοπτικισμός |
perspective | προοπτική |
pessimism | απαισιοδοξία, πεσιμισμός |
pessimistic | απαισιόδοξος |
phase | φάση |
phenomenal | φαινομενικός, φαινόμενος |
phenomenalism | φαινομεναλισμός, φαινομενοκρατία |
phenomenological | φαινομενολογικός |
phenomenologist | φαινομενολόγος |
phenomenology | φαινομενολογία |
phenomenon | φαινόμενο |
phonetics | φωνητική |
phonology | φωνολογία |
phrase (adj.) | φραστικός |
phrase (n.) | φράση |
phrase structure | φραστική δομή |
phrastic | φραστικό στοιχείο |
physicalism | φυσικαλισμός |
physicalistic | φυσικαλιστικός |
physicotheology | φυσικοθεολογία |
physiognomy | φυσιογνωμία |
pictorialist | πικτοριαλιστής |
pietism | ευσεβισμός, πιετισμός |
pietistic | θρησκόληπτος |
piety | ευλάβεια, ευσέβεια |
platitude | κοινοτοπία |
pleonotetic | πλειονοτικός |
plural | πληθυντικός, πληθυντικός αριθμός |
pluralism | πλουραλισμός |
pluralitive | πληθυντικός |
point-instant | στιγμιαίο σημείο |
polar | πολικός |
polarity | πολικότητα |
polarization | πόλωση |
polarized | πολωμένος |
pole | πόλος |
polysyllogism | πολυσυλλογισμός |
populism | λαϊκισμός |
positive | θετικός |
positivism | θετικισμός |
positivist | θετικιστιστής |
positivistic | θετικιστικός |
possibilism | πιθανοκρατία, ποσιμπιλισμός |
possibility | δυνατότητα |
possible | δυνατός |
postpositivism | μεταθετικισμός |
poststructuralism | μεταδομισμός, μεταστρουκτουραλισμός |
postulate (n.) | αίτημα, αξίωμα |
postulate (v.) | θέτω ως αίτημα |
potency | δύναμις |
potential (adj.) | δυνάμει, δυναμικός, δυνητικός |
potential (n.) | δυναμικό |
potentiality | δυνατότητα, δυνητικότητα |
power set | δυναμοσύνολο |
power | δύναμη, ισχύς |
powerlessness | αδυναμία |
practical reason | πρακτικός λόγος |
practical reasoning | πρακτική επιχειρηματολογία, πρσκτική συλλογιστική |
practical wisdom | φρόνηση |
practical | πρακτικός |
practition | πρακτέον, πραξικό περιεχόμενο |
pragmatic | πραγματιστικός, πραγματολογικός |
pragmaticism | πραγματικισμός |
pragmatics | πραγματολογία |
pragmatism | πραγματισμός |
pragmatist (adj.) | πραγματιστικός |
pragmatist (n.) | πραγματιστής |
praxis | πράξη |
preanalytic | προαναλυτικός |
precedent (adj.) | προηγούμενος |
precedent (n.) | προηγούμενο |
precise | ακριβής |
precision | ακρίβεια |
precognition | πρόγνωση |
preconscious (adj.) | προσυνειδητός |
preconscious (n.) | προσυνειδητό |
predestination | προκαθορισμός, προορισμός |
predetermination | προκαθορισμός |
predetermine | προκαθορίζω |
predicable (n.) | κατηγόρημα, τρόπος κατηγόρησης, κατηγορίσιμος |
predicate (adj.) | κατηγορηματικός |
predicate (n.) | κατηγόρημα, κατηγορούμενο |
predicate calculus | κατηγορηματικός λογισμός, κατηγορικός λογισμός |
predication | κατηγόρηση, κατηγοριοποίηση |
predict | προβλέπω, προλέγω |
predictability | προβλεψιμότητα |
prediction | πρόβλεψη |
predominance | επικυριαρχία |
pre-established | προδιατεταγμένος, προκαθορισμένος |
pre-existence | προϋπαρξη |
preferential | μεροληπτικός, προνομιακός, προτιμητός |
preformation | προδιαμόρφωση, προσχηματισμός |
prejudice (n.) | προκατάληψη |
prejudice (v.) | προδιαθέτω, προκαταλαμβάνω |
preliminary | αρχικός, προκαταρκτικός, προπαρασκευαστικός |
premise indicator | δείκτης προκείμενης |
premise | προκείμενη |
prescription | εντολή, επιταγή, συνταγή |
prescriptive | επιτακτικός, περιγραφικός, ρυθμιστικός |
prescriptivism | επιτακτικισμός, επιτακτισμός |
presence | παρουσία |
present (adj.) | παρών |
present (n.) | παρόν |
presume | προϋποθέτω, υποθέτω |
presumption | αξίωση, τεκμήριο, υπόθεση |
presuppose | προϋποθέτω |
presupposition | προϋπόθεση |
pretence | προσποίηση, πρόσχημα, πρόφαση |
pretend | προσποιούμαι, υποκρίvομαι |
pretheoretical | προθεωρητικός |
prima facie | εκ πρώτης όψεως |
prime | κύριος, πρωταρχικός, πρώτος |
primitive constant | πρωταρχική σταθερά |
primitive | αρχικός, πρωταρχικός, πρωτογενής |
primitivism | πριμιτιβισμός, πρωτογονισμός |
principle of noncontradiction | αρχή της μη αντίφασης |
principle of noncontradiction | αρχή της μη αντίφασης |
principle | αρχή |
privation | στέρηση |
privative name | στερητικό όνομα |
privative | στερητικός |
privatization | ιδιωτικοποίηση |
privilege | προνόμιο |
privileged | προνομιακός, προνομιούχος |
probabilism | πιθανοκρατία |
probability | πιθανότητα |
probable | πιθανός |
problem | πρόβλημα |
problematic proposition | προβληματική πρόταση |
problematic | προβληματικός |
procedure | διαδικασία |
process reliabilism | αξιοπιστοκρατία διαδικασιών |
process | ανέλιξη, διαδικασία, διεργασία, μέθοδος |
processing | επεξεργασία |
product | γινόμενο, προϊόν |
program | πρόγραμμα |
programming | προγραμματισμός |
progress | πρόοδος |
projectibility | προβλητότητα, προβολικότητα |
projection | προβολή |
projectivism | προβολησιαρχία, προβολισμός |
pronominal | αντωνυμικός |
proof theory | θεωρία απόδειξης |
proof | απόδειξη |
propensity | τάση |
proper description | κατάλληλη περιγραφή, κύρια περιγραφή, ορθή περιγραφή, σωστή περιγραφή |
proper name | κύριο όνομα |
proper noun | κύριο όνομα, κύριο ουσιαστικό |
property | ιδιότητα, ιδίωμα |
proportion | αναλογία |
proportionality | αναλογία, αναλογικότητα, επιμεριστικότητα |
proposition | απόφανση, προτασιακό περιεχόμενο |
propositional attitude | προτασιακή στάση |
propositional calculus | προτασιακός λογισμός |
propositional function | προτασιακή συνάρτηση |
propositional | προτασιακός |
proprium | ίδιον, ιδίωμα |
prosentential | προ-προτασιακός |
prosleptic | προσληπτικός |
prosyllogism | προσυλλογισμός |
protasis | πρόταση |
protothetic (adj.) | πρωτοθετικός |
protothetic (n.) | πρωτοθετική |
prototype | πρότυπο, πρωτότυπο |
provability | αποδειξιμότητα |
prove | αποδεικνύω |
providence | πρόνοια |
providential | προνοιακός |
proximal | άμεσος, ασυμπτωτικά εγγύς, εγγύς, παραπλήσιος |
proximate | ακριβής, άμεσος, προσεχής |
proximity | εγγύτητα |
proximum genus | εγγύτατο γένος, πλησιέστερο γένος |
psychic | υπερφυσικός, ψυχικός |
psychical | ψυχικός |
punctiform | σημειακός |
punctuation | σημεία στίξης, στίξη |
punish | κολάζω, τιμωρώ |
punishment | ποινή, τιμωρία |
purgation | εξαγνισμός, κάθαρση |
purification | εξαγνισμός, κάθαρση |
puritan | πουριτανός |
puritanical | πουριτανικός |
puritanism | πουριτανισμός |
purity | αγνότητα, καθαρότητα |
purpose | σκοπός |
purposive act | σκόπιμη ενέργεια, σκόπιμη πράξη |
purposive behavior | σκόπιμη συμπεριφορά |
purposive | σκόπιμος |
purposiveness | σκοπιμότητα |
qua | ως |
Quakerism | Κουακερισμός |
qualia | φαινόμενες ποιότητες |
qualification | προσδιορισμός |
qualify | προσδιορίζω |
qualitative | ποιοτικός |
quality | ποιόν, ποιότητα |
quantification (adj.) | ποσοδεικτικός |
quantification (n.) | ποσοδεικτική ένδειξη, ποσοδεικτικός προσδιορισμός, ποσόδειξη, ποσοποίηση, ποσοτικοποίηση |
quantificational | ποσοδεικτικός, ποσοτικοποιημένος |
quantified | ποσοδεδειγμένος, ποσοτικά προσδιορισμένος |
quantifier free | ελεύθερος από ποσοδείκτες, χωρίς ποσοδείκτη |
quantifier | ποσοδείκτης, ποσοτικό |
quantify | ποσοδεικνύω, ποσοτικοποιώ |
quantitative | ποσοτικός |
quantity | ποσόν, ποσότητα |
quantum (adj.) | κβαντικός |
quantum (n.) | κβάντο |
quasi- | ημι-, ψευδο- |
quasi | σχεδόν, οιονεί |
quiddity | ουσιώδης φύση |
quotation marks | εισαγωγικά |
quotation | απόσπασμα, εισαγωγικά, εισαγωγικά σημεία, παράθεμα |
quote (v.) | παραθέτω εισαγωγικά |
racism | ρατσισμός, φυλετισμός |
radical | ριζοσπαστικός |
radicalism | ριζοσπαστισμός |
ramification | διακλάδωση, επίπτωση |
ramified | διακλαδιζόμενος, διακλαδισμένος |
random | τυχαίος |
randomization | τυχαιοποίηση, τυχαιότητα |
randomize | τυχαιοποιώ |
range | βεληνεκές, εύρος, πεδίο, φάσμα |
rank (set theory) | βαθμίδα, βαθμός, θέση, τάξη |
ratio | αναλογία, λόγος |
rational choice theory | θεωρία (της) ορθολογικής επιλογής |
rational choice theory | θεωρία της ορθολογικής επιλογής, θεωρία ορθολογικής επιλογής |
rational | λογικός, ορθολογικός |
rationalism | ορθολογισμός, ρασιοναλισμός |
rationality | ορθολογικότητα |
rationalization | εκλογίκευση |
reaction | αντίδραση |
real definition | πραγματικός ορισμός |
real | πραγματικός |
realism | ρεαλισμός |
realist (adj.) | ρεαλιστικός |
realist (n.) | ρεαλιστής |
realistic | ρεαλιστικός |
reality principle | αρχή της πραγματικότητας |
reality | πραγματικότητα |
realizability | δυνατότητα πραγμάτωσης |
realize | πραγματώνω |
reason (n.) | λόγος |
reason (v.) | λογίζομαι, συλλογίζομαι |
reasonable | εύλογος |
reasonableness | εύλογο, λογικότητα |
reasoning | λογισμός, συλλογισμός, συλλογιστική, συλλογιστικό |
reciprocal | αμοιβαίος, αντίστροφος |
reciprocity | αλληλεπίδραση, αμοιβαιότητα, ανταπόδοση, αντιστροφή |
reckonability | υπολογισιμότητα |
recollect | ενθυμούμαι |
recollection | ανάμνηση |
rectification | διόρθωση |
rectify | διορθώνω |
recur | επαναλαμβάνομαι |
recurrence | επανάληψη, επάνοδος, επιστροφή |
recursion theory | θεωρία αναδρομικότητας, θεωρία αναδρομικών συναρτήσεων, θεωρίααναδρομών |
recursion | αναδρομή |
recursive | αναδρομικός |
redintegration | ανασύνθεση |
reduce | ανάγω, μειώνω |
reducibility | αναγωγιμότητα |
reducible | αναγώγιμος, αναγώγος |
reductio ad absurdum | απαγωγή εις άτοπον |
reductio ad impossible | απαγωγή εις το αδύνατον, απαγωγή στο αδύνατον |
reduction | αναγωγή |
reductionalism | αναγωγισμός |
reductionism | αναγωγισμός |
reductive | αναγωγικός, αναγωγιστικός |
redundancy | πλεονασμός |
redundant | πλεοναστικός |
reduplicative | αναδιπλασιαστικός |
refer | αναφέρω, αναφέρομαι, παραπέμπω |
reference | αναφορά |
referent | αντικείμενο αναφοράς |
referential opacity | αναφορική αδιαφάνεια |
referential | αναφορικός |
referring (adj.) | αναφερόμενος, αναφορικός |
referring (n.) | αναφορά |
referring expression | αναφορική έκφραση |
referring term | αναφορικός όρος |
reflect | αντανακλώ |
reflection | στοχασμός |
reflective equilibrium | αναστοχαστική ισορροπία |
reflective | ανακλαστικός, αναστοχαστικός, αντανακλαστικός |
reflexive | ανακλαστικός |
reflexivity | ανακλαστική ιδιότητα, ανακλαστικότητα, αυτοπάθεια, αυτοπαθητικότητα |
reformation | αναμόρφωση, ανασχηματισμός, μεταρρύθμιση |
reformed | αναμορφωμένος, μεταρρυθμισμένος |
reformer | μεταρρυθμιστής |
refutation | ανακατασκευή, ανασκευή, διάψευση, έλεγχος |
regress | αναδρομή |
regression | παλινδρόμηση |
regularity | κανονικότητα |
reification | πραγμοποίηση |
reify | πραγμοποιώ |
reincarnation | επανενσάρκωση, μετεμψύχωση, μετενσάρκωση, μετενσωμάτωση |
reism | πραγμοκρατία, ρεϊσμός |
relation | σχέση |
relational | συσχετιστικός, σχεσιακός |
relationism | σχεσιοκρατία |
relative (adj.) | αναφορικός, σχεσιακός, σχετικός |
relative (n.) | συγγενής |
relativism | σχετικισμός |
relativistic | σχετικιστικός |
relativity | σχετικότητα |
relevance | συνάφεια |
relevant | συναφής |
reliabilism | αξιοπιστοκρατία |
reliability | αξιοπιστία |
reliable | αξιόπιστος |
remote | απώτερος |
replace | αντικαθιστώ |
replacement | αντικατάσταση |
represent | αναπαριστώ, παριστάνω |
representation | αναπαράσταση |
representational | αναπαραστατικός, αντιπροσωπευτικός |
representative (adj.) | αναπαραστασιακός, αναπαραστατικός, αντιπροσωπευτικός |
representative (n.) | αντιπρόσωπος |
require | απαιτώ, έχω την απαίτηση |
requirement | απαίτηση, προϋπόθεση |
resemblance | ομοιότητα |
resemble | μοιάζω, ομοιάζω |
residue | κατάλοιπο, υπόλοιπο |
resolution | επίλυση, λύση |
resolve | λύω |
respond | αντιδρώ, απαντώ, αποκρίνομαι |
response | αντίδραση, απάντηση, απόκριση |
responsibility | ευθύνη, υπαιτιότητα, υπευθυνότητα |
responsible | υπεύθυνος |
responsive | ανταποκρίσιμος, ανταποκριτικός |
restrict | περιορίζω |
restricted | περιορισμένος |
restriction | περιορισμός |
restrictive | περιοριστικός, στενός |
result | αποτέλεσμα |
resultance | απόρροια, επακολούθηση |
retribution | ανταπόδοση |
retrograde | οπισθοδρομικός |
retrospect | ανασκόπηση |
retrospection | ανασκόπηση |
revelation | αποκάλυψη |
revenge | εκδίκηση |
reverse (adj.) | αντίστροφος |
reversibility | αναστρεψιμότητα, αντιστροφή |
reversible | αντιστρέψιμος |
reversion | αντιστροφή |
revise | αναθεωρώ |
revision | αναθεώρηση |
revisionism | αναθεωρητισμός, ρεβιζιονισμός |
revolution | επανάσταση, περιστροφή |
revolutionary | επαναστατικός |
reward (n.) | αμοιβή, ανταμοιβή, επιβράβευση |
reward (v.) | ανταμείβω |
right | δικαίωμα |
rightness | ορθότητα |
rights | δικαιώματα |
rigid designator | άκαμπτος καταδηλωτής |
rigid designator | άκαμπτος καταδηλωτής |
rigid | άκαμπτος, αυστηρός |
rigidified | άκαμπτος |
rigidity | ακαμψία |
rigor | αυστηρότητα |
rigorous | αυστηρός |
romanticism | ρομαντισμός |
root | ρίζα |
rule (adj.) | κανονιστικός |
rule (n.) | κανόνας |
rule following | ακολουθία κανόνων, τήρηση κανόνων |
salvation | σωτηρία |
sample (adj.) | δειγματοληπτικός |
sample (n.) | δείγμα |
sample (v.) | δειγματολογώ |
sampling | δειγματοληψία |
sanction | κύρωση |
satisfaction | ικανοποίηση |
satisfiability | ικανοποιησιμότητα |
satisfiable (adj.) | ικανοποιήσιμος |
satisfiable (n.) | ικανοποιήσιμο |
satisfice | αρκούμαι |
satisfy | ικανοποιώ |
scalar | βαθμωτός, διαβαθμίσιμος |
scale | κλίμακα |
sceptic (adj.) | σκεπτιστικός, σκεπτικός |
sceptic (n.) | σκεπτικός, σκεπτιστής |
sceptical | σκεπτικιστικός, σκεπτικός |
scepticism | σκεπτικισμός |
schema | σχήμα |
schematize | σχηματοποιώ |
schematizing | σχηματοποίηση |
scholasticism | σχολαστικισμός |
science | επιστήμη |
scientific | επιστημονικός |
scientism | επιστημονισμός |
scientist | επιστήμων |
scope ambiguity | αμφισημία εμβέλειας |
scope | βεληνεκές, εμβέλεια, εύρος, πεδίο, περιεκτικότητα, περιθώρια, πλαίσιο, στόχος, σφαίρα, φάσμα |
second intention | δεύτερη πρόθεση |
secondary | δευτερεύων, δευτερογενής |
second-order | δευτεροβάθμιος |
section | εδάφιο, τεμάχιο, τμήμα, τομέας, τομή |
segment | τεμάχιο, τμήμα |
self- | αυτο- |
self | εαυτός |
semantic | σημασιολογικός |
semantical | σημασιολογικός |
semantics | σημασιολογία |
semasiology | σημασιολογία |
semi- | ημι- |
seminal | γονιμοποιός, γονιμότερος, κεφαλαιώδης, σημαίνων, σημαντικός, σπερματικός |
semiology | σημειολογία, σημειωτική |
semiosis | σημείωση |
semiotic | σημειωτικός |
semiotics | σημειολογία |
semipositivism | ημιθετικισμός |
semisentence | ημιπρόταση |
sensation | αίσθημα, αίσθηση |
sensationalism | αισθηματοκρατία, αισθησιαρχία, αισθησιοκρατία |
sense (adj.) | αισθητηριακός, εννοιακός |
sense (n.) | αίσθηση, έννοια, νόημα, σημασία |
sense (v.) | διαισθάνομαι |
sense data | αισθητηριακά δεδομένα |
sense datum theory | θεωρία αισθητηριακών δεδομένων |
sense datum | αισθητηριακό δεδομένο |
sense experience | αισθητηριακή εμπειρία |
sense impression | αισθητηριακή εντύπωση |
sense organ | αισθητήριο όργανο |
sensibilia | αισθητά |
sensibility | αισθητικότητα, αισθητότητα |
sensible | αισθητός |
sensing (adj.) | αισθητηριακός |
sensing (n.) | αισθάνεσθαι, αίσθηση |
sensorium | αισθητήριο |
sensory | αισθητηριακός, αισθητήριος |
sensual | αισθησιακός |
sensualism | αισθησιαρχία, αισθησιοκρατία |
sensualistic | αισθησιοκρατικός |
sensuality | αισθησιακότητα, αισθησιασμός |
sensum | αισθητό |
sensuous | αισθητηριακός |
sentence token | δείγμα πρότασης |
sentence | πρόταση |
sentential calculus | αποφαντικός λογισμός, προτασιακός λογισμός |
sentential | προτασιακός |
sentiment | αίσθημα, συναίσθημα |
sentimentalism | συναισθηματισμός, συναισθηματοκρατία |
separable | διαχωρίσιμος |
separate (adj.) | χωριστός |
separate (v.) | χωρίζω |
separation | διαχωρισμός, χωρισμός |
sequence | ακολουθία |
sequential | ακολουθιακός, διαδοχικός, επακόλουθος |
serial | αύξων, σειριακός |
seriality | σειριακότητα |
series | σειρά |
set theoretic | συνολοθεωρητικός |
set theory | θεωρία συνόλων |
set | σύνολο |
shame | αιδώς, αισχύνη, ντροπή |
shameful | επαίσχυντος |
Sheffer stroke function | γραμμή λειτουργίας Σέφφερ |
sign | ένδειξη, σημείο |
significance | σημασία |
significant | δηλωτικός, σημαντικός |
signification | σήμανση, σημασία |
signifier | σημαίνον |
similar | όμοιος |
similarity | ομοιότητα |
simile | παρομοίωση |
simple | απλός |
simplicity | απλότητα |
simplification | απλοποίηση, απλούστευση |
simplified | απλοποιημένος |
simply | απλώς |
simulacrum | είδωλo, ομοίώμα |
simulate | προσομοιώνω |
simulation | προσομοίωση |
simultaneity | ταυτοχρονία |
simultaneous | σύγχρονος, ταυτόχρονος |
sin | αμάρτημα, αμαρτία |
sincere | ειλικρινής |
sincerity | ειλικρίνεια |
sine qua non | εκ των ων ουκ άνευ |
singular proposition | ενική απόφανση |
singular sentence | ενική απόφανση |
singular term | ενικός όρος |
singular | ενικός, ιδιάζων, ιδιόμορφος |
singularity | ιδιομορφία |
sinigular | μοναδιαίος |
situate | θέτω, τοποθετώ |
situated | τοποθετημένος |
situation (adj.) | καταστασιακός |
situational | περιπτωσιακός |
skepticism | σκεπτικισμός |
skill | δεξιότητα, ικανότητα |
smell (n.) | μυρωδιά, οσμή |
smell (v.) | μυρίζω |
social contract | κοινωνικό συμβόλαιο |
socialism | κοινωνιοκρατία |
socialism | σοσιαλισμός |
sociality | κοινωνικότητα |
socialization | κοινωνικοποίηση |
soft constraint | ήπιος περιορισμός |
solid | στερεός |
solidarity | αλληλεγγύη |
solipsism | σολιψισμός |
solution | επίλυση, λύση |
solvability | επιλυσιμότητα |
sophism | σόφισμα, σοφιστεία |
sophist | σοφιστής |
sophistic | σοφιστικός |
sophistical | σοφιστικός |
sorites | σωρείτης |
sortal | ειδολογικός |
sound (adj.) | βάσιμος, ορθός |
sound (n.) | ήχος |
sound argument | ορθό επιχείρημα |
soundness | ορθότητα |
sovereign | κυρίαρχος |
sovereignty | κυριαρχία, κυριότητα |
space | χώρος |
space-time | χωροχρόνος |
sparse property | σποραδική ιδιότητα |
sparse | αραιός |
spatial | χωρικός |
spatiotemporal | χωροχρονικός |
spatiotemporality | χωροχρονικότητα |
species | είδος |
speciesism | ειδισμός, σπισισμός |
specific difference | ειδοποιός διαφορά |
specific | ειδικός, ειδοποιός, ιδιαίτερος, συγκεκριμένος |
specification | καθορισμός, προσδιορισμός |
spectator | θεατής |
spectrum | φάσμα |
speculate | εικάζω, εικοτολογώ, στοχάζομαι |
speculation | εικασία, εικοτολογία, στοχασμός |
speculative | εικοτολογικός, θεωρησιακός |
speech (adj.) | γλωσσικός, ομιλιακός |
speech (n.) | λεκτική πράξη, λόγος, ομιλία |
speech act | λεκτική πράξη, λεκτικό ενέργημα, ομιλιακό ενέργημα |
spermatic | σπερματικός |
spirit | πνεύμα |
spiritual | πνευματικός |
spontaneity | αυθορμησία, αυτενέργεια |
spontaneous | αυθόρμητος |
square of opposition | λογικό τετράγωνο |
stability | σταθερότητα |
stable | σταθερός |
stance | θέση, όψη, στάση |
standard (adj.) | καθιερωμένος, κανονικός |
standard model | καθιερομένο πρώτυπο |
standard model | καθιερωμένο πρώτυπο |
state (adj.) | καταστατικός |
state (n.) | κατάσταση, κράτος, πολιτεία |
state (v.) | δηλώνω |
state of affairs | κατάσταση πραγμάτων |
state vector | καταστατικό διάνυσμα |
statement | δήλωση, πρόταση |
statics | στατική |
statistical | στατιστικός |
statistics | στατιστική |
stimulus | ερέθισμα |
stimulus-response | ερέθισμα-ανταπόκριση, ερέθισμα-απόκριση |
stipulate | αξιώνω, ορίζω ρητώς |
stipulation | αξίωση |
stipulative | κατ' αξίωσιν |
stochastic | στοχαστικός |
stoic | στοικός |
stoical | στοικός |
stoicism | στωικισμός |
stratification | διαστρωμάτωση |
stratified | διαστρωματωμένος, στρωματοποιημένος |
stratify | διαστρώνω |
stress | ένταση, τάση |
strict implication | αυστηρή συνεπαγωγή |
strict | αυστηρός |
strictness | αυστηρότητα |
stricture | επίκριση |
striving | πάλη |
structural | δομικός |
structuralism | δομισμός, στρουκτουραλισμός |
structure | δομή, κατασκευή |
subaltern | υπάλληλος |
subalternate (adj.) | υπάλληλος |
subalternation | υπαλληλία |
subclass | υποκλάση |
subconscious (adj.) | υποσυνείδητος |
subconscious (n.) | υποσυνείδητο |
subcontrary | υπενάντιος |
subdoxastic | υποδοξαστικός |
subject (adj.) | υποκείμενος |
subject (n.) | θέμα, υποκείμενο |
subjective | υποκειμενικός |
subjectivism | υποκειμενισμός |
subjectivist (adj.) | υποκειμενιστικός |
subjectivist (n.) | υποκειμενιστής |
subjectivity | υποκειμενικότητα |
subject-predicate statement | δήλωση υποκειμένου-κατηγορήματος |
subjoin | επισυνάπτω, προσθέτω |
sublimation | μετουσίωση |
sublime (adj.) | υψηλός |
sublime (n.) | υψηλό |
subliminal | υποσυνείδητος |
sublimity | μεγαλείο, υπεροχή, υψηλότης, υψηλότητα, ύψος |
subset | υποσύνολο |
subsidiarity | επικουρικότητα |
subsist | υφίσταμαι |
subsistence | υφίστασθαι |
substance | ουσία, υπόσταση |
substantial | ουσιαστικός, ουσιώδης |
substantialism | ουσιοκρατισμός |
substantival | ουσιαστικός, ουσιολογικός |
substantivalism | ουσιολογισμός |
substantive | ουσιαστικός, ουσιολογικός, ουσιώδης |
substitutability | αντικαταστασιμότητα, υποκαταστασιμότητα |
substitute (n.) | υποκατάστατο |
substitute (v.) | υποκαθιστώ |
substitution | αντικατάσταση, υποκατάσταση |
substitutivity | υποκαταστασιμότητα |
substratum | υπόστρωμα |
succeed | διαδέχομαι |
succession | διαδοχή, σειρά |
successive | διαδοχικός, ακόλουθος |
successor | διάδοχος, επίγονος, επαρκής |
sufficient reason | αποχρών λόγος, επαρκής λόγος |
sufficient | επαρκής |
sum (n.) | άθροισμα |
summation | άθροισμα |
summum bonum | ύψιστο αγαθό |
superego | υπερεγώ |
superficial | επιπόλαιος, επιφανειακός, ρηχός |
superficialism | επιφανειακότητα |
superficiality | επιπολαιότητα, ρηχότητα |
supernatural (adj.) | υπερφυσικός |
supernatural (n.) | υπερφυσικό |
supervaluation | υπεραποτίμηση |
supervenience | επιγένεση |
supervenient | επιγιγνόμενος |
supplement (n.) | παραπλήρωμα, συμπλήρωμα |
supplemental | συμπληρωματικός |
supplementary | συμπληρωματικός |
support (n.) | ενίσχυση, στήριγμα, υποστήριγμα, υποστήριξη |
support (v.) | υποστηριίζω |
supporter | υποστηρικτής |
suppose | υπθέτω |
suppositional | υποθετικός |
suppress | αποθώ, καταστέλλω |
suppression | απώθηση, καταστολή |
supranaturalism | υπερνατουραλισμός, υπερφυσιοκρατία |
surface grammar | επιφανειακή γραμματική |
surface grammar | επιφανειακή γραμματική, επιφανειακή γραμματική δομή |
suspension of judgment | αναστολή της απόφασης; αναστολή της κρίσης, έφεκτικότητα |
syllogism | συλλογισμός |
syllogistic (adj.) | συλλογιστικός |
syllogistic (n.) | συλλογιστική |
syllogistic figure | συλλογιστικό σχήμα |
symbol | σύμβολο |
symbolic | συμβολικός |
symbolism | συμβολισμός |
symbolize | συμβολίζω |
symmetric | συμμετρικός, σύμμετρος |
symmetrical | συμμετρικός, σύμμετρος |
symmetry | συμμετρία |
sympathetic | συμπαθητικός, συμπονετικός |
sympathize | κατανοώ |
sympathy | συμπάθεια |
synaesthesis | συναισθησία |
syncategorematic | συγκατηγορηματικός |
syncretic | συγκρητικός |
syncretism | συγκρητισμός |
synechiology | συνεχειολογία |
synechism | συνεχισμός |
synergism | συνεργισμός |
synergy | συνέργεια, συνεργία |
synonym | συνώνυμο |
synonymity | συνωνυμία |
synonymous | συνώνυμος, ταυτόσημος |
synonymy | συνωνυμία, ταυτοσημία |
syntactic | συντακτικός |
syntacticism | συντακτικισμός |
syntactics | σύνταξη |
syntax | σύνταξη |
synthesis | σύνθεση |
synthetic | συνθετικός |
syntropism | συντροπισμός |
system | σύστημα |
systematic | συστηματικός |
systematicity | συστηματικότητα |
tabula rasa | άγραφος πίνακας |
tacit | λανθάνων, σιωπηρός, υπόρρητος |
tangibility | απτότητα, κατανοητότητα |
tangible | απτός |
taste | γεύση, γούστο, καλαισθησία, φιλοκαλία |
tautologous | ταυτολογικός |
tautology | ταυτολογία |
taxonomy | ταξινόμηση, ταξινομία |
technicism | τεχνικισμός |
technicity | τεχνικότητα |
technique | μέθοδος, τεχνική |
technocracy | τεχνοκρατία |
teleological | τελεολογικός, τελολογικός |
teleology | τελεολογία, τελολογία |
teleosemantics | τελεοσημασιολογία |
telepathy | τηλεπάθεια |
temporal slice | χρονικό τεμάχιο |
temporal stage | χρονικό στάδιο |
temporal | έγχρονος, χρονικός |
temporality | χρονικότητα |
temporary intrinsics | χρονικά ενδογενείς, χρονικά εσωτερικά |
temporary intrinsics | χρονικά ενδογενείς, χρονικά εσωτερικο |
tenable | υποστηρίξιμος |
tendentious | εσκεμμένος, μεροληπτικός |
tenet | θέση |
tense (adj.) | τεταμένος, χρονικός |
tense (n.) | χρόνος |
tense logic | χρονική λογική |
tensed | έγχρονος, που έχει γραμματικό χρόνο, χρονικός |
tenseless | αχρονικός, άχρονος |
term | όρος |
terminism | οροκρατία, τερμινισμός |
terminist | τερμινιστικός |
tertium non datur | νόμος του αποκλειόμενου τρίτου |
testability | δυνατότητα ελέγχου, ελεγξιμότητα |
testimony | μαρτυρία |
testing | δοκιμασία, δοκιμή, έλεγχος, εξέταση |
textualism | κειμενισμός, κειμενοκρατία |
theism | θεϊσμός |
theistic | θεϊστικός |
theocracy | θεοκρατία |
theocratic | θεοκρατικός |
theodicy | θεοδικία |
theorem | θεώρημα |
theoretic | θεωρητικός |
theoretical | θεωρητικός |
theoretician | θεωρητικολόγος, θεωρητικός |
theory | θεωρία |
theosophy | θεοσοφία |
thesis | θέση |
theurgy | θεουργία |
thing in itself | πράγμα καθ’ εαυτό |
thinking (adj.) | νοών, σκεπτόμενος |
thinking (n.) | σκέπτεσθαι, σκέψη, στοχασμός |
thirdness | τριτότητα |
thirst | δίψα |
thisness | αυτότητα |
thlipsis | θλίψη |
three-valued logic | λογική τριών τιμών, τρίτιμη λογική |
tilde | περισπωμένη |
time reference | περίοδος αναφοράς |
time | χρόνος |
timeless present | άχρονο παρόν |
timeless | άχρονος |
token reflexive | αυτοπαθής ως προς το δείγμα |
token | απότυπος, δείγμα |
topic neutral | θεματικά ουδέτερος |
topic neutrality | θεματική ουδετερότητα |
topic | ζήτημα, θέμα |
total (adj.) | ολικός |
total (n.) | σύνολο |
totalitarianism | ολοκληρωτισμός |
totemism | τοτεμισμός |
touch | αφή, επαφή |
trace | ίχνος |
tradition | παράδοση |
traditionalism | παραδοσιοκρατία |
trait | γνώρισμα, χαρακτηριστικό |
transcendence | υπερβατικότητα |
transcendent | υπερβατικός |
transcendental | υπερβατικός, υπερβατολογικός |
transcendentalism | υπερβατολογισμός |
transcendentalist | υπερβατολογικός |
transducer | μετασχηματιστής |
transduction | μεταγωγή |
transfer (n.) | μεταφορά |
transfer (v.) | μεταφέρω |
transference | μεταβίβαση, μεταφορά |
transfinite | υπερπεπερασμένος |
transform | μετασχηματίζω |
transformation | μετασχηματισμός |
transitive | μεταβατικός |
transitivity | μεταβατικότητα |
translational | μεταδιδόμενος |
transmigration | μετεμψύχωση, μετενσάρκωση, μετενσωμάτωση |
transparency | διαπερατότητα, διαφάνεια |
transparent | διαφανής |
transpose | μεταθέτω |
transposition | αναστροφή, αντιμετάθεση, μετάθεση, μετατόπιση, μεταφορά |
transsubjectivity | υπερυποκειμενικότητα |
transubstantiation | μετουσίωση |
transversalilty | εγκαρσιότητα |
triadic | τριαδικός |
trichotomy | τριχοτομία |
trope | σχήμα λόγου, τρόπος |
true | αληθής, αληθινός |
truth bearer | φορέας αληθείας |
truth condition | συνθήκη αληθείας |
truth function | αληθοσυνάρτηση |
truth functional | αληθοσυναρτησιακός |
truth predicate | αληθοκατηγόρημα |
truth table | αληθοπίνακας, πίνακας αληθείας |
truth value | αληθοτιμή, τιμή αληθείας |
truth | αλήθεια |
truthlike | αληθόμοιος |
truthlikeness | αληθομοιότητα |
truth-maker | αληθοποιητής |
twin earth | δίδυμη γη |
two-place predicate | κατηγόρημα δύο θέσεων |
two-valued logic | δίτιμη λογική |
tychism | τυχισμός, τυχοκρατία |
type | τύπος |
typology | τυπολογία |
ultimate | έσχατος, τελευταίος, τελικός |
ultraproducts | υπεργινόμενα |
unarticulated | μη αρθρωμένος |
unbiased | αμερόληπτος |
uncombinable | ασυνδύαστος, μη συνδυάσιμος |
unconditionality | ανεξαρτησία από κάθε όρο, απροϋπόθετο |
unconscious | ασυνείδητος |
unconsciousness | ασυναισθησία, ασυνειδησία, έλλειψη επίγνωσης, έλλειψη συνειδητότητας, μη συνειδητότητα |
undecidability | μη αποκρισιμότητα, μη αποφασισιμότητα |
undecidable | μη αποκρίσιμος, μη αποφασίσιμος |
undefined | αόριστος, απροσδιόριστος |
underdetermination | υποκαθορισμός υποπροσδιορισμός |
understanding | διάνοια, κατανόηση |
undetermined | ακαθόριστος |
undistributed | μη διανεμημένος, μη επιμερισμένος, μη κατανεμημένος |
unfulfilled | ανεκπλήρωτος |
uniform | ομαλός, ομοιόμορφος |
uniformity | ομοιομορφία |
uninstantiated | μη πραγματωμένος |
uninterpreted | ανερμήνευτος |
union | ένωση |
uniqueness | μοναδικότητα |
unit set of x | σύνολο του οποίου μόνο μέλος είναι το χ |
unit set | μονομελές σύνολο |
unit | μονάδα |
unitarianism | ουνιταρισμός |
unity | ενότητα, μονάδα |
universal | καθ’ όλου, καθολικός, καθόλου |
universality | καθολικότητα |
universalizability | καθολικευσιμότητα |
universalization | καθολίκευση |
universalize | καθολικεύω |
universe of discourse | κόσμος του λόγου, πεδίο ομιλίας, πεδίο του λόγου, σύμπαν ομιλίας, σύμπαν του λόγου |
universe | κόσμος, σύμπαν |
univocal | μονοσήμαντος |
univocity | μονοσημαντότητα |
unknowability | μη γνωσιμότητα |
unknowable | απρόσιτος στη γνώση, μη γνώσιμος |
unknown | άγνωστος |
unsaturated | ακόρεστος |
unsolvability | μη επιλυσιμότητα |
upper bound | άνω φράγμα, άνω φραγμός |
utilitarian (adj.) | χρηστικός, ωφελιμιστικός |
utilitarian (n.) | ωφελιμιστής |
utilitarianism | ωφελιμισμός, ωφελιμοκρατία |
utility | ωφέλειαωφελιμότητα |
utopia | ουτοπία |
utopianism | ουτοπισμός |
utter (v.) | εκφέρω, εκφωνώ |
utterance | εκφορά, εκφώνημα, εκφώνηση |
vacuity | κενότης |
vacuous | κενός, τετριμμένος |
vacuousness | κενότης |
vacuum | κενό |
vague | ασαφής |
vagueness | ασάφεια |
vain | μάταιος |
valid | έγκυρος |
validity | εγκυρότητα, ισχύς |
valuation | αξιολόγηση, αποτίμηση |
value (adj.) | αξιακός |
value (n.) | αξία, τιμή |
value free | αξιακά ουδέτερος, μη αξιολογικός |
value judgment | αξιολογική κρίση |
vanity | ματαιοδοξία, ματαιότητα |
variability | μεταβλητότητα |
variable (adj.) | μεταβλητός |
variable (n.) | μεταβλητή |
variation | απόκλιση, παραλλαγή |
vector (adj.) | διανυσματικός |
vector (n.) | άνυσμα, διάνυσμα |
vector space | διανυσματικός χώρος |
velocity | ταχύτητα |
Venn diagram | διάγρμμα |
Venn diagramming | κατασκευή διαγραμμάτων |
verb | ρήμα |
verbal | λεκτικός, ρηματικός, φραστικός |
veridical | αληθειακός |
verifiability | επαληθευσιμότητα |
verifiable | επαληθεύσιμος |
verification | επαλήθευση |
verificationism | επαληθευσιοκρατία |
verificationist | επαληθευσιοκρατικός |
verify | επαληθεύω |
verisimilitude | αληθοφάνεια |
viability | βιωσιμότητα |
viable | βιώσιμος |
vice | κακία |
vicious circle | φαύλος κύκλος |
vicious regress | φαύλη αναδρομή |
virtue (adj.) | αρετολογικός |
virtue (n.) | αρετή |
virtue ethics | αρεταϊκή ηθική, αρετολογική ηθική |
virtuous | ενάρετος |
vision | θέαση, θεώρηση, όραμα, όραση |
visual field | οπτικό πεδίο |
vital impetus | ζωτική ορμή |
vital | ζωτικός |
vitalism | βιταλισμός |
vitality | ζωτικότητα |
void | κενό |
volition | βούληση, βουλητικό ενέργημα |
voluntarism | βολονταρισμός, βουλησιαρχία |
voluntaristic | βολονταριστικός |
voluntary | εκούσιος |
want (n.) | έλλειψη, επιθυμία, θέληση |
want (v.) | επιθυμώ, θέλω |
warrant (n.) | εγγύηση |
warrant (v.) | εγγυώμαι |
warranted | εγγυημένος |
weakness of will | αδυναμία της βούλησης |
well formed | καλοσχηματισμένος |
well ordered | καλώς διατεταγμένος |
will | βούληση |
wisdom | σοφία, φρόνηση |
wise | σοφός |
wish (n.) | επιθυμία, ευχή |
wish fulfillment | εκπλήρωση επιθυμίας, εκπλήρωση ευχής |
with integrity | ακέραιος |
word | λέξη, όρος |
world soul | κοσμική ψυχή, παγκόσμια ψύχη, ψυχή του κόσμου |